Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Πέμπτο κεφάλαιο)


ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΣΤΟΝ ΔΙΑΔΡΟΜΟ


Στην αρχή, κάθε μέρα που περνούσε ήταν ίδια με τις υπόλοιπες για τη Μαίρη Λένοξ. Κάθε πρωί ξυπνούσε στο δωμάτιο με την ταπετσαρία και έβρισκε τη Μάρθα γονατισμένη μπροστά στο τζάκι να ανάβει τη φωτιά. Κάθε πρωί έτρωγε το πρωινό της στο παιδικό δωμάτιο, που δεν είχε τίποτα το διασκεδαστικό. Και μετά το πρωινό της, κοιτούσε έξω από το παράθυρο, πέρα στον τεράστιο χερσότοπο που έμοιαζε να απλώνεται σε κάθε μεριά και να φτάνει μέχρι τον ουρανό, και αφού είχε κοιτάξει για κάμποσο, κατάλαβε ότι αν δεν έβγαινε έξω, θα έπρεπε να μείνει μέσα και να μην κάνει τίποτα –οπότε βγήκε έξω. Δεν ήξερε ότι αυτό ήταν και το καλύτερο που μπορούσε να κάνει, κι όταν άρχισε να περπατάει ζωηρά ή ακόμα και να τρέχει στα μονοπάτια και πάνω κάτω στις αλέες, ούτε που ήξερε ότι ξυπνούσε το αίμα της και ατσάλωνε το σώμα της καθώς πολεμούσε με τον άνεμο που σάρωνε από τη μεριά του χερσότοπου. Έτρεχε μόνο και μόνο για να ζεσταθεί και μισούσε τον αέρα που τη χτυπούσε στο πρόσωπο και βρυχιόταν και την αναχαίτιζε σαν να ήταν ένας γίγαντας που εκείνη δεν μπορούσε να δει. Μα οι μεγάλες ανάσες από τον άγριο καθαρό αέρα που φυσούσε πάνω από τους ρεικότοπους γέμισαν τα πνευμόνια της με κάτι που ήταν καλό για το λεπτό της σώμα και έδωσαν λίγο κόκκινο χρώμα στα μάγουλά της και φώτισαν τα άχρωμα μάτια της, ακόμα κι αν εκείνη δεν το ήξερε.
Μα μετά από μερικές μέρες στον καθαρό αέρα, ένα πρωί ξύπνησε γνωρίζοντας τι σημαίνει να πεινάς και όταν κάθισε να φάει το πρωινό της, δεν κοίταξε με περιφρόνηση τον χυλό της ούτε τον έσπρωξε στην άκρη, παρά έπιασε το κουτάλι της και άρχισε να τον τρώει, και συνέχισε να τρώει μέχρι που άδειασε το πιάτο.
«Καλά τα πήγες με τον χυλό σήμερα, αμέ!» είπε η Μάρθα.
«Είναι νόστιμος σήμερα!» είπε η Μαίρη λίγο σαστισμένη κι αυτή.
«Ο αέρας του χερσότοπου φέρνει πείνα» απάντησε η Μάρθα. «Είσαι τυχερή που παρεκτός από την πείνα, δεν σου λείπουν τα φαγώσιμα. Δώδεκα στόματα πεινάνε στο σπίτι μου και δεν έχουν να βάλουν μπουκιά στο στομάχι. Κι αν συνεχίσεις να παίζεις έξω, θα βάλεις λίγο κρέας πάνω σου και δεν θα είσαι τόσο κίτρινη».
«Δεν παίζω» είπε η Μαίρη. «Δεν έχω παιχνίδια».
«Δεν έχεις παιχνίδια!» αναφώνησε η Μάρθα. «Τα αδέρφια μου παίζουν με ραβδιά και πέτρες. Τρέχουν από δω κι από κει και κάνουν φασαρία και κοιτάζουν καθετί γύρω».
Η Μαίρη δεν έκανε φασαρία, κοίταζε όμως γύρω της. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Τριγυρνούσε τους κήπους και περιπλανιόταν στα μονοπάτια του πάρκου. Άλλοτε έψαχνε να βρει τον Μπεν Γουέδερσταφ, παρότι όμως τον πέτυχε αρκετές φορές να δουλεύει, εκείνος ήταν πολύ απασχολημένος για να της ρίξει μια ματιά ή ήταν πολύ κατσούφης. Μια φορά, καθώς πήγαινε να τον πλησιάσει, εκείνος πήρε το φτυάρι του και άλλαξε δρόμο, λες και το έκανε επίτηδες.
Σε ένα μέρος πήγαινε πιο συχνά, κι αυτό ήταν ο μακρύς διάδρομος έξω από τους περίφρακτους κήπους. Υπήρχαν παρτέρια με λουλούδια και από τις δυο μεριές του και πυκνός κισσός κάλυπτε τους τοίχους. Σε ένα σημείο του τοίχου τα αναρριχώμενα σκουροπράσινα φύλλα ήταν πιο πυκνά. Έμοιαζε σαν αυτό το κομμάτι να είχε μείνει αφρόντιστο για καιρό. Ενώ όλα τα υπόλοιπα τμήματα ήταν κλαδεμένα και φροντισμένα, σε αυτή την κάτω μεριά του διαδρόμου ο κισσός ήταν εντελώς απεριποίητος.
Λίγες μέρες μετά από την κουβέντα της με τον Μπεν Γουέδερσταφ, η Μαίρη σταμάτησε σε εκείνο το σημείο και αναρωτήθηκε γιατί άραγε να συνέβαινε αυτό. Είχε μόλις κοντοσταθεί και κοιτούσε ένα μακρύ κλαδί κισσού που λικνιζόταν από τον αέρα, όταν είδε μια κόκκινη λάμψη και άκουσε ένα χαρούμενο τιτίβισμα, και να, πάνω στον τοίχο είχε κουρνιάσει ο κοκκινολαίμης του Μπεν Γουέδερσταφ, σκύβοντας λίγο για να την κοιτάξει με το κεφαλάκι του γερμένο στη μία μεριά.
«Α!» φώναξε δυνατά η Μαίρη «εσύ είσαι;» Και δεν της φάνηκε καθόλου περίεργο που του μίλησε, σαν να ήταν σίγουρη πως θα την καταλάβει και θα της απαντήσει.
Και της απάντησε. Τιτίβισε και κελάηδησε και χοροπηδούσε πάνω κάτω στον τοίχο σαν να της έλεγε ένα σωρό λόγια. Κι έμοιαζε στην Αφέντρα τη Μαίρη ότι κι αυτή τον καταλάβαινε, παρότι δεν μιλούσε με λέξεις. Ήταν σαν να έλεγε:
«Καλημέρα! Δεν είναι καλός ο καιρός; Δεν είναι καλός ο ήλιος; Δεν είναι όλα καλά; Έλα να τιτιβίσουμε και να κελαηδήσουμε και να χοροπηδήσουμε. Άντε έλα!»
Η Μαίρη άρχισε να γελάει και καθώς το πουλί χοροπηδούσε και φτερούγιζε κατά μήκος του τοίχου, η μικρή έτρεχε ξοπίσω του. Η καημένη ισχνή χλωμή άσχημη Μαίρη πραγματικά έμοιαζε σχεδόν χαριτωμένη για λίγο.
«Μου αρέσεις! Μου αρέσεις!» φώναζε δυνατά ενώ πήγαινε πάνω κάτω, Και τερέτιζε και προσπαθούσε να σφυρίξει, αν και αυτό το τελευταίο ιδέα δεν είχε πώς να το κάνει. Ο κοκκινολαίμης όμως έμοιαζε να το ευχαριστιέται και τερέτιζε και σφύριζε με τη σειρά του. Στο τέλος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε σαν το βέλος στην κορυφή ενός δέντρου όπου κούρνιασε και άρχισε να κελαηδάει δυνατά.
Κι αυτό θύμισε στη Μαίρη την πρώτη φορά που τον είχε δει, τότε που λικνιζόταν στην κορυφή ενός δέντρου κι αυτή στεκόταν στον δεντρόκηπο. Τώρα βρισκόταν στην άλλη μεριά του δεντρόκηπου και στεκόταν στο μονοπάτι που ήταν έξω από έναν πιο μακρινό τοίχο και το ίδιο δέντρο ήταν από τη μέσα μεριά.
«Είναι στον κήπο που κανείς δεν μπορεί να μπει» μονολόγησε. «Είναι στον κήπο που δεν έχει πόρτα. Εκεί ζει. Πώς θα ήθελα να έβλεπα τι λογής είναι εκείνος ο κήπος!»
Πήγε τρέχοντας μέχρι την πάνω μεριά του διαδρόμου, στην πρώτη πράσινη πόρτα που είχε διαβεί εκείνο το πρωινό. Κι από εκεί έτρεξε στο μονοπάτι που έβγαζε στην άλλη πόρτα και μετά μπήκε στον δεντρόκηπο και όταν σταμάτησε και κοίταξε ψηλά, είδε το δέντρο από την άλλη μεριά του τοίχου, εκείνο που πάνω του καθόταν ο κοκκινολαίμης που έχοντας μόλις τελειώσει το τραγούδι του, καθάριζε με το ράμφος του τα φτερά του.
«Ο κήπος είναι» είπε. «Είμαι σίγουρη».
Έκανε τον γύρο και κοίταξε προσεκτικά εκείνη τη μεριά του δεντρότοιχου, το μόνο που βρήκε όμως ήταν ότι ήδη ήξερε, ότι δηλαδή δεν υπήρχε πόρτα. Μετά έτρεξε στους κήπους της κουζίνας και από εκεί στον διάδρομο έξω από τον τοίχο που τον κάλυπτε ο κισσός. Περπάτησε μέχρι εκεί που τελείωνε ο τοίχος και τον κοίταξε, πόρτα όμως δεν υπήρχε πουθενά.
«Πολύ περίεργο» μονολόγησε. «Ο Μπεν Γουέδερσταφ είπε ότι δεν υπήρχε πόρτα, και πραγματικά δεν υπάρχει πόρτα. Θα υπήρχε όμως σίγουρα δέκα χρόνια πριν, γιατί ο κύριος Κρέιβεν έθαψε το κλειδί».
Αυτό την έκανε να μπει σε τέτοιες σκέψεις, ώστε άρχισε να την ενδιαφέρει πολύ το όλο θέμα και ένιωσε πως δεν μετάνιωνε καθόλου που είχε έρθει στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ. Στην Ινδία πάντα της ζεσταινόταν και βαριόταν να ενδιαφερθεί για το παραμικρό. Το γεγονός ήταν ότι ο καθαρός αέρας από τα βαλτοτόπια είχε αρχίσει να ξαραχνιάζει το νεαρό μυαλό της και να την ξυπνάει λίγο.
Έμεινε έξω σχεδόν όλη τη μέρα και όταν κάθισε στο τραπέζι να φάει το βραδινό της, ήταν πεινασμένη και νυσταγμένη και χαλαρή. Δεν στραβομουτσούνιασε όταν η Μάρθα άρχισε την πολυλογία της. Ένιωσε σαν να της άρεσε να την ακούει και στο τέλος σκέφτηκε να της κάνει μια ερώτηση. Τη ρώτησε, αφού είχε τελειώσει το φαγητό της και είχε καθίσει στο χαλάκι μπροστά στη φωτιά.
«Γιατί ο κύριος Κρέιβεν μίσησε τον κήπο;» είπε.
Είχε πει στη Μάρθα να της κάνει παρέα και εκείνη δεν έφερε αντίρρηση. Η υπηρέτρια ήταν μικρή στην ηλικία και συνηθισμένη σε ένα στενόχωρο χωριατόσπιτο γεμάτο αδελφούς και αδελφές και βαριόταν στο υπόγειο δωμάτιο όπου μαζευόταν το προσωπικό και όπου ο αρχιυπηρέτης και οι καμαριέρες των πάνω ορόφων έσπαγαν πλάκα με την προφορά της του Γιορκσάιρ και την κοίταζαν αφ’ υψηλού και καθόντουσαν και ψιθύριζαν μεταξύ τους. Στη Μάρθα άρεσε η κουβεντούλα, και το παράξενο παιδί που είχε ζήσει στην Ινδία και το υπηρετούσαν οι “μαύροι”, ήταν ένα αρκετά θελκτικό αξιοπερίεργο.
Κάθισε κι αυτή στο τζάκι χωρίς να περιμένει πρόσκληση.
«Ακόμα τον σκέφτεσαι τον κήπο;» είπε. «Το ξέρα. Το ίδιο έπαθα κι εγώ όταν πρωτοήρθα».
«Γιατί τον μισούσε;» επέμεινε η Μαίρη.
Η Μαίρη βόλεψε τα πόδια της και χαλάρωσε.
«Άκου τον αγέρα που λυσσομανάει γύρω από το σπίτι» είπε. «Ούτε να σταθείς δεν θα μπορούσες στον χερσότοπο, αν ήσουν έξω απόψε».
Η Μαίρη δεν ήξερε τι σήμαινε “λυσσομανάει” μέχρι που άκουσε και κατάλαβε. Μάλλον ήταν αυτός ο βρυχηθμός που έφερνε ανατριχίλα και τύλιγε γύρω γύρω το σπίτι, λες και ένας αόρατος γίγαντας το χτυπούσε και βροντούσε τους τοίχους και τα παράθυρα προσπαθώντας να μπει μέσα. Ήξερες όμως πως δεν μπορούσε να μπει κι έτσι ένιωθες ασφαλής και ζεστός μέσα σε ένα δωμάτιο όπου έκαιγε το τζάκι.
«Μα γιατί τον μισούσε τόσο;» ρώτησε, αφού είχε ακούσει τον αέρα. Ήθελε να μάθει αν η Μάρθα ήξερε τον λόγο.
Τότε η Μάρθα εκμυστηρεύτηκε όσα ήξερε.
«Το νου σου» είπε. «Η κυρία Μέντλοκ είπε πως δεν είναι για να το συζητάμε. Πολλά πράγματα εδώ μέσα δεν είναι για να τα συζητάμε. Αυτές είναι οι εντολές του κυρίου Κρέιβεν. Τα βάσανά του δεν αφορούν τους υπηρέτες, έτσι λέει. Αν δεν ήταν ο κήπος, δεν θα ήταν κι εκείνος έτσι. Ήταν ο κήπος της κυρίας Κρέιβεν. Εκείνη τον είχε φτιάξει όταν πρωτοπαντρεύτηκαν και τον λάτρευε και φρόντιζαν κι οι δυο μαζί τα λουλούδια. Και δεν επέτρεπαν σε κανέναν κηπουρό να μπει εκεί. Εκείνος κι εκείνη το συνήθιζαν να πηγαίνουν και να κλείνονται εκεί μέσα με τις ώρες και να κουβεντιάζουν και να διαβάζουν. Κι εκείνη ήταν σαν μικρό κορίτσι κι εκεί στον κήπο είχε ένα γέρικο δέντρο με ένα κλαδί που έγερνε σαν να σχημάτιζε μια θέση για να καθίσεις. Κι εκείνη φύτεψε τριανταφυλλιές για να μεγαλώνουν από πάνω και της άρεσε να κάθεται εκεί. Μια μέρα όμως, ενώ καθόταν, το κλαδί έσπασε κι εκείνη έπεσε κατάχαμα και χτύπησε τόσο άσχημα που την επόμενη μέρα πέθανε. Οι γιατροί νόμιζαν ότι εκείνος θα χάσει τα μυαλά του και θα πεθάνει. Γι’ αυτό μισεί τον κήπο. Κανένας δεν μπήκε εκεί μέσα από τότε και σε κανέναν δεν επιτρέπεται να μιλάει για τον κήπο».
Η Μαίρη δεν ρώτησε τίποτα άλλο. Κοίταξε τις ανταύγειες της φωτιάς και άκουσε τον αγέρα που “λυσσομανούσε”. Της φαινόταν πως “λυσσομανούσε” πιο δυνατά από ποτέ.
Εκείνη τη στιγμή κάτι πολύ όμορφο της συνέβαινε. Στην ουσία, τέσσερα καλά πράγματα της συνέβησαν από τότε που έφτασε στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ. Ένιωσε ότι κατάλαβε τι της έλεγε ο κοκκινολαίμης κι εκείνος κατάλαβε επίσης τι του έλεγε. Έτρεξε στον αέρα μέχρι που το αίμα της ζεστάθηκε. Για πρώτη φορά ένιωσε πείνα σαν παιδί στη ζωή της. Κι ακόμα έμαθε τι είναι να νιώθεις συμπόνια για κάποιον. Καλά τα πήγαινε.
Μα καθώς άκουγε τον αγέρα, άρχισε να ακούει κι έναν ακόμη ήχο. Δεν ήξερε τι ήταν, γιατί στην αρχή μόλις που μπορούσε να τον ξεχωρίσει από το βουητό του αέρα. Ήταν ένας παράξενος ήχος –λες και κάποιο παιδί έκλαιγε. Ήταν φορές που έτσι ακουγόταν κι ο αέρας, μα εκείνη τη στιγμή η Αφέντρα η Μαίρη ήταν σχεδόν σίγουρη πως ο ήχος ερχόταν μέσα από το σπίτι κι όχι απ’ έξω. Ήταν μακρινός, μέσα στο σπίτι όμως. Γύρισε και κοίταξε τη Μάρθα.
«Ακούς κάποιον να κλαίει;» είπε.
Η Μάρθα φάνηκε να σαστίζει.
«Όχι» απάντησε. «Ο αγέρας είναι. Κάποτε κάποτε ακούγεται λες και κάποιος χάθηκε στα βαλτοτόπια και ουρλιάζει. Ο αγέρας βγάζει ένα σωρό ήχους».
«Μα άκουσε!» είπε η Μαίρη. «Είναι μέσα στο σπίτι –έρχεται από κάποιον από εκείνους τους μεγάλους διαδρόμους».
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάποια πόρτα μάλλον άνοιξε κάπου στον κάτω όροφο, γιατί ένα ορμητικό ρεύμα φύσηξε στον διάδρομο και η πόρτα του δωματίου όπου καθόντουσαν άνοιξε με πάταγο, και καθώς κι οι δυο τους πεταγόντουσαν από την τρομάρα, τα φώτα έσβησαν και ο ήχος του κλάματος ακούστηκε πιο καθαρά.
«Να!» είπε η Μαίρη. «Στο είπα! Κάποιος κλαίει –και δεν είναι κανένας μεγάλος».
Η Μάρθα σηκώθηκε τρέχοντας κι έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε, πριν όμως το κάνει, και οι δυο τους άκουσαν τον θόρυβο της πόρτας στον πέρα διάδρομο, που έκλεινε με δύναμη, και μετά όλα ησύχασαν, γιατί ακόμα κι ο αέρας έπαψε να “λυσσομανάει” για λίγο.
«Ο αγέρας ήταν» είπε με πείσμα η Μάρθα. «Κι αν δεν ήταν, τότε ήταν η μικρή η Μπέτυ Μπάτεργουορθ, που κάνει τη λάντζα. Είχε πονόδοντο ολημερίς».
Μα ο τρόπος της έδειχνε ότι κάτι την προβλημάτιζε και η Αφέντρα η Μαίρη την κοίταξε εξεταστικά. Δεν πίστευε ότι της έλεγε την αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...