Εμένα το σόι μου ήταν όλοι
έμποροι από κούνια. Και παζάρια ξέρανε να κάνουνε, και να σου πουλάνε παπάδες!
Θυμάμαι που ο παππούς μου, ξακουστός στην εποχή του, είχε κάποτε ένα τόπι
ύφασμα στα αζήτητα. Πούλαγε όλα τα άλλα, αυτό όμως του έμενε πάντα στο ράφι,
σαν ξεχασμένη μεγαλοκοπέλα. Μπαίνει μία στο μαγαζί, νεόπλουτη με μια μύτη να
μέχρις εκεί πέρα. Το ένα δεν της έκανε, το άλλο τής ξίνιζε, το τρίτο τής
βρώμαγε. Ο παππούς όλο και κατέβαζε τόπια, κι όλο και κοίταζε, δήθεν τυχαία, το
τόπι το αραχνιασμένο. Περνάει η ώρα κι έχει απλώσει όλο το μαγαζί μπροστά της.
«Μόνο αυτά έχεις καλέ;» ρωτάει αυτή. Ο παππούς κοιτάζει ξανά το τόπι, κουνάει
το κεφάλι και, σαν να διστάζει τάχα μου, κάνει: «.Αυτά είναι όλα, κυρία Ευτέρπη
μου». «Μα όλο εκεί πάνω κοιτάζεις! Αυτό το ύφασμα γιατί δε μου το έδειξες;» Κάτσε τώρα και θα δεις, σκέφτηκε ο
παππούς. «Μα, είναι πολύ ακριβό αυτό το ύφασμα! Το φυλάω για εξαιρετικές
περιπτώσεις. Καταλαβαίνετε, λόγω της τιμής του. Αλλά έχει μια αφή, μια ύφανση!»
συνέχισε ονειροπόλα, «μεταξωτό από τα βάθη της Τουρκίας». Αλλάζει χίλια χρώματα
η δύσκολη πελάτισσα. «Πώς; Το θέλω! Κατέβασέ το τώρα! Το παίρνω όλο!» Κι έτσι ο
παππούς ξεφορτώθηκε το ύφασμα, μοσχοπουλώντας το.
Τώρα, γιατί έκανα όλη αυτή
την παρένθεση; Μα, για να καταλάβετε πως εγώ καμιά σχέση δεν έχω με τον παππού
μου! Μόνο το όνομα έχουμε κοινό! Παναγιώτης ή Πάνος για συντομία. Εμένα, άμα με
πιάσει η πονοψυχιά μου, χάρισμα τα δίνω. Άντε να κάνεις προκοπή έτσι.
Εγώ που λέτε, είχα μαγαζί με
τα όλα του. Το έκλεισα γιατί δεν έβγαινα. Χρώσταγα παντού! Μετά, άνοιξα μια
τρύπα στο Μοναστηράκι, ρούχα από αυτά τα μοδάτα, τα περίεργα, κάτι πετσιά, κάτι
καρφιά, κάτι φτερά και πούπουλα. Εκεί, όλα πουλιόντουσαν, μόνο που εγώ δεν
μάζευα λεφτά. Τα μισά εμπορεύματα μου τα χρωστάγανε, τα άλλα μισά τα κλέβανε.
Με τη σειρά μου, χρώσταγα ξανά σε όλο τον κόσμο! Το κλίμα γινότανε βαρύ κι
ασήκωτο. Τα παράτησα, πήρα των ομματιών μου που λένε, πήρα και το πρώτο πλοίο
από το λιμάνι και τράβηξα όχι για Χίο και Μυτιλήνη, που λέει το τραγούδι, παρά
για Κρήτη, αυτό ήταν το πρώτο δρομολόγιο εκείνη την ώρα.
Κάτι λίγα λεφτουδάκια μου
‘χαν μείνει, πενταροδεκάρες δηλαδή, ίσα-ίσα να πορευτώ μερικές μέρες.
Τουλάχιστον, για παρηγοριά, ο καιρός ήταν με το μέρος μου. Προχωρημένη άνοιξη
κι η Κρήτη έχει πάντα καλοκαιρία, ειδικά στο Λιβυκό που βρέθηκα μετά από δυο
μέρες περιπλάνηση.
Άραξα σε ένα παγκάκι και χάζευα
τη θάλασσα. Είχαν αρχίσει να φτάνουν κι οι τουρίστες και να απλώνονται στον
ήλιο σαν τα χταπόδια των ταβερνιάρηδων που λιάζονταν κι αυτά στα
μπουγαδόσκοινα. Μαχμουρλής, άπλωσα τα πόδια μου, έβαλα και τα χέρια πίσω από το
κεφάλι και βολεύτηκα καλύτερα στο παγκάκι. Μισοκοιμισμένος, μισοξύπνιος, άκουγα
το αγεράκι που έκανε τις μπουγάδες στις ταράτσες να φουσκώνουν. Και τότε,...
μου ήρθε!
Στον ήλιο μοίρα δεν είχα, σκέφτηκα.
Με την τιμιότητα, τίποτα δεν έκανα. Άμα γινόμουνα λίγο παράνομος; Να, τόσο δα,
όσο πατάει η γάτα! Να αγόραζα καμιά πετσέτα, κανένα μαγιουδάκι, άντε και κανένα
αντηλιακό, να πήγαινα στις παραλίες να τα πούλαγα, λέει. Θα ‘χα και καλές
τιμές, χρυσές δουλειές θα έκανα, κι ούτε μαγαζιά ούτε σκοτούρες! Η ιδέα μου μού
φάνηκε μπάνικη, ένα μικρό πρόβλημα είχα μόνο: για να αγοράσεις, θέλεις λεφτά,
κι εγώ απ’ αυτά, δεν είχα. Για πίστωση, μην τα συζητάς! Ούτε που με ήξερε
κανένας, και να με ξέρανε δηλαδή, τότε είναι που θα με καρπαζώνανε. «Δε
βαριέσαι, κάτι θα σκεφτώ! Σημασία έχει που έκανα την αρχή», παρηγορήθηκα.
Το αγεράκι δυνάμωσε για τα
καλά. Σήκωσε το ψαθάκι ενός παππού πιο πέρα, ένα φύλλο εφημερίδας κι ένα
καλσόν. Κι ήρθαν όλα και προσγειώθηκαν πάνω μου λες και το παγκάκι ήταν στο
μάτι του κυκλώνα. Έδωσα το καπέλο πίσω στον παππού, κράτησα το καλσόν και την
εφημερίδα. Είπα και να της ρίξω μια ματιά, έτσι για να σκοτώσω την ώρα μου. «Τι
βρίσκεις στις εφημερίδες!», μονολόγησα γελώντας καθώς διάβαζα για έναν σεξομανή
λέει, που άρπαζε γυναικεία εσώρουχα από τις μπουγάδες. «Δεν είμαι κλέφτης»,
δήλωσε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν. Άκου τον άνθρωπο!
Μηχανικά, κοίταξα το καλσόν,
την εφημερίδα και τις μπουγάδες που φούσκωναν ξοπίσω μου. Κοίταξα ξανά με ανάποδη
σειρά. «Βρε λες;» «Γιατί, ντροπή είναι;» απάντησα στη συνείδησή μου. «Δεν
έκλεψα το καλσόν, ο αέρας το έφερε!» Κι αν έπαιρνα μερικά απλωμένα ρούχα, ένα
από δω. ένα από κει, ποιος θα το καταλάβαινε; Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τα πήρε ο
αέρας. Τα πήρε και τα σήκωσε και άντε ψάξε βρες τα!
Έπνιξα και τις τελευταίες
διαμαρτυρίες της συνείδησής μου και σηκώθηκα. Έκανα μια αναγνωριστική βόλτα
στην περιοχή, ήταν κάτι αυλόπορτες ανοιχτές. Με χίλιες προφυλάξεις μπήκα από δω
κι από κει. Πήρα τρεις πετσέτες κι ένα αντρικό μαγιό. Και στεγνά και καθαρά,
ούτε μικρόβια ούτε τίποτα. Πρώτο πράγμα! Τα δίπλωσα και με τρόπο τα έβαλα σε
μια τσάντα που είχα μαζί μου. «Μη με πάρουν και χαμπάρι», είπα και πήγα σε άλλη
γειτονιά. Από κει έφυγα με ένα σεντόνι και δυο ψάθες για τη θάλασσα, απλωμένα
όλα σε κάτι κάγκελα. Ποιος τους φταίει! Ούτε μανταλάκια δεν είχανε.
Το λεωφορείο μ’ έβγαλε σε
μια παραλία πέντε χιλιόμετρα μακριά. Έκοψα κίνηση. Ντόπιος κανείς, όλοι
τουρίστες. Ξένοι, άσπροι-άσπροι, που σε λίγο θα ξεροψηνόντουσαν σαν τους
αστακούς. Κάθισα απόμερα και περίμενα. Ο ήλιος έκαιγε ψηλά στον ουρανό. Ώρα για
δράση! Πούλησα τις πετσέτες, το σεντόνι και το καλσόν. Αυτό το τελευταίο το
αγόρασε μια που είχε φλεβίτιδα. Το μαγιό κι οι ψάθες μείνανε, αλλά για πρώτη
δόση καλά ήτανε! «Αύριο», είπα, «άλλη παραλία».
Για να μη φλυαρώ και σας
πιάσει άδικα πονοκέφαλος, μια παροιμία θα σας πω! Μια του κλέφτη, δυο του
κλέφτη, τρεις και την κακή του ώρα! Οι δουλειές είχαν πάρει να ανοίγουν κι εγώ
να ξεθαρρεύω. Με το που έφτανα πια σε μια παραλία, έπιανα να διαλαλώ το
εμπόρευμά μου. Η απληστία όμως φίλοι μου, σε κάνει απρόσεκτο. Τις μπουγάδες τις
είχα ρημάξει. Ο κόσμος κάτι άρχισε να ψυλλιάζεται. Πόσα ρούχα πια να χάθηκαν;
Δε φύσαγε κιόλας, εδώ και δύο μέρες είχε άπνοια.
Κάποιος με είδε και με
παρακολούθησε. Αυτό κατάλαβα, σαν είδα τους δύο αστυνομικούς στην παραλία να
ρωτάνε κάτι τον τύπο με το αναψυκτήριο. Αυτός κούνησε το κεφάλι καταφατικά,
κοίταξε δεξιά κι αριστερά κι έδειξε κατά τη μεριά μου. Οι αστυνομικοί, στην
αρχή με το πάσο τους, μετά όλο και πιο βιαστικά, πλησίαζαν. Σωτηρία δεν υπήρχε!
Βγάζω το παντελόνι, δίνω μια και πέφτω στη θάλασσα. Στο κολύμπι κανείς δεν με
φτάνει. Ξεμάκρυνα με γρήγορες απλωτές. Οι αστυνομικοί έμειναν για λίγο να κοιτάζουν
άπραγοι, μετά έβγαλαν τον ασύρματο, σίγουρα να ειδοποιήσουν για ενισχύσεις. Τι
να έκανα; Θα πλάκωναν τα λιμενικά και θα μ’ έβγαζαν σηκωτό.
Τότε ήταν που άκουσα τη φωνή
στα αγγλικά: «Βοήθεια!» και μετά το ίδιο σε σπασμένα ελληνικά.
Κοίταξα ολούθε μισοτυφλωμένος
από τον ήλιο. Είκοσι μέτρα δεξιά μου, ένα κεφάλι ανεβοκατέβαινε στο νερό.
«Αμάν, κάποιος πνίγεται!» Απατεώνας, ξεαπατεώνας, έστω και μικρής εμβέλειας,
είχα κι ένα φιλότιμο. Κάποιος θα πάτωνε σε λίγο, αν δεν έκανα κάτι! Ξέχασα τους
αστυνομικούς, τα λιμενικά, την καταδίωξη, έκανα βουτιά και κολύμπησα όσο πιο
γρήγορα μπορούσα. Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν τα μαύρα της μαλλιά που
απλώνονταν στο νερό. Την τράβηξα προτού βυθιστεί ολότελα.
Ξεκίνησα για την παραλία. Ας
με πιάνανε! Δεν μπορούσα να αφήσω το κορίτσι να μουλιάζει. Πλησίαζα την ακτή κι
ο κόσμος όλο και μαζευότανε. Δυο τρεις έπεσαν στη θάλασσα να βοηθήσουν. Βγήκαμε
όλοι μαζί. Οι γονείς της κοπέλας κι ο φίλος της πέσανε και με φιλάγανε και μου
σφίγγανε το χέρι. Κι άλλοι πολλοί ήρθαν να με συγχαρούν, κι εκεί που άπλωνα κι
εγώ το χέρι, όπα! να σου κι οι χειροπέδες.
«Εδώ είσαι πουλάκι μου!»
άκουσα τον αστυνομικό χολωμένο. «Εσύ είσαι που ρήμαξες όλες τις μπουγάδες; Για
έλα τώρα μαζί μας να μας πεις πού τις άπλωσες».
Βρέθηκα στο κρατητήριο να φυσάω
και να ξεφυσάω. Κι όχι τίποτα άλλο, ήμουνα και με το σώβρακο, ολότελα
βρεγμένος. Δεν περνάει ώρα κι ακούω φασαρία. «Θυμήθηκαν να μου φέρουν κανένα
παντελόνι», είπα μονάχος μου. «Μην αρπάξουμε και καμιά πούντα!»
Οι φωνές πλησίαζαν. Κάποιος
κάτι έλεγε στα Αγγλικά, ένας άλλος μετάφραζε. Όλο πλησίαζαν. Ένας αστυνομικός
ξεκλείδωσε το κελί.
«Εσύ! Βγες έξω! Άντε, σου
‘φεξε!»
Ο πατέρας της κοπέλας, αυτής
που κόντεψε να πνιγεί, εγγυήθηκε να με αφήσουν. Όλο ευγνωμοσύνη με ρώταγε τι
ήθελα κι αυτός θα το ‘κανε. Για τη μοναχοκόρη του, την αδυναμία του, θυσία θα
γινότανε. Τι σου είναι οι πατεράδες!
Του ζήτησα να μιλήσει στο
δικαστήριο.
«Μόνο αυτό;»
«Μόνο αυτό», απάντησα.
Ο δικαστής ήτανε καλός
άνθρωπος. Άκουσε την ιστορία μου και κούνησε το κεφάλι. Λευκό ποινικό μητρώο
είχα, καλό παιδί με έκοψε, άκουσε και τον ξένο που είχε όνομα στα μέρη του,
μαζεύτηκαν κι οι νοικοκυραίοι ζητώντας να μην τιμωρηθώ, τη γλίτωσα φτηνά.
Αυστηρή επίπληξη και το κατώτερο της χρηματικής ποινής.
Ο ευεργέτης μου πλήρωσε και
βγήκαμε στη λιακάδα.
«Είσαι καλό παιδί, καλό και
θαρραλέο», μου είπε. «Άμα θέλεις, έλα μαζί μας. Έχω μια πολύ καλή δουλειά και
πάντα μου χρειάζονται νέοι άνθρωποι».
Τον ευχαρίστησα. Θα το
σκεφτόμουνα. Έπρεπε βλέπεις να ξεκαθαρίσω αν θα έμενα στο νησί. Τους Κρητικούς,
άμα τους πιάσεις στο φιλότιμο, δεν γλιτώνεις! Μου είπαν οι ντόπιοι να με
βοηθήσουν ν’ ανοίξω ένα κιόσκι, νόμιμα πια.
Κοίτα να δεις πόσο σωτήρια μπορεί να είναι μια
διάσωση!