Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 11)


«Ξεκινάω κι αν ακούσω το ελάχιστο σχόλιο, σηκώνομαι και φεύγω» δήλωσε ο καθηγητής σαρώνοντας την αίθουσα.
Ούτε ανάσα. Αναμονή.
«Η βαθμολογία είναι κατά σειρά χορογραφίας. Παύλος Ζήσης-Ερμιόνη Καλία, έξι».
Ακόμη και η αυθόρμητη διαμαρτυρία ούτε καν εκφράστηκε. Δεκατρία ζευγάρια ακόμη, όλοι είχαν αγωνία, ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φύγουν επιτέλους, να πάνε να γιορτάσουν ή να κάνουν τον απολογισμό τους.
Τα χέρια του Μάριου και της Λένης είχαν μπλεχτεί ακόμη πιο σφιχτά. Τα δάχτυλά του χάιδευαν το εσωτερικό του καρπού της, μια κίνηση απόλυτα αισθησιακή σε διαφορετικό χρόνο, εκείνη όμως τη στιγμή έμοιαζε μια απελπισμένη προσπάθεια να πάρει κουράγιο ο ένας από τον άλλον.
Η Λένη ήταν σίγουρη ότι και ο Μάριος μετρούσε νοερά τα ονόματα που περνούσαν, τα ζευγάρια που είχαν απομείνει για να ακούσουν τη βαθμολογία τους. Αγωνία, αγωνία… Κι άλλα ονόματα, κι άλλοι βαθμοί, οι περισσότεροι πολύ χαμηλοί. Πέντε πριν το τέλος, τέσσερα, τρία, δύο, μόνο τα δικά τους ονόματα έμεναν. Μισοσηκώθηκε από τη θέση της. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό της κι έσταζε στα μάτια της και από εκεί στα χείλη της.
«Μάριος Ραφαήλου-Λένη Ψαθά» ανακοίνωσε επιτέλους ο καθηγητής.
Η Λένη κράτησε την ανάσα της περιμένοντας τη βαθμολογία, ο καθηγητής όμως σιωπούσε. Ο φόβος φαινόταν καθαρά στα μάτια της καθώς έριξε ένα απεγνωσμένο βλέμμα στον Μάριο.
«Μάριε, Λένη, σηκωθείτε. Σας θέλω εδώ» είπε αυστηρά ο καθηγητής.
«Την πατήσαμε…» ψιθύρισε η Λένη δαγκώνοντας τα χείλη της.
«Πάμε» της είπε ψύχραιμα ο Μάριος.
«Δεν του άρεσε η χορογραφία. Γιατί, γαμώτο μου;»
«Σταμάτα, προτού σου κλείσω το στόμα».
«Για να σου πω» άρχισε να λέει, είδε όμως που ο Μάριος της χαμογελούσε και άλλαξε ύφος.
«Είναι για καλό. Άκου που σου λέω» την καθησύχασε, τη σήκωσε από τη θέση της και πιασμένοι χέρι-χέρι έφτασαν στη δεξιά άκρη της σκηνής όπου τους περίμενε ο καθηγητής.
«Θα χορέψετε ξανά» τους είπε επιτακτικά. «Ελπίζω να έχετε τον ρυθμό στα αυτιά σας, γιατί θα χορέψετε χωρίς μουσική υπόκρουση» συνέχισε χαμογελώντας σαρδόνια.
«Γιατί μας βασανίζει ο μαλάκας;» ψιθύρισε η Λένη.
«Εσύ μιλάς για βασανιστήρια; Ηρέμησε» της είπε ο Μάριος χαιδεύοντάς της το μάγουλο.
«Με το ένα, με το δύο, με το τρία, πάμε» φώναξε ο καθηγητής και χτύπησε δυνατά τα χέρια του.
Ο Μάριος και η Λένη πήραν για πολλοστή φορά τη θέση τους στα τέσσερα μέτρα ο ένας από τον άλλον. Μόνο τα κοντάρια και τα σπαθιά, μόνο τα βλέμματα και οι ανάσες τους.
«Σε προκαλώ!»
«Κι εγώ σε προκαλώ!»
Ο ίδιος χορός, κι ας μην υπήρχε μουσική. Ο Μάριος ένιωθε ότι χόρευε καλύτερα έτσι, γιατί δεν μεσολαβούσε το παραμικρό ώστε να τον αποσπάσει από τη Λένη. Τα πόδια και τα χέρια του, όλο του το σώμα, οι αισθήσεις του είχαν εκείνη ως μόνη έμπνευση. Θα μπορούσε να χορεύει μαζί της, πλάι της, αιώνια. Κι όταν έκαναν τα τελευταία βήματα της χορογραφίας, ο Μάριος τολμηρός ή ίσως παράτολμος, ακολούθησε το ίδιο τέλος: ένα βαθύ φιλί στα πορφυρά χείλη της γυναίκας που ήταν η δική του έμπνευση.
Στην αίθουσα έπεσε απόλυτη σιωπή, λες και κανείς δεν ήξερε πώς να αντιδράσει ή τι άλλο να περιμένει. Μα λίγα δευτερόλεπτα μετά ξέσπασε ένα θυελλώδες χειροκρότημα. Ο Μάριος και η Λένη υποκλίθηκαν πρώτα στους συσπουδαστές τους και μετά στον καθηγητή τους.
Εκείνος τους κοίταξε εξονυχιστικά με ένα ύφος ανεξιχνίαστο. Κι έπειτα: «Δέκα» τους είπε κι συνέχισε πιο δυνατά για να τον ακούσουν όλοι καθώς το αμφιθέατρο αλάλαζε: «Ησυχία, δεν τελείωσα ακόμη. Αν θέλετε να καταλάβετε τι σημαίνει πάθος για τον χορό, νομίζω ότι το είδατε μόλις μπροστά σας. Είναι ακατόρθωτο σχεδόν για κάποιον που δεν είναι επαγγελματίας, να χορέψει κάτι τόσο σύνθετο χωρίς μουσική υπόκρουση και κάτω από συνθήκες πίεσης. Ομολογώ ότι έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να δυσκολέψω την κυρία Ψαθά και τον κύριο Ραφαήλου. Πέρα δηλαδή από τις δυσκολίες που είχαν οι ίδιοι μεταξύ τους» πρόσθεσε χαμογελώντας ζεστά για πρώτη φορά. «Για εσάς τους υπόλοιπους, θέλω να θυμόσαστε αυτή τη μέρα, αυτόν τον χορό και αυτό το ζευγάρι. Προσπαθήστε να πετύχετε ό,τι και ετούτοι οι δύο. Παλέψτε για αυτά που θέλετε, γιατί τίποτα δεν χαρίζεται. Αυτό να το θυμόσαστε πάντα. Κυρίες και κύριοι, είστε ελεύθεροι: να σκεφτείτε, να διασκεδάσετε ή να κλάψετε. Θα τα πούμε τη Δευτέρα. Καλό σας βράδυ!» είπε και αποχώρησε αγνοώντας επιδεικτικά όσους περίμεναν ήδη να του μιλήσουν.
Το αμφιθέατρο άρχισε να αδειάζει. Η Λένη μόλις είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Και ξαφνικά άρχισε να χοροπηδάει γύρω από τον Μάριο και να ουρλιάζει: «Τα καταφέραμε, τα καταφέραμε».
«Όχι απλά τα καταφέραμε, πετύχαμε το τέλειο. Είδες που όλα γίνονται για κάποιον λόγο;» της είπε κοιτώντας την στα μάτια, σαν να ρωτούσε κάτι ακόμη που περίμενε την απάντησή της».
«Αυτό πρέπει να το γιορτάσουμε… Μαζί» πρόσθεσε σφίγγοντάς του το χέρι.
«Μαζί;» ρώτησε ο Μάριος διστακτικά. Ας μην του έλεγε μόνο για το αποψινό βράδυ, ούτε για το αυριανό ούτε για βράδια μετά. Ο εφιάλτης του στριπτιζάδικου ήρθε εντελώς απρόσκλητος. Τι δικαιολογία θα μπορούσε να προβάλει για να γίνει πιστευτός; Να έλεγε ότι δούλευε; Πού ; Ποια δουλειά απαιτούσε την παρουσία του τέτοιες ώρες μέσα στη νύχτα; Αν τον ζόριζε, θα έλεγε ότι δούλευε σε εταιρεία security. Ναι, αυτό ήταν. Εντελώς μακριά από αυτό που θα έκανε ούτε που ήξερε για πόσες νύχτες. Ετοιμαζόταν να της το πει όσο πιο πιστευτά μπορούσε, όταν είδε τη φίλη της τη Ράνια να έρχεται προς το μέρος τους με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Φιλενάδα, είσαι θεά!» ούρλιαξε τόσο δυνατά η Ράνια που ο Μάριος έκανε ασυναίσθητα δυο βήματα πίσω.
Οι δυο φίλες χοροπηδούσαν σφιχταγκαλιασμένες ώσπου η Ράνια θυμήθηκε τον Μάριο. «Συγχαρητήρια, Μάριε. Ήσασταν τέλειοι. Το αξίζατε το δεκάρι» του είπε ζεστά.
Ο Μάριος θυμήθηκε ότι η χορογραφία της Ράνιας είχε καταφέρει να πάρει μόλις ένα εξάρι, αυτό όμως δεν φαινόταν να την απασχολεί.
«Πρέπει να το γιορτάσουμε, κολλητή. Σου έχω κάτι σπέσιαλ!» είπε η Ράνια στη φιλενάδα της κλείνοντάς της συνωμοτικά το μάτι.
«Και ο Μάριος; Μπορεί να έρθει μαζί μας;» ρώτησε η Λένη.
«Α, είναι βραδιά μόνο για γυναίκες. Να στην πάρω την παρτενέρ σου, Μάριε, έτσι;» τον ρώτησε η Ράνια και χωρίς να περιμένει απάντηση, τράβηξε τη Λένη από το χέρι.
«Ναι, ναι, βέβαια. Δεν θα χαθούμε, έτσι κι αλλιώς…» είπε ο Μάριος.
Είδε τις δυο φίλες να απομακρύνονται, ανακουφισμένος που δεν είχε να δώσει καμία εξήγηση για το τι θα έκανε ο ίδιος μετά και ταυτόχρονα γεμάτος μια ιδιόμορφη στενοχώρια που η Λένη ήταν ήδη μακριά του. Ένιωθε σαν να είχε χάσει ένα κομμάτι από το σώμα του, σαν να είχε αφήσει πίσω του κάτι από τον εαυτό του. (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...