Το επόμενο πρωί η Μαίρη ξύπνησε επειδή μια υπηρετριούλα
μπήκε στο δωμάτιο για να ανάψει τη φωτιά και γονατισμένη στο χαλάκι ανακάτευε
τις στάχτες με θόρυβο. Η Μαίρη ανακάθισε και την παρατηρούσε για λίγο και μετά
άρχισε να περιεργάζεται το δωμάτιο. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο δωμάτιο και
σκέφτηκε ότι ήταν περίεργο και καταθλιπτικό. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από μια
ταπετσαρία που το κέντημά της απεικόνιζε μια σκηνή δάσους. Κάτω από τα δέντρα
υπήρχαν άνθρωποι με φανταστικά ρούχα και σε απόσταση αχνοφαίνονταν οι πυργίσκοι
ενός κάστρου. Υπήρχαν κυνηγοί και άλογα και σκυλιά και κυρίες. Η Μαίρη ένιωσε
σαν να ήταν κι αυτή στο δάσος μαζί τους. Μέσα από ένα μεγάλο παράθυρο μπορούσε
να δει μια μεγάλη ανηφορική έκταση γης που έμοιαζε άδεντρη και κάπως σαν μια
ατελείωτη, μονότονη, βιολετιά θάλασσα.
«Τι είναι εκείνο εκεί;» είπε δείχνοντας έξω από το
παράθυρο.
Η Μάρθα, η υπηρετριούλα, που είχε μόλις ανασηκωθεί,
κοίταξε και έδειξε κι εκείνη.
«Εκείνο εκεί;» είπε.
«Ναι».
«Είναι ο χερσότοπος» είπε χαμογελώντας καλόκαρδα. «Σου αρέσει;»
«Όχι» απάντησε η Μαίρη. «Τον μισώ».
«Είναι που δεν τον έχεις συνηθίσει» είπε η Μάρθα
επιστρέφοντας στη δουλειά της στο τζάκι. «Νομίζεις πως είναι πολύ μεγάλος και
γυμνός τώρα. Θα τον συμπαθήσεις όμως».
«Εσύ τον συμπαθείς;»
«Κι αν τον συμπαθώ!» απάντησε χαρούμενα η Μάρθα, ενώ
γυάλιζε τη σχάρα. «Μου αρέσει πολύ. Κι ούτε που είναι στέρφος. Κι είναι γεμάτος
πράγματα που μεγαλώνουν και μυρίζουν όμορφα. Τι όμορφος που είναι την άνοιξη
και το καλοκαίρι όταν τα ρείκια και οι ασπάλαθοι και οι καλαμιές
μπουμπουκιάζουν. Μοσχοβολάει μέλι και γεμίζει φρεσκάδα –κι ο ουρανός μοιάζει να
είναι τόσο ψηλά και οι μέλισσες και οι κορυδαλλοί κάνουν τόση φασαρία όταν
ζουζουνίζουν κι όταν κελαηδάνε. Αχ! Δεν θα πήγαινα να ζήσω πουθενά αλλού».
Η Μαίρη την άκουγε με μια σοβαρή, παραξενεμένη έκφραση.
Οι ντόπιοι υπηρέτες που συνήθιζε να έχει στην Ινδία δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν
δουλοπρεπείς και δεν τολμούσαν να απευθυνθούν στους κυρίους τους σαν να ήταν
ίσοι. Έκαναν υποκλίσεις και τους αποκαλούσαν “προστάτες των φτωχών” και άλλα
τέτοια. Τους Ινδούς υπηρέτες τούς διέταζαν να κάνουν πράγματα, δεν τους το
ζητούσαν. Δεν συνηθιζόταν να τους λένε “παρακαλώ” και “ευχαριστώ” και η Μαίρη
χαστούκιζε πάντα την Ινδή της παραμάνα όταν θύμωνε μαζί της. Για λίγο αναρωτήθηκε
τι θα έκανε το κορίτσι αν το χαστούκιζε. Ήταν ένα ψωμωμένο, ροδαλό, καλόκαρδο
πλάσμα, αλλά είχε δύναμη κι έτσι η Αφέντρα η Μαίρη αναρωτιόταν μήπως αν κάποιος
τη χαστούκιζε, εκείνη το ανταπέδιδε –ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος ήταν ένα μικρό
κορίτσι.
«Είσαι παράξενη υπηρέτρια» είπε κάπως αφ’ υψηλού, έτσι
όπως ήταν ακουμπισμένη στα μαξιλάρια.
Η Μάρθα ανακάθισε στις φτέρνες της, με τη μαυρισμένη της
βούρτσα στο χέρι, και γέλασε καλόκαρδα.
«Α! Το ξέρω» είπε. «Αν υπήρχε μια Κυρία στο Μίσελθουέιτ,
ούτε για κατώτερη υπηρεσία δεν θα με είχαν. Μπορεί να με πήραν στη δούλεψή τους
για τη λάντζα, ποτέ τους όμως δεν θα με έβαζαν να δουλέψω στο πάνω σπίτι. Είμαι
πολύ λαϊκή και μου φαίνεται και η προφορά του Γιορκσάιρ. Μα αυτό το σπίτι έχει
τις παραξενιές του, κι ας είναι σπουδαίο. Σαν να μην υπάρχει Αφέντης ή Αφέντρα
πέρα από τον κύριο Πίτσερ και την κυρία Μέντλοκ. Και ο κύριος Κρέιβεν δεν είναι
να τον ενοχλήσουμε για τίποτα όταν είναι εδώ, αλλά σχεδόν πάντα λείπει. Η κυρία
Μέντλοκ με πήρε εδώ πέρα από καλοσύνη. Μου είπε πως δεν θα το έκανε ποτέ της αν
το Μίσελθουέιτ ήταν σαν τα άλλα σπουδαία σπίτια».
«Θα είσαι η υπηρέτριά μου;» ρώτησε η Μαίρη έχοντας ακόμα
το περήφανο ύφος που είχε συνηθίσει στην Ινδία.
Η Μάρθα ξανάρχισε να τρίβει τη σχάρα.
«Είμαι υπηρέτρια της κυρίας Μέντλοκ» είπε τονίζοντας τις
λέξεις. «Κι εκείνη είναι υπηρέτρια του κυρίου Κρέιβεν –με έβαλε όμως να κάνω
την καμαριέρα εδώ πάνω και να σε φροντίζω και λίγο. Μα μην περιμένεις
περισσότερα».
«Και ποιος θα με ντύνει;» απαίτησε να μάθει η Μαίρη.
Η Μάρθα ανακάθισε ξανά στις φτέρνες της και την κοίταξε.
Μίλησε και από την έκπληξή της της ξέφυγε η διάλεκτος του Γιορκσάιρ.
«Δεν καμώνεσαι;» είπε.
«Τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα σου» είπε η
Μαίρη.
«Αχ! Ξεχάστηκα» είπε η Μάρθα. «Η κυρία Μέντλοκ μού είπε
να προσέχω, ειδάλλως δεν θα καταλαβαίνεις τι λέω. Εννοούσα, δεν ξέρεις να
ντύνεσαι μόνη σου;»
«Όχι» απάντησε η Μαίρη, αρκετά αγανακτισμένη. «Ποτέ μου
δεν το έκανα. Με έντυνε η Ινδή μου παραμάνα, φυσικά».
«Τότε» είπε η Μάρθα, που προφανώς δεν είχε αντιληφθεί ότι
γινόταν αναιδής «καιρός να μάθεις. Ώρα να αρχίσεις. Καλό θα σου κάνει να τα
φέρεις βόλτα και λίγο. Η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι δεν μπορούσε να βρει τον
λόγο που τα παιδιά των πλούσιων δεν γίνονται ολόχαζα, με τις νταντάδες που τα
πλένουν, τα ντύνουν, τα κάνουν βόλτα λες και είναι κουτάβια».
«Τα πράγματα είναι διαφορετικά στην Ινδία» είπε η Αφέντρα
η Μαίρη περιφρονητικά. Με το ζόρι ανεχόταν αυτή την κατάσταση.
Η Μάρθα όμως δεν πτοήθηκε.
«Α! Το καταλαβαίνω πως είναι διαφορετικά» απάντησε με
συμπάθεια σχεδόν. «Είμαι της γνώμης ότι αυτό γίνεται γιατί εκεί έχει πολλούς
μαύρους αντί για αξιοπρεπείς λευκούς. Όταν άκουσα πως έρχεσαι από την Ινδία,
νόμιζα πως θα είσαι κι εσύ μαύρη».
Η Μαίρη ανακάθισε στο κρεβάτι έξαλλη.
«Τι!» είπε. «Τι! Νόμιζες πως ήμουν ιθαγενής; Είσαι –είσαι
γουρουνόπαιδο!»
Η Μάρθα απόμεινε να την κοιτάζει αναψοκοκκινισμένη.
«Ποιον βρίζεις;» είπε. «Δεν χρειάζεται να θυμώνεις. Δεν
είναι τρόπος για μια μικρή κυρία να μιλάει έτσι. Δεν έχω τίποτα με τους
μαύρους. Καθώς διαβάζουμε στα φυλλάδια, είναι πάντα τους πολύ θρήσκοι. Δεν έχω δει
ποτέ μου μαύρο και χάρηκα μια και σκεφτόμουν πως θα έβλεπα έναν τους από κοντά.
Με το που ήρθα να ανάψω τη φωτιά σήμερα το πρωί, πλησίασα το κρεβάτι σου και
τράβηξα προσεκτικά τα σκεπάσματα, για να σε δω. Και να που σε είδα, τόσο μαύρη
όσο εγώ, μπα πιο λίγο, αφού είσαι πιο κίτρινη» έκανε απογοητευμένη.
Η Μαίρη ούτε καν προσπάθησε να ελέγξει την οργή και την
ντροπή της.
«Νόμιζες πως ήμουν ιθαγενής! Πώς τόλμησες! Δεν ξέρεις
τίποτα για τους ιθαγενείς! Δεν είναι άνθρωποι –είναι υπηρέτες που πρέπει να σου
κάνουν υποκλίσεις. Δεν ξέρεις τίποτα για την Ινδία. Δεν ξέρεις τίποτα για
τίποτα!»
Ήταν τόσο οργισμένη και ένιωθε τόσο ανήμπορη μπροστά στο
απλό βλέμμα του κοριτσιού, και κατά κάποιο τρόπο ένιωθε ξαφνικά τόσο τρομακτικά
μόνη και τόσο μακριά από το καθετί που της ήταν κατανοητό και τον καθένα που
την καταλάβαινε, ώστε ρίχτηκε στα μαξιλάρια και ξέσπασε σε γοερά κλάματα.
Έκλαιγε τόσο ανεξέλεγκτα που η καλόκαρδη Μάρθα του Γιορκσάιρ φοβήθηκε λίγο και
ένιωσε λύπη για τη μικρή. Πλησίασε το κρεβάτι κι έσκυψε από πάνω της.
«Α! Δεν πρέπει να κλαίς έτσι!» παρακάλεσε. «Στ’ αλήθεια,
δεν πρέπει. Δεν το κατάλαβα πως θα θύμωνες. Δεν ξέρω τίποτα για τίποτα –όπως το
είπες είναι. Συγγνώμη, Δεσποινίς. Σταμάτα να κλαίς».
Υπήρχε κάτι το παρηγορητικό και αληθινά φιλικό στα λόγια της
με την παράξενη προφορά του Γιορκσάιρ και στον δυναμικό της τρόπο, κάτι
παράξενο που είχε καλή επίδραση στη Μαίρη. Σταδιακά έκλαιγε λιγότερο, μέχρι που
ησύχασε. Η Μάρθα έμοιαζε να ανακουφίστηκε.
«Ώρα να σηκωθείς τώρα» είπε. «Η κυρία Μέντλοκ είπε να σου
φέρνω το πρωινό και το μεσημεριανό και το βραδινό στο διπλανό δωμάτιο. Το
έκαναν παιδικό δωμάτιο για χάρη σου. Θα βάλω ένα χεράκι με τα ρούχα σου να
σηκωθείς. Αν έχουν πίσω τα κουμπιά, δεν θα μπορείς να κουμπωθείς μοναχή».
Όταν επιτέλους η Μαίρη αποφάσισε να σηκωθεί, τα ρούχα που
της έφερε η Μάρθα από την ντουλάπα δεν ήταν αυτά που φορούσε την προηγούμενη
νύχτα όταν έφτασε στο σπίτι μαζί με την κυρία Μέντλοκ.
«Αυτά τα ρούχα δεν είναι δικά μου» είπε. «Τα δικά μου
είναι μαύρα».
Κοίταξε εξεταστικά το χοντρό άσπρο παλτό και το φόρεμα
και πρόσθεσε, σαν να τα ενέκρινε απλά:
«Είναι πιο όμορφα από τα δικά μου».
«Είναι αυτά που πρέπει να φορέσεις» απάντησε η Μάρθα. «Ο
κύριος Κρέιβεν έβαλε την κυρία Μέντλοκ να τα αγοράσει από το Λονδίνο. Είπε: “Δεν
θα ανεχτώ ένα μαυροντυμένο παιδί να τριγυρίζει σαν τις χαμένες ψυχές”, έτσι
είπε. “Θα κάνει το σπίτι ακόμα πιο θλιβερό. Να της αγοράσετε ζωηρά ρούχα”. Η
μητέρα μου είπε πως ήξερε τι εννοούσε. Η μητέρα μου ξέρει πάντα τι εννοεί
κάποιος. Ούτε σε αυτήν αρέσουν τα μαύρα».
«Μισώ το μαύρο» είπε η Μαίρη.
Η διαδικασία του ντυσίματος δίδαξε και στις δύο κάτι. Η
Μάρθα έβαζε ένα χεράκι για να βοηθήσει να ντυθούν οι αδελφοί και οι αδελφές
της, ποτέ της όμως δεν είχε δει παιδί που καθόταν ακίνητο και περίμενε κάποιον
άλλον να κάνει πράγματα για αυτό, σαν να μην είχε ούτε δικά του χέρια ούτε
πόδια.
«Γιατί δεν βάζεις μονάχη τα παπούτσια σου;» είπε όταν η
Μαίρη έτεινε ήσυχα το πόδι της.
«Αυτό το έκανε η Ινδή μου παραμάνα» απάντησε η Μαίρη
κοιτάζοντας. «Έτσι συνηθιζόταν».
Το έλεγε πολύ συχνά αυτό –“Έτσι συνηθιζόταν”. Οι ντόπιοι
υπηρέτες το έλεγαν πάντα. Αν κάποιος τους έλεγε να κάνουν κάτι που οι πρόγονοί
τους δεν είχαν κάνει εδώ και χίλια χρόνια, τον κοιτούσαν μειλίχια και έλεγαν “Δεν
συνηθίζεται έτσι” και ο άλλος καταλάβαινε ότι έτσι ήταν τα πράγματα.
Δεν συνηθιζόταν να κάνει το παραμικρό η Αφέντρα η Μαίρη,
πέρα από το να κάθεται και να περιμένει να την ντύσουν λες και ήταν κούκλα,
προτού όμως ετοιμαστεί για το πρωινό, άρχισε να υποψιάζεται ότι η ζωή της στην
Έπαυλη Μίσελθουέιτ θα της δίδασκε ένα σωρό καινούρια πράγματα –όπως το να
φοράει μόνη της τα παπούτσια και τις κάλτσες της και το να σηκώνει από κάτω
αυτά που είχε ρίξει επίτηδες. Αν η Μάρθα ήταν μια εκπαιδευμένη καμαριέρα για
νεαρές κυρίες, θα ήταν πιο εξυπηρετική και θα έδειχνε περισσότερο σεβασμό και
θα ήξερε ότι ήταν δική της δουλειά το να βουρτσίζει τα μαλλιά, να κουμπώνει τις
μπότες και να μαζεύει και να τακτοποιεί τα πράγματα. Δεν ήταν όμως παρά μια
ανειδίκευτη χωριατοπούλα από το Γιορκσάιρ, που ανατράφηκε σε ένα χωριατόσπιτο
των χερσότοπων μαζί με ένα κοπάδι αδέλφια που ήξεραν ότι έπρεπε να φροντίζουν
τον εαυτό τους και τα μικρότερα παιδιά που ήταν μωρά ή που μόλις άρχιζαν να
μπουσουλάνε σκορπίζοντας πράγματα από δω κι από κει.
Αν η Μαίρη Λένοξ ήταν ένα παιδί με διάθεση να διασκεδάσει
με όλα αυτά, ίσως και να είχε γελάσει με την όρεξη της Μάρθας για κουβέντα. Η Μαίρη
όμως το μόνο που έκανε ήταν να την ακούει αδιάφορα και να αναρωτιέται για τους
αγενείς της τρόπους. Στην αρχή δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον, αλλά στη
συνέχεια, καθώς το κορίτσι μιλούσε συνέχεια με τον απλό καλόκαρδο τρόπο του, η
Μαίρη άρχισε να δίνει σημασία στα λόγια του.
«Α, μα να τους έβλεπες όλους τους!» είπε. «Δώδεκα
νοματαίοι είμαστε, και ο κύρης μου βγάζει μόνο δεκάξι σελίνια τη βδομάδα. Μπορώ
να σε βεβαιώσω ότι η μητέρα μου βάζει από την τσέπη της για να πάρει χυλό για
όλα τους. Όλη μέρα παίζουν και κυλιούνται στα βαλτοτόπια και η μητέρα λέει πως
ο αέρας του χερσότοπου τα παχαίνει. Λέει πως πιστεύει πως τρώνε το χορτάρι,
όπως κάνουν τα άγρια αλογάκια. Ο Ντίκον μας είναι δώδεκα χρονών και έχει ένα
αλογάκι που λέει ότι είναι δικό του».
«Πού το βρήκε;» ρώτησε η Μαίρη.
«Το βρήκε στον χερσότοπο με τη μητέρα του όταν ήταν
μικρούλι και άρχισε να φιλιώνει μαζί του και το τάιζε κομμάτια ψωμί και του
έφερνε και τρυφερό χορτάρι. Και εκείνο τον συμπάθησε και τον ακολουθεί όπου
πάει και τον αφήνει να το καβαλήσει. Ο Ντίκον είναι καλόψυχος και τον αγαπάνε
τα ζώα».
Η Μαίρη δεν είχε αποκτήσει ποτέ της κατοικίδιο και πάντα
της πίστευε πως θα ήθελε ένα. ΚΙ έτσι άρχισε να νοιώθει ένα κάποιο ενδιαφέρον
για τον Ντίκον, και μια και ποτέ της μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε δείξει
ενδιαφέρον για άλλον πέρα από τον εαυτό της, αυτή ήταν η αρχή ενός υγιούς
συναισθήματος. Όταν πήγε στο δωμάτιο που είχε μετατραπεί σε παιδικό, διαπίστωσε
ότι δεν διέφερε από εκείνο στο οποίο είχε κοιμηθεί. Δεν ήταν δωμάτιο για
παιδιά, αλλά για μεγάλους, με ζοφερούς πίνακες στους τοίχους και βαριές δρύινες
καρέκλες. Ένα τραπέζι στο μέσον του ήταν στρωμένο με ένα καλό πρωινό. Μα πάντα
της είχε πολύ λίγη όρεξη κι έτσι κοίταξε με περισσή αδιαφορία το πρώτο πιάτο
που έβαλε μπροστά της η Μάρθα.
«Δεν το θέλω» είπε.
«Δε θες το χυλό σου;» φώναξε έκπληκτη η Μάρθα.
«Όχι».
«Σαν να μη ξέρεις τότε πόσο καλό κάνει. Βάλε λίγο σιρόπι
μέσα ή λίγη ζάχαρη».
«Δεν το θέλω» είπε ξανά η Μαίρη.
«Α!» είπε η Μάρθα. «Δεν μπορώ να βλέπω φαγώσιμα να
πηγαίνουν χαλάλι. Αν τα αδέλφια μου καθόντουσαν σε τούτο εδώ το τραπέζι, θα τα
έτρωγαν όλα σε πέντε λεπτά».
«Γιατί;» ρώτησε ψυχρά η Μαίρη.
«Γιατί;» ξαναείπε σαν την ηχώ η Μάρθα. «Γιατί ποτέ τους
δεν γέμισαν τα στομάχια τους. Πεινάνε σαν τα μικρά γεράκια και τις αλεπούδες».
«Δεν ξέρω τι είναι να είσαι πεινασμένος» είπε η Μαίρη σε
έναν τόνο αδιάφορης άγνοιας.
Η Μάρθα έδειχνε αγανακτισμένη.
«Τότε, καλό θα σου έκανε να το δοκίμαζες, έτσι πιστεύω»
είπε θαρρετά. «Χάνω την υπομονή μου με αυτόν που κάθεται και κοιτάζει ένα καλό
κομμάτι ψωμί και κρέας. Στο λόγο μου! Πώς θα ήθελα να τα είχαν στην κοιλιά τους
ο Ντίκον και ο Φιλ και η Τζέιν και όλοι οι υπόλοιποι».
«Και γιατί δεν τους τα πηγαίνεις;» πρότεινε η Μαίρη.
«Δεν είναι δικά μου» απάντησε έντονα η Μάρθα. «Και δεν
έχω σχόλη σήμερα. Έχω σχόλη μόνο μια φορά το μήνα, όπως και όλοι οι άλλοι. Τότε
πηγαίνω στο σπίτι μου και καθαρίζω για να έχει και η μητέρα μου μιας μέρας
ξεκούραση».
Η Μαίρη ήπιε λίγο τσάι και έφαγε λίγο φρυγανισμένο ψωμί
με λίγη μαρμελάδα.
«Άντε τώρα να ντυθείς ζεστά και να βγεις έξω να παίξεις»
είπε η Μάρθα. «Θα σου κάνει καλό και θα σου ανοίξει την όρεξη».
Η Μάρθα πλησίασε το παράθυρο. Είδε κήπους και μονοπάτια
και μεγάλα δέντρα, όλα όμως έδειχναν μουντά και παγωμένα.
«Έξω; Γιατί να βγω έξω με τέτοιον καιρό;»
«Τότε, αν δεν βγεις έξω, θα μείνεις μέσα, και πώς θα
περάσει η ώρα σου;»
Η Μαίρη κοίταξε ολόγυρα. Δεν υπήρχε τίποτα να κάνει. Όταν
η κυρία Μέντλοκ ετοίμαζε το παιδικό δωμάτιο, δεν της πέρασε από το μυαλό η
διασκέδαση. Ίσως λοιπόν να ήταν καλύτερα για τη Μαίρη να βγει έξω και να δει τι
λογής ήταν οι κήποι.
«Ποιος θα με συνοδεύσει;» ρώτησε να μάθει.
Η Μάρθα την κοίταξε.
«Μοναχή θα πας» απάντησε. «Πρέπει να μάθεις να παίζεις
σαν τα άλλα τα παιδιά που δεν έχουν αδέλφια. Ο Ντίκον μας πάει μόνος του στους χερσότοπους
και παίζει με τις ώρες. Έτσι έπιασε φιλία με το αλογάκι. Κι έχει πρόβατα στον χερσότοπο
που τον γνωρίζουν και πουλιά που έρχονται και τρώνε από τα χέρια του. Ακόμα κι
αν έχει λίγα φαγώσιμα, πάντα του βάζει στην άκρη κάτι λίγο από το ψωμί του για
να καλοπιάσει τα ζωάκια του».
Κι ήταν η αναφορά στον Ντίκον που έκανε τη Μαίρη να
αποφασίσει να πάει έξω, αν και δεν το κατάλαβε εκείνη την ώρα. Έξω θα είχε
πουλιά, κι ας μην υπήρχαν αλογάκια ή πρόβατα. Δεν θα ήταν σαν τα πουλιά στην
Ινδία και ίσως και να τη διασκέδαζε να τα παρατηρήσει.
Η Μάρθα έφερε το παλτό και το καπέλο της και ένα ζευγάρι
γερές μπότες και της έδειξε πώς να φτάσει το ισόγειο του σπιτιού.
«Αν στρίψεις από κει, θα συναντήσεις τους κήπους» είπε
δείχνοντας μια καγκελόπορτα σε μια συστάδα θάμνων. «Έχει πολλά λουλούδια το
καλοκαίρι, τώρα όμως δεν ανθίζει τίποτα». Σαν να δίστασε για λίγο, μετά όμως
πρόσθεσε: «Ένας από τους κήπους είναι αμπαρωμένος. Κανένας δεν μπήκε εκεί μέσα
δέκα χρόνια τώρα».
«Γιατί;» ρώτησε χωρίς να το θέλει η Μαίρη. Να που υπήρχε
άλλη μια κλειδωμένη πόρτα, για να την προσθέσει στις εκατό του παράξενου
σπιτιού.
«Ο κύριος Κρέιβεν έβαλε να τον αμπαρώσουν όταν πέθανε
τόσο ξαφνικά η γυναίκα του. Δεν αφήνει κανέναν να μπει εκεί μέσα. Ήταν ο κήπος
της. Κλείδωσε την πόρτα κι έσκαψε μια τρύπα κι έθαψε το κλειδί. Α, να η κυρία
Μέντλοκ, χτυπάει το κουδούνι, πρέπει να βιαστώ».
Μόλις έφυγε η Μάρθα, η Μαίρη πήρε το δρομάκι που οδηγούσε
στην πόρτα ανάμεσα στους θάμνους. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τον κήπο όπου κανείς
δεν είχε μπει εδώ και δέκα χρόνια. Αναρωτιόταν πώς να ήταν και αν θα υπήρχαν
ακόμα ανθισμένα λουλούδια εκεί πέρα. Όταν πέρασε από την πόρτα ανάμεσα στους
θάμνους, βρέθηκε σε έναν μεγάλο κήπο με φαρδιές πρασιές και στριφογυριστά
μονοπάτια σχηματισμένα ανάμεσα στην κουρεμένη πρασινάδα. Υπήρχαν δέντρα και
παρτέρια με λουλούδια και αειθαλή κουρεμένα σε περίεργα σχήματα και μια μεγάλη
λίμνη με ένα παλιό γκρίζο σιντριβάνι στη μέση της. Αλλά τα παρτέρια με τα
λουλούδια ήταν γυμνά και παγωμένα και το σιντριβάνι δεν λειτουργούσε. Αυτός δεν
ήταν ο απαγορευμένος κήπος. Μα πώς μπορούσες να κλειδώσεις έναν κήπο; Πάντα
μπορούσες να περπατήσεις σε έναν κήπο.
Πάνω που έκανε αυτή τη σκέψη, είδε ότι στο τέλος του
μονοπατιού που ακολουθούσε έμοιαζε να υπάρχει ένας μακρύς τοίχος καλυμμένος από
κισσό. Δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη στην Αγγλία, ώστε να ξέρει ότι έφτανε
στους κήπους της κουζίνας όπου ήταν φυτεμένα φρούτα και λαχανικά. Πλησίασε τον
τοίχο και ανακάλυψε ότι υπήρχε μια πράσινη πόρτα μέσα στον κισσό και ότι ήταν
ανοιχτή. Προφανώς δεν ήταν ο απαγορευμένος κήπος, οπότε μπορούσε να μπει.
Πέρασε την πόρτα και είδε ότι ήταν ένας περίφρακτος κήπος
και ότι ήταν ένας μόνο από τους περίφρακτους κήπους που έμοιαζαν να οδηγούν σε
άλλον κι εκείνος σε άλλον. Είδε μια ακόμα ανοιχτή πόρτα που πίσω της αποκάλυπτε
θάμνους και μονοπάτια ανάμεσα σε παρτέρια όπου φύτρωναν χειμωνιάτικα λαχανικά.
Τα οπωροφόρα ήταν φυτεμένα κατά μήκος του τοίχου και πάνω από κάποια από τα
παρτέρια υπήρχαν γυάλινα πλαίσια. Ο τόπος ήταν αρκετά γυμνός και άσχημος,
σκέφτηκε η Μαίρη καθώς στεκόταν και κοίταζε γύρω της. Ίσως και να ήταν πιο
όμορφος το καλοκαίρι όταν θα πρασίνιζε, αλλά τώρα δεν υπήρχε τίποτα το
χαριτωμένο εκεί πέρα.
Εκείνη τη στιγμή ένας γέρος με μια τσάπα στον ώμο
εμφανίστηκε περνώντας την πόρτα που έβγαζε στον δεύτερο κήπο. Φάνηκε να
ξαφνιάζεται καθώς είδε τη Μαίρη και μετά χαιρέτισε αγγίζοντας το καπέλο του.
Είχε ένα κατσούφικο γέρικο πρόσωπο και δεν έμοιαζε χαρούμενος με την παρουσία
της – όμως κι αυτή ήταν δυσαρεστημένη με τον κήπο του και είχε το γνωστό “έχω
μάθει να περνάει το δικό μου” ύφος της και στα σίγουρα δεν έμοιαζε καθόλου
ευχαριστημένη που τον έβλεπε.
«Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε.
«Ένας από τους κήπους της κουζίνας» απάντησε.
«Τι είναι εκείνο εκεί;» ρώτησε η Μαίρη δείχνοντας κατά
την άλλη πράσινη πόρτα.
«Άλλος ένας από τους κήπους της κουζίνας» της είπε κοφτά.
«Κι άλλος ένας ακόμα από την άλλη μεριά του τοίχου κι ο δεντρόκηπος από την άλλη
μεριά».
«Μπορώ να μπω εκεί;» ρώτησε η Μαίρη.
«Αν σου κάνει κέφι. Μα δεν υπάρχει κατιτί να δεις».
Η Μαίρη δεν έδωσε σημασία. Πέρασε το μονοπάτι και ξεγλίστρησε
από τη δεύτερη πράσινη πόρτα. Κι εκεί βρήκε κι άλλους τοίχους και χειμωνιάτικα
λαχανικά και γυάλινα χωρίσματα, στον δεύτερο όμως τοίχο υπήρχε άλλη μια πράσινη
πόρτα και ήταν κλειστή. Ίσως και να οδηγούσε στον κήπο που κανείς δεν είχε μπει
δέκα χρόνια τώρα. Και μια και δεν ήταν καθόλου φοβιτσιάρα κι έκανε πάντα το
δικό της, η Μαίρη πλησίασε την πράσινη πόρτα και δοκίμασε το χερούλι της. Είχε
την ελπίδα ότι η πόρτα δεν θα άνοιγε, γιατί ήθελε να σιγουρευτεί ότι είχε
ανακαλύψει τον μυστηριώδη κήπο –όμως άνοιξε με αρκετή ευκολία και περνώντας
την, βρέθηκε σε έναν δεντρόκηπο. Κι εδώ υπήρχαν τοίχοι ολόγυρα και δέντρα
φυτεμένα στη σειρά, και υπήρχαν γυμνά οπωροφόρα που μεγάλωναν στο παγωμένο
καφετί γρασίδι –μα δεν υπήρχε πουθενά άλλη πράσινη πόρτα. Η Μαίρη έψαξε να τη
βρει και μετά, όταν έφτασε στην πάνω μεριά του κήπου, παρατήρησε ότι ο τοίχος
δεν έμοιαζε να τελειώνει στον δεντρόκηπο αλλά να συνεχίζει πέρα από αυτόν, σαν
να περιλάμβανε ένα μέρος στην άλλη πλευρά. Πάνω από τον τοίχο μπορούσε να δει
τις κορυφές των δέντρων και όταν έμεινε ακίνητη, είδε ένα πουλί με
πορτοκαλοκόκκινο στήθος να κάθεται στο πιο ψηλό κλαδί του ενός από αυτά και να
αρχίζει ξαφνικά να κελαηδάει –κι ήταν σαν να την είχε μόλις δει και να τη
φώναζε.
Σταμάτησε και το άκουσε, και με κάποιο τρόπο το
χαρούμενο, φιλικό του κελάηδημα την έκανε να νιώσει ευχαρίστηση –ακόμα κι ένα
δυσάρεστο κοριτσάκι μπορεί να νιώθει μοναξιά, και το μεγάλο αποπνικτικό σπίτι
και ο μεγάλος γυμνός χερσότοπος και οι μεγάλοι γυμνοί κήποι την είχαν κάνει να
αισθάνεται πως εκτός από την ίδια κανείς άλλος δεν είχε απομείνει στον κόσμο.
Αν ήταν μια στοργική μικρούλα, συνηθισμένη να την αγαπούν, θα ράγιζε η καρδιά
της, όμως ακόμα κι αν ήταν “η Αφέντρα η Μαίρη που ήθελε να έχει το πάνω χέρι”, ήταν
απελπισμένη, και το πουλί με το πορτοκαλοκόκκινο στήθος άλλαξε το προσωπάκι της
σε κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο. Απόμεινε να το ακούει μέχρι που εκείνο πέταξε
μακριά. Δεν έμοιαζε καθόλου με τα ινδικά πουλιά και της άρεσε και αναρωτιόταν
αν θα το ξανάβλεπε. Ίσως και να ζούσε στον μυστηριώδη κήπο και να γνώριζε τα
πάντα για αυτόν.
Ίσως και να ήταν που δεν είχε να κάνει τίποτα κι έτσι σκεφτόταν
τόσο τον εγκαταλειμμένο κήπο. Της είχε κινήσει την περιέργεια και ήθελε να δει
πώς ήταν. Γιατί έθαψε το κλειδί ο κύριος Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν; Αν αγαπούσε τόσο
πολύ τη γυναίκα του, γιατί μισούσε τον κήπο της; Αναρωτιόταν αν θα τον έβλεπε
ποτέ, ήξερε όμως ότι ακόμα κι αν τον έβλεπε, δεν θα τον συμπαθούσε, ούτε
εκείνος θα τη συμπαθούσε, κι ότι θα καθόταν και θα τον κοιτούσε χωρίς να λέει
τίποτα, παρότι θα ήθελε πολύ να τον ρωτήσει γιατί είχε κάνει ένα τόσο περίεργο
πράγμα.
«Οι άνθρωποι δεν με συμπαθούν ποτέ και εγώ δεν συμπαθώ
εκείνους» σκέφτηκε. «Κι ούτε θα μπορέσω ποτέ μου να μιλήσω σαν τα παιδιά των
Κρόφορντ, που όλο μιλούσαν και γελούσαν κι έκαναν σαματά».
Σκέφτηκε τον κοκκινολαίμη και τον τρόπο που τραγουδούσε
σαν να ήταν μόνο για αυτήν, και καθώς θυμήθηκε την κορυφή του δέντρου όπου είχε
κουρνιάσει, ξαφνικά κοκάλωσε.
«Νομίζω πως εκείνο το δέντρο βρισκόταν μέσα στον μυστικό
κήπο –είμαι σίγουρη» είπε. «Υπήρχε ένας τοίχος ολόγυρα, αλλά πόρτα πουθενά».
Περπάτησε πίσω στον πρώτο από τους κήπους της κουζίνας
και βρήκε τον γέρο να σκαλίζει εκεί πέρα. Πήγε και στάθηκε δίπλα του και τον
παρακολούθησε για λίγο με τον απόμακρο τρόπο της. Δεν της έδωσε σημασία κι έτσι
στο τέλος τού μίλησε.
«Πήγα στους άλλους κήπους» είπε.
«Και ποιος θα σε εμπόδιζε;» της απάντησε κοφτά.
«Πήγα στον δεντρόκηπο».
«Δεν είχε κανένα σκυλί στην πόρτα να σε δαγκώσει»
απάντησε.
«Δεν είχε πόρτα για τον άλλο κήπο» είπε η Μαίρη.
«Ποιον κήπο;» είπε τραχιά ο γέρος σταματώντας το σκάψιμο
για λίγο.
«Αυτόν που είναι από την άλλη μεριά του τοίχου» απάντησε
η Αφέντρα η Μαίρη. «Έχει δέντρα εκεί –είδα τις κορυφές τους. Ένα πουλί με
κόκκινο στήθος καθόταν σε μια από αυτές τις κορυφές και κελαηδούσε».
Προς έκπληξή της, το κατσούφικο ανεμοδαρμένο πρόσωπο άλλαξε
έκφραση. Ένα αργό χαμόγελο απλώθηκε πάνω του και ο κηπουρός φαινόταν ολότελα
διαφορετικός. Την έκανε να σκεφτεί ότι ήταν περίεργο το πόσο πολύ άλλαζε
κάποιος όταν χαμογελούσε. Δεν το είχε ξανασκεφτεί.
Ο κηπουρός στράφηκε κατά τη μεριά του δεντρόκηπου και
άρχισε να σφυρίζει –ένα αργό σφύριγμα. Η Μαίρη δεν μπορούσε να καταλάβει πώς
ένας τόσο κατσούφης μπορούσε να βγάλει έναν τόσο θελκτικό ήχο.
Την επόμενη σχεδόν στιγμή κάτι υπέροχο συνέβη. Άκουσε ένα
απαλό φτερούγισμα στον αέρα –ήταν το πουλί με το κόκκινο στήθος, που πετούσε
προς το μέρος τους και που για την ακρίβεια προσγειώθηκε στον μεγάλο σβώλο από
χώμα δίπλα στα πόδια του κηπουρού.
«Να’ τος» σιγογέλασε ο γέρος και μετά έπιασε να μιλάει
στο πουλί σαν να μιλούσε σε παιδί.
«Πού τριγύρναγες, αλητάκο;» είπε. «Δεν σε έχω δει καιρό. Τόσο
νωρίς άρχισες το κόρτε φέτος; Πολύ βιαστικός μού είσαι».
Το πουλί έγειρε το κεφαλάκι του και τον κοίταξε με τα
έξυπνά του μάτια που έμοιαζαν με μαύρες δροσοσταλίδες. Έμοιαζε αρκετά
εξοικειωμένο και άφοβο. Χοροπηδούσε τριγύρω και τσιμπολογούσε στη γη, ψάχνοντας
σπόρια και έντομα. Γεγονός είναι ότι αυτό το σκηνικό έκανε τη Μαίρη να νιώσει
κάτι παράξενο στην καρδιά της, γιατί το πουλί ήταν τόσο χαριτωμένο και
καλοδιάθετο και έμοιαζε σαν να ήταν άνθρωπος. Είχε ένα μικροσκοπικό στρουμπουλό
σώμα και ένα λεπτό ράμφος και κομψά λεπτά πόδια.
«Έρχεται πάντα όταν του σφυράτε;» τον ρώτησε ψιθυρίζοντας
σχεδόν.
«Αμ ναι, πώς! Τον ξέρω από τότε που ήταν κλωσοπούλι.
Βγήκε από τη φωλιά του στον πέρα κήπο και όταν πρωτοπέταξε πάνω από τον τοίχο,
για κάτι μέρες ήταν πολύ αδύναμος και γίναμε φίλοι. Όταν ξαναπέταξε στην άλλη
μεριά, η υπόλοιπη οικογένειά του είχε φύγει κι ήταν μόνος κι έτσι γύρισε πίσω
κοντά μου».
«Τι είδους πουλί είναι;» ρώτησε η Μαίρη.
«Μπα, δεν το ξέρεις; Είναι κοκκινολαίμης, και αυτά είναι
τα πιο φιλικά και περίεργα πουλιά που υπάρχουν. Είναι τόσο φιλικά όσο τα σκυλιά
–αν ξέρεις πώς να τα πλησιάσεις. Κοίτα τον που τσιμπολογάει εκεί πέρα και
γυρίζει και μας κοιτάζει κάθε λίγο. Ξέρει ότι μιλάμε γι’ αυτόν».
Ήταν το πιο παράξενο πράγμα στον κόσμο να παρατηρείς
αυτόν τον γέρο. Κοιτούσε το παχουλό πουλάκι με το κόκκινο στήθος σαν να ήταν
και περήφανος γι’ αυτό αλλά και να το αγαπούσε πολύ.
«Είναι φαντασμένος» σιγογέλασε ο γέρος. «Του αρέσει να
ακούει να μιλάνε για αυτόν. Κι έχει και μεγάλη περιέργεια –ο Θεός να σε φυλάει,
δεν έχει ταίρι στην περιέργεια και στην ανακατωσούρα. Όλο και έρχεται να δει τι
φυτεύω. Ξέρει το κάθε πράγμα, ακόμα και για αυτά που δε νοιάζεται ο Αφέντης ο Κρέιβεν.
Είναι ο αρχικηπουρός, αυτός είναι».
Ο κοκκινολαίμης χοροπηδούσε φουριόζος τσιμπολογώντας το
χώμα και πότε πότε σταματούσε και τους κοιτούσε για λίγο. Η Μαίρη σκέφτηκε πως
τα μαύρα σαν δροσοσταλίδες μάτια του την παρατηρούσαν με μεγάλη περιέργεια. Στ’
αλήθεια έμοιαζε σαν να έψαχνε όλα τα μυστικά της. Το παράξενο συναίσθημα στην
καρδιά της φούντωσε.
«Πού πήγε η υπόλοιπη οικογένειά του;» ρώτησε.
«Πού να ξέρω. Τα μεγαλύτερα πουλιά αναθρέφουν τα μικρά,
τα μαθαίνουν να πετάνε και μετά σκορπίζουν προτού το καταλάβεις. Αυτός εδώ
είναι μυαλωμένος και ήξερε πως ήταν μοναχός».
Η Αφέντρα η Μαίρη πήγε λίγο πιο κοντά στον κοκκινολαίμη
και τον παρατήρησε καλά καλά.
«Είμαι μόνη μου» είπε.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει ότι αυτό ήταν
ένα από τα πράγματα που την έκαναν να νιώθει στριφνή και δύστροπη. Μάλλον το
κατάλαβε όταν ο κοκκινολαίμης την κοίταξε κι αυτή κοίταξε το πουλί.
Ο γέρο κηπουρός έβαλε το καπέλο στο κεφάλι του και την
κοίταξε για λίγο.
«Εσύ δεν είσαι η τσούπρα από την Ινδία;» ρώτησε.
Η Μαίρη ένευσε καταφατικά.
«Τότε δεν μου κάνει εντύπωση που είσαι μονάχη. Και προτού
το καταλάβεις, θα είσαι πιο μονάχη» είπε.
Άρχισε να σκάβει ξανά χώνοντας το φτυάρι βαθιά στο
πλούσιο μαύρο χώμα του κήπου ενώ ο κοκκινολαίμης χοροπηδούσε εδώ κι εκεί ψάχνοντας
τροφή.
«Πώς σας λένε;» ρώτησε να μάθει η Μαίρη.
Ανασήκωσε το σώμα και της απάντησε.
«Μπεν Γουέδερσταφ» είπε και πρόσθεσε με ένα κατσούφικο
κακάρισμα «Κι εγώ μόνος μου είμαι εκτός από όταν αυτός είναι μαζί μου» και
έδειξε κατά τον κοκκινολαίμη. «Είναι ο μόνος μου φίλος».
«Εγώ δεν έχω καθόλου φίλους» είπε η Μαίρη. «Ποτέ μου δεν
είχα. Η Ινδή μου παραμάνα δεν με συμπαθούσε και ποτέ μου δεν έπαιζα με
κανέναν».
Στο Γιορκσάιρ συνηθίζεται να λες ό,τι σκέφτεσαι με
απόλυτη ειλικρίνεια, και ο γέρο Μπεν Γουέδερσταφ ήταν από τους χερσότοπους του
Γιορκσάιρ.
«Σαν να μοιάζουμε εμείς οι δυο» είπε. «Σαν να μας
έφτιαξαν από το ίδιο πανί. Ούτε εσύ ούτε εγώ είμαστε μορφονιοί κι είμαστε τόσο
ξινοί όσο το δείχνουμε. Στο υπογράφω πως κι οι δυο έχουμε τους ίδιους απαίσιους
τρόπους».
Αυτά ήταν ντόμπρα λόγια, και η Μαίρη Λένοξ δεν είχε ποτέ
στη ζωή της ξανακούσει να λένε την αλήθεια για το άτομό της. Οι ντόπιοι
υπηρέτες όλο υποκλίσεις έκαναν και ήταν δουλοπρεπείς στο καθετί. Ποτέ της δεν
σκέφτηκε ότι είχε κάποια ιδιαίτερη ομορφιά, μα τώρα αναρωτιόταν αν ήταν τόσο άχαρη
όσο ο Μπεν Γουέδερσταφ και αναρωτιόταν επίσης αν έδειχνε τόσο ξινή όσο εκείνος
μέχρι που εμφανίστηκε ο κοκκινολαίμης. Βασικά άρχισε να αναρωτιέται αν είχε “άσχημη
ιδιοσυγκρασία”. Ένιωσε άβολα.
Ξαφνικά ένας καθαρός κελαρυστός ήχος ακούστηκε κοντά της
και η Μαίρη στράφηκε προς τα εκεί. Στεκόταν λίγο πιο μακριά από μια νεαρή μηλιά
και ο κοκκινολαίμης είχε έρθει και είχε καθίσει σε ένα από τα κλαδιά της και
είχε αρχίσει να κελαηδάει ζωηρά. Ο Μπεν Γουέδερσταφ γέλασε ηχηρά.
«Γιατί το κάνει αυτό;» ρώτησε η Μαίρη.
«Το έβαλε κατά νου στο μυαλό του να γίνετε φίλοι»
απάντησε ο Μπεν. «Τρύπα μου τη μύτη αν δεν σε συμπάθησε».
«Εμένα;» είπε η Μαίρη και πήγε αργοπατώντας στο δεντράκι
και κοίταξε προς τα πάνω.
«Θέλεις να γίνουμε φίλοι;» ρώτησε το πουλί σαν να μιλούσε
σε άνθρωπο. «Θέλεις;» Και αυτά τα λόγια δεν τα είπε ούτε με τη σκληρή φωνούλα της
ούτε με την αυταρχική Ινδική φωνή, αλλά με ένα τόσο απαλό, ειλικρινή και
καλοπροαίρετο τόνο, που ο Μπεν Γουέδερσταφ σάστισε τόσο όσο αυτή όταν τον είχε
ακούσει να σφυρίζει.
«Μπα, μπα, μπα» φώναξε «το είπες τόσο όμορφα κι ανθρώπινα
σαν κανονικό παιδί και όχι σαν μια στριμμένη γριά. Το είπες σχεδόν όπως μιλάει
ο Ντίκον στα άγρια ζωάκια του στον χερσότοπο».
«Γνωρίζετε τον Ντίκον;» ρώτησε η Μαίρη γυρίζοντας προς
τον γέρο με βιασύνη.
«Όλοι τον ξέρουν. Ο Ντίκον τριγυρίζει παντού. Ακόμα και
οι βατομουριές και τα ρείκια τον ξέρουν. Στο υπογράφω πως οι αλεπούδες τού
δείχνουν πού είναι τα μικρά τους και οι γαλιάντρες τού φανερώνουν τις φωλιές
τους».
Η Μαίρη πολύ θα το ήθελε να τον ρωτήσει κάποια πράγματα
ακόμα. Είχε τόση περιέργεια να μάθει για τον Ντίκον όση είχε για τον
εγκαταλειμμένο κήπο. Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο κοκκινολαίμης, που
τελείωσε το τραγούδι του, τίναξε τα φτερά του, τα άνοιξε και πέταξε μακριά.
Είχε τελειώσει την επίσκεψή του και πήγαινε στις δουλειές του.
«Πέρασε πάνω από τον τοίχο!» φώναξε η Μαίρη
παρακολουθώντας τον. «Πέταξε στον δεντρόκηπο –πέταξε πάνω από τον άλλο τοίχο–
στον κήπο που δεν έχει πόρτα για να μπεις!»
«Εκεί ζει» είπε ο γέρο Μπεν. «Εκεί ήταν που έσκασε από το
αυγό. Αν κάνει κόρτε, είναι σε κάποια κοκκινολαίμα που ζει εκεί ανάμεσα στις
τριανταφυλλιές».
«Τριανταφυλλιές» είπε η Μαίρη. «Έχει τριανταφυλλιές;»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ ξανάπιασε το φτυάρι του και άρχισε να
σκάβει.
«Είχε δέκα χρόνια πριν» μουρμούρισε.
«Πολύ θα ήθελα να τις δω» είπε η Μαίρη. «Πού είναι η
πράσινη πόρτα; Κάπου πρέπει να υπάρχει μια πόρτα».
Ο Μπεν έχωσε το φτυάρι του βαθιά μέσα στη γη και έγινε
τόσο απρόσιτος όσο όταν τον πρωτοείδε.
«Υπήρχε δέκα χρόνια πριν, τώρα όμως όχι» είπε.
«Δεν υπάρχει πόρτα!» φώναξε η Μαίρη. «Μα πρέπει να
υπάρχει».
«Ούτε που θα τη βρει κανείς ούτε είναι δουλειά του να τη
βρει. Μη χώνεις τη μύτη σου εκεί που δεν υπάρχει λόγος. Κοίτα, πρέπει να κάνω
τη δουλειά μου. Τράβα να παίξεις. Δεν έχω καιρό».
Και βασικά σταμάτησε να σκάβει, πήρε το φτυάρι στον ώμο
και απομακρύνθηκε, χωρίς να της ρίξει μια ματιά, χωρίς να την αποχαιρετήσει.