Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Όγδοο κεφάλαιο)




ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ ΠΟΥ ΕΔΕΙΞΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ


Η Μαίρη απόμεινε να κοιτάει για ώρα το κλειδί. Το στριφογυρνούσε και το σκεφτόταν. Όπως σας ξαναείπα, δεν ήταν ένα παιδί εκπαιδευμένο να ζητάει την άδεια ή να συμβουλεύεται τους μεγαλύτερους για κάτι. Οι σκέψεις που έκανε για το κλειδί ήταν ότι αν αυτό ήταν το κλειδί για τον κλειστό κήπο, και αν μπορούσε να βρει πού ήταν η πόρτα, τότε ίσως και να την άνοιγε και να έβλεπε τι υπήρχε πίσω από τους τοίχους και τι είχαν απογίνει οι παλιές τριανταφυλλιές. Ήθελε να τον δει γιατί ήταν τόσο καιρός κλειδωμένος .Της φαινόταν ότι ο κλειστός κήπος ήταν διαφορετικός και ότι κάτι παράξενο θα έγινε εκεί όλα αυτά τα δέκα χρόνια. Εξάλλου, αν της άρεσε, θα μπορούσε να πηγαίνει κάθε μέρα και να κλείνει την πόρτα ξοπίσω της και να σκεφτεί κάποιο παιχνίδι να παίξει μοναχή της, γιατί κανένας δεν θα έπαιρνε χαμπάρι πού ήταν, αλλά θα νόμιζε πως η πόρτα συνέχιζε να είναι κλειδωμένη και το κλειδί θαμμένο. Αυτή η σκέψη και μόνο της έφερε ευχαρίστηση.
Ζώντας ολομόναχη σε ένα σπίτι με εκατό μυστικά κλειδωμένα δωμάτια και μην έχοντας τίποτα άλλο για να διασκεδάσει, το μυαλό της άρχισε να παίρνει στροφές και η φαντασία της να ξυπνάει. Χωρίς αμφιβολία ο αναζωογονητικός δυνατός αέρας από τον χερσότοπο συντέλεσε σε αυτό. Όπως της έφερε όρεξη για φαγητό κι όπως η πάλη με τον αέρα ξύπνησε το αίμα της, έτσι όλα αυτά ξύπνησαν και το μυαλό της. Στην Ινδία πάντα ζεσταινόταν πολύ κι ένιωθε νωθρή και αδύναμη να ενδιαφερθεί για το παραμικρό, όμως εδώ άρχισε να νοιάζεται και να θέλει να δοκιμάσει καινούρια πράγματα. Ένιωθε ήδη λιγότερο “στρυφνή”, κι ας μη γνώριζε τον λόγο.
Έβαλε το κλειδί στην τσέπη της και συνέχισε τον περίπατό της πέρα δώθε. Φαινόταν σαν να μην ερχόταν ποτέ κανείς εκεί, κανείς εκτός από την ίδια, οπότε μπορούσε να περπατήσει με την ησυχία της και να παρατηρήσει τον τοίχο ή μάλλον τον κισσό που τον σκέπαζε. Αυτό ήταν που την προβλημάτιζε. Όσο προσεκτικά κι αν κοιτούσε, δεν έβλεπε άλλο από πυκνά γυαλιστερά σκουροπράσινα φυλλώματα. Απογοητεύτηκε πολύ. Κάτι από τη γνωστή στρυφνάδα της την έπιασε πάλι καθώς βημάτιζε πάνω κάτω και κοιτούσε τις δεντροκορφές πάνω από τον τοίχο. Ήταν ανόητο, μονολόγησε, να είναι τόσο κοντά στον κλειστό κήπο και να μην μπορεί να μπει μέσα. Όταν γύρισε στο σπίτι, κράτησε το κλειδί στα χέρια της και αποφάσισε να το έχει πάντα μαζί της όταν έβγαινε, ώστε αν ποτέ έβρισκε τη μυστική πόρτα, να ήταν έτοιμη.
Η κυρία Μέντλοκ είχε επιτρέψει στη Μάρθα να κοιμηθεί όλη τη νύχτα στο χωριατόσπιτό της, το πρωί όμως είχε επιστρέψει στη δουλειά της με τα μάγουλά της πιο κόκκινα από ποτέ και την καλύτερη διάθεση.
«Σηκώθηκα στις τέσσερις» είπε. «Α! Τι όμορφα που ήταν στον χερσότοπο με τα πουλιά να ξυπνάνε και τους λαγούς να ξεμυτίζουν και τον ήλιο να ανατέλλει. Δεν έκανα όλο τον δρόμο με τα πόδια. Με πήρε ένας στο κάρο του και η αλήθεια είναι ότι πολύ το ευχαριστήθηκα».
Είχε πολλές ιστορίες να πει για τις χαρές της σχόλης της. Η μητέρα της χάρηκε που την είδε και ξεμπέρδεψαν με το φούρνισμα και την μπουγάδα. Κατάφερε ως και να ζυμώσει κεκάκια με λίγη μαύρη ζάχαρη, από ένα για κάθε παιδί.
«Άχνιζαν με το που γύρισαν τα παιδιά από το παιχνίδι τους στον χερσότοπο. Και το χωριατόσπιτο μοσχοβολούσε από το φούρνισμα κι είχαμε μια καλή φωτιά κι όλα τους ξεφώνισαν από τη χαρά τους. Ο Ντίκον μας είπε ότι το χωριατόσπιτό μας άξιζε ως και να ζει ένας βασιλιάς εκεί μέσα».
Το απόγευμα είχαν καθίσει γύρω από τη φωτιά και η Μάρθα με τη μητέρα έραψαν μπαλώματα στα σκισμένα ρούχα και μαντάρισαν τις κάλτσες και η Μάρθα τούς είπε για το κοριτσάκι που είχε έρθει από την Ινδία και που όλη του τη ζωή το φρόντιζαν “μαύροι”, όπως τους έλεγε η Μάρθα, κι έτσι ούτε τις κάλτσες του δεν ήξερε να βάλει μοναχό του.
«Α! Πολύ τους άρεσε να ακούνε για εσένα» είπε η Μάρθα. «Ήθελαν να τα μάθουν όλα για τους μαύρους και για το πλοίο που σε έφερε. Δεν είχα και πολλά να τους πω».
Η Μαίρη σκέφτηκε για λίγο.
«Θα σου πω κι άλλα μέχρι την επόμενη φορά που θα έχεις σχόλη» είπε «κι έτσι θα έχεις να τους πεις περισσότερα. Νομίζω πως θα τους αρέσει να μάθουν για τις βόλτες πάνω στους ελέφαντες και τις καμήλες και για τους αξιωματικούς που πάνε να κυνηγήσουν τίγρεις».
«Τι μου λες!» φώναξε ενθουσιασμένη η Μάρθα. «Θα τους έπαιρναν τα μυαλά αυτές οι ιστορίες. Αλήθεια θα το κάνεις, Δεσποινίς; Θα είναι σαν το τσίρκο με τα άγρια θηρία που ακούσαμε πως είχε έρθει κάποτε στο Γιορκ».
«Η Ινδία είναι εντελώς διαφορετική από το Γιορκσάιρ», είπε στοχαστικά η Μαίρη, καθώς το κλωθογύριζε στο μυαλό της. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ μου. Αλήθεια, άρεσε στη μητέρα σου και τον Ντίκον να μιλάς για εμένα;»
«Μα ναι, τα μάτια του Ντίκον κόντεψαν να πεταχτούν από το κεφάλι του, τόσο ολοστρόγγυλα γίνανε» απάντησε η Μάρθα. «Η μητέρα όμως, στενοχωρήθηκε που είσαι μοναχή σου. Είπε, “δεν της πήρε ο κύριος Κρέιβεν μια γκουβερνάντα, μια παραμάνα;” κι εγώ της είπα, “όχι, δεν της πήρε, αν και η κυρία Μέντλοκ λέει πως θα της πάρει όταν θα το σκεφτεί, όμως λέει πως μπορεί να μην το σκεφτεί για δυο τρία χρόνια”».
«Δεν θέλω γκουβερνάντα» είπε απότομα η Μαίρη.
«Η μητέρα όμως λέει πως χρειάζεται να μάθεις πράγματα και μια γυναίκα να σε φροντίζει, και λέει: “Κοίτα, Μάρθα, σκέψου πώς θα ένιωθες εσύ σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι σαν αυτό, να τριγυρνάς μοναχή σου, χωρίς μητέρα. Κάνε ό,τι σου περνάει από το χέρι για να νιώσει καλύτερα” μου λέει, κι εγώ είπα πως θα το έκανα».
Η Μαίρη την κοίταξε προσεκτικά.
«Με κάνεις να νιώθω καλύτερα» είπε. «Μου αρέσει να σε ακούω να μιλάς».
Εκείνη την ώρα η Μάρθα βγήκε από το δωμάτιο και γύρισε κρατώντας κάτι κάτω από την ποδιά της.
«Πού να στα λέω» είπε χαμογελώντας χαρούμενη. «Σου έφερα ένα δώρο».
«Ένα δώρο!» ξεφώνισε η Αφέντρα η Μαίρη. Πώς μπορούσε άραγε ένα χωριατόσπιτο γεμάτο δεκατέσσερις πεινασμένους ανθρώπους να κάνε δώρο σε κάποιον!
«Ήταν ένας άνθρωπος και περνούσε με το κάρο του από τον χερσότοπο» εξήγησε η Μάρθα. «Και σταμάτησε το κάρο του στην πόρτα μας. Είχε κανάτια και τηγάνια κι άλλα διάφορα και η μητέρα δεν είχε λεφτά να αγοράσει κατιτίς. Πάνω που έφευγε, η Λίζμπεθ Έλεν μας φώναξε, “Μητέρα, έχει σκοινάκια με κόκκινα και μπλε χερούλια”. Και τότε η μητέρα φωνάζει ξαφνικά, “ε, κύριε, περιμένετε! Πόσο κάνουν;” Κι εκείνος λέει “δυο πένες”, και η μητέρα άρχισε να ψαχουλεύει τις τσέπες της και μου λέει, “ Μάρθα, δώσε μου το μισθό σου, σαν καλό παιδί που είσαι, κι έχω τέσσερις μεριές να βάλω κάθε δεκάρα, όμως θα πάρω δυο πένες να αγοράσω ένα σκοινάκι στο κορίτσι”, και το αγόρασε και νάτο».
Το έβγαλε από την ποδιά της και της το έδειξε. Ήταν ένα γερό, λεπτό σκοινί με ένα χερούλι από κόκκινες και μπλε ρίγες σε κάθε άκρη του, η Μαίρη Λένοξ όμως δεν είχε δει ποτέ πριν σκοινάκι. Το κοίταξε παραξενεμένη.
«Σε τι χρησιμεύει;» ρώτησε με περιέργεια.
«Σε τι χρησιμεύει!» ξεφώνισε η Μάρθα. «Θες να πεις πως στην Ινδία δεν έχουν σκοινάκια, κι ας έχουν ελέφαντες και τίγρεις και καμήλες! Δεν μου κάνει εντύπωση που οι πιο πολλοί είναι μαύροι. Κοίτα να δεις σε τι χρησιμεύει».
Και πήγε τρέχοντας μέχρι τη μέση του δωματίου και παίρνοντας από ένα χερούλι σε κάθε χέρι, άρχισε να πηδάει ψηλά, ενώ η Μαίρη καθιστή στράφηκε και την κοιτούσε, και τα βλοσυρά πρόσωπα στα πορτρέτα στους τοίχους έμοιαζαν να παρακολουθούν κι αυτά και να αναρωτιούνται τι στο καλό νόμιζε πως έκανε αυτό το χωριατοκόριτσο κάτω από τις μύτες τους. Η Μάρθα όμως δεν τους έδωσε καμία σημασία, το ενδιαφέρον όμως και η περιέργεια στο πρόσωπο της Αφέντρας της Μαίρης την ευχαρίστησε, κι έτσι συνέχισε να πηδάει πάνω από το σκοινάκι και να μετράει μέχρι που έφτασε τα εκατό.
«Μπορώ και παραπάνω» είπε όταν σταμάτησε. «Όταν ήμουν δώδεκα, είχα κάνει πάνω από πεντακόσια, δεν ήμουν όμως τόσο παχουλή όσο τώρα, και το έκανα συνέχεια».
Η Μαίρη σηκώθηκε από την καρέκλα της νιώθοντας έξαψη.
«Ωραίο φαίνεται» είπε. «Η μητέρα σου είναι ευγενική. Τι λες, θα μπορούσα να μάθω να πηδάω το σκοινάκι έτσι;»
«Δεν έχεις παρά να δοκιμάσεις» την παρότρυνε η Μάρθα δίνοντάς της το σκοινάκι. «Δεν θα φτάσεις μέχρι τα εκατό στην αρχή, μα θα τα καταφέρεις με τον καιρό. Το λέει και η μητέρα. Λέει, “τίποτα δεν θα της κάνει περισσότερο καλό από το σκοινάκι. Είναι το πιο κατάλληλο παιχνίδι για ένα παιδί. Άστην να παίξει έξω στον καθαρό αέρα και θα δυναμώσουν τα πόδια και τα χέρια της”».
Το σίγουρο ήταν πως τα χέρια και τα πόδια της Αφέντρας της Μαίρης δεν είχαν και πολλή δύναμη όταν πρωτάρχισε να πηδάει πάνω από το σκοινάκι. Δεν τα πολυκατάφερνε, της άρεσε όμως τόσο πολύ που δεν σταμάτησε.
«Φόρα τα ρούχα σου και τράβα να παίξεις έξω» είπε η Μάρθα. «Η μητέρα είπε να σου πω να μένεις όσο πιο πολύ μπορείς έξω ακόμα κι όταν βρέχει, φτάνει να είσαι ντυμένη ζεστά».
Η Μαίρη φόρεσε το παλτό της και το καπέλο της και πήρε το σκοινάκι της. Άνοιξε την πόρτα να βγει, και τότε σαν να θυμήθηκε κάτι και γύρισε αργά προς τα πίσω.
«Μάρθα» είπε «ήταν από τον μισθό σου. Δικές σου ήταν οι δύο πένες. Σε ευχαριστώ». Το είπε κάπως άκομψα, γιατί δεν είχε συνηθίσει να λέει ευχαριστώ στους ανθρώπους ή να δίνει προσοχή στο ότι έκαναν πράγματα για χάρη της. «Σε ευχαριστώ» είπε κι έτεινε το χέρι της, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει.
Η Μάρθα τής έσφιξε το χέρι λίγο άγαρμπα, σαν να μην ήταν κι αυτή συνηθισμένη σε τέτοια. Μετά γέλασε.
«Οχου! Τι παράξενος γιαγιαδίστικος τρόπος!» είπε. «Αν ήταν εδώ η Λίζμπεθ Έλεν μας, θα μου έδινε ένα φιλί».
Η Μαίρη έμοιαζε άκαμπτη, σαν να είχε καταπιεί ένα μπαστούνι.
«Θέλεις να σε φιλήσω;»
Η Μάρθα γέλασε ξανά.
«Μπα» απάντησε. «Αν ήσουν διαφορετική, θα το έκανες από μόνη σου. Δεν είσαι όμως. Άντε, τράβα έξω να παίξεις με το σκοινάκι σου».
Η Αφέντρα η Μαίρη ένιωσε λίγο άβολα καθώς έβγαινε από το δωμάτιο. Οι άνθρωποι του Γιορκσάιρ έμοιαζαν κάπως παράξενοι, και η Μάρθα ήταν κάτι σαν αίνιγμα. Στην αρχή την είχε αντιπαθήσει πολύ, τώρα πια όμως όχι.
Το σκοινάκι ήταν φανταστικό. Μετρούσε και πηδούσε ψηλά, και πηδούσε ψηλά και μετρούσε, μέχρι που τα μάγουλά της κοκκίνισαν, και για πρώτη της φορά από την ώρα που γεννήθηκε είχε απορροφηθεί τόσο από κάτι. Ο ήλιος έλαμπε και φυσούσε ένα αεράκι που δεν ήταν δυνατό, αλλά φυσούσε απαλά κι ευχάριστα κι έφερνε τη μυρωδιά της φρεσκοσκαμμένης γης. Χοροπήδηξε με το σκοινάκι της γύρω από τον κήπο με το σιντριβάνι, και πέρα δώθε πότε στο ένα μονοπάτι πότε στο άλλο. Τέλος έφτασε χοροπηδώντας μέχρι τον κήπο της κουζίνας και είδε τον Μπεν Γουέδερσταφ να σκάβει και να μιλάει στον κοκκινολαίμη του, που πηδούσε ολόγυρά του. Η Μαίρη τον πλησίασε χοροπηδώντας με το σκοινάκι της, κι ο Μπεν σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε παραξενεμένος. Η Μαίρη είχε αναρωτηθεί αν θα την πρόσεχε. Ήθελε πολύ να τη δει να κάνει σκοινάκι.
«Μπα, μπα!» αναφώνησε ο Μπεν. «Για δες! Φαίνεται πως είσαι τελικά μικρούλα και στις φλέβες σου τρέχει παιδικό αίμα και όχι ξινισμένο βουτυρόγαλο. Τα μάγουλά σου έγιναν κόκκινα. Ούτε που θα πίστευα πως θα τα κατάφερνες, να μη με λένε Μπεν Γουέδερσταφ».
«Δεν έχω ξανακάνει σκοινάκι» είπε η Μαίρη. «Μόλις που ξεκίνησα. Μόνο μέχρι το είκοσι κατάφερα να φτάσω».
«Συνέχισε» είπε ο Μπεν. «Καλά τα καταφέρνεις κι ας έζησες από μωρό με τους αλλόθρησκους. Για δες πώς σε παρακολουθεί» κι έδειξε με το κεφάλι κατά τον κοκκινολαίμη. «Ήρθε ξοπίσω σου χτες. Το ίδιο θα κάνει και σήμερα. Το χει βάλει στο μυαλουδάκι του να βρει τι είναι το σκοινάκι σου. Δεν ξαναείδε τέτοιο. Ε, εσύ!» κούνησε το κεφάλι του στο πουλί «η περιέργεια θα σε σκοτώσει αν δεν προσέξεις».
Η Μαίρη έκανε σκοινάκι γύρω από όλους τους κήπους και τον οπωρώνα κάνοντας λιγόλεπτα διαλείμματα στο ενδιάμεσο. Τέλος έφτασε στο αγαπημένο της μέρος και αποφάσισε να προσπαθήσει να κάνει σκοινάκι σε όλο το μήκος του μονοπατιού. Ήταν μεγάλη απόσταση και ξεκίνησε με το μαλακό, όμως προτού φτάσει στα μισά της διαδρομής είχε ζεσταθεί και της είχε κοπεί τόσο η ανάσα που υποχρεώθηκε να σταματήσει. Δεν την πολυένοιαξε, γιατί είχε ήδη φτάσει μετρώντας μέχρι το τριάντα. Έπαψε να χοροπηδάει με το σκοινάκι χαμογελώντας ικανοποιημένη, και να’ σου ο κοκκινολαίμης να κουνιέται πέρα δώθε σε ένα κλαδί του κισσού. Την είχε ακολουθήσει και τη χαιρέτισε τιτιβίζοντας. Καθώς η Μαίρη τον πλησίαζε χοροπηδώντας με το σκοινάκι της, ένιωσε κάτι βαρύ στην τσέπη της να κοπανάει σε κάθε της πήδημα. Όταν είδε τον κοκκινολαίμη, γέλασε ξανά.
«Χθες μου έδειξες πού ήταν το κλειδί» είπε. «Κανονικά σήμερα πρέπει να μου δείξεις πού είναι η πόρτα, δεν νομίζω όμως ότι ξέρεις».
Ο κοκκινολαίμης πέταξε μακριά από το κλωνάρι του κισσού στην κορυφή του τοίχου, άνοιξε το ράμφος του και τραγούδησε μια δυνατή, γλυκιά τρίλια, λες και ήθελε να κάνει επίδειξη. Τίποτα στον κόσμο δεν είναι τόσο αξιαγάπητο όσο ένας κοκκινολαίμης που κάνει επίδειξη –και σχεδόν πάντα αυτό κάνουν.
Η Μαίρη Λένοξ είχε ακούσει ένα σωρό για τη Μαγεία στις ιστορίες της Ινδής παραμάνας της, και πάντα της έλεγε ότι αυτό που συνέβη εκείνη τη στιγμή ήταν Μαγεία.
Το αεράκι φύσηξε στο μονοπάτι, και το φύσημα ήταν λίγο πιο δυνατό από πριν, τόσο δυνατό που κούνησε τα κλαδιά των δέντρων, τόσο δυνατό που έσεισε τα κλαδιά του παραμελημένου κισσού που κρεμόντουσαν από τον τοίχο. Η Μαίρη είχε πλησιάσει τον κοκκινολαίμη, και ξάφνου το φύσημα του αέρα έκανε να παραμερίσουν κάποια χαλαρά κλαδιά κισσού, κι αυτή το ίδιο ξαφνικά πήδηξε και τα έπιασε στο χέρι της. Κι αυτό το έκανε γιατί σαν να είδε κάτι από κάτω, ένα στρογγυλό πόμολο που το κάλυπταν τα φύλλα που κρεμόντουσαν από πάνω του. Ήταν το πόμολο μιας πόρτας.
Έβαλε τα χέρια της κάτω από το φύλλωμα κι άρχισε να σπρώχνει και να παραμερίζει. Αν και πυκνός, ο κισσός δεν ήταν παρά μια χαλαρή κουρτίνα, αν και ένα μέρος του είχε φυτρώσει μέσα στο ξύλο και το σίδερο. Η καρδιά της Μαίρης άρχισε να χτυπάει δυνατά και τα χέρια της να τρέμουν λίγο από την χαρά και την έξαψή της. Ο κοκκινολαίμης συνέχισε να κελαηδάει και να τιτιβίζει και να γέρνει το κεφάλι του, σαν να μοιραζόταν την έξαψή της. Τι να ήταν αυτό κάτω από τα χέρια της, αυτό το καμωμένο από ξύλο τετράγωνο που τα δάχτυλά της ψηλάφισαν μια τρύπα στη μέση του;
Ήταν η κλειδαριά της πόρτας που είχε μείνει κλειστή για δέκα χρόνια, και η Μαίρη έβαλε το χέρι της στην τσέπη της, έβγαλε το κλειδί και διαπίστωσε ότι ταίριαζε στην τρύπα της κλειδαριάς. Το έβαλε στην κλειδαριά και το γύρισε. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει και τα δυο της χέρια, μα τα κατάφερε.
Και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ξοπίσω της σε όλο το μήκος του μονοπατιού μήπως ερχόταν κανείς. Μπα, κανείς. Κανείς δεν ερχόταν ποτέ, όπως φαινόταν, και τότε πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, και παραμέρισε την κουρτίνα του κισσού κι έσπρωξε την πόρτα, που άνοιξε αργά αργά.
Στεκόταν μέσα στον μυστικό κήπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...