Κι αν ο δρόμος
είχε τη δική του ιστορία, του Κυριάκου δεν του έμελλε να τη μάθει. Όταν του
έκαναν έξωση από το σπίτι, θυμήθηκε τις σκηνές από τις ελληνικές ταινίες που
έβλεπε κάποτε στην τηλεόραση. Τα πράγματά του βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο, κουρασμένα,
ξεχαρβαλωμένα σαν τον ίδιο.
Ο κόσμος
περνούσε δίπλα από αυτό το σπίτι-καραβάνι, κοιτούσε με κάτι ανάμεσα σε οίκτο
και φρίκη κι έφευγε βιαστικά. Ο Κυριάκος περιορίστηκε να βγάλει τις παντόφλες
και να φορέσει το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια. Εκεί στη μέση του δρόμου έσκυψε
πασπατεύοντας το γδαρμένο δέρμα του δεξιού. Έχωσε το χέρι στον πάτο να τον
στρώσει και το τράβηξε απότομα λες και μια αόρατη δαγκάνα μάγκωσε τα δάχτυλά
του.
Πετάρισε τα
πρησμένα βλέφαρα και παρατήρησε το χαρτονόμισμα. Πενήντα ολόκληρα ευρώ. Είχε πολύ
καιρό να δει τόσο χρήμα, όμως θυμόταν το χρώμα του, ίδιο με το φόρεμα της
Μάγδας, εκείνο μόνο που έλειψε από την ντουλάπα τη μέρα που η γυναίκα του τον
παράτησε. Από τότε, η ζωή του ρήμαξε, έχασε κάθε ενδιαφέρον. Η στενοχώρια
γέμισε σαράκι την καρδιά του. Ήρθε και το ζάχαρο, κι έριξε άγκυρα να του
κρατάει συντροφιά. Έφταιγε το πάχος, η κληρονομικότητα, το τσιγάρο, ένα σωρό
άλλα, του είπαν οι γιατροί. Αδυνάτησε έτσι κι αλλιώς. Όταν έχασε τη δουλειά
του, το εισόδημα μειώθηκε δραματικά. Συνήθισε να περνάει με τα εντελώς
απαραίτητα και δουλειές του ποδαριού. Έκοψε και το τσιγάρο, την κληρονομικότητα
όμως δε μπορούσε να την πετάξει από πάνω του. Στα χνάρια του πατέρα του…
Να ήταν οι
στενόχωρες σκέψεις που του έφεραν τη σκοτοδίνη; Κούνησε αργά το κεφάλι λες κι
έτσι θα καθάριζε η θολή του όραση. Το ζάχαρο ήταν ύπουλο. Το πολεμούσε με
χάπια, μετά του είπαν για ινσουλίνη. Δεν ήθελε να τρυπιέται, ώσπου έφτασε στο
απροχώρητο.
Έσφιξε
μηχανικά το πενηντάευρο στην παλάμη του -μια αχτίνα στη δεινότητα της θέσης
του- όμως να που δε μπορούσε να αποφασίσει τι ήθελε να το κάνει. Η αγοραστική
του αξία μειωνόταν λεπτό το λεπτό. Το καλύτερο θα ήταν να πάρει με τη μία το
Κτελ για το χωριό. Από το γάμο του είχε να πάει. Τι θα τον έκαναν οι συγγενείς;
Θα τον πέταγαν στους δρόμους; Μια δυο μέρες και μετά θα έβλεπε. Η Μάγδα κάποτε τού
μουρμούριζε για τη μίζερη ζωή τους. Που είχαν κλειστεί στους τέσσερις τοίχους,
που δεν την άφηνε να πάει να δουλέψει! Είχε κάνει σφάλματα ο Κυριάκος, το
κατάλαβε όταν πήρε πια την κάτω βόλτα. Δεν την είχε ξαναδεί τη Μάγδα. Ποιος
ξέρει τι είχε απογίνει κι εκείνη.
«Γεράματα και κακογεράματα!» μουρμούρισε.
Πενηντάριζε,
κι όμως τον έκανες γέρο, έτσι που τον είχε σκεβρώσει η ταλαιπωρία.
Το στομάχι του
γουργούριζε, παραπονιόταν. Φαγητό του χρειαζόταν, λίγη καλή τροφή έπειτα από
τόσον καιρό. Με κόπο έδεσε τα κορδόνια του κι έβαλε το χαρτονόμισμα στην τσέπη.
Ζαλιζόταν πολύ τώρα. Η μέρα ήταν γεμάτη φως, τα δικά του μάτια όμως τα βασίλευε
η σκοτοδίνη. Να φάει κάτι. Το είχε ξεχάσει. Τον έπιασε τρέμουλο. Η αδυναμία
ήταν. Τι να σου κάνει το έρμο το σώμα; Τροφή ζητούσε. Υπογλυκαιμία, το στόμα
του στεγνό, η γλώσσα λάστιχο.
Πήρε το
σακίδιο στην πλάτη κι έσυρε τα πόδια του μέχρι τον πίσω δρόμο χωρίς να ρίξει
άλλη ματιά πίσω του. Ας τα έπαιρναν τα πράγματά του οι γείτονες, οι περαστικοί,
ο σκουπιδιάρης. Τίποτα δεν άξιζε, τίποτα δεν είχε σημασία.
Έφτασε στη
γωνία, στο μικρό μπακάλικο. Και δίπλα το ζαχαροπλαστείο. Δεν είχε δυο μήνες που
άνοιξε. Το κοίταξε ερευνητικά. Γιατί να κάνει ο άλλος μαγαζί πολυτελείας σε
αυτή την υποβαθμισμένη περιοχή; Ο κόσμος όμως αγόραζε γλυκά, απαγορευμένα για
τον ίδιο. Με το ζάχαρο και άδειες τσέπες δεν έπρεπε ούτε να τα σκέφτεται. Τα
έβλεπε στον ύπνο του σε όνειρα μπερδεμένα. Κι ήταν η Μάγδα του εκεί να τον
ρωτάει τι τραβούσε η όρεξή του να του φτιάξει.
Από το χάζι
της βιτρίνας, ο Κυριάκος βρέθηκε μέσα στο μαγαζί. Το στόμα του γέμισε σάλιο στο
θέαμα των λαχταριστών γλυκισμάτων. Λογάριασε. Ναι, τα λεφτά έφταναν για τα
βασικά ψώνια και το εισιτήριο. Θα περίσσευε κι ένα δεκάευρο, σιρμαγιά. Πλησίασε
την προθήκη με τις πάστες. Τις κοιτούσε σαν να ήταν ένας έρωτας μεγάλος αλλά
απρόσιτος. Έβαλε το χέρι στην τσέπη κι αποφασιστικά έπιασε το χάρτινο νόμισμα. Αγόρασε
μια σεράνο και μια νουγκατίνα, πήρε τα ρέστα σχεδόν αδιάφορα. Δυο στενά πιο κάτω
ήταν μια ρημαγμένη πρασιά κι ένα παγκάκι. Κουράγιο να έκανε, να έφτανε εκεί και
θα έτρωγε τις πάστες. Να πάρει τα πάνω του και μετά γραμμή για τα λεωφορεία.
Μερικά βήματα
πιο πέρα, δεν άντεξε. Με το νύχι έξυσε το σελοτέιπ κι άνοιξε το κουτί. Βύθισε
το δάχτυλο στη φρέσκια πάστα. Από το στόμα του Κυριάκου έσταξε μια λεπτή κλωστή
σάλιου. Η καρδιά του βρόντηξε δυο φορές προειδοποιώντας τον. Ο κόσμος χάθηκε
από τα μάτια του, από μπροστά του. Δεν κατάλαβε το τράνταγμα καθώς το σώμα του
έπεφτε. Το κουτί με τις πάστες προσγειώθηκε δίπλα του σκορπίζοντας το
περιεχόμενό του. Εκεί, στο δρόμο…
Το διήγημά μου "στο δρόμο" φιλοξενείται στο 35ο τεύχος του έντυπου Ηρακλειώτικου περιοδικού Fresh Magazine.
Υπέροχο! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ, Βάσια!
ΑπάντησηΔιαγραφή