Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Σώματα (Συνέχεια 12)


Λίγες ώρες μετά το μόνο που απασχολούσε τον Μάριο ήταν το να καταπνίξει την επιθυμία του να σηκωθεί να φύγει και να τους αφήσει όλους σύξυλους. Ένιωθε πολύ άσχημα κι ας ήξερε ότι το πρόσωπό του δεν θα φαινόταν καθώς θα ήταν καλυμμένο πίσω από τη μάσκα του ιαγουάρου. Κοιτώντας στον καθρέφτη, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ο άνδρας που αντίκριζε στο γυαλί ήταν κάποιος άλλος, κάποιο άγνωστο καλογυμνασμένο ανδρικό σώμα που φορούσε κάτι που θύμιζε ρούχο και όχι φύλλο συκής. Η αναστάτωση που επικρατούσε στα καμαρίνια τού έφερνε πονοκέφαλο. Οι περισσότεροι χορευτές το είχαν ρίξει στην πλάκα για το ποιες γκόμενες θα τους καμάκωναν. Ο Μάριος έφριξε εξετάζοντας και αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό του έλειπε. Δεν του έφτανε το ρεζιλίκι. Κοίταξε το κινητό του και με τρόμο διαπίστωσε ότι είχε φτάσει η ώρα. Ένας χορός ήταν, ένας ακόμη χορός. Ίσως λίγο πιο αισθησιακός, ερωτικός, μα τι διάολο, αυτός είχε κάνει τη χορογραφία, οπότε ήταν δικό του δημιούργημα. Έξω η μουσική είχε σταματήσει και ακουγόταν μόνο η φωνή του μαγαζάτορα, που με τιμή και καμάρι ανακοίνωνε τη νέα χορογραφία.
«Κυρίες μου, απόψε κάνατε την καλύτερη επιλογή. Τα πιο καλογυμνασμένα κορμιά της Αθήνας θα φέρουν στα πόδια σας την εξωτική αγριάδα ενός αφρικανικού ηλιοβασιλέματος. Κρατηθείτε καλά, γιατί αυτή η νύχτα θα έχει πολλές δονήσεις» συμπλήρωσε γελώντας.
Ο Μάριος αναρωτήθηκε πόσο μεγάλο ήταν το απόθεμα μπαρουφολογίας του τύπου, όμως επιχείρηση είχε, οπότε διαφήμιζε με κάθε τρόπο το εμπόρευμά του. Καθώς το μουσικό κλίμα άλλαζε και αφρικάνικα τύμπανα δονούσαν τη γεμάτη καπνό και λαγνεία ατμόσφαιρα, ο Μάριος έκανε ένα νεύμα στους υπόλοιπους χορευτές και μπαίνοντας στη σειρά βγήκαν στη σκηνή, όπου τους υποδέχτηκαν οι αλαλαγμοί του γυναικείου κοινού.

Η Ράνια είχε σηκωθεί όρθια και χειροκροτούσε μανιωδώς. Η Λένη τής έριξε μια φαρμακερή ματιά.
«Σταμάτα λίγο, ρε παιδάκι μου. Θα μας περάσουν για λυσσασμένες» προσπάθησε να τη συνεφέρει.
«Τι λες, καλή μου! Απόψε έχουμε κάθε λόγο να το κάψουμε. Οπότε, αυτή τη νύχτα όλα επιτρέπονται» είπε η Ράνια πίνοντας μια γουλιά από την αμφίβολης ποιότητας σαμπάνια της.
«Τρελή είμαι που σε ακολούθησα» κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι η Λένη.
«Ε, βλέπεις δεν επιτρέπεται αντρική συνοδεία εδώ. Άσε που ο Μάριος προφανώς δεν θα ενέκρινε» της απάντησε η Ράνια πικαρισμένη.
«Ράνια, κόφτο. Δεν έχω τίποτα με τον Μάριο και ούτε να αναφέρεις ξανά το όνομά του!»
«Καλά, δεν σε είπαμε και καμπούρα… Αλλά χωριό που φαίνεται…»
«Δεν το έχω σε τίποτα να σηκωθώ να φύγω…»
«Ναι, κάνε τώρα και την παρθένο κόρη! Μη μου πει ότι δεν τρέχει κάτι μ’ εσάς τους δύο. Τόσο αισθησιακός χορός πια!»
«Ρεζίλι γίναμε! Βούλωσέ το και πάρε μάτι τους καλλιτέχνες» της είπε τονίζοντας δηκτικά την τελευταία λέξη.
Η Ράνια απορροφήθηκε από τα καλογυμνασμένα σώματα που παρατάχτηκαν στη σκηνή και ευτυχώς έκλεισε επιτέλους το στόμα της. Η Λένη ευχήθηκε να γινόταν κάτι μαγικό και να βρισκόταν κάπου αλλού. Ίσως σε μια ακροθαλασσιά παρέα με τον Μάριο; τη ρώτησε εκείνη η αυθάδικη εσωτερική φωνή που την ενοχλούσε από την ώρα που είχαν πατήσει το πόδι τους στο κλαμπ «Orgasm». Αγνόησε τη φωνή και πες από διαστροφή πες από περιέργεια, έστρεψε το βλέμμα της στη σκηνή. Στο κάτω κάτω χορευτές ήταν, τίποτα παραπάνω τίποτα λιγότερο. Και παρά το ακατάλληλο περιβάλλον και τα τεντωμένα της νεύρα, με έκπληξη διαπίστωσε ότι η χορογραφία ήταν εξαιρετική.
«Κοίτα, κοίτα!» της έπιασε το χέρι η Ράνια. «Θεογκόμενος είναι αυτός ο πρώτος. Να τον τραγανίσεις αργά αργά και να γλύψεις και το κοκαλάκι».
«Τι μαλακίες λες, ρε Ράνια; Λες και δεν έχεις ξαναδεί άντρα στη ζωή σου. Κάτσε με τον δικό σου, και άσε τα πουροκομεία να πάρουν μάτι» της είπε ξινά. Όχι ότι δεν είχε δίκιο η Ράνια. Ο χορευτής που είχε γυαλίσει στη φιλενάδα της είχε ένα άψογο σώμα και οι κινήσεις του ήταν τόσο αρμονικές που της έφεραν αυτόματα στο μυαλό τον Μάριο. Κάτι ανάμεσα σε ναυτία και τρόμο την αναστάτωσε καθώς άρχισε να παρατηρεί πιο προσεκτικά τον χορευτή. Μα ήταν εντελώς παράλογη. Προφανώς η σαμπάνια, παρότι είχε πιεί μόνο ένα ποτήρι, την είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Ανοησίες, τι δουλειά θα είχε ο Μάριος σε ένα τέτοιο μέρος; Ανοησίες λες εσύ! Τι ξέρεις στην πραγματικότητα για τον Μάριο; επενέβη σαρκαστικά η εσωτερική της φωνή. Κι όμως… Αυτό το σώμα το γνώριζε πολύ καλά. Και τα μαλλιά, το ίδιο κούρεμα… Δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα έκρυβε η γελοία μάσκα. Τα χείλη πάλι… Αυτός ήταν; Ο Μάριος, ο δικός της Μάριος; Από πού κι ως πού είναι δικός σου ο τύπος; Χα! Μάριος, που μέχρι χτες του έφτυνες κατά πρόσωπο “Ραφαήλου” και πάλι “Ραφαήλου”! κάγχασε ξανά η εσωτερική φωνή.
Να σηκωθεί να φύγει, αυτό ήθελε. Ένιωθε σαν να είχε φάει κεραμίδα στο κεφάλι. Μούδιασε. Κοίταξε αηδιασμένη γύρω της τα ρυτιδιασμένα κρέατα και τα χέρια με τα καφετιά στίγματα που ψαχούλευαν τα πορτοφόλια τους, για να προσφέρουν όσο περισσότερα με αντάλλαγμα μια νύχτα παρέα με σφιχτή, νεανική σάρκα. Αν είχε ανάγκη από λεφτά ο Μάριος, γιατί δεν έβρισκε μια φυσιολογική δουλειά; Κι εσύ τι μιλάς; Επειδή τα έχεις και σου τρέχουν από τα μπατζάκια; Αυτή η φωνή γινόταν όλο και πιο εκνευριστική, ειδικά όταν έλεγε αλήθειες. Η Λένη δεν λογάριαζε το χρήμα, μια και δεν της έλειψε ποτέ. Ίσως σε αυτό οφειλόταν ο ατίθασος χαρακτήρας της. Και λοιπόν; Αν δεν είχε χρήματα, και αυτή θα αναγκαζόταν να δουλέψει. Πού; Θα έκανες πεζοδρόμιο; Και το λοφτ στο Θησείο; Μπα! Κάτω από καμιά γέφυρα θα κοιμόσουν, να μην ξεχνάς και το Παρίσι! σάρκασε ξανά η ενοχλητική φωνή.
«Σκάσε!» ούρλιαξε η Λένη.
«Ρε συ, Λένη, έλεος! Δεν μίλησα, να, Παναγία κάθομαι» διαμαρτυρήθηκε η Ράνια, που είχε καταφέρει να αδειάσει μόνη της σχεδόν όλο το μπουκάλι τη σαμπάνια.
«Πάμε να φύγουμε, τώρα!» είπε η Λένη αρπάζοντάς από τα χέρια της μεθυσμένης φίλης της το ποτήρι.
«Τι λες, καλέ! Εδώ διασκεδάζουμε. Σιγά μην αφήσω τον θεό να πάει χαμένος!» δήλωσε η Ράνια δείχνοντας τον πρώτο χορευτή.
«Αυτός που μου δείχνεις, δεν είναι για τα μούτρα σου!» άστραψε η Λένη.
«Τι μας λες; Μήπως τον θέλεις για πάρτη σου;» τσίριξε ντοπαρισμένη από το αλκοόλ η Ράνια.
«Βρε ζώο, έχεις καταλάβει πού βρισκόμαστε; Κάτσε εδώ να κακαρίζεις μήπως και γεννήσεις κανένα αυγό. Εγώ φεύγω. Δώσε μου τα κλειδιά σου!»
«Κι εγώ;»
«Να πάρεις ταξί! Εκτός κι αν καταλήξεις με το ξερολούκουμό σου!» της απάντησε δείχνοντας προς τη σκηνή. Την ίδια στιγμή, με την άκρη του ματιού της ξεχώρισε δυο μπρατσωμένους να κατευθύνονται προς το τραπέζι τους με αργά βήματα και ένα παγωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο.
«Πού ξέρεις! Μπορεί να του κάνω την καλύτερη προσφορά!» είπε η Ράνια, που είχε ήδη σηκωθεί και τρικλίζοντας κατευθυνόταν προς τη σκηνή.
Η Λένη παρατήρησε ότι οι χορευτές είχαν αρχίσει να αποσυντονίζονται. Το επεισόδιο είχε αποσπάσει την προσοχή τους.
«Χάρισμά σου!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε στη Ράνια και συμπλήρωσε έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στον πρώτο χορευτή. «Αν και μπορείς να τον έχεις χωρίς να δώσεις μία. Τόσο φθηνός είναι!» Όμως τα μεθυσμένα μάτια της φίλης της την κοιτούσαν ολοστρόγγυλα κι απορημένα. «Τόσο τούβλο είσαι ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Ο Ραφαήλου είναι, βρε ζώο, ο Ραφαήλου!» ούρλιαξε, χωρίς να την νοιάζει αν είχε παραγνωρίσει. 
Κι εκείνη τη στιγμή συνέβησαν ταυτόχρονα τρία πράγματα. Ο μπράβος την έπιασε από τον ώμο ενώ της ψιθύριζε διακριτικά να τον ακολουθήσει, η Ράνια τη ρωτούσε ξανά και ξανά: “Ποιος Ραφαήλου; Ο δικός μας Ραφαήλου;», και ο πρώτος χορευτής εγκατέλειπε τη σκηνή κι ερχόταν προς το μέρος της φωνάζοντας το όνομά της.
Η Λένη, με έναν ελιγμό, ξέφυγε από τον μπράβο και σπρώχνοντας καρέκλες και τραπέζια, αναζήτησε βιαστικά την έξοδο.

Ο Μάριος είχε πάθει σοκ. Αν τον ρωτούσες, δεν θα μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς αντιλήφθηκε ότι η Λένη βρισκόταν ανάμεσα στους θαμώνες. Έτσι κι αλλιώς, το μυαλό του ήταν κολλημένο στη χορογραφία και, όσο παράλογο κι αν ακουγόταν, την ευθύνη που είχε ως επαγγελματίας. Ίσως κάτι κατάλαβε όταν ο καυγάς ανάμεσα στις δυο γυναίκες τράβηξε την προσοχή του. Ίσως όταν είδε τους μπράβους να πλησιάζουν. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Οργή, θυμός και απογοήτευση ήταν τα πρώτα συναισθήματα που ένιωσε. Και ντροπή. Για τη Λένη που δεν είχε καμία δουλειά σε έναν τέτοιο χώρο, για τον εαυτό του που δεν είχε να συνεισφέρει την παραμικρή δικαιολογία για την παρουσία του στο κωλάδικο «Orgasm».
Ευτυχώς το χορευτικό βρισκόταν στο τέλος του, οπότε ο Μάριος εκτέλεσε βιαστικά τις τελευταίες κινήσεις ενώ οι υπόλοιποι τον μιμούνταν αποπροσανατολισμένοι. Κι έπειτα άρχισε να σπρώχνει ανάμεσα στα τραπέζια απωθώντας τα χέρια που τον ψηλάφιζαν λαίμαργα, ξεχνώντας τη γελοία περιβολή του, προσπαθώντας να προλάβει τη Λένη, φωνάζοντας ξανά και ξανά το όνομά της.
Όμως η Λένη είχε ήδη βγει από το μαγαζί και ο Μάριος, σχεδόν γυμνός, τώρα έτρεχε, περνούσε την πόρτα, κοντοστεκόταν στο πεζοδρόμιο να πάρει ανάσα καθώς οι στάλες του ιδρώτα πάγωναν στο σώμα του και ο ψυχρός Νοεμβριάτικος αέρας σάρκαζε το παράλογο της κατάστασης.
«Λένη!» φώναξε απελπισμένα στη φιγούρα που σε μια απόσταση γύρω στα δέκα μέτρα δεξιά του διέσχιζε τον δρόμο για να βγει στα φανάρια της Αχαρνών. «Λένη!» φώναξε ξανά και η φωνή του γέμισε τρόμο, γιατί μόνο αυτός είδε τα εκτυφλωτικά φώτα του αμαξιού που έμπαινε με ταχύτητα στον δρόμο.

Κλάσματα δευτερολέπτου. Χωρίς να σκεφτεί, ο Μάριος τινάχτηκε αστραπιαία προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν κατάλαβε τι ακριβώς έγινε. Ένιωσε μόνο το κύμα του αέρα καθώς το αμάξι προσπερνούσε και τον γδούπο λίγα μόλις εκατοστά πιο πέρα. Tα γυμνά του πόδια πίεζαν με δύναμη τη Λένη ακινητοποιώντας την στο βρεγμένο οδόστρωμα.  (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...