Αρχές της δεκαετίας του εξήντα σε
ένα χωριό κοντά στην Παραμυθιά. Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στην Ελλάδα,
καθώς ο τόπος αρχίζει να απογυμνώνεται από το ανθρώπινο δυναμικό του. Οι πύλες
της Γερμανίας έχουν ανοίξει για να υποδεχτούν τους μετανάστες, αυτούς που θα
κριθούν κατάλληλοι από τους ίδιους μετά την εξέτασή τους στα γραφεία κάπου στην
Αθήνα. Οι πύλες της Ελλάδας γίνονται ανάμνηση καθώς οι άντρες τη βλέπουν σαν
μακρινή ακτογραμμή από το κατάστρωμα του «Κολοκοτρώνη». Μπρίντεζι και μετά
τρένο μέχρι τη Βορειοδυτική Ρηνανία, στο Βούπερταλ.
Μια νέα ζωή, ο καθένας στη
μοναξιά του και το άγνωστο, χαμένοι σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο. Δύσκολα χρόνια. Η
ψυχή πίσω στην πατρίδα. Στη γυναίκα, στα παιδιά, στα στόματα που περιμένουν,
στα μάτια που λιγώνονται και τρέχουν διαβάζοντας τα γράμματα του μισεμού. Το
σώμα μπροστά στις μηχανές. Γερά κορμιά, αυτά ζητούν οι Γερμανοί. Μια βιομηχανία
ανθίζει κι όσο ανθίζει τόσο πιο λάγνα προσκαλεί αχόρταγη.
Πενήντα χρόνια μετά, το 2011, η
Ράνια θα ακολουθήσει τον δρόμο των παππούδων της. Η Γερμανία ζητάει γερά μυαλά
κι αυτή αποφασίζει μετά την απόκτηση του πτυχίου της Ιατρικής να συνεχίσει σε
ένα νοσοκομείο του Βούπερταλ.
Στάση Άλτερ Μαρκτ, στο τότε και
στο σήμερα. Ίδιος τόπος, διαφορετικοί άνθρωποι. Εκεί, απέναντι από το εναέριο
τρένο, η ζωή κάνει τους κύκλους της. Κι οι άνθρωποι ζουν τις ίδιες καταστάσεις
κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Ο Σωτήρης, ο Τέλης, ο Σωκράτης και τόσοι άλλοι
έχουν να καταθέσουν τις μικρές τους ιστορίες στις μεγάλες ώρες της μοναξιάς.
Πενήντα χρόνια μετά, η Ράνια βιώνει μια διαφορετική μοναξιά που την κάνει να
αναζητήσει αυτές τις ιστορίες του παρελθόντος, να κατανοήσει επιτέλους κάτι που
μέχρι τώρα της ήταν αδιάφορο, να επεξεργαστεί και αιτιολογήσει. Ποια ήταν η ζωή των παππούδων της και των
φίλων τους; Γιατί επέλεξαν να αφήσουν πίσω την οικογένειά τους και να
ξεριζωθούν; Τι τους περίμενε, πώς έζησαν, τι βίωσαν στη Γερμανία;
Νοσοκομείο Peter Krankenhaus. Πενήντα χρόνια
σχεδόν πριν από το σήμερα, η γιαγιά Ουρανία δουλεύει εκεί σαν καθαρίστρια. Και
τώρα, η Ράνια κάτω από άλλες συνθήκες θα εργαστεί στον ίδιο χώρο, κάνοντας την
ιατρική πρακτική της. Το παρελθόν αρχίζει να ξεκλειδώνει τα μυστικά του μέσα
στο γραφείο του προϊσταμένου της Ράνιας και λίγο αργότερα, με την εξομολόγηση
ενός ασθενή. Τα κομμάτια ενώνονται, οι άγνωστοι τελικά γίνονται πρόσωπα οικεία.
Ο Αλέξανδρος Νίκας καταγράφει σε
μυθιστορηματική μορφή την ιστορία της μετανάστευσης πετυχαίνοντας να αποδώσει
την ψυχολογία των ανθρώπων που φεύγουν. Κι αν οι λόγοι είναι διαφορετικοί
(άλλοτε θέμα επιβίωσης, άλλοτε η προοπτική καριέρας, άλλοτε το συναίσθημα και
μόνο), η αποξένωση είναι πάντα η ίδια. Για κάποιους οι συνθήκες είναι
καλύτερες, πατώντας πάνω στον δρόμο που έστησαν με γερή άσφαλτο άλλοι. Η κοινή
μοίρα, τα βάσανα, η μοναξιά, η πατρίδα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ένωσαν
γνωστούς και άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους, τους έκαναν το σύνολο που στήριξε
τις μονάδες. Κι έστησαν μια μικρή Ελλάδα στον ξένο τόπο, αυτήν που βρήκε
πενήντα χρόνια μετά η Ράνια να στηρίζει βήματα και αποφάσεις της.
Χωρίς να θέλει να αναλύσει το
φαινόμενο της μετανάστευσης όπως γράφει στο εισαγωγικό του σημείωμα, ο συγγραφέας πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Μέσα από
απλές καθημερινές ιστορίες, τίθενται και αναλύονται όλοι οι προβληματισμοί
σχετικά με το πάντα καυτό θέμα. Κι αν ζούμε στην εποχή της ταχύτητας και της
πληροφορίας, κι αν ένα ταξίδι τριών ημερών γίνεται σε τρεις ώρες πια, αν κάποτε
ζητούσαν γερά κορμιά και τώρα γερά μυαλά, η ψυχολογία του ανθρώπου που φεύγει,
δεν αλλάζει. Ο νους του είναι πάντα ανάμεσα στο νέο και το παλιό. Ίσως αλλάζει
η επεξεργασία των δεδομένων, το βέβαιο είναι πως ο καθένας μπορεί να κατανοήσει
τους άλλους μόνο όταν βιώσει τις αντίστοιχες καταστάσεις.
Έχοντας και η ίδια πολύ κοντινούς
συγγενείς που μετανάστευσαν, οι «Πύλες εξόδου» με έκαναν να συγκινηθώ
ιδιαίτερα, αλλά και να «καταλάβω» ακόμη περισσότερο τη σύγχρονη ηρωίδα του, τη
Ράνια. Η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ κάθισα να ασχοληθώ ποτέ με το τι βίωσαν
αυτοί οι άνθρωποι ή τα παιδιά τους που μεγάλωναν πίσω με γιαγιάδες και
παππούδες. Να όμως που οι ιστορίες των άλλων, με την χωρίς μεγαλοστομίες γραφή
του Αλέξανδρου Νίκα, μου έφεραν στο μυαλό τους δικούς μου ανθρώπους, τον τρόπο
που φέρονταν όταν επισκέπτονταν την Ελλάδα, σε σύντομες καλοκαιρινές άδειες, τη
συμπεριφορά των παιδιών τους, τις νοοτροπίες που τόσο ξένες μού φάνταζαν
κάποτε. Έχω λοιπόν έναν λόγο παραπάνω να ευχαριστήσω τον συγγραφέα. Και για το
τόσο δυνατό μυθιστόρημα που μας έδωσε, αλλά και γιατί μέσα από τους δικούς του
ήρωες, πήρα απάντηση σε κάτι που αποτελούσε και το δικό μου ερώτημα πάντα. «Μα
πώς αφήνεις πίσω σου τα παιδιά σου και πας σε έναν ξένο τόπο;»
Κλείνοντας, παραθέτω ένα πολύ
μικρό κομμάτι από τη συζήτηση που έχει μετά από τριάντα χρόνια στην ξενιτιά, ο
γερασμένος πια Σωτήρης με τη γυναίκα του Ουρανία, πίσω στα πάτρια εδάφη, χωρίς
κανένα από τα πέντε παιδιά τους κοντά τους.
«Και πού είναι τώρα αυτά τα παιδιά; Τι πετύχαμε με τον ξενιτεμό μας;»
«Τα πάντα» ξανάπε ήρεμα η Ουρανία.
Εκείνος σαν να μην την άκουσε συνέχισε:
«Να σου πω εγώ; Πετύχαμε να μην έχουμε κανένα κοντά μας».
«Ακριβώς. Αυτό λέω κι εγώ. “Πετύχαμε”, Σωτήρη, να μην έχουμε κανένα
κοντά μας. Αν δεν το πετυχαίναμε αυτό, τότε θα αποτυχαίναμε».
Λιτό και περιεκτικό, όπως λιτός
και όμως περιεκτικός είναι ο λόγος του Αλέξανδρου Νίκα. Τον ευχαριστώ για τις
αναμνήσεις των άλλων που έγιναν και δικές μου, για το φως που χάρισε σε ένα
κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας, για τα βιώματα αγάπης που μας πρόσφερε: της
αγάπης αυτού που φεύγει και αυτού που μένει πίσω.
Το μυθιστόρημα «Πύλες εξόδου»
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
Ευρυδίκη προσπαθώ να γράψω, αλλά........χάνονται οι λέξεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάνονται μπροστά στις δικές σου.
Γι' αυτό θα αρκεστώ σ' ένα μεγάλο Ευχαριστώ για όλα τα παραπάνω.
Χαίρομαι που έστω με μυθιστορηματικό τρόπο πήρες κάποιες απαντήσεις για τη μετανάστευση.
Να είσαι καλά
Αλ. Νίκας
Να είσαι καλά Αλέξανδρε! Να γράφεις, να δημιουργείς, να συναρπάζεις!
Διαγραφή