Η Λένη ένιωσε να προσγειώνεται απότομα πάνω σε κάτι βρεγμένο
και γλοιώδες. Δεν πρόλαβε να αισθανθεί σιχαμάρα ούτε να αναρωτηθεί τι δουλειά
είχε ξαπλωμένη μέσα στο σκοτάδι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της μερικές φορές σε μια
προσπάθεια να καθαρίσει το οπτικό της πεδίο, όμως κι αυτό αποδείχτηκε μάταιο.
Το μόνο που έβλεπε ήταν κάτι φωτεινές λάμψεις, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις
της.
Όταν ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, μια κακοφωνία τής
τρυπούσε τα αυτιά και ένα βάρος πίεζε όλο της το σώμα. Δεν μπορούσε να
ανασάνει. Στα τυφλά προσπάθησε να παραμερίσει με τα χέρια αυτό που την εμπόδιζε
να ανασηκωθεί.
«Μην κινείσαι» άκουσε μια αντρική φωνή.
Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από τον πόνο. Τι στο καλό
είχε συμβεί; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ένιωσε πανικό, ενώ η αίσθηση της ασφυξίας
έγινε εντονότερη.
«Φύγε από επάνω μου, ηλίθιε. Θα με πνίξεις» φώναξε.
Επιτέλους, το σώμα που την πίεζε χαλάρωσε το σφίξιμο
αφήνοντάς της το περιθώριο να ανασάνει. Ρούφηξε λαίμαργα τον γεμάτο καυσαέριο
αέρα της νύχτας. Πονούσε παντού. Έπρεπε να θυμηθεί πώς είχε βρεθεί σε αυτή την
κατάσταση, όμως οι φωνές όλων εκείνων που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί γύρω της
την εμπόδιζαν να κάνει την παραμικρή λογική σκέψη. Έκλεισε τα μάτια.
«Να φωνάξουμε ασθενοφόρο. Έχουν χτυπήσει; Μήπως έχουν σπάσει
τίποτα;» άκουσε ενώ δυνατά χέρια ψηλάφιζαν τα πλευρά της. Έγειρε ξανά πάνω στο
σώμα που την κρατούσε, γυρεύοντας να προφυλαχτεί από το παγωμένο ψιλόβροχο που
έπεφτε. Ίσως να μπορούσε να μείνει έτσι και να πάψει να προσπαθεί να θυμηθεί. Πήρε
ξανά μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε σαν να βρισκόταν εκεί και ταυτόχρονα κάπου αλλού.
Μαύρο… Λευκό…. Ξανά μαύρο και λευκό με ένα ενδιάμεσο κόκκινο.
Το στρίγκλισμα των φρένων, η λάμψη, τα πρόσωπα -θαμπές μάσκες που πλησίαζαν-,
μέχρι που η ανάσα τους ήταν επάνω της. Φωνές, οι σειρήνες. Κάποιον κυνηγούσαν.
Όχι, ασθενοφόρο ήταν… Προσπαθούσαν να σηκώσουν κάποιον, δεν μπορούσε να
διακρίνει, ήταν τόσος ο κόσμος… και μετά ένιωσε πως η ζωή έφευγε από μέσα της. Κι
άλλες φωνές. Προσπάθησε να μετακινήσει το σώμα της, να έρθει πιο κοντά, να
ακούσει τι έλεγαν. Τα αυτιά της βούιζαν, το κεφάλι της έμοιαζε να σπάει σε
χίλια μικρά κομμάτια, έβλεπε μυριάδες μόρια να αιωρούνται στον αέρα, οι ήχοι
έγιναν πιο έντονοι, τώρα μπορούσε να ξεχωρίσει τα πρόσωπα. Οι γονείς της, η
Ράνια, ο Μάριος... Κάτι συνέβαινε, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Μα τι έλεγαν
τόση ώρα; Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά ήξερε ότι ήταν αργά πια…
Η Λένη άνοιξε απότομα τα μάτια ενώ μια κραυγή αγωνίας πάλευε
να βγει από μέσα της.
«Ηρέμησε. Όλα είναι εντάξει. Είμαστε εντάξει» την καθησύχασε
η αντρική φωνή.
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Χαράς, ανακούφισης;
Το αντρικό χέρι, ζεστό παρά το κρύο της νύχτας, της σκούπισε
το μάγουλο.
«Λένη, σε παρακαλώ…»
Τα λόγια δεν την παρηγόρησαν, το σοκ ήρθε ετεροχρονισμένο, τα
δάκρυα έγιναν δυνατά αναφιλητά.
Τα αντρικά χείλη έψαξαν τα δικά της. Το θυμόταν αυτό
το φιλί.
«Μάριε…» είπε διστακτικά το όνομά του. «Εγώ δεν…» Ήθελε να
του πει πως ήταν ερωτευμένη μαζί του, πως είχε θυμώσει ανόητα, πως ήταν
κακομαθημένη, πως του …χρωστούσε τη ζωή της; Ναι, τώρα συνειδητοποιούσε πως ο
Μάριος ήταν η σωτηρία της, πως η δυνατή αγκαλιά του ήταν ο μόνος λόγος που
ανέπνεε εκείνη τη στιγμή, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Εσύ δεν…, τι ακριβώς; Έχε χάρη που βαρέθηκα να προσποιούμαι
τον αδιάφορο, αλλιώς θα σου έλεγα τι σου χρειάζεται» της είπε μισοαστεία
μισοσοβαρά.
«Εμένα;» Τα μπλε της μάτια βυθίστηκαν στα δικά του
πεταρίζοντας δήθεν έκπληκτα.
«Είσαι μια μουσίτσα εσύ!»
Μουσίτσα; Την είπε μουσίτσα; Το βλέμμα της άστραψε, ήταν
έτοιμη να του ζητήσει τον λόγο.
«Αλλά θα είσαι πάντα η μούσα μου!» συμπλήρωσε ο Μάριος
χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο από αυτά τα τόσο φωτεινά που χαρακτηρίζουν όλους
τους ερωτευμένους αυτού του κόσμου.
ΤΕΛΟΣ