Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Μήδεια του Μποστ επί σκηνής


Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια από τη συγγραφή της, η Μήδεια του Μποστ παραμένει ζωντανή, ξεκαρδιστική, πλανεύτρα. Πόσο μάλλον όταν σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης και έχεις να απολαύσεις τους τόσο ταλαντούχους ηθοποιούς.
Η Μήδεια του Μποστ είναι μια φιγούρα κωμικοτραγική και τα παιδιά της δεν θα τα σφάξει από τη ζήλεια της για τον Ιάσονα, αλλά γιατί ήταν παλιόπαιδα, που τεμπέλιαζαν και δεν μελετούσαν τα μαθήματά τους. Μπορεί λοιπόν το έργο να ξεφεύγει από την τραγωδία του Ευριπίδη, έλα όμως που ο ίδιος ο Ευριπίδης θα εμφανιστεί στο παλάτι της Μήδειας και του Ιάσονα, από το οποίο παρελαύνουν ψαράδες, καλόγριες, καρδινάλιοι και ο τυφλός Οιδίποδας με την κόρη του, την Αντιγόνη.
Δεν αφήνει τίποτα όρθιο ο Μποστ, αποδομεί, καυτηριάζει τα παντού και πάντα κακώς κείμενα, και σίγουρα χαρίζει ένα μέχρι δακρύων γέλιο.
Ο θίασος αεικίνητος, ευρηματικός, παρασύρει το κοινό. Η αλήθεια είναι ότι δεν σε αφήνει να μην μαγευτείς από την παράσταση, που από μόνη της είναι μια πανδαισία χρωμάτων και ήχων.
Όλοι, μα όλοι οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, ο καθένας ιδανικός στον και για τον ρόλο του. Φαίνεται ότι και οι ίδιοι το διασκεδάζουν, ακάματοι σε αυτό το πήγαινε έλα της σχεδόν δίωρης παράστασης. Ο χώρος του θεάτρου ιδανικός για τις σκηνοθετικές παρεμβάσεις εντός και εκτός σκηνής (η παράσταση ξεκινάει έξω από τη σκηνή και φτάνει έως τον δρόμο). Τα κοστούμια παραπέμπουν στην ελληνική παραδοσιακή φορεσιά. Η μουσική, που σημειωτέον παίζεται ζωντανά επί σκηνής από τους ίδιους τους ηθοποιούς, κουμπώνει απόλυτα με το έργο.

Συντελεστές:
Διασκευή - Απόδοση στίχων - Σκηνοθεσία:Νικορέστης Χανιωτάκης
Πρωτότυπη μουσική:Monika
Σκηνικά:Αρετή Μουστάκα
Κοστούμια:Χριστίνα Πανοπούλου
Χορογραφίες-Επιμέλεια κίνησης:Ειρήνη - Ερωφίλη Κλέπκου
Φωτισμοί:Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός σκηνοθέτη:Μαριάννα Παπασάββα
Οργάνωση παραγωγής:Αναστασία Γεωργοπούλου
Εκτέλεση παραγωγής:Μαριάννα Κολυβοδιάκου
Φωτογραφίες:Αγγελική Κοκκοβέ
Ζωντανή απόδοση μουσικών θεμάτων:Γιάννης Μαθές
Παραγωγή:Μυθωδία
Επικοινωνία:BrainCo
Διανομή:
Μήδεια: Μάκης Παπαδημητρίου
Οιδίποδας: Κώστας Τριανταφυλλόπουλος
Ευριπίδης: Γιάννης Δρακόπουλος
Ιάσωνας: Νίκος Πουρσανίδης
Τροφός: Γεράσιμος Σκαφίδας
Αντιγόνη: Μπέτυ Αποστόλου
Κορυφαία Χορού: Άννα Κλάδα
Καλόγρια Πόλυ: Μίνα Αδαμάκη
Η παράσταση παίζεται στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες» επί της οδού Τουρναβίτου 7, στο Θησείο.

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Κάτι σαν το αυτί του Βαν Γκογκ


Μια δυστυχία η ζωή μου όλη. Ξέρετε τι είναι να σε λένε Αυτή; Βιργινία Αυτή είναι το ονοματεπώνυμό μου. Απελπισία σκέτη. Όχι ότι Μαρία, Ελένη, Κλεοπάτρα θα ακουγόταν καλύτερο, αφού μόνιμα θα συνοδευόταν από το τραγικό επίθετο.
Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου δεν φαίνεται να συμμερίζονται την άποψή μου, και μάλιστα με λένε από υπερβολική έως υποχόνδρια. Πώς να μην καταντήσω υποχόνδρια, όταν από μικρή νόμιζα πως όλοι με εμένα ασχολιόντουσαν; Πηγαδάκι στην άκρη της αυλής οι συμμαθήτριες στο Δημοτικό κι εγώ να περνάω και να τις ακούω να ψιθυρίζουν και να γίνομαι ταύρος. Εσείς πώς θα αντιδρούσατε αν ακούγατε Αυτή το ένα, Αυτή το άλλο… Εκείνες φυσικά ισχυριζόντουσαν ότι δεν έλεγαν το επίθετό μου, παρά την αντωνυμία. Κι εγώ, επειδή βέβαια τις είχαμε κάνει τις δεικτικές αντωνυμίες στο μάθημα, τους θύμιζα μαινόμενη ότι υπήρχε και το εκείνη και το ετούτη, για να μην μπερδευόμαστε. Και τι έφταιγα εγώ που μυαλό δεν βάζανε και καταλήγαμε στο μαλλιοτράβηγμα και κάθε λίγο και λιγάκι κουβαλάγανε τους γονείς μου στο σχολείο να με συνετίσουν;
Στο Γυμνάσιο, έκανα την κουφή. “Αυτή!” φώναζε η Φιλόλογος στον κατάλογο, εγώ όμως πέρα έβρεχε. Αφού ωρυόταν κάμποσο, της χαμογελούσα ταπεινά και της εξηγούσα πως νόμιζα ότι αναφερόταν στην αντωνυμία. Τον θυμό του Δημοτικού τον είχα γυρίσει σε ειρωνεία στα χρόνια του Γυμνασίου.
Στο Πανεπιστήμιο δεν είχα και μεγάλο πρόβλημα, γιατί ούτε παρέες έκανα ούτε στα μαθήματα πολυεμφανιζόμουν. Το πτυχίο, έτσι κι αλλιώς, άχρηστο πήγε, γιατί έπεσε η χώρα σε κρίση και δουλειές λίγες, υποψήφιοι πολλοί.
«Να παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς!» λέει όλη την ώρα η μάνα μου. «Θα αλλάξεις και επίθετο, οπότε θα ησυχάσεις».
Τι να της εξηγήσεις τώρα πως ο νόμος έχει αλλάξει δεκαετίες πριν και η γυναίκα κρατάει το δικό της επίθετο, τιμή της και καμάρι της; Τις σουφραζέτες θα τις είχε σουβλίσει η μάνα μου, που δεν εννοεί να το χωνέψει, ευτυχώς που αυτή πρόλαβε κι έδεσε τον γαμπρό προ νέου Οικογενειακού Δικαίου.
«Θα ησυχάσω αν κουφαθώ και δεν ακούω το επίθετό μου όλη την ώρα» αποφάνθηκα στωικά.
Δεν ωφελούσε να το πολεμάω, αυτό ήταν το επίθετό μου, πάει και τελείωσε. Βέβαια, οι παρεξηγήσεις και οι εντάσεις συνεχιζόντουσαν, γιατί άντε να ξεχωρίσει κανείς πότε τον καλούν με το επίθετό του και πότε αοριστολογούν. Φανταστείτε ότι μια μέρα εκεί που πέρναγα έναν πολυσύχναστο δρόμο, ακούω μια κραυγή. «Αυτή! Αυτή!» ούρλιαζε μια γυναίκα κι όλοι άρχισαν να τρέχουν κατά το μέρος μου. Κοντοστάθηκα έκπληκτη νομίζοντας ότι από κάπου με ξέρει. Μέχρι να καταλάβω τι συνέβαινε, με τραβολόγαγαν στο τμήμα. «Όχι αυτή, αυτή!» ούρλιαζε η γυναίκα κι έδειχνε κάπου στην άλλη μεριά του δρόμου. Κάποια της είχε κλέψει το πορτοφόλι και μέσα στην αναμπουμπούλα οι καλοθελητές περαστικοί με είδαν που σταμάτησα κοιτώντας εναγωνίως, έτσι το κατάλαβαν εκείνοι, και θεώρησαν πως εγώ ήμουν η ύποπτη.
Το πάθημα έγινε μάθημα κι από εκείνη τη στιγμή δεν έδινα πια σημασία ούτε στην αντωνυμία ούτε σε οποιοδήποτε ομόηχο ή εμπεριέχον τους φθόγγους όνομα. Ο κόσμος ήταν πολύ μεγάλος για να ασχολείται συνέχεια μαζί μου, στο κάτω κάτω δεν ήμουν σκέτη Αυτή, ήμουν μια Βιργινία Αυτή, οπότε γιατί να σκοτίζομαι;
Το πρόβλημα όμως της ανεργίας παρέμενε. Να είσαι τριάντα δύο χρονών και να ψάχνεις να βρεις δουλειά όπως πολύς κόσμος έψαχνε τους κάδους των σκουπιδιών για οτιδήποτε χρήσιμο, ούτε στον εχθρό μου δεν το εύχομαι. Η φίλη μου η Νικόλ προσπαθούσε να με παρηγορήσει, έχοντας πάντα τεράστια αποθέματα αισιοδοξίας να μοιράζεται.
Είμαστε σε ένα καφέ σε έναν πεζόδρομο του Θησείου. Χαρά Θεού η μέρα, μια ομορφιά όλα γύρω, χαριτωμένο το καφέ, με χρώματα κι αρώματα.
«Μια χαρά κοπέλα είσαι, την υγεία σου την έχεις, τι άλλο θέλεις;» λέει η Νικόλ.
«Δουλειά!» απαντάω και ρουφάω με μανία τον καφέ με το καλαμάκι.
Κάποιος από δίπλα με αγριοκοιτάζει που χαλάω την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα με τόσο άκομψους ήχους κι εγώ λουφάζω παίζοντας εκνευρισμένη με τα μαλλιά μου.
Η Νικόλ με κοιτάει καλά καλά.
«Τι έγινε πάλι;» ρωτάω εκνευρισμένη.
«Για να δω το αυτί σου».
«Πας καλά;»
Εκείνη όμως έχει σκύψει ήδη και μελετάει το αυτί μου σαν παλαιολιθικό εύρημα.
«Μα έχεις πολύ όμορφο αυτί!»
«Πάψε να παίζεις με τον πόνο μου. Και δεν θέλω να ακούω για αυτιά και οτιδήποτε σχετικό. Ξέρεις πόσο με εκνευρίζει».
«Μιλάω σοβαρά. Είναι τόσο αρμονικό. Το πτερύγιο, ο λοβός, μα κοίταξέ το, βρε παιδί μου».
«Πού να το δω, καλό μου κορίτσι;»
«Καθρέφτη δεν έχεις στο σπίτι σου; Το πρωί δεν βλέπεις το αυτί σου;»
«Άλλη όρεξη δεν είχα. Δεν μου φτάνει το επίθετο, θα έχω και το αυτί τώρα! Η Αυτή με το αυτί!»
«Βλακείες. Κάτσε να το βγάλω μια φωτογραφία».
«Πας καλά; Ρεζίλι θα γίνουμε!» εξανίσταμαι εγώ κοιτώντας αμήχανα δεξιά κι αριστερά. Εκείνος ο κύριος που θορυβήθηκε από το ρούφηγμα του καφέ μου, πάλι με κοιτάζει. Κοιτάζει επίμονα.
«Ορίστε, είδες τι έκανες: Τι κατάλαβες;» λέω στη Νικόλ, γιατί βλέπω τον κύριο να σηκώνεται και να έρχεται προς το μέρος μας αποφασισμένος.
«Ε, δεν κάναμε και κανένα έγκλημα» λέει η Νικόλ. «Πολύ καλημέρα σας!» απευθύνεται στον κύριο χαρίζοντάς του το φωτεινό της χαμόγελο, σήμα-κατατεθέν της.
«Κυρίες μου, καλημέρα και συγγνώμη για την ενόχληση» λέει ο νεοφερμένος.
«…μέρα» πετάω εγώ μέσα από τα δόντια μου, γιατί η καλή φαίνεται από το πρωί, και μέχρι στιγμής καλοσύνη δεν είδα.
«Άθελά μου άκουσα τη συζήτησή σας» λέει ο τύπος. «Μου επιτρέπετε;»
Βασικά δεν του επιτρέπω, αλλά αυτός τραβάει τη διπλανή καρέκλα και στρογγυλοκάθεται.
«Ονομάζομαι Ιωσήφ Ιωβηλαίος» ανακοινώνει και μου δίνει μια κάρτα. “Jubillee constellations» γράφει με καλλιγραφικά στοιχεία.
Τον κοιτάζω χωρίς να καταλαβαίνω. Ή μάλλον κατάλαβα. Είναι από τους τύπους που ψάχνουν να βρουν πελάτες όπου τους κάτσει. Τώρα έδεσε. Ετοιμάζομαι να τον στείλω κομψά.
«Μου επιτρέπετε;» λέει ξανά ο κύριος Ιωβηλαίος και σκύβει προς το μέρος μου.
Δεν του επιτρέπω, αλλά πού να προλάβω; Τώρα κοιτάζει εμβριθώς το αυτί μου. Μήπως είναι ωτορινολαρυγγολόγος;
«Τέλεια! Τέλεια! Αυτό ακριβώς έψαχνα!» αναφωνεί κι εγώ είμαι έτοιμη να του απαντήσω ότι δωρητής οργάνων εν ζωή δεν γίνομαι, γιατί τον κόβω για λίγο Βαν Γκογκ τον τύπο.
Ποιος ξέρει τι ύφος έχω, γιατί ο άνθρωπος βάζει τα γέλια.
«Μη με παρεξηγείτε. Είμαι κοσμηματοποιός και λανσάρω μια νέα συλλογή. Θα έχετε ακούσει για το constellation piercing».
Προφανώς δεν περιμένει απάντηση, ούτε εγώ ούτε η Νικόλ έχουμε κάτι να συνεισφέρουμε εξάλλου.
«Είναι η νέα τάση της μόδας στα σκουλαρίκια. Πολλά διαφορετικά σκουλαρίκια όχι μόνο στον λοβό του αυτιού, αλλά και σε όλη την επιφάνειά του. Έχω δημιουργήσει σχέδια που θα ξετρελάνουν όλες τις ηλικίες. Το μόνο που θέλω είναι το ιδανικό αυτί που θα τα αναδείξει».
Δεν ιδρώνει πλέον το αυτί μου καθώς ακούω το ομόηχο του επιθέτου μου, αντίθετα είμαι όλη αυτιά.
«Και εσείς έχετε αυτό που ζητώ. Κυρία μου…»
«Βιργινία» χαμογελάω, αποσιωπώντας το επίθετό μου. Άστο καλύτερα, μην μπερδευτούμε και χαλάσουμε και την ειδυλλιακή στιγμή.
«Βιργινία» συνεχίζει ακάθεκτος ο κύριος Ιωβηλαίος «το αυτί σας θα γίνει το πρότυπό μου. Το μοντέλο μου».
«Τι να το κάνετε το αυτί μου;» ρωτάω έκπληκτη, μπερδεμένη είμαι ακόμα.
«Μα φυσικά. Η Βιργινία μας δεν θα έχει καμία αντίρρηση να δουλέψει μαζί σας» με προλαβαίνει η Νικόλ, που έχει μπει στο νόημα, αφού δεν διυλίζει τον κώνωπα όπως συνηθίζω να κάνω εγώ.
Αντιλαμβάνομαι κι εγώ πλέον τις αγνές και όχι δολοφονικές προθέσεις του κυρίου κοσμηματοποιού και συγκατανεύω χαμογελώντας. Ο κύριος Ιωβηλαίος με ενημερώνει λεπτομερώς για τα έργα τέχνης του όπως τα αποκαλεί και κανονίζουμε ένα ραντεβού για την επόμενη κιόλας ημέρα. Μετά από αυτά μας αφήνει να απολαύσουμε τον καφέ μας με την ησυχία μας.
«Τι σου έλεγα;» μου κλείνει το μάτι η Νικόλ.
«Δεν πιστεύω στα αυτιά μου ότι βρήκα δουλειά. Δεν πιστεύω στα αυτιά μου!»
«Να το πιστέψεις. Αφού γελάνε και τ’ αυτιά σου!»
Την κοιτάζω, με κοιτάζει, και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Τάσος Μαντζαβίνος: Εγώ και ο Δράκος


Ίσως και να νομίσεις πως βρέθηκες στη σπηλιά του Αλαντίν. Αυτή τουλάχιστον ήταν η πρώτη εντύπωσή μου μπαίνοντας στη μικρή αίθουσα του ισογείου στην Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου Γκίκα, που στεγάζει την έκθεση του Τάσου Μανταβίνου «Εγώ και ο δράκος».
Κατασκευές που θέλεις να απλώσεις το χέρι σου και να τις ψηλαφίσεις, να σκύψεις να δεις καλύτερα τα χρώματα, τόσο έντονα που κάθεσαι ακίνητος μπας και τα ξεγελάσεις και ζωντανέψουν. Να ζωντανέψει ο δράκος, για φαντάσου! Αυτό είναι το κύριο και κυρίαρχο στοιχείο της έκθεσης, όπου η γόνιμη δημιουργικότητα του Τάσου Μαντζαβίνου βάζει τις πινελιές της σε παλιά και ξεχασμένα, ξορκίζοντας τη λήθη, μετουσιώνοντας μέταλλο, ξύλο, τσίγκο. Έντονα χρώματα, τολμηροί συνδυασμοί, φιγούρες από τις παιδικές μας αναμνήσεις, φως και σκιά, ο μπερντές του Καραγκιόζη.

Θα μαγευτείς με το επιτραπέζιο φιδάκι και τα τέσσερα πιόνια- φιγούρες, θα σταθείς να περιεργαστείς το κουτί του καλλιτέχνη και τα κηροπήγια με τον δράκο, τα πουλιά, τις πεταλούδες, θα κοιτάξεις προσεκτικά τον ισορροπιστή, θα χαζέψεις το καραγκιοζοθέατρο, θα μπεις στον πειρασμό να διαβάσεις τα πολύ μικρά γράμματα στο τετράπτυχο Γυμνός Δρακοκτόνος, Φύλακας, Λούνα παρκ, Άγιος Φανούριος. 
Πρόσωπα που θυμίζουν βυζαντινές τοιχογραφίες έρχονται σε αντιπαράθεση με τον δράκο, τη δύναμη της εξουσίας ή μήπως του κακού που κρύβουμε μέσα μας; Οι απεικονίσεις σε καμβά και ξύλο με λάδι ή ακρυλικό μοιάζουν ψηφιδωτά, όπως ένα μεγάλο σαν ψηφιδωτό χαλί είναι το δάπεδο της αίθουσας που το καλύπτει η αναπαράσταση από το φιδάκι.
Ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς, που έχει και την επιμέλεια της έκθεσης, λέει: “Σε μια μεταβατική εποχή όπως η δική μας, ο Μαντζαβίνος μάς δείχνει πως η αληθινή τέχνη είναι πέρα από τα όμορφα σχήματα και τα αρμονικά χρώματα. Πως σκοπό της έχει πάντα να ανασυνθέσει μια οντότητα: τον άνθρωπο”.
Η έκθεση στεγάζεται στην Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου Γκίκα επί της οδού Κριεζώτου 3 μέχρι τις 4/1/2020.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Ο κύκνος της Elizabeth Egloff επί σκηνής


Η Ντόρα, νοσηλεύτρια, είναι απογοητευμένη από τη ζωή της. Καθώς οι άνδρες έρχονται και φεύγουν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ανδρικό φύλο μάλλον προέρχεται από τον Πλούτωνα κι έχοντας διακτινιστεί στη Γη, δεν μπορεί να προσαρμοστεί. Τώρα είναι με τον Κέβιν, έναν παντρεμένο γαλατά, που όλο υπόσχεται να αφήσει τη γυναίκα του για χάρη της. Οι μέρες της είναι η ίδια χαυνωτική ρουτίνα μέχρι που ένας μαύρος κύκνος θα εισβάλει στη ζωή της. Η Ντόρα τον φροντίζει. Ο κύκνος μεταμορφώνεται σε άντρα, μαθαίνοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά και φτάνοντας να διεκδικήσει τη Ντόρα από τον Κέβιν.
Ένα πολλά υποσχόμενο θεατρικό κείμενο που κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία, αλληγορία της σύγχρονης εποχής, αλλά και αναφορά στον μύθο του Δία και της Λήδας. Η επιδίωξη του ανέφικτου ή άπιαστου ονείρου, οι κρυφοί πόθοι, η αποξένωση, η δυσλειτουργία των σχέσεων, η έλλειψη επικοινωνίας ή οι διαφορετικοί κώδικες επικοινωνίας είναι μερικοί από τους άξονες του έργου.
Επί σκηνής, ξεχωρίζει ο εντυπωσιακός Συμεών Κωστάκογλου στον ρόλο του Κύκνου, σαγηνευτικός τόσο στην αθωότητα όσο και στην πανουργία του, αποδίδοντας μοναδικά τις κινήσεις του πληγωμένου πουλιού, αλλά και τη μετάβασή του από τη ζωώδη στην ανθρώπινη φύση περνώντας εν τάχει από τη βρεφική στην πιο ώριμη συμπεριφορά. Η Υρώ Λούπη, ως Ντόρα, σπαρακτική στην ονειρική αντιπαράθεση άσπρου μαύρου στην τελευταία σκηνή του έργου. Ο Κώστας Ανταλόπουλος ενσαρκώνει επαρκώς τον ταλαιπωρημένο Κέβιν, που αναγκάζεται να δεχτεί το οτιδήποτε, αρκεί να μην απορρυθμιστεί η ζωή του.
Σε ένα λιτό σκηνικό, ο σκηνοθέτης κατάφερε να ξεπεράσει τον σκόπελο των πολλών μικρών σκηνών του έργου. Σε αυτό πιστεύω πως βοήθησε ο μικρός χώρος του θεάτρου. Το κοστούμι και το μακιγιάζ του κύκνου λίαν εντυπωσιακά. Η μουσική επένδυση της Violet Louise είναι σίγουρα το must της παράστασης. Εξαιρετική η μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου
Σκηνοθεσία: Σταύρος Στάγκος
Σκηνικά - Κοστούμια: Κατερίνα Χατζοπούλου
Κίνηση: Στέλλα Κρούσκα
Μουσική:Violet Louise
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αιμιλιάνα Σοφιά
Παίζουν: Υρώ Λούπη, Κώστας Ανταλόπουλος, Συμεών Κωστάκογλου
Το έργο παίζεται στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα», Σατωβριάνδου 36, Αθήνα, στα πλαίσια της θεματικής ενότητας «Ζούμε στις φαντασιώσεις μας;»

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Μιχάλης Σπέγγος: Χώρα από Χαλκό

Πήρα στα χέρια μου το νέο μυθιστόρημα του Μιχάλη Σπέγγου «Χώρα από χαλκό» και το διάβασα με πολλή αγάπη όπως προείπα στον συγγραφέα του. Η δική μου αγάπη ήταν η ανταπόδοση της δικής του στον κάθε αναγνώστη του, κι αυτό γιατί η γραφή του έχει την τιμιότητα και την ηθική που χαρακτηρίζει συγγραφείς που έχουμε κατατάξει στους κλασικούς.
Η «Χώρα από χαλκό» είναι ένα μυθιστόρημα με πολλαπλές αναγνώσεις. Εξάλλου είναι γνωστό σε όσους έχουν παρακολουθήσει το έργο του Μιχάλη Σπέγγου ότι η στρωτή του γλώσσα και η χαρισματική του αφήγηση είναι που κάνουν τα βαθύτερα νοήματα να μας συντροφεύουν όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, αλλά και μετά το τέλος της αφυπνίζοντας το μυαλό και την καρδιά μας.
Γιατί όμως χώρα από χαλκό, αλήθεια; Ο χαλκός είναι μέταλλο ελατό και όλκιμο, που σημαίνει ότι μπορεί να επιδεχτεί διάφορους τρόπους μορφοποίησης χωρίς να καταστραφεί. Αυτό λοιπόν να είναι η χώρα από χαλκό; Πάμε να δούμε, όπως θα μας έλεγε και ο ίδιος ο συγγραφέας χαμογελώντας με νόημα, μια και η Φυσική είναι οι σπουδές του.
Ο τόπος και ο χρόνος δεν προσδιορίζονται ακριβώς, με την πρώτη αναφορά όμως στη Βασιλεύουσα, καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μία είναι η Βασιλεύουσα, το ξέρουμε όλοι. Κι έπειτα είναι τα νησιά, όπως αυτό του κρασιού και του ηφαιστείου, δηλαδή η Σαντορίνη, και το άλλο του χαλκού, που είναι η Σέριφος. Η χώρα είναι σε παρακμή, έχοντας απομείνει με πέντε επαρχίες. Γίνεται πιο συγκεκριμένος ο χρόνος λοιπόν, είτε κάτι θυμόμαστε από τη Βυζαντινή Ιστορία των σχολικών μας χρόνων ή με μια ματιά στο διαδίκτυο. Εδώ να πω την αμαρτία μου πως με αφορμή την ανάγνωση του μυθιστορήματος πέρασα ώρες στο διαδίκτυο ψάχνοντας τα ιστορικά γεγονότα της εποχής των Παλαιολόγων.
Το αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός είναι η Άλωση, από την αρχή αυτό περιμένουμε, το γνωρίζουμε το αναπόφευκτο. Κι εδώ μπαίνει το ταλέντο και η φαντασία του συγγραφέα για να δημιουργήσει ένα πραγματικό έπος και να συμπυκνώσει αιώνες βυζαντινής ιστορίας μέσα στις 670 σελίδες του μυθιστορήματος δίνοντάς μας μια ιστορία παράλληλη με την ιστορία, γεμάτη ίντριγκες και σκακιστικές κινήσεις, πόλεμο ιερό και πόλεμο συμφερόντων, μια ιστορία όπου τα ανθρώπινα πάθη έρχονται στην επιφάνεια μέσα από τον έρωτα, τη φιλία, τη συντροφικότητα, μα πάνω από όλα τη δίψα (με όποιο κίνητρο κι αν έχει αυτή) για την εξουσία.
Τρεις είναι οι πρωταγωνιστές και ο συγγραφέας τούς ονοματίζει από τους πρώτους φθόγγους της ιδιότητάς τους. Είναι ο Νεπήρ (νεαρός πειρατής), ο Διάρχων (διάδοχος άρχοντας) και ο Μέταλ (σκλάβος στα μεταλλωρυχεία). Τι κοινό έχουν; Ένα λευκό σημάδι στον λαιμό. Γιατί κι οι τρεις τους είναι απόγονοι του Αυτοκράτορα που άλλοι είπαν Μέγα, αυτός όμως έμεινε στην ιστορία με το όνομα Ολετήρας (αυτός που σαρώνει προκαλώντας καταστροφή), του Αυτοκράτορα που τράβηξε σε εκστρατεία στο βασίλειο του φεγγαριού με την ιδέα να ενώσει τη σοφία της Δύσης με αυτή της Ανατολής. Και τώρα, σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της χώρας, ο καθένας από τους τρεις διεκδικεί το στέμμα. Ο Μέταλ, που ποτέ του δεν ασχολήθηκε με την πολιτική, πιστεύει ότι η κατάσταση της χώρας οφείλεται στη διαφθορά και πως πρέπει να υπάρξει τιμιότητα και δικαιοσύνη. Ο Διάρχων, μια και το νησί του, το νησί του χαλκού, απολαμβάνει μια ιδιαίτερη αυτονομία, θεωρεί ότι η ύπαρξη πολλών κυψελών σε ένα κράτος, θα φέρει τα καλύτερα διοικητικά αποτελέσματα. Ο Νεπήρ πιστεύει πως όλα πρέπει να γκρεμιστούν και να κτιστούν από την αρχή. Τρεις διαφορετικές θεωρίες, τρεις διαφορετικοί τρόποι διακυβέρνησης και ένα μυστικό όπλο. Ποιος είναι αυτός που θα επικρατήσει;
Δια πυρός και σιδήρου περνούν οι ήρωες ενώ γύρω τους ο κόσμος αλλάζει καθημερινά. Ο κίνδυνος είναι ορατός και αόρατος μαζί, τα βέλη χτυπούν τη χώρα από παντού. Αυτός που θα πάρει την εξουσία αγωνίζεται με νύχια και με δόντια.
Για την πλοκή του μύθου δεν θα αποκαλύψω κάτι άλλο, σας αφήνω με την προσμονή μιας αναγνωστικής απόλαυσης. Αυτό που έχω να επισημάνω είναι το μέγιστο κατόρθωμα του Μιχάλη Σπέγγου να μπορεί να σε κρατήσει στο κείμενό του, αλλά όχι μόνο αυτό, μπαίνεις μέσα, γίνεσαι ένα με τους πειρατές, τους κατοίκους του νησιού του χαλκού, τον κόσμο της Βασιλεύουσας. Θα ερωτευτείς, θα πολεμήσεις, θα κλάψεις και θα μισήσεις κι εσύ μαζί τους, θα νιώσεις την απελπισία και την αγωνία καθώς οι εκκλήσεις δεν βρίσκουν ανταπόκριση, θα αισθανθείς το δέος και τον φόβο, το μεγαλείο αλλά και την πτώση, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης, τα πισώπλατα χτυπήματα, θα μυρίσεις τη σκόνη και την πυρίτιδα μα και τη μυρωδιά του πελάγους, θα ακούσεις τον ήχο τον σπαθιών, τα ουρλιαχτά, τα μάτια σου θα γεμίσουν από τον κουρνιαχτό της μάχης.
Καθηλωτικές οι περιγραφές της μάχης και της ναυμαχίας. Πλήρες το ψυχολογικό πορτρέτο των τριών πρωταγωνιστών. Η αφήγηση κατά κύριο λόγο σε ενεστωτικό χρόνο, κοφτές προτάσεις σεναριακού τύπου, σαν να ακούς έναν ρυθμό στακάτο, που δεν σε αφήνει να αποσπαστείς, δεν σε αφήνει να αφήσεις την ανάγνωση.
Διατρέχοντας ξανά τις σελίδες του «Χώρα από χαλκό», φτάνω να απαντήσω ότι ναι, έτσι είναι καμωμένος το τόπος. Για να μπορεί να αντέχει, ό,τι κι αν συμβεί, όσα κι αν περάσει. Διατρέχοντας ξανά τις σελίδες, πονάω για τα παρελθοντικά δεινά, με την ευχή να μάθουμε κάτι όλοι εμείς, όχι μόνο οι κάτοικοι της χώρας του χαλκού, αλλά και όλου του κόσμου.
Ένα ακόμα μεγάλο μπράβο στον Μιχάλη Σπέγγο για τον τρόπο που ενέταξε στην αφήγηση και τον μύθο του στιγμές που οφείλουν να προβληματίσουν και να μην επαναληφθούν, αλλά και στιγμές ένδοξες και ηρωικές. Μικρά και μεγάλα, γνωστά ή λιγότερα γνωστά περιστατικά μπήκαν σαν μικρά λιθαράκια στο μεγάλο οικοδόμημα αυτού του μυθιστορήματος. Κι αν κρυφοκοιτάξεις, κι εσύ φίλε αναγνώστη, πίσω από τα παράθυρα θα δεις τον όχλο που αυτόν που επευφημεί σε λίγο θα χλευάσει, θα δεις τον μέγιστο να ταπεινώνεται, θα δεις την διαμάχη ομόθρησκων και αλλόθρησκων στο όνομα του ενός και αληθινού θεού, κι ανθρώπους με το ίδιο αίμα να σκορπίζουν όλεθρο, κι άλλους που σχήμα δεν σεβάστηκαν, κι αρνήθηκαν να δώσουν το έλεός τους.
«Τα αγρίμια παραμόνευαν, οι καθημερινοί άνθρωποι που βλέπουν το παράπτωμα κατά την κρίση τους και τα ειωθότα της εποχής. Αυτά είναι τα αγρίμια. Και τα αγρίμια είναι στη φύση τους να κατασπαράζουν» (Χώρα από χαλκό, σελίδα 42)
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».


Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Talking Ηeads: τρεις μονόλογοι του Άλαν Μπένετ ζωντανεύουν στη θεατρική σκηνή


Καυστικός όσο ποτέ ο Άλαν Μπένετ, γράφει μια σειρά μονολόγων με τον τίτλο “Talking Heads" και κατά το ελληνικότερο "Ομιλούσες κεφαλές".
Στο θέατρο 104, η Πηνελόπη Σταυροπούλου αναλαμβάνει το ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα να ερμηνεύσει τους τρεις από αυτούς. Πρόκειται για τα: Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη, κρεβάτι ανάμεσα στις φακές και Μια κυρία των γραμμάτων. Η ταλαντούχα ηθοποιός ξεδιπλώνει την τέχνη της και την πλαστικότητα των εκφράσεών της σαν μια ομιλούσα κεφαλή που αναδύεται από τα παράθυρα του πολύ έξυπνου σκηνικού, - περίκλειστου διαμερίσματος-φυλακής.
Σαν Γκράχαμ, στο «Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη». μεταμορφώνεται σε έναν μεσήλικα άνδρα που ζει με την ηλικιωμένη μητέρα του, σε μια σχέση παθολογικής εξάρτησης. Χωρίς ανάσα, μας ανακοινώνει όλο τα τεκταινόμενα στο σπίτι τους, αλλάζοντας τη φωνή του (της) καθώς υποδύεται τη μητέρα και τον υποψήφιο «μνηστήρα» της. Ο θεατής παρακολουθεί τι συμβαίνει από την οπτική γωνία του Γκράχαμ, αναποφάσιστος για το αν πρέπει να συμπαθήσει ή να λυπηθεί τον ήρωα. Ο Γκράχαμ τελικά αντιλαμβάνεται ότι είναι βολεμένος στο περιθώριο της ζωής, αρνούμενος να αλλάξει το παραμικρό, αποδεχόμενος τη φυλακή του.
Σαν Σούζαν, μεταμορφώνεται σε γυναίκα εφημέριου, που δεν συμμερίζεται στο παραμικρό την «αφοσίωση» του συζύγου της στα θεία και προσπαθεί να πνίξει το ναυάγιο του γάμου της στη θάλασσα του αλκοόλ. Η πρόσκαιρη παρηγοριά στην αγκαλιά του Ινδού μπακάλη θα την απεγκλωβίσει από τη δική της φυλακή, δωρίζοντάς της αυτογνωσία και αυτοεκτίμηση.
Σαν Αιρίν, μεταμορφώνεται σε μια ξινισμένη καθωσπρέπει γεροντοκόρη που νομίζει πως είναι ο θεματοφύλακας της ηθικής και καταγγέλλει όλα τα, κατά την άποψή της, κακώς κείμενα οδηγείται στην κοινωνική απομόνωση και τέλος τον εγκλεισμό στη φυλακή που, τι οξύμωρο, θα την κάνει να κατακτήσει την ελευθερία της, ξεφεύγοντας από τον μισανθρωπισμό και τη μονομανία που ταλάνιζε τις ημέρες της.
Όλα προσεγμένα, από τη σκηνική υπόσταση μέχρι το φωτισμό και τη μουσική και μια εξαιρετική Πηνελόπη Σταυροπούλου, που επιτελεί τον άθλο της μεταμόρφωσης σε τόσα διαφορετικά πρόσωπα, μέσα στα ενενήντα λεπτά μιας παράστασης η οποία δίνει τροφή για σκέψεις πάνω στην κοινωνική και ατομική υποκρισία, την προκατάληψη, την μονομανία, την εγκατάλειψη, την απομόνωση, την υποταγή σε πάθη και λάθη.
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Παπαδάκης
Μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη
Σκηνικά- Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Φωτογραφίες Αφίσας: Τάσος Βρεττός
Μακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος
Τους τρεις ρόλους ερμηνεύει η Πηνελόπη Σταυροπούλου
Διεύθυνση παραγωγής: Πηνελόπη Σταυροπούλου
Στο θέατρο 104, στο Γκάζι.



Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Μουσείο Χρήστου Καπράλου, συνομιλία με το φως

Άλλη μια Κυριακή στην Αίγινα και η προγραμματισμένη επίσκεψη είναι στο Μουσείο Χρήστου Καπράλου. Από το λιμάνι ακολουθείτε τον δρόμο που πηγαίνει προς το Αρχαιολογικό Μουσείο. Εγώ επέλεξα να περπατήσω παραλιακά, γιατί το τοπίο είναι υπέροχο και γιατί ο δυνατός βόρειος άνεμος δίνει στη θάλασσα μια όψη άγρια μεν, πολύ συναρπαστική όμως.
Λίγο έξω από το Μουσείο. Φαίνεται και το άγαλμα της Μάνας. 
Στο μουσείο έφτασα μετά από περπάτημα τριών τετάρτων. Έξω ακριβώς από το μουσείο βλέπουμε το άγαλμα της Μάνας, κατασκευασμένο από χαλκό, το οποίο φιλοτέχνησε ο Χρήστος Καπράλος, τιμή στο πρόσωπο της μητέρας του, αποδίδοντας τη στοργή και την αγάπη του σε αυτήν.
Περνώντας την είσοδο, αυτό που πρωτοαντικρίζουμε είναι μια σειρά δωματίων και το πλακόστρωτο μονοπάτι μάς φέρνει στον περιποιημένο κήπο με τις συνθέσεις του καλλιτέχνη. Το κτήμα αγοράστηκε από τον Χρήστο Καπράλο το 1963 και εκεί έστησε το καλοκαιρινό του εργαστήρι, επεκτείνοντας με τον καιρό τα δωμάτιά στον χώρο.
Ο Χρήστος Καπράλος (1909-1993) γεννήθηκε στο Παναιτώλιο Αγρινίου, μέσα σε μια αγροτική οικογένεια. Έχοντας χάσει τον πατέρα του σε μικρή ηλικία, είχε ως στήριγμα τη μητέρα του, που, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει στον δρόμο του. Με όπλα τη θέλησή του, τη μητρική αγάπη αλλά και τη βοήθεια συντοπιτών του (οι Παπαστράτοι της καπνοβιομηχανίας) σπουδάζει ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και κατόπιν γλυπτική στο Παρίσι. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα δουλέψει με πάθος και αγάπη το υλικό του για να μετουσιώσει το όραμά του. Θα γίνει παγκόσμια γνωστός μετά τη συμμετοχή του στη Μπιενάλε το 1962. Δουλεύει στο χωριό του, στην Αθήνα (Κουκάκι) και από το 1963 μέχρι τον θάνατό του το 1993, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Αίγινα και την Αθήνα. Η φιλοσοφία του είναι ο συγκερασμός του χθες με το σήμερα, ακολουθώντας όμως έναν ολότελα δικό του δρόμο και όχι την πεπατημένη. Το φως της Αίγινας τον έκανε ακόμη πιο παραγωγικό. Δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, σκάλισε το ξύλο (προτιμώντας τον ευκάλυπτο) και το πουρί (τον πωρόλιθο της Αίγινας). Ορισμένα από αυτά τα έργα εκτίθενται σε τρεις συνεχόμενες αίθουσες του μουσείου, το οποίο από το 2006 αποτελεί παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης). Και ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει ανάμεσα στα άλλα την μεγαλειώδη Σταύρωση, αλλά και την παρωδία από το αέτωμα της Ολυμπίας, σύνθεση αποτελούμενη από δέκα φιγούρες, με αγαπημένο μου τον εντυπωσιακό Αλφειό ποταμό. Οι ξύλινες και χάλκινες μορφές του Καπράλου έχουν ως κέντρο τους τον άνθρωπο, όχι όμως τη φυσική απεικόνισή του, αλλά την έκφραση του είναι του. Αυτό που βγάζουν και μεταδίδουν είναι ατόφιο συναίσθημα, αυτό που πήρε και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δουλεύοντας την πέτρα, το ξύλο, τον χαλκό, τον γύψο, τον πηλό, ακόμα και τα βότσαλα της θάλασσας, όπως φαίνεται και στα σχέδιά του στα  καμωμένα από τον ίδιον πλακάκια της αυλής.
Στην αίθουσα με τους πίνακες ζωγραφικής βλέπουμε κυρίως τη δουλειά του ως ζωγράφου στη δεκαετία του ογδόντα, όταν πλέον λόγω της έλλειψης χώρου και της φυσικής αδυναμίας εγκατέλειψε τη γλυπτική και ασχολήθηκε  με τη ζωγραφική, αυτό που είχε σπουδάσει αρχικά. Τα έργα του, ακολουθώντας την τεχνοτροπία του καλλιτέχνη στα άλλα υλικά, απεικονίζουν μορφές αφαιρετικές, αλλά και πάλι παλλόμενες από συναίσθημα. Αρκετά από αυτά αποτελούν έναν συγκερασμό ζωγραφικής και γλυπτικής καθώς αποδίδουν τις τρεις διαστάσεις των συνθέσεών του.
Άφησα τελευταία την αίθουσα της ζωφόρου της Πίνδου, όπου εκτίθεται το αντίγραφό της καθώς το πρωτότυπο βρίσκεται στη Βουλή των Ελλήνων. Πρόκειται για μια μνημειώδη απεικόνιση σε πουρί, με μάκρος σαράντα μέτρα και ύψος ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά. Το μνημείο της Μάχης της Πίνδου αποτελείται από επτά ενότητες. Η πρώτη απεικονίζει την ειρηνική ζωή πριν τον πόλεμο του '40, η δεύτερη την κήρυξη του πολέμου, η τρίτη τις μάχες και τη νίκη, η τέταρτη την επιστροφή, η πέμπτη την περίοδο της Κατοχής, η έκτη την Αντίσταση και η έβδομη, η "λατέρνα" απεικονίζει την επιστροφή στην ειρηνική ζωή. Η ζωφόρος αποτελεί άλλον έναν φόρο τιμής στον άνθρωπο, προκαλώντας δέος και συγκίνηση. Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει τη λεπτομέρεια μέσα από την αφαιρετικότητα. Για μια ακόμη φορά ο γλύπτης Καπράλος ως στόχο είχε να αποδώσει τα ως όφειλε στον άνθρωπο και την ιστορία, με στοιχεία από την αρχαιότητα, σαν τα επιτύμβια, αλλά και με τον παραστατικό τρόπο της λαϊκής μας παράδοσης.  Πόσο συγκινητικό αυτό που έχει χαράξει ο καλλιτέχνης στην πέμπτη ενότητα, αυτή της Κατοχής. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να το συλλαβίσει και στο αυτόνομο κομμάτι που εκτίθεται στην αίθουσα με τα γλυπτά. Το χαραγμένο κείμενο είναι το εξής: "ΓΛΥΚΟΣ Ο ΠΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΚΛΗΡΟΣ Ο ΜΟΧΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΓΕΩΡΓΟΙ ΣΚΑΦΤΙΑΔΕΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΙ ΜΑΝΑΔΕΣ ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, ΑΙΓΙΝΑ 1953".
Η εξαιρετική κυρία Αρετή Πηγιαδίτη, ιστορικός τέχνης, είναι πρόθυμη να κατατοπίσει τον επισκέπτη για το μουσείο και το έργο του Χρήστου Καπράλου. Η είσοδος είναι δωρεάν, φωτογραφίες επιτρέπονται μόνο στον εξωτερικό χώρο και αξίζει να το επισκεφτείτε, εξάλλου απέχει ελάχιστα από το λιμάνι της Αίγινας.
Τραπέζι και κάθισμα, μάρμαρο
Πάρου

τραπέζι με δύο ανθρωπόμορφα καθίσματα, πωρόλιθος
τραπέζι και κάθισμα, μάρμαρο Πάρου

Σύνθεση, μάρμαρο και πωρόλιθος

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Τριζόνια, το ησυχαστήριο του Κορινθιακού




Τα Τριζόνια έχουν έκταση μόλις 2,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι μόνιμοι κάτοικοί τους είναι κάτω από 50. Το λιλιπούτειο αυτό νησί είναι το μόνο κατοικημένο στον Κορινθιακό κόλπο και μπορεί κανείς να το προσεγγίσει από τη μεριά της Φωκίδας, από τη θέση Χάνια. Βρέθηκα εκεί λίγες μέρες πριν με την ευκαιρία μιας μονοήμερης εκδρομής. Τα Τριζόνια δεν χρωστούν το όνομά τους στο ομώνυμο έντομο, αλλά κατά την επικρατέστερη άποψη σε παραφθορά της λέξης τριονήσια (Τα τρία κυριότερα νησιά του συμπλέγματος είναι τα Τριζόνια, ο Άγιος Ιωάννης και το Πρασούδι). Αν θέλει κανείς να ηρεμήσει μέσα στο πράσινο  ατενίζοντας τη μαγευτική εικόνα της στεριάς απέναντι και του Κορινθιακού κόλπου, τότε τα Τριζόνια είναι ο προορισμός του. Τα νερά, ειδικά στα Άσπρα Χαλίκια, που κολύμπησα, είναι πεντακάθαρα και δε σου κάνει διάθεση να βγεις από τη θάλασσα. Στις δύο παραλίες που βρίσκονται έξω από τον οικισμό, δηλαδή στην Πούντα και στα Άσπρα Χαλίκια οδηγεί χωμάτινο μονοπάτι πάνω από τη Μαρίνα. 


Παρά την ανηφόρα, το τοπίο ξεγελάει το σώμα και χωρίς να το καταλάβεις, φτάνεις στις παραλίες. Η θέα και η διαδρομή αποζημιώνουν για το από 20 έως 30 λεπτά περπάτημα. Μπάνιο βέβαια μπορεί να κάνει κανείς και σε οποιοδήποτε σημείο του μονοπατιού 2 (υπάρχουν τρία περιπατητικά μονοπάτια στο νησί. Το 1 ξεκινάει από τον Άγιο Γεώργιο και καταλήγει στο ακρωτήριο Κόχειλας. Το 2 ξεκινάει από την πλατεία του χωριού και βγάζει στη Μαρίνα και το 3 συνεχίζει πάνω από τη Μαρίνα και βγάζει στη θέση Πύργος ή Παλιόκαστρο).



Πολύ γραφικό είναι και το σημείο όπου βρίσκεται ο Άγιος Γεώργιος. Φυσάει ένα δροσερό αεράκι και τα νερά (αν εξαιρέσεις τους αχινούς) προσφέρονται για βουτιές και χαλάρωση.


Καλό φαγητό, υπέροχη θέα, γαλήνη σε ένα καταπράσινο νησάκι. Τι άλλο θέλει κανείς; Για αποτοξίνωση από την πόλη, το συνιστώ ανεπιφύλακτα.



















Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Παληαχώρα, ο Μυστράς του Σαρωνικού


Πόση ομορφιά κρύβεται τόσο κοντά μας; Την Παληαχώρα την είδα πρώτη φορά στο Youtube και μαγεύτηκα. Σάββατο βράδυ μελέτησα τα δρομολόγια των πλοίων και του Κτελ της Αίγινας και Κυριακή πρωί έφτασα στο λιμάνι του όμορφου νησιού. Παίρνοντας το λεωφορείο για τον Άγιο Νεκτάριο, σε δέκα λεπτά περίπου βρισκόμουν έξω από το μοναστήρι. Προχώρησα 200 μέτρα και στη διακλάδωση, έστριψα αριστερά περπατώντας μέχρι να φτάσω στο εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού. Από εκεί ξεκινάει το μονοπάτι για την Παληαχώρα και τα  εκκλησάκια που είναι σπαρμένα κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Λέγεται πως οι εκκλησίες στην Παληαχώρα ήταν 365, μία για κάθε ημέρα του χρόνου. Αμφιβάλλω κατά πόσον είναι αληθινό αυτό, όμως στις μέρες μας, παρότι οι πληροφορίες που πήρα ανέφεραν 39 σωζόμενες εκκλησίες, εγώ πέρασα από τις 33 που είδα στο κατατοπιστικό σχεδιάγραμμα της πλατείας του Σταυρού. Πριν ξεκινήσω την ανάβαση, φωτογράφισα το σχεδιάγραμμα και φυσικά άνοιξα το gps στο κινητό. Βλέπετε, ίσως η εποχή, ίσως η ζέστη, ίσως ότι ο κόσμος πηγαίνει κοπάδι στον Άγιο Νεκτάριο, αλλά μάλλον αγνοεί τη μυσταγωγία στον ακριβώς απέναντι λόφο, εκτός από εμένα και ένα ζευγάρι ξένων, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Το καλοκαίρι δεν είναι η ιδανική εποχή  για τα κακοτράχαλα μονοπάτια και τη διαρκή ανάβαση, το τοπίο όμως είναι πάντα μαγευτικό.  
Η Παληαχώρα χτίστηκε τον ένατο μετά Χριστόν αιώνα και η ζωή της πόλης υπήρξε ταραχώδης. Ο λόγος της κατοίκησης του σημείου αυτού ήταν η στρατηγική του θέση. Καθώς το νησί μαστιζόταν από πειρατές, ο λόφος πρόσφερε ορατότητα στους κατοίκους, τα σπίτια τους όμως δεν φαίνονταν από τη θάλασσα, λόγω της έξυπνης δόμησης. Κι έτσι οχυρώθηκε και κατοικήθηκε, υπήρξε μάλιστα και η πρωτεύουσα της Αίγινας μέχρις ότου εγκαταλείφθηκε στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Τους πειρατές τελικά δεν μπόρεσε να τους αποφύγει και μάλιστα τον τρομερό Μπαρμπαρόσα, που την αφάνισε. Η πόλη όμως αναστηλώθηκε και τα τείχη ενισχύθηκαν από τους Ενετούς. Τούρκοι, Ισπανοί, Ενετοί, όλοι πέρασαν από εδώ, μα αυτό που βλέπεις σήμερα είναι το ανεξίτηλο ίχνος της Ορθοδοξίας. Τα 600 ή κατά άλλους 800 σπίτια δεν υπάρχουν πια, καθώς τα σάρωσε ο χρόνος και το ανθρώπινο χέρι, οι εκκλησίες επιμένουν όμως να στέκουν στη θέση τους, έστω και τραυματισμένες.

 
Επιλέγοντας να περπατήσω τη διαδρομή από το τέλος προς την αρχή, η πρώτη μου στάση είναι ο Άγιος Στέφανος, ένα μονόχωρο εκκλησάκι που στέκει κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου. Κατάνυξη νιώθεις καθώς ανοίγεις την ξύλινη πόρτα, για να μπεις και να σταθείς, είτε προσευχηθείς είτε όχι. Πανέμορφος μέσα στην ταπεινότητα και τη λιτότητά του, ο χώρος μοιάζει να καθαρίζει μυαλό και ψυχή. Η μαρμάρινη πλάκα έξω γράφει το όνομα της εκκλησίας και η πεζούλα καλεί τον περιπατητή να καθίσει αναπαυτικά και να ατενίσει το μεγαλείο της φύσης γύρω του. Λίγο παρακάτω είναι ο Άγιος Γεώργιος στα αριστερά και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στα δεξιά με καθηλωτικές τοιχογραφίες, παρά τη φθορά του χρόνου και της οργής πειρατών και αλλότριων. Τα απομεινάρια του ζωηρού χρώματος σε λουλακί απόχρωση στους τοίχους σου δίνουν μια καλή ιδέα της φαντασμαγορίας των παραστάσεων κάποιους αιώνες πριν.  Λίγο πιο κάτω συναντάς στον δρόμο σου τον Άγιο Ευθύμιο κυριολεκτικά πάνω στον γκρεμό.


Τα επόμενα φιδογυρίσματα του μονοπατιού βγάζουν στη Μεταμόρφωση, την Κοίμηση της Θεοτόκου,με τους ρόδακες στο υπέρθυρο, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, τον Άγιο Δημήτριο, και  στη διχάλα αριστερά βρίσκονται η Κοίμηση της Αγίας Άννας και η Αγία Αικατερίνη. Η ανηφόρα συνεχίζει και από τα ανατολικά προς τα βόρεια συναντάω τους Αγίους Αναργύρους, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Άγιο Σπυρίδωνα.

 Χαρακτηριστικό της παλαιότητας των εκκλησιών (πολλές χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα) είναι και η ύπαρξη, ως διακοσμητικών ή ακόμη και ως δομικών στοιχείων, παλαιοχριστιανικών μαρμάρων, μαρτυρία της ύπαρξης κάποιας βασιλικής του πέμπτου ή έκτου μετά Χριστόν αιώνα. (Στη δεξιά φωτογραφία, η είσοδος του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου).
Γυρίζω προς τα πίσω και παίρνω το κατηφορικό καλντερίμι συναντώντας μπροστά μου τον Ταξιάρχη Μιχαήλ και πιο πέρα τον Άγιο Ζαχαρία.
Στρίβω αριστερά, στο μοναστηριακό συγκρότημα της Αγίας Κυριακής και της Ζωοδόχου Πηγής αντικρίζοντας την καμπάνα που κρέμεται από το κλαδί του πεύκου. Συνεχίζω το περπάτημα ανηφορίζοντας και πάλι και βρίσκω στον δρόμο μου την Αγία Μακρίνα, τον Άγιο Μηνά και τον Άγιο Ελευθέριο, ενώ το βλέμμα μου έχει ήδη εστιάσει στους δίδυμους ναούς του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου στο Κάστρο. Βρίσκομαι πια στο πιο ψηλό σημείο της Παληαχώρας, στα 350 περίπου μέτρα υψόμετρο.  Η θέα είναι μαγευτική με το αστραφτερό μπλε της θάλασσας της Σουβάλας. Εδώ είναι διακριτά απομεινάρια των τειχών της πόλης, της οποίας η οχύρωση είχε γίνει με χρήματα των Ενετών, για να έρθουν δύο αιώνες μετά  και να καταστρέψουν τελικά ό,τι είχε απομείνει από τη λαίλαπα του Μπαρμπαρόσα.



 Καιρός όμως να κατηφορίσω ξανά (ο ήλιος είναι δυνατός, ευτυχώς φυσάει ένα δροσερό αεράκι). Παίρνω το μονοπάτι προς την Επισκοπή όπως δείχνει και η σήμανση και συναντάω τον ναό τον Αγίων Θεοδώρων με αυτό το πολύ όμορφο σχέδιο στο δάπεδο (φωτογραφία δεξιά) και αμέσως μετά τον Ταξιάρχη. Κατηφορίζοντας θα βρεθώ στη σκήτη του Αγίου Διονυσίου όπου η επιγραφή στο υπέρθυρο γράφει "προς τιμή Αγίου Διονυσίου ανακινούμε το σπίτι του" καθώς το ασκητήριο αναστηλώθηκε από την Ένωση Ζακυνθίων Αθηνών προς τιμή του πολιούχου της Αίγινας, Αγίου Διονυσίου. Αφήνω πίσω μου τη σκήτη και στο αριστερό μου χέρι στέκει η Αγία Άννα ενώ στο δεξί είναι η Επισκοπή του Αγίου Διονυσίου με τα όμορφα εγχάρακτα στο υπέρθυρο.

Ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στην Παναγία, τον 18ο αιώνα όμως αφιερώθηκε στον από το 1576-1579 Μητροπολίτη Αιγίνης  Διονύσιο, που αγιοποιήθηκε από την Εκκλησία το 1703. Πολύ κοντά στην Επισκοπή του Αγίου Διονυσίου είναι ο Άγιος Νικόλαος της Επισκοπής, ενώ σε δυσπρόσιτο σημείο βρίσκονται ο Άγιος Στυλιανός και ο Άγιος Κήρυκος.


Κατεβαίνοντας το καλντερίμι πάντα στη δυτική πλευρά του λόφου φτάνω στο Φόρο, την πλατεία της Παληαχώρας και βρίσκομαι έξω από τον Άγιο Γεώργιο τον Καθολικό ή, κατά την άλλη ονομασία του, της Παναγίας της Φορίτισσας ή Μεσοπορίτισσας.  Ο ναός αυτός χρονολογείται, ως αρχική κατασκευή,γύρω στον 13ο ή 14 μετά Χριστόν αιώνα. Στο υπέρθυρό του υπάρχει εντοιχισμένη λατινική επιγραφή που αναφέρεται στην τελευταία επιθεώρηση του Ενετού Διοικητή του Ναυπλίου Antonio Barbaro, την 1η Απριλίου του 1533, τέσσερα χρόνια πριν την καταστροφή της Παληαχώρας από τον Μπαρμπαρόσσα. Η ιστορία του ναού έχει συνδεθεί και με την εκεί μεταφορά της κάρας του Αγίου Γεωργίου από τη Λειβαδιά στην Αίγινα το 1393, όπου και θεωρείται ότι παρέμεινε μέχρι τη μεταφορά της στη Βενετία, σε αντάλλαγμα για το χτίσιμο του Κάστρου τον 15ο αιώνα από τους Ενετούς.  Οι πανέμορφες τοιχογραφίες είναι του 17ου και 18ου αιώνα. Το ιερό είναι προσανατολισμένο στην ανατολική πλευρά, προς το φαρδύτερο τμήμα του ναού.

 Αφήνοντας πίσω μου τον Άγιο Γεώργιο, κατεβαίνω τα σκαλιά και περνάω από την ερειπωμένη Αγία Βαρβάρα και από την Παναγία του Γιαννούλη (η αριστερή φωτογραφία). Κατηφορίζω και τα τελευταία σκαλιά και  από κάτω προς τον γκρεμό είναι ο Άγιος Αθανάσιος. Έχω φτάσει ξανά στον Τίμιο Σταυρό, για να πάρω τον δρόμο της επιστροφής για το λιμάνι της Αίγινας. Καθώς περνάω έξω από τον Άγιο Χαράλαμπο, που στην ουσία είναι η πρώτη εκκλησία της μεσαιωνικής αυτής Καστροπολιτείας, αφού βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της βάσης της, κοιτάζω μια τελευταία φορά τον λόφο της μεσαιωνικής καστροπολιτείας. Τα λευκά εκκλησάκια μοιάζουν ακοίμητοι παραστάτες, επίμονοι φρουροί ενός τόπου ερημωμένου πια, ανάμνηση όμως της ανθρώπινης παρουσίας. Συνεχίζω τον δρόμο μου με την ευχή και την ελπίδα να υπάρξει κρατική μέριμνα και οικονομική δυνατότητα ώστε να διατηρηθεί αυτό το τόσο σημαντικό μνημείο της ιστορίας μας. Υ.Γ. Πολλές πόρτες των εκκλησιών δεν κλείνουν, είτε γιατί δεν υπάρχουν πόμολα, είτε γιατί οι κλειδαριές έχουν χαλάσει, με αποτέλεσμα να μένουν ανοιχτές, και η βροχή και ο αέρας να επικουρούν τη φθορά που έχει φέρει ο χρόνος.







Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό έβδομο κεφάλαιο)



ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Σε κάθε εποχή από την αρχή του κόσμου ανακαλύφθηκαν υπέροχα πράγματα. Τον τελευταίο καιρό ανακαλύφθηκαν ακόμα πιο εκπληκτικά πράγματα. Κι άλλα θαυμαστά θα έρθουν στην επιφάνεια. Στην αρχή, οι άνθρωποι αρνούνται να πιστέψουν πως μπορεί να γίνει κάτι καινούριο, μετά αρχίζουν να ελπίζουν ότι μπορεί να γίνει, μετά καταλαβαίνουν πως μπορεί να γίνει, μετά αυτό γίνεται και όλοι αναρωτιούνται γιατί να μην έχει γίνει αιώνες πριν. Ένα από τα καινούρια πράγματα που ανακάλυψαν οι άνθρωποι τον τελευταίο αιώνα είναι πως οι σκέψεις, απλά οι σκέψεις, είναι δυνατές σαν ηλεκτρικές μπαταρίες και κάνουν καλό όπως κάνει και το φως του ήλιου ή κάνουν κακό σαν το δηλητήριο. Το να επιτρέψεις σε μια κακή ή θλιβερή σκέψη να κατοικήσει στο μυαλό σου είναι τόσο επικίνδυνο όσο το να αφήσεις να μπει στο σώμα σου το μικρόβιο της οστρακιάς. Κι αν το αφήσεις να μείνει, μπορεί να μην το ξεπεράσεις ποτέ στη ζωή σου.
Όσο το κεφάλι της Αφέντρας της Μαίρης ήταν γεμάτο άσχημες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις αντιπάθειές της ή τις ξινισμένες απόψεις της για τους ανθρώπους καθώς και με το πείσμα της να μην την ευχαριστεί ή να μην την ενδιαφέρει το παραμικρό, το κορίτσι ήταν ένα ωχρό, αρρωστιάρικο, βαριεστημένο και κακομαθημένο παιδί. Τα πράγματα όμως της ήρθαν ευνοϊκά, κι ας μην το πήρε είδηση εκείνη. Αυτά που συνέβαιναν την ενεργοποίησαν για το καλό της. Όταν σταδιακά το κεφάλι της γέμισε με κοκκινολαίμηδες και αγροτόσπιτα γεμάτα παιδιά, με γεροπαράξενους κηπουρούς και απλές υπηρετριούλες του Γιορκσάιρ, με άνοιξη και μυστικούς κήπους που μέρα με τη μέρα θέριευαν κι ακόμα με ένα αγόρι του χερσότοπου και τα “πλασματάκια” του, τότε πια δεν υπήρχε άλλος κενός χώρος για δυσάρεστες σκέψεις που έβλαπταν το συκώτι και τη χώνεψή της και της έφερναν χλομάδα και κούραση.
Όσο ο Κόλιν ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του και σκεφτόταν μόνο τους φόβους, τις αδυναμίες και την αποστροφή του για εκείνους  που τον κοιτούσαν κι όσο σκεφτόταν όλη την ώρα τις καμπούρες και τον πρόωρο θάνατο, τόσο γινόταν ένας μισότρελος υστερικός και υποχόνδριος που δεν γνώριζε το παραμικρό από λιακάδα και άνοιξη κι επίσης δεν γνώριζε πως αν το προσπαθούσε, θα μπορούσε να γίνει καλά και να σταθεί στα πόδια του. Όταν οι νέες όμορφες σκέψεις άρχισαν να διώχνουν τις τρομακτικές προηγούμενες, ο Κόλιν άρχισε να ξανανιώνει, το αίμα να κυλάει υγιές στις φλέβες του και μια δύναμη να πλημμυρίζει το σώμα του. Το επιστημονικό του πείραμα ήταν αρκετά πρακτικό, απλό και καθόλου παράξενο. Πολύ πιο απροσδόκητα πράγματα μπορεί να συμβούν στον οποιονδήποτε που, με το που μια άσχημη ή απογοητευτική σκέψη τού έρχεται στο μυαλό, έχει τη γνώση να προλάβει και να τη διώξει μακριά βάζοντας στη θέση της μια ευχάριστη και ενθαρρυντική. Γιατί δύο αντίθετα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν στο ίδιο μέρος.
«Εκεί που καλλιεργείς μια τριανταφυλλιά, αγόρι μου, δεν μπορεί να φυτρώσει γαϊδουράγκαθο».
Κι ενώ ο μυστικός κήπος ζωντάνευε και δύο παιδιά ζωντάνευαν κι αυτά μαζί του, ένας άντρας περιπλανιόταν σε κάποια μακρινά όμορφα μέρη στα Νορβηγικά φιόρδ και στις πεδιάδες και τα βουνά της Ελβετίας . Ήταν ο ίδιος άντρας που για δέκα χρόνια γέμιζε το μυαλό του με σκοτεινές και σπαρακτικές σκέψεις. Δεν είχε υπάρξει θαρραλέος. Ποτέ του δεν προσπάθησε να βάλει άλλες σκέψεις στη θέση τους. Περιπλανιόταν σε γαλάζιες λίμνες και σκεφτόταν έτσι. Βρισκόταν σε βουνοπλαγιές με βαθυγάλαζες γεντιανές που άνθιζαν ολόγυρά του και μυρωδιές λουλουδιών που γέμιζαν τον αέρα κι εκείνος σκεφτόταν έτσι. Ενώ ήταν ευτυχισμένος, τον πλάκωσε μια τρομερή στενοχώρια και άφησε την ψυχή του να γεμίσει μαυρίλα και αρνήθηκε πεισματικά να δώσει έστω και λίγο χώρο στο φως να τη διαπεράσει. Ξέχασε και εγκατέλειψε και το σπίτι και τα καθήκοντά του. Στα ταξίδια του τον περιέβαλλε τέτοια μαυρίλα που η παρουσία του μόνο κακό έκανε στους άλλους, γιατί ήταν σαν να δηλητηρίαζε τον αέρα γύρω του με την κατήφεια του. Οι περισσότεροι ξένοι πίστευαν πως είτε ήταν μισότρελος είτε ένας άνθρωπος που την ψυχή του βάραινε κάποιο κρυφό κρίμα. Ήταν ψηλός με ταλαιπωρημένο πρόσωπο και κυρτούς ώμους και το όνομα με το οποίο υπέγραφε στους καταλόγους αφίξεων των ξενοδοχείων ήταν: “Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, Έπαυλη Μίσελθουέιτ, Γιορκσάιρ, Αγγλία”.
Αφότου δέχτηκε την Αφέντρα τη Μαίρη στο γραφείο του και της είπε πως μπορούσε να έχει “το δικό της κομμάτι γης”, ταξίδεψε σε τόπους μακρινούς. Βρέθηκε στα πιο όμορφα μέρη της Ευρώπης, αν και πουθενά δεν έμενε παρά μερικές μέρες. Διάλεξε τα πιο ήσυχα κι απόμακρα μέρη. Βρέθηκε σε βουνοκορφές ανάμεσα στα σύννεφα και ατένισε την ώρα που τις άγγιζε η ανατολή του ήλιου κι ο τόπος έμοιαζε σαν να είχε μόλις γεννηθεί.
Το φως όμως ήταν σαν να μην τον έφτανε ποτέ, μέχρι τη μέρα που μετά από δέκα χρόνια πρώτη φορά κατάλαβε πως κάτι παράξενο είχε συμβεί. Βρισκόταν σε μια υπέροχη κοιλάδα στο Αυστριακό Τιρόλο και περπατούσε ολομόναχος μέσα σε τόση ομορφιά που θα μπορούσε να φωτίσει κάθε σκιά της ανθρώπινης ψυχής. Περπάτησε πολύ, όμως η δική του κατήφεια ήταν ακόμα μέσα του. Κάποια στιγμή κουράστηκε πια και κάθισε να ξεκουραστεί στο γρασίδι κοντά σε ένα καθάριο ρυάκι που κύλαγε χαρούμενο μέσα στη θαλερή υγρή πρασινάδα. Κάπου κάπου ο ήχος του θύμιζε χαμηλό γέλιο καθώς το νερό κυλούσε στις στρογγυλές πέτρες. Είδε πουλιά που ερχόντουσαν και βουτούσαν το κεφάλι τους για να πιουν και μετά τίναζαν τα φτερά τους και πετούσαν μακριά. Έμοιαζε σαν κάτι ζωντανό κι από την άλλη ο χαμηλός ήχος του έκανε πιο βαθιά τη σιωπή. Η κοιλάδα ήταν σιωπηλή, βουβή.
Καθώς κοιτούσε το καθάριο ρυάκι που κυλούσε, ο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν ένιωσε το μυαλό και το σώμα του να ησυχάζουν, όπως είχε ησυχάσει η κοιλάδα. Αναρωτήθηκε αν θα τον έπαιρνε ο ύπνος, όμως όχι. Κάθισε και κοίταξε το φωτεινό νερό και τα μάτια του άρχισαν να βλέπουν πράγματα που φύτρωναν στην άκρη του. Υπήρχε μια συστάδα από γαλάζια μη με λησμόνει που φύτρωναν τόσο κοντά στο ρυάκι ώστε τα φύλλα τους ήταν υγρά, κι έπιασε τον εαυτό του να τα παρατηρεί, γιατί θυμήθηκε πως αυτού του είδους τα λουλούδια τα είχε κοιτάξει χρόνια πριν. Η αλήθεια είναι πως σκεφτόταν με τρυφερότητα πόσο όμορφα ήταν και πόσες αποχρώσεις του μπλε είχαν τα μικρά λουλουδάκια τους. Δεν κατάλαβε πως αυτή η απλή σκέψη γέμιζε αργά αργά το μυαλό του, το γέμιζε κι όλο το γέμιζε, ώσπου οι άλλες σκέψεις παραμερίστηκαν. Ήταν λες και μια καθάρια πηγή είχε αρχίσει να αναβλύζει στα στάσιμα νερά, μέχρι που καθάρισε όλη τη θολούρα. Φυσικά δεν το σκέφτηκε από μόνος του αυτό. Το μόνο που ήξερε όπως ατένιζε την καθάρια ατμόσφαιρα ήταν ότι η κοιλάδα έμοιαζε να γίνεται όλο και πιο ήσυχη. Δεν κατάλαβε πόση ώρα καθόταν και κοιτούσε και τι του συνέβαινε, στο τέλος όμως μετακινήθηκε σαν να είχε μόλις ξυπνήσει και σηκώθηκε αργά και στάθηκε στο γρασίδι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έκπληκτος με τον εαυτό του. Ένιωθε σαν κάτι να είχε λυθεί και να τον είχε απελευθερώσει αθόρυβα.
«Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε ψιθυριστά και πέρασε το χέρι του στο μέτωπό του. «Νιώθω σχεδόν σαν να ζωντάνεψα!»
Δεν ξέρω πολλά για το μεγαλείο των ανακαλύψεων ώστε να εξηγήσω πώς του συνέβη αυτό. Ούτε κανείς άλλος μπορεί προς το παρόν. Ούτε εκείνος το κατάλαβε, θα θυμόταν όμως ετούτη την παράξενη στιγμή μήνες μετά όταν θα βρισκόταν ξανά στο Μίσελθουέιτ και θα μάθαινε κατά τύχη ότι την ίδια μέρα ο Κόλιν φώναξε δυνατά μπαίνοντας στον μυστικό κήπο:
«Θα ζήσω για πάντα και για πάντα και για πάντα!»

Η μοναδική ηρεμία κράτησε όλο το απόγευμα κι έφερε έναν χαλαρωτικό ύπνο. Όμως η ηρεμία δεν διατηρήθηκε για πολύ, αφού αυτός δεν ήξερε ότι ήταν κάτι που μπορούσε να το διατηρήσει. Το επόμενο βράδυ άνοιξε ξανά τον δρόμο στις σκοτεινές σκέψεις κι αυτές γύρισαν ορμητικά στη θέση τους. Ο κύριος Κρέιβεν άφησε την κοιλάδα και συνέχισε τις περιπλανήσεις του. Όσο παράξενο όμως κι αν του φαινόταν, υπήρχαν στιγμές -μερικές φορές κρατούσαν ως και μισή ώρα- που, χωρίς να το καταλαβαίνει, το μαύρο πέπλο έμοιαζε να διαλύεται και τότε ένιωθε πως ήταν ζωντανός και όχι πεθαμένος. Αργά αργά, χωρίς να γνωρίζει την αιτία, “ζωντάνευε” παράλληλα με τον κήπο.
Καθώς το χρυσαφένιο καλοκαίρι έδωσε τη θέση του στο ακόμα πιο χρυσαφένιο φθινόπωρο, ο κύριος Κρέιβεν πήγε στη λίμνη Κόμο. Εκεί ήταν λες και βρέθηκε σε ένα γλυκό όνειρο. Περνούσε τις μέρες του στα κρυστάλλινα γαλάζια νερά της λίμνης ή έκανε πεζοπορία στους λόφους με την πυκνή βλάστηση, μέχρι που εξαντλούσε τον εαυτό του για να μπορέσει να κοιμηθεί. Ήδη όμως είχε αρχίσει να κοιμάται καλύτερα, το καταλάβαινε αυτό, και τα όνειρά του είχαν πάψει να τον τρομοκρατούν.
«Μπορεί το σώμα μου να δυναμώνει» σκέφτηκε.
Το σώμα του δυνάμωνε, το ίδιο όμως δυνάμωνε και η ψυχή του, κι αυτό οφειλόταν στις σπάνιες ώρες ηρεμίας όταν οι σκέψεις του άλλαζαν. Άρχισε να σκέφτεται το Μίσελθουέιτ και να αναρωτιέται μήπως έπρεπε να γυρίσει πίσω. Από καιρό σε καιρό αναρωτιόταν αόριστα για την τύχη του αγοριού του και ρωτούσε τον εαυτό του τι θα ένιωθε όταν θα πήγαινε και θα στεκόταν ξανά δίπλα στο κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες και θα κοιτούσε το κοιμισμένο γωνιώδες χλωμό πρόσωπο και τις βαριές βλεφαρίδες που στεφάνωναν τα κλειστά μάτια. Κάθε φορά απόδιωχνε αυτές τις σκέψεις.
Μια θαυμαστή ημέρα περπάτησε τόσο που όταν επέστρεψε, το φεγγάρι βρισκόταν ψηλά στον ουρανό και η πλάση είχε το χρώμα της πορφύρας και του ασημιού. Ήταν τόσο απόλυτη η ησυχία της λίμνης, της όχθης και του δάσους, ώστε αποφάσισε να μην επιστρέψει στη βίλα όπου έμενε. Κατηφόρισε σε μια απόμερη ταρατσούλα στην άκρη του νερού, κάθισε σε ένα κάθισμα και ανάσανε όλες τις θεσπέσιες μυρωδιές της νύχτας. Ένιωσε να τον κυριεύει ξανά η παράξενη ηρεμία και να απλώνεται μέσα του μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Δεν κατάλαβε για πότε αποκοιμήθηκε και για πότε άρχισε να ονειρεύεται. Το όνειρό του ήταν τόσο αληθινό που δεν συνειδητοποίησε πως ονειρευόταν. Αργότερα θυμόταν πόσο ξύπνιος νόμιζε πως ήταν. Ένιωσε πως, καθώς καθόταν και ανάπνεε τη μυρωδιά των αργοπορημένων τριαντάφυλλων και άκουγε τον παφλασμό του νερού στα πόδια του, άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει. Ήταν μια φωνή γλυκιά, καθάρια, χαρούμενη, απόμακρη. Ακουγόταν τόσο μακρινή, όμως την άκουγε τόσο καθαρά σαν να ήταν δίπλα του.
«Άρτσι! Άρτσι! Άρτσι!» έλεγε ξανά και ξανά, πιο γλυκιά και καθαρή από πριν. «Άρτσι! Άρτσι!»
Ένιωσε πως σηκώθηκε απότομα χωρίς καν να τρομάξει. Ήταν τόσο αληθινή φωνή κι έμοιαζε τόσο φυσικό που την άκουγε.
«Λιλιάς! Λιλιάς!» απάντησε. «Λιλιάς! Πού είσαι;»
«Στον κήπο» του απάντησε η φωνή κι ακούστηκε σαν ήχος από χρυσή φλογέρα. «Στον κήπο!»
Και πάνω εκεί το όνειρο τελείωσε. Δεν ξύπνησε όμως. Κοιμήθηκε βαθιά και γλυκά όλη εκείνη την υπέροχη νύχτα. Κι όταν επιτέλους ξύπνησε ήταν περασμένο πρωί κι ένας υπηρέτης στεκόταν και τον κοιτούσε. Ήταν Ιταλός, κι όπως όλοι οι υπηρέτες της βίλας, ήταν συνηθισμένος να αποδέχεται χωρίς ερωτήσεις κάθε παραξενιά του ξένου κυρίου του. Κανείς τους δεν ήξερε πότε ο κύριός τους έμπαινε και πότε έβγαινε από το σπίτι ή πού θα του άρεσε να κοιμηθεί, αν θα γύριζε σαν το φάντασμα στον κήπο ή αν θα έμενε όλη τη νύχτα στη λίμνη μέσα στη βάρκα. Ο άνδρας κρατούσε έναν δίσκο με μερικά γράμματα και περίμενε ήσυχα έως ότου ο κύριος Κρέιβεν τα πάρει. Όταν ο υπηρέτης έφυγε, ο κύριος Κρέιβεν απόμεινε για λίγο με τα γράμματα στο χέρι και το βλέμμα στη λίμνη. Δεν είχε χάσει την παράξενη ηρεμία του, αλλά ένιωθε και κάτι ακόμα: μια ελαφρότητα λες και εκείνο το σπαρακτικό συμβάν δεν είχε γίνει όπως το θυμόταν, σαν κάτι να είχε αλλάξει. Θυμόταν το όνειρο, το τόσο αληθινό όνειρο.
«Στον κήπο!» είπε απορώντας με τον εαυτό του. «Στον κήπο! Όμως η πόρτα είναι κλειδωμένη και το κλειδί χωμένο βαθιά στη γη».
Όταν κάποιες στιγμές αργότερα κοίταξε τα γράμματα, είδε πως αυτό που ήταν πάνω πάνω ήταν από την Αγγλία, από το Γιορκσάιρ. Ήταν γραμμένο από το χέρι μιας απλής γυναίκας, δεν ήταν όμως γραφικός χαρακτήρας που αναγνώριζε. Το άνοιξε, χωρίς να αφιερώσει άλλη σκέψη στον αποστολέα, οι πρώτες λέξεις όμως τράβηξαν αμέσως την προσοχή του.
«Αγαπητέ Κύριε
Με λένε Σούζαν Σόουερμπάι και είμαι η γυναίκα που είχε την τόλμη να σας μιλήσει κάποτε στον χερσότοπο. Τότε σας είχα μιλήσει για τη Δεσποινίδα Μαίρη. Θα τολμήσω να σας μιλήσω ξανά. Σας παρακαλώ, κύριε, θα γύριζα στο σπίτι μου αν ήμουν στη θέση σας. Νομίζω πως θα χαιρόσασταν να γυρίσετε και, συγχωρείστε με κύριε, μα νομίζω πως η κυρία σας θα ήθελε να γυρίσετε αν ήταν εδώ.
Αφοσιωμένη στην υπηρεσία σας
Σούζαν Σόουερμπάι»
Ο κύριος Κρέιβεν διάβασε το γράμμα δύο φορές προτού το βάλει ξανά στον φάκελό του. Συνέχισε να σκέφτεται το όνειρο που είχε δει.
«Θα γυρίσω στο Μίσελθουέιτ. Ναι, θα γυρίσω αμέσως» είπε.
Και διέσχισε τον κήπο, μπήκε στη βίλα και διέταξε τον Πίλτσερ να ετοιμάσει τα πράγματα για την επιστροφή στην Αγγλία.
Σε λίγες μέρες ήταν ξανά στο Γιορκσάιρ, και στο μακρύ ταξίδι με το τρένο έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται το αγόρι του με έναν τρόπο που δεν το είχε σκεφτεί όλα αυτά τα δέκα χρόνια που είχαν περάσει. Σε αυτά τα χρόνια το μόνο που ήθελε ήταν να ξεχάσει το παιδί. Τώρα, αν και δεν είχε σκοπό να το σκέφτεται, αναμνήσεις του αγοριού του πεταγόντουσαν ξαφνικά μπροστά του. Θυμήθηκε εκείνες τις μαύρες μέρες όταν έκανε σαν τρελός που το παιδί ήταν ζωντανό και η μητέρα νεκρή. Είχε αρνηθεί να το δει και όταν τελικά πήγε να του ρίξει μια ματιά, ήταν ένα τόσο δα μίζερο πλάσμα που όλοι ήταν σίγουροι πως θα πέθαινε σε λίγες μέρες. Προς έκπληξη όμως αυτών που το φρόντιζαν, οι μέρες περνούσαν και το παιδί ζούσε και μετά όλοι πίστεψαν πως θα γίνει στρεβλό κι ανάπηρο.
Δεν ήθελε να είναι κακός πατέρας, δεν ένιωθε όμως καθόλου σαν πατέρας. Είχε φέρει γιατρούς και νοσοκόμες και όλα τα καλά, όμως απόδιωξε κάθε σκέψη σχετικά με το αγόρι και βούλιαξε στη δική του μιζέρια. Την πρώτη φορά που επέστρεψε στο Μίσελθουέιτ μετά από απουσία ενός χρόνου και το μικρό μίζερο πλάσμα έστρεψε επάνω του τα μεγάλα γκρίζα μάτια του με τις βαριές βλεφαρίδες, -τόσο ίδια και ταυτόχρονα τόσο τρομερά διαφορετικά από εκείνα τα ευτυχισμένα μάτια που λάτρευε-, δεν μπόρεσε να το αντέξει και χλόμιασε του θανατά. Μετά από αυτό σπάνια έβλεπε το παιδί, εκτός κι αν ήταν κοιμισμένο, και το μόνο που γνώριζε γι’ αυτό ήταν ότι το έλεγαν ανάπηρο με έναν υστερικό, μισότρελο, άσχημο χαρακτήρα. Κι αν ήθελαν να μην το πιάνουν κρίσεις επικίνδυνες για την υγεία του θα έπρεπε να του κάνουν όλα τα χατίρια.
Όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ευχάριστες αναμνήσεις. Καθώς όμως το τρένο περνούσε βουνά και χρυσές πεδιάδες, ο άνδρας που είχε αρχίσει να “ζωντανεύει” ξεκίνησε να σκέφτεται με έναν καινούριο τρόπο και σκεφτόταν για ώρα, σταθερά και σε βάθος.
«Ίσως και να είχα ολότελα άδικο αυτά τα δέκα χρόνια» μονολόγησε. «Δέκα χρόνια είναι μεγάλο διάστημα. Μπορεί να είναι πολύ αργά για να κάνω κάτι, πολύ πολύ αργά. Πού είχα το μυαλό μου!»
Φυσικά το να αρχίζεις να λες “πολύ αργά” ήταν το λάθος είδος Μαγείας. Ακόμα και ο Κόλιν θα μπορούσε να του το πει. Ο άνδρας όμως δεν ήξερε από Μαγεία, ούτε μαύρη ούτε λευκή. Αυτή την τελευταία έπρεπε να τη μάθει. Αναρωτιόταν αν η Σούζαν Σόουερμπάι πήρε το κουράγιο να του γράψει επειδή ως μητέρα είχε καταλάβει πως το παιδί είχε χειροτερέψει, πως ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Αν ο άνδρας δεν βρισκόταν ακόμα κάτω από τη μαγεία της παράξενης ηρεμίας που τον είχε κυριεύσει, θα ήταν σε άθλια κατάσταση. Η ηρεμία όμως του έφερε ένα είδος κουράγιου κι ελπίδας. Αντί να δώσει έδαφος στις χειρότερες σκέψεις, ο άνδρας κατάλαβε πως στην πραγματικότητα προσπαθούσε να πιστέψει σε κάτι καλύτερο.
«Μπορεί άραγε αυτή η γυναίκα να πιστεύει πως ίσως και να έκανα καλό στο παιδί, ίσως και να το έβαζα σε μια σειρά;» σκέφτηκε. «Θα περάσω να τη δω καθώς θα πηγαίνω στο Μίσελθουέιτ».
Μα όταν στο πέρασμά του από τον χερσότοπο σταμάτησε την άμαξα στο αγροτόσπιτο, επτά ή οκτώ παιδιά, που έπαιζαν μαζεμένα και έκαναν επτά ή οκτώ φιλικές και ευγενικές υποκλίσεις, του είπαν πως η μητέρα τους νωρίς το πρωί είχε πάει στην άλλη άκρη του χερσότοπου για να βοηθήσει μια γυναίκα με το νεογέννητό της. “Ο Ντίκον μας”, του είπαν πρόθυμα, ήταν στην Έπαυλη όπου δούλευε σε έναν από τους κήπους πολλές μέρες μέσα στη βδομάδα.
Ο κύριος Κρέιβεν παρατήρησε τα γεροδεμένα κορμάκια και τα ροδομάγουλα πρόσωπα, το καθένα με το δικό του ξεχωριστό χαμόγελο, και διαπίστωσε ότι ήταν ένα μάτσο υγιή και ευχάριστα παιδιά. Χαμογέλασε ανταποδίδοντας τα φιλικά τους χαμόγελα, έβγαλε μια χρυσή λίρα από την τσέπη του και την έδωσε στη “Λίζαμπεθ Έλεν”, που ήταν η μεγαλύτερη.
«Αν τη μοιράσεις στα οκτώ, ο καθένας σας θα πάρει μισή κορώνα» της είπε.
Κι ανάμεσα σε χαμόγελα και χάχανα και υποκλίσεις ο κύριος Κρέιβεν συνέχισε τον δρόμο του αφήνοντας πίσω του έκσταση, χοροπηδητά και χαρούμενα ξεφωνητά.
Το πέρασμα μέσα από το εξαίσιο τοπίο του χερσότοπου ήταν πολύ χαλαρωτικό. Πώς γινόταν και του δημιουργούσε μια αίσθηση επιστροφής, που ήταν σίγουρος πως δεν είχε ξανανιώσει ποτέ, την αίσθηση της ομορφιάς της γης, του ουρανού και του πορφυρού ορίζοντα και μια ζεστασιά στην καρδιά όσο πλησίαζε το μεγάλο παλιό σπίτι που στέγαζε τους προγόνους του για εξακόσια χρόνια; Θυμήθηκε πώς έφυγε μακριά του την τελευταία φορά, τρέμοντας στη σκέψη των κλειστών δωματίων και του αγοριού που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες και τις μπροκάρ κουρτίνες. Μπορούσε να ελπίζει ότι θα έβρισκε το παιδί λίγο καλύτερα και ότι θα καταπολεμούσε κάπως την αποστροφή του γι’ αυτό; Πόσο αληθινό έμοιαζε εκείνο το όνειρο, πόσο υπέροχη και καθάρια εκείνη η φωνή που τον καλούσε “στον κήπο, στον κήπο!”
«Θα προσπαθήσω να βρω το κλειδί» είπε. «Θα προσπαθήσω να βρω την πόρτα. Πρέπει, αν και δεν ξέρω τον λόγο».
Όταν έφτασε στην Έπαυλη, οι υπηρέτες, που τον υποδέχτηκαν όπως συνήθως, παρατήρησαν ότι έδειχνε καλύτερα και ότι δεν τράβηξε για τα απόμακρα διαμερίσματα όπου συνήθως ζούσε κάτω από τη φροντίδα του Πίλτσερ. Ο κύριος Κρέιβεν πήγε στη βιβλιοθήκη κι έστειλε να φωνάξουν την κυρία Μέντλοκ. Η γυναίκα εμφανίστηκε ανήσυχη, περίεργη και αναψοκοκκινισμένη.
«Πώς είναι ο Αφέντης Κόλιν, Μέντλοκ;» ζήτησε να μάθει.
«Λοιπόν, κύριε» απάντησε η κυρία Μέντλοκ «είναι κάπως διαφορετικός, θα έλεγε κανείς».
«Χειρότερα;» υπαινίχτηκε ο κύριος Κρέιβεν.
Η κυρία Μέντλοκ ήταν όντως σε έξαψη.
«Λοιπόν, κοιτάξτε, κύριε» προσπάθησε να εξηγήσει. «Ούτε ο γιατρός Κρέιβεν ούτε η νοσοκόμα ούτε εγώ μπορούμε να βγάλουμε άκρη».
«Και γιατί συμβαίνει αυτό;»
«Για να πω την αλήθεια, κύριε, ο Αφέντης Κόλιν μπορεί να είναι καλύτερα, μπορεί και χειρότερα. Η όρεξή του, κύριε, είναι ακατανόητη και η συμπεριφορά του…»
«Μήπως έγινε πιο… πιο περίεργος;» ρώτησε ο κύριός της σμίγοντας ανήσυχος τα φρύδια.
«Αυτό είναι, κύριε. Έχει γίνει πολύ περίεργος αν τον συγκρίνει κανείς με το πώς ήταν πριν. Παλιά δεν έτρωγε τίποτα και μετά ξαφνικά άρχισε να τρώει πάρα πολύ και μετά σταμάτησε ξανά στα ξαφνικά και το φαγητό γύριζε ανέπαφο στην κουζίνα. Μπορεί και να μην το ξέρετε αυτό, κύριε, αλλά ποτέ δεν ήθελε να τον βγάλουμε βόλτα έξω. Το τι είχαμε μηχανευτεί για να τον κάνουμε να σηκωθεί από το καροτσάκι του θα τρόμαζε και να το σκεφτεί κανείς. Κάθε φορά τον έπιανε τέτοια κρίση που ο γιατρός Κρέιβεν αποφάνθηκε πως δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη και να τον αναγκάσει. Λοιπόν, κύριε, από το πουθενά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, λίγο μετά από ένα από τα χειρότερα ξεσπάσματά του, το παιδί ξαφνικά επέμενε να βγαίνει έξω κάθε μέρα με τη Δεσποινίδα Μαίρη και το αγόρι της Σούζαν Σόουερμπάι, τον Ντίκον, που θα έσπρωχνε το καροτσάκι του. Τους συμπάθησε και τους δ΄θο, τη Δεσποινίδα Μαίρη και τον Ντίκον, κι ο Ντίκον έφερε τα ήμερα ζωάκια του, και, αν μπορείτε να το πιστέψετε, κύριε, τώρα το παιδί μένει έξω από το πρωί μέχρι το βράδυ».
«Πώς είναι η όψη του;» ήταν η επόμενη ερώτηση.
«Αν έτρωγε φυσιολογικά το φαγητό του, κύριε, θα λέγατε ότι παχαίνει, φοβόμαστε όμως πως είναι κάτι σαν τυμπανισμός. Μερικές φορές γελάει παράξενα όταν είναι μόνος με τη Δεσποινίδα Μαίρη. Ποτέ του δεν γελούσε. Ο γιατρός Κρέιβεν έρχεται αμέσως να σας δει, αν του το επιτρέπετε. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο προβληματισμένος».
«Πού είναι τώρα ο Αφέντης Κόλιν;» ρώτησε ο κύριος Κρέιβεν.
«Στον κήπο, κύριε. Πάντα στον κήπο είναι, αν και κανείς δεν επιτρέπεται να πλησιάσει, γιατί φοβάται πως θα τον κοιτάζουν».
Ο κύριος Κρέιβεν μόλις που άκουσε τα τελευταία της λόγια.
«Στον κήπο» είπε και αφού έδωσε την άδεια στην κυρία Μέντλοκ να φύγει, σηκώθηκε και είπε ξανά και ξανά: «Στον κήπο!»
Μετά βίας κατάφερε να επαναφέρει τις σκέψεις του στον χρόνο και στο σημείο που βρισκόταν κι όταν ένιωσε πως είχε γυρίσει ξανά στη γη, βγήκε από το δωμάτιο. Όπως είχε κάνει και η Μαίρη, πήρε το μονοπάτι που ξεκινούσε από την πόρτα στους θάμνους, ανάμεσα στις δάφνες και τα παρτέρια του σιντριβανιού, που κελάρυζε τριγυρισμένο από παρτέρια γεμάτα λαμπερά φθινοπωρινά λουλούδια. Διέσχισε το γρασίδι και πήρε τη στροφή για τον Μεγάλο Περίπατο κοντά στους τοίχους με τον κισσό. Δεν περπατούσε γρήγορα αλλά αργά, και τα μάτια του ήταν στο μονοπάτι. Ένιωθε σαν κάτι να τον τραβούσε στο μέρος που για χρόνια είχε απαρνηθεί και δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο. Καθώς πλησίαζε, τα βήματά του έγιναν ακόμα πιο αργά. Ήξερε πού ήταν η πόρτα παρόλο που ο κισσός κρεμόταν πυκνός πάνω της, δεν ήξερε όμως πού ακριβώς βρισκόταν το θαμμένο κλειδί.
Κι έτσι σταμάτησε και στάθηκε ακίνητος κοιτώντας γύρω του και σχεδόν λίγο μετά από τη στιγμή που σταμάτησε τινάχτηκε και αφουγκράστηκε ενώ αναρωτιόταν αν ζούσε μέσα σε ένα όνειρο.
Ο κισσός κρεμόταν πυκνός πάνω από την πόρτα, το κλειδί ήταν θαμμένο κάτω από τους θάμνους, κανένας άνθρωπος δεν διάβηκε το κατώφλι του κήπου δέκα χρόνια, κι όμως ακουγόντουσαν ήχοι μέσα από τον κήπο. Ήταν ήχοι ποδιών που έτρεχαν και σκουντούφλαγαν σαν να κυνηγιόντουσαν γύρω γύρω κάτω από τα δέντρα, ήταν παράξενοι ήχοι ψιθυριστών φωνών, πνιχτών κραυγών θαυμασμού και χαράς. Στην ουσία έμοιαζε με ήχο γέλιου παιδιών, αυτό το ασυγκράτητο γέλιο παιδιών που προσπαθούσαν να μην ακουστούν, όμως πάνω στην έξαψή τους σε λίγο θα γελούσαν ακράτητα. Τι ονειρευόταν, για όνομα του Θεού: Τι άκουγε, για όνομα του Θεού; Έχανε τα λογικά του κι άκουγε ήχους που δεν απευθύνονταν στα ανθρώπινα αυτιά; Αυτό να εννοούσε άραγε εκείνη η μακρινή φωνή;
Και τότε έφτασε η στιγμή, η ανεξέλεγκτη στιγμή όπου οι ήχοι δεν μπορούν να δαμαστούν. Τα πόδια έτρεχαν όλο και πιο γρήγορα, πλησίαζαν την πόρτα του κήπου, ακούστηκε μια γοργή δυνατή νεανική ανάσα και ένα πανδαιμόνιο από γέλια, φωνές που δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν και η πόρτα στον τοίχο άνοιξε διάπλατα, τα φύλλα του κισσού τραβήχτηκαν και ένα αγόρι βγήκε σαν βολίδα, και χωρίς να έχει δει τον παρείσακτο, έπεσε σχεδόν πάνω του.
Πάνω στην ώρα ο κύριος Κρέιβεν άπλωσε τα χέρια, ίσα ίσα να προλάβει το παιδί και να μην πέσει πάνω του με τη φούρια που είχε, κι όταν το κράτησε σε μια απόσταση να το κοιτάξει, έκπληκτος με την παρουσία του σε εκείνο ακριβώς το σημείο, τότε πραγματικά του κόπηκε η ανάσα.
Το αγόρι ήταν ψηλό και όμορφο. Έσφυζε από ζωή και το τρέξιμο είχε φέρει ένα λαμπερό χρώμα στο πρόσωπό του. Το αγόρι τίναξε από το μέτωπο τα πυκνά μαλλιά του και σήκωσε ένα ζευγάρι παράξενα γκρίζα μάτια, μάτια γεμάτα αγορίστικο γέλιο, μάτια με πυκνές βλεφαρίδες. Ήταν αυτά τα μάτια που έκοψαν την ανάσα του κυρίου Κρέιβεν.
«Ποιος… Τι….Ποιος!» τραύλισε.
Ο Κόλιν δεν τα είχε υπολογίσει έτσι τα πράγματα, δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι. Ποτέ του δεν του πέρασε από το μυαλό μια τέτοια συνάντηση. Κι όμως, το να βγει τρέχοντας από τον κήπο έχοντας μόλις κερδίσει μια κούρσα, ίσως να ήταν ακόμα καλύτερο. Ίσιωσε το σώμα του. Η Μαίρη, που έτρεχε μαζί του και είχε κι αυτή περάσει με φούρια την πόρτα, ήταν σίγουρη πως ο Κόλιν είχε καταφέρει να δείχνει πιο ψηλός από ποτέ, πόντους ψηλότερος.
«Πατέρα» είπε «είμαι ο Κόλιν. Δεν το πιστεύεις. Κι εγώ δυσκολεύομαι ώρες ώρες. Είμαι ο Κόλιν».
Όπως και η κυρία Μέντλοκ έτσι και ο Κόλιν δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο πατέρας του όταν είπε βιαστικά:
«Στον κήπο! Στον κήπο!»
«Ναι» συνέχισε με φούρια ο Κόλιν. «Στον κήπο οφείλεται και στη Μαίρη και στον Ντίκον και στα πλασματάκια του και στη Μαγεία. Κανείς δεν ξέρει. Το κρατούσαμε μυστικό για να στο πούμε όταν θα γύριζες. Είμαι καλά, μπορώ να νικήσω τη Μαίρη στο τρέξιμο. Θα γίνω αθλητής».
Τα είπε όλα αυτά με τον τρόπο ενός τόσο υγιούς αγοριού, -το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο, τα λόγια να μπερδεύονται μεταξύ τους από τη βιασύνη του-, που η ψυχή του κυρίου Κρέιβεν γέμισε απίστευτη χαρά.
Ο Κόλιν άπλωσε την παλάμη του και την ακούμπησε στο χέρι του πατέρα του.
«Δεν χαίρεσαι, πατέρα;» ρώτησε τελικά. «Δεν χαίρεσαι; Θα ζήσω για πάντα και για πάντα και για πάντα!»
Ο κύριος Κρέιβεν έβαλε τα χέρια στους ώμους του αγοριού και το κράτησε. Ήξερε πως δεν τολμούσε να πει ούτε και το παραμικρό εκείνη τη στιγμή.
«Πήγαινέ με στον κήπο, αγόρι μου» είπε τελικά. «Και διηγήσου μου ό,τι έγινε».
Κι έτσι τον έμπασαν στον κήπο.
Ο τόπος ήταν μια ζούγκλα από φθινοπωρινό χρυσάφι και πορφύρα και ιριδίζον μπλε και έντονο κόκκινο, και σε κάθε μεριά υπήρχαν συστάδες αργοπορημένων υάκινθων, σε λευκό ή λευκό και ρουμπινί. Ο κύριος Κρέιβεν θυμόταν πολύ καλά πότε φυτεύτηκε και ο τελευταίος από αυτούς, έτσι ώστε σε αυτή την εποχή του χρόνου να αποκαλύπτουν την αργοπορημένη λάμψη τους. Τα όψιμα τριαντάφυλλα που σκαρφάλωναν και κρεμόντουσαν και σχημάτιζαν μπουκέτα και οι ηλιαχτίδες που βάθαιναν την απόχρωση των δέντρων που κιτρίνιζαν σε έκαναν να νιώθεις πως στεκόσουν σε ένα σκεπαστό ιερό από χρυσάφι. Ο νεοφερμένος έστεκε σιωπηλός ακριβώς όπως είχαν κάνει τα παιδιά όταν αντίκρισαν τον κήπο μέσα στο γκρίζο του χρώμα. Δεν χόρταινε να κοιτάζει ολόγυρα.
«Νόμιζα πως ο κήπος θα ήταν νεκρός» είπε.
«Έτσι νόμιζε και η Μαίρη στην αρχή» είπε ο Κόλιν. «Αλλά ζωντάνεψε».
Και μετά όλοι τους κάθισαν κάτω από ένα δέντρο, όλοι τους εκτός από τον Κόλιν, που ήθελε να είναι όρθιος καθώς έλεγε την ιστορία του.
Ήταν ό,τι πιο παράξενο είχε ακούσει ποτέ του, σκέφτηκε ο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, καθώς τα λόγια ξεχύνονταν με τον ορμητικό τρόπο ενός παιδιού: το Μυστήριο και η Μαγεία και τα άγρια πλασματάκια, η παράξενη μεσονύκτια συνάντηση, ο ερχομός της άνοιξης, το πάθος της πληγωμένης περηφάνιας που έκανε τον νεαρό Μαχαραγιά να σταθεί στα πόδια του και να αψηφήσει τον γέρο Μπεν Γουέδερσταφ, η παράξενη συντροφιά, το θέατρο που έπαιζαν, το μεγάλο μυστικό που φύλαγαν προσεκτικά. Ο ακροατής γελούσε μέχρι που του ερχόντουσαν δάκρυα στα μάτια και μερικές φορές του ερχόντουσαν δάκρυα στα μάτια κι όταν δεν γελούσε. Ο Αθλητής, ο Ομιλητής, ο Επιστημονικός Ερευνητής ήταν ένα κωμικό, αξιαγάπητο, υγιές νεαρό πλάσμα.
«Τώρα» είπε ο Κόλιν καθώς η ιστορία τελείωνε «δεν υπάρχει πια λόγος να είναι μυστικό. Θα έλεγα πως θα πάθουν συγκοπή όταν θα με δουν, όμως δεν έχω σκοπό να ξανακαθίσω στο καροτσάκι μου. Θα περπατήσω μέχρι το σπίτι δίπλα σου, πατέρα».
Τα καθήκοντα του Μπεν Γουέδερσταφ σπάνια τον έπαιρναν μακριά από τους κήπους, σε αυτή την περίπτωση όμως βρήκε σαν δικαιολογία ότι θα έφερνε μερικά λαχανικά στην κουζίνα, και μια και η κυρία Μέντλοκ τον είχε καλέσει στον θάλαμο των υπηρετών να πιει μια μπύρα, ήταν ακριβώς στην ώρα του, όπως ήλπιζε, όταν συνέβη το πιο δραματικό περιστατικό που η έπαυλη Μίσελθουέιτ έζησε στη σύγχρονη εποχή της.
Ένα από τα παράθυρα που έβλεπαν στην αυλή έδειχνε και σε ένα μέρος από το γρασίδι. Η κυρία Μέντλοκ, γνωρίζοντας ότι ο Μπεν είχε έρθει από τους κήπους, ήλπιζε ότι το μάτι του θα είχε πάρει έστω και φευγαλέα τον αφέντη του και ίσως κατά τύχη τη συνάντησή του με τον Αφέντη Κόλιν.
«Είδες κανέναν τους, Γουέδερσταφ;» τον ρώτησε.
Ο Μπεν κατέβασε το ποτήρι της μπύρας από τα χείλη του και τα σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του.
«Αμ πώς και δεν είδα» απάντησε με ύφος.
«Και τους δυο;» ρώτησε η κυρία Μέντλοκ.
«Και τους δυο» απάντησε ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Φχαριστώ, κυρία, δεν θα με πείραζε μια μπύρα ακόμη».
«Και τους δυο;» είπε η Κυρία Μέντλοκ, ξεχειλίζοντας το ποτήρι του μέσα στην ταραχή της.
«Και τους δυο, κυρία» είπε ο Μπεν και με μια γουλιά κατέβασε τη μισή μπύρα.
«Πού ήταν ο Αφέντης Κόλιν; Πώς ήταν; Τι είπαν μεταξύ τους;»
«Δεν άκουσα, κυρία» είπε ο Μπεν «γιατί στεκόμουν πάνω στη σκάλα στον τοίχο του κήπου. Θα σας πω όμως κατιτίς. Ένα σωρό έγιναν εκεί έξω που εσείς εδώ μέσα χαμπάρι δεν πήρατε. Κι ό,τι είναι να μάθετε, θα το μάθετε σύντομα».
Και δεν είχαν περάσει ούτε δύο λεπτά από τη στιγμή που κατέβασε και την υπόλοιπη μπύρα του, και τότε κούνησε το ποτήρι του με επισημότητα προς το παράθυρο που έδειχνε σε ένα κομμάτι του γρασιδιού ανάμεσα στους θάμνους.
«Για κοιτάτε εκεί κάτι παράξενο» είπε. «Κοιτάτε τι έρχεται».
Όταν η κυρία Μέντλοκ κοίταξε, σήκωσε τα χέρια ψηλά κι έβγαλε μια δυνατή φωνή, και όλοι οι υπηρέτες, άνδρες και γυναίκες, ξεχύθηκαν από το δωμάτιο υπηρεσίας και στάθηκαν κοιτώντας από το παράθυρο με γουρλωμένα μάτια.
Ο Αφέντης του Μίσελθουέιτ διέσχιζε το γρασίδι και κανείς δεν τον είχε δει ποτέ του έτσι. Και δίπλα του με το κεφάλι ψηλά και γελαστά μάτια περπατούσε τόσο σταθερά όσο οποιοδήποτε παιδί στο Γιορκσάιρ ο Αφέντης Κόλιν!

ΤΕΛΟΣ

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...