ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΕΡΣΟΤΟΠΟ
Η Μαίρη κοιμήθηκε για ώρα και όταν ξύπνησε, η κυρία
Μέντλοκ είχε αγοράσει ένα καλάθι με φαγητά σε έναν από τους σταθμούς του
τρένου, κι έφαγαν λίγο κρύο κοτόπουλο και μοσχάρι, ψωμί και βούτυρο και ήπιαν
λίγο ζεστό τσάι. Η βροχή έμοιαζε να πέφτει ακόμα πιο καταρρακτώδης και όλοι
στον σταθμό φορούσαν βρεγμένα γυαλιστερά αδιάβροχα. Ο φύλακας άναψε τις λάμπες
μέσα στο βαγόνι, και η κυρία Μέντλοκ αναζωογονήθηκε με το τσάι της και το
κοτόπουλο και το μοσχάρι. Έφαγε πολύ και μετά αποκοιμήθηκε, και η Μαίρη
απόμεινε και την κοιτούσε και παρακολουθούσε που το καλό της το καπέλο
γλιστρούσε στη μια πλευρά του, μέχρι που κι αυτή αποκοιμήθηκε ξανά στη γωνιά
του βαγονιού, ενώ τη νανούριζε το πιτσίλισμα της βροχής πάνω στα παράθυρα. Όταν
ξύπνησε ξανά, ήταν πια σκοτάδι. Το τρένο είχε σταματήσει σε έναν σταθμό και η
κυρία Μέντλοκ τη σκουντούσε.
«Τι ύπνος κι αυτός!» είπε. «Καιρός να ξυπνήσεις! Φτάσαμε
στον σταθμό του Θουέιτ κι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας».
Η Μαίρη σηκώθηκε και προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια της
ανοιχτά ενώ η κυρία Μέντλοκ συμμάζευε τα πράγματα. Η μικρή δεν προσφέρθηκε να
τη βοηθήσει, γιατί στην Ινδία οι ντόπιοι υπηρέτες ήταν αυτοί που πάντα σήκωναν
ή κουβαλούσαν πράγματα, κι έμοιαζε σωστό όλοι οι υπόλοιποι να προσδοκούν κάτι
τέτοιο.
Ο σταθμός ήταν μικρός και εκτός από αυτές τις δύο, κανείς
άλλος δεν φαινόταν να κατεβαίνει από το τρένο. Ο σταθμάρχης μιλούσε στην κυρία
Μέντλοκ με τραχιά προφορά, αλλά καλοσυνάτα, λέγοντας τις λέξεις με έναν
παράξενο τρόπο που η Μαίρη εκ των υστέρων ανακάλυψε ότι ήταν η ομιλία του
Γιορκσάιρ.
«Βλέπω ματάρθες» είπε. «Και πως έχεις και την τσούπρα
μαζί».
«Αμέ, αυτή εδώ είναι» απάντησε η κυρία Μέντλοκ,
υιοθετώντας κι αυτή την ομιλία του Γιορκσάιρ και στρέφοντας το κεφάλι κατά τη
Μαίρη. «Πώς είναι η κυρά;»
«Για την ώρα τα φέρνει πέρα. Έξω είναι η άμαξα».
Μια μικρή άμαξα περίμενε στον δρόμο έξω από τη μικρή
πλατφόρμα. Η Μαίρη παρατήρησε ότι ήταν μια κομψή άμαξα και πως και ο υπηρέτης
που τη βοήθησε να ανέβει ήταν επίσης κομψός. Το μακρύ αδιάβροχο πανωφόρι του
και το αδιάβροχο κάλυμμα του καπέλου του έλαμπαν κι έσταζαν από τη βροχή, όπως
και οτιδήποτε άλλο τριγύρω, χωρίς να εξαιρείται ούτε ο σταθμάρχης.
Όταν ο υπηρέτης έκλεισε την πόρτα, ανέβηκε και κάθισε
δίπλα στον αμαξά και ξεκίνησαν, η μικρούλα διαπίστωσε ότι είχε βρεθεί να
κάθεται σε μια γωνιά με αναπαυτικά μαξιλάρια, δεν σκόπευε όμως να κοιμηθεί
ξανά. Ανακάθισε στη θέση της και βάλθηκε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο,
γεμάτη περιέργεια να δει κάτι από τον δρόμο που θα τους έβγαζε στο παράξενο
μέρος για το οποίο της είχε μιλήσει η κυρία Μέντλοκ. Δεν ήταν καθόλου ντροπαλή
η Μαίρη ούτε και φοβισμένη μπορούσες να την πεις, όμως δεν είχε ιδέα τι θα
μπορούσε να συμβεί σε ένα σπίτι με εκατό δωμάτια, όλα τους σχεδόν
αχρησιμοποίητα –ένα σπίτι που βρισκόταν στην άκρη ενός χερσότοπου.
«Τι είναι ο χερσότοπος;» ρώτησε ξαφνικά την κυρία
Μέντλοκ.
«Κοίταξε έξω σε δέκα λεπτά περίπου και θα καταλάβεις»
απάντησε η γυναίκα. «Θα πρέπει να οδηγήσουμε πέντε μίλια μέσα από τον Χερσότοπο
Μίσελ μέχρι να φτάσουμε στην Έπαυλη. Δεν θα δεις και πολλά, γιατί είναι
σκοτεινή η νύχτα, θα δεις κάτι όμως».
Η Μαίρη δεν ρώτησε τίποτα περισσότερο, περίμενε όμως στη
σκοτεινή γωνιά της με τα μάτια στραμμένα έξω από το παράθυρο. Οι λάμπες της
άμαξας έριχναν φωτεινές δέσμες σε μικρή απόσταση κι έτσι η μικρή έβλεπε κάτι
λίγο από αυτά που προσπερνούσαν. Μόλις άφησαν πίσω τους τον σταθμό, πέρασαν
μέσα από ένα μικρό χωριό και είδε ασπροβαμμένα σπίτια και ένα πανδοχείο. Μετά
πέρασαν μια εκκλησία και ένα πρεσβυτέριο και μια μικρή βιτρίνα μαγαζιού ή κάτι
τέτοιου με παιχνίδια και γλυκά και παράξενα πράγματα προς πώληση. Μετά βγήκαν
στη δημοσιά και είδε θάμνους και δέντρα. Μετά από αυτά δεν είδε τίποτα
διαφορετικό για πολλή ώρα –τουλάχιστον τόσο πολύ της φάνηκε.
Επιτέλους τα άλογα άρχισαν να πηγαίνουν πιο αργά, σαν να
σκαρφάλωναν σε λόφο, και από κει και πέρα έμοιαζε να μην υπάρχουν πια ούτε
θάμνοι ούτε δέντρα. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα άλλο εκτός
από ένα πυκνό σκοτάδι και από τη μία και από την άλλη μεριά. Έσκυψε και
ακούμπησε το πρόσωπό της στο παράθυρο ακριβώς τη στιγμή που η άμαξα αναπήδησε
δυνατά.
«Α! Σίγουρα είμαστε πια στον χερσότοπο» είπε η κυρία
Μέντλοκ.
Οι λάμπες της άμαξας έριχναν ένα κίτρινο φως στον τραχύ
δρόμο που έμοιαζε να έχει χαραχτεί ανάμεσα σε θάμνους και χαμηλή βλάστηση η
οποία τελείωνε κάπου στην σκοτεινιά που απλωνόταν μπροστά και γύρω τους.
Σηκώθηκε αέρας που άφηνε έναν μοναδικό, άγριο, χαμηλό, ορμητικό ήχο.
«Δεν είναι η θάλασσα, έτσι;» είπε η Μαίρη, κοιτώντας τη
συνοδό της.
«¨Όχι» απάντησε η κυρία Μέντλοκ. «Και δεν έχει χωράφια
ούτε βουνά, μόνο μίλια και μίλια άγριας γης, όπου δεν φυτρώνουν παρά ρείκια, ασπάλαθοι
και καλαμιές, και δεν ζει τίποτα άλλο από άλογα και πρόβατα».
«Νιώθω σαν να μπορούσε να είναι η θάλασσα, αν υπήρχε νερό
πάνω του» είπε η Μαίρη. «Ακούγεται σαν τη θάλασσα αυτή τη στιγμή».
«Είναι ο αέρας που σφυρίζει ανάμεσα στους θάμνους» είπε η
κυρία Μέντλοκ. «Κατά τη γνώμη μου, είναι αρκετά άγριο και τρομακτικό μέρος, αν
και υπάρχουν αρκετοί που τους αρέσει –ειδικά όταν ανθίζουν τα ρείκια».
Κι όλο ταξίδευαν μέσα στη νύχτα, και παρότι σταμάτησε να
βρέχει, ο αέρας ορμούσε και σφύριζε κι έβγαζε παράξενους ήχους. Ο δρόμος
ανηφόριζε και κατηφόριζε, και πολλές φορές η άμαξα περνούσε μια γεφυρούλα που
από κάτω της το νερό κυλούσε με ορμή και θόρυβο. Η Μαίρη ένιωθε πως το ταξίδι
δεν είχε τελειωμό και πως ο μεγάλος, κρύος χερσότοπος ήταν ένας μαύρος ωκεανός
που εκείνη τον διέσχιζε περνώντας από μια στενή λωρίδα στεριάς.
«Δεν μου αρέσει» μονολόγησε. «Δεν μου αρέσει». Κι έσφιξε
τα λεπτά της χείλη.
Τα άλογα σκαρφάλωναν ένα ανηφορικό κομμάτι του δρόμου
όταν πρωτοείδε κάτι να φωτίζει. Η κυρία Μέντλοκ το είδε κι εκείνη και
αναστέναξε ανακουφισμένη.
«Α! Τι καλά που φωτίζει αυτό το φωτάκι» αναφώνησε. «Είναι
το φως από το παράθυρο του βοηθητικού καταλύματος. Σε λίγο, θα μας περιμένει
ένα ζεστό τσάι τουλάχιστον».
Ήταν “σε λίγο”, όπως είπε, γιατί αφού η άμαξα πέρασε τις
πύλες του πάρκου, είχαν άλλα δύο μίλια δρόμου να διασχίσουν, και τα εκατέρωθεν
δέντρα (που οι κορφές τους συναντιόντουσαν) έκαναν τη διαδρομή να μοιάζει σαν
να περνούσαν μέσα από μια μακριά σκοτεινή κρύπτη.
Βγήκαν στην ανοιχτωσιά και σταμάτησαν μπροστά από ένα
απίστευτα μακρύ αλλά χαμηλό σπίτι που έμοιαζε να περικυκλώνει μια πέτρινη αυλή.
Στην αρχή, η Μαίρη σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε φως πουθενά στα παράθυρα, μετά όμως,
καθώς βγήκε από την άμαξα, είδε ότι έβγαινε μια αχνή λάμψη από ένα γωνιακό
δωμάτιο στον επάνω όροφο.
Η πόρτα της εισόδου ήταν τεράστια, καμωμένη από ογκώδη
κομμάτια βαλανιδιάς, που είχαν παράξενο σχήμα και διακόσμηση από μεγάλα
σιδερένια καρφιά και ήταν δεμένα μεταξύ τους με μεγάλες σιδερένιες βέργες.
Έβγαζε σε ένα τεράστιο χολ που ήταν τόσο κακοφωτισμένο, ώστε τα πρόσωπα στα
πορτρέτα των τοίχων και οι φιγούρες στις πανοπλίες έκαναν τη Μαίρη να μη θέλει
καν να κοιτάξει. Έτσι όπως στεκόταν στο πέτρινο δάπεδο, φαινόταν σαν μια
μικροσκοπική, μαύρη φιγούρα, κι ένιωθε τόσο μικρή, χαμένη και άχαρη όσο πραγματικά
ήταν.
Ένας περιποιημένος, λεπτός άντρας στεκόταν δίπλα στον
υπηρέτη που άνοιξε την πόρτα.
«Να την πάτε στο δωμάτιό της» είπε με βραχνή φωνή. «Ο
κύριος δεν θέλει να τη δει. Φεύγει για το Λονδίνο το πρωί».
«Πολύ καλά, κύριε Πίτσερ» απάντησε η κυρία Μέντλοκ.
«Εφόσον ξέρω τι πρέπει να κάνω, θα τα καταφέρω».
«Αυτό που πρέπει να κάνετε, κυρία Μέντλοκ» είπε ο κύριος
Πίτσερ «είναι να φροντίσετε να μην τον ενοχλήσετε και να μη δει αυτό που δεν
έχει διάθεση να δει».
Και μετά η Μαίρη Λένοξ ακολούθησε την κυρία Μέντλοκ
ανεβαίνοντας μια φαρδιά σκάλα, περνώντας έναν μακρύ διάδρομο, ανεβαίνοντας μια
σειρά σκαλιά, μπαίνοντας σε έναν άλλον διάδρομο και μετά έναν άλλον, μέχρι που
πίσω από μια ανοιχτή πόρτα βρέθηκε σε ένα δωμάτιο με τη φωτιά αναμμένη και το
φαγητό να περιμένει στο τραπέζι.
Η κυρία Μέντλοκ είπε απλά:
«Λοιπόν, εδώ είμαστε! Θα ζεις σε αυτό και το διπλανό του
δωμάτιο και καλά θα κάνεις να μένεις στον χώρο σου. Μην το ξεχάσεις αυτό!»
Κι έτσι ήταν που η Αφέντρα η Μαίρη έφτασε στην Έπαυλη
Μίσελθουέιτ και ίσως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που δεν ένιωθε ότι έχει το
πάνω χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου