Μια Κυριακή που θέλουν να είναι ντυμένη
με διαφορετικά χρώματα. Δε ζητούν τίποτα περισσότερο παρά να ξεφύγουν από μια
πόλη που το γκρίζο της κάνει αφόρητη την καθημερινότητά τους.
Ο Άρης, η Έλλη, η Πηνελόπη. Δεν
έχουν τίποτα, μονάχα ο ένας τον άλλον, αυτό όμως είναι αρκετό για μια
διαφορετική Κυριακή.
Μια εκδρομή σε ένα τοπίο που τους
γοητεύει. Μια φάρσα που ξεκινάει σαν αθώο αστείο, ένα παιχνίδι για να
καλοπιάσουν τη μέρα τους, να την ξεγελάσουν. Ύβρις; Τι άλλο, όταν ξαφνικά τα χρώματα αλλάζουν κι ο χρόνος
παγώνει και αυτός; Δεν της αρέσουν της ζωής τα αστεία των άλλων, μόνο τα δικά
της ορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Μια γυναικεία τσάντα γεμάτη
τσαλακωμένα όνειρα, η απότομη αλλαγή της διάθεσης, το νευρικό βλέμμα της Έλλης
καρφωμένο στην οθόνη ενός κινητού. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Κι εκεί, στα κοφτερά
βράχια, τρεις φίλοι παίζουν μια παρτίδα ντόμινο. Δεν έχουν υπολογίσει ότι με
μια κίνηση ο ένας θα παρασύρει τον άλλον και θα πέσουν όλοι μαζί. Περίεργο!
Αφού όλα στη ζωή είναι Ντόμινο! Η Έλλη το λέει συνέχεια αυτό.
Πηνελόπη και Άρης, δυο παιδικοί
φίλοι με μια ζωή στο περιθώριο, τέρατα
για τους άλλους. Οι σωματικές και οι ψυχικές δυσμορφίες δίνουν πάντα καλές
αφορμές για άκοπους χαρακτηρισμούς. Κανένας δε θα μπει στον κόπο να ψάξει
βαθύτερα, δύο μέσα στο χάος. Το δικό τους περιθώριο αμβλύνεται όταν θα γίνουν
τρεις. Η Έλλη μπαίνει στη ζωή τους φέρνοντας μαζί της αυτό που έχει ανάγκη ο
καθένας τους. Φιλία που για τον Άρη γίνεται έρωτας, φιλία που για την Πηνελόπη
γίνεται άλλοτε μητρικό χάδι κι άλλοτε ζήλεια για αυτό που η ίδια δεν μπορεί να
προσεγγίσει.
Μια Κυριακή κι οι τρεις γίνονται
δύο. Ένα αστείο, μια απρόβλεπτη αντίδραση και η πτώση. Η ζωή γελάει δυνατά,
τους κρατάει γερά τώρα, στήνει ξανά το παιχνίδι και τους προτείνει μια τελευταία
παρτίδα.
Μαύρα ρούχα, βόλτες στη σκοτεινή
πλευρά της πόλης.
Αίμα και νερό. Στα βράχια που
είναι κρυμμένο το άψυχο σώμα της Έλλης, αίμα και νερό, ζωή με τη δική της
ισορροπία.
Εφιαλτικές παραισθήσεις, δαιμόνια
που βασανίζουν αγίους, άγγελοι που βασανίζουν δαίμονες.
Σκίτσα που ζωγραφίζουν όνειρα,
ατέλειωτα σενάρια σε μια τελειωμένη πραγματικότητα. Ασπρόμαυρες γραμμές
πλασμένες από μια επιθυμία που γίνεται αφόρητη. Ένα τρομαγμένο πρόσωπο που
απεικονίζεται στο εξώφυλλο ενός δίσκου. Ένα ξυράφι με περίτεχνη λαβή. «Κι η σύγχυση θα γίνει ο επιτάφιός μου καθώς
σέρνομαι σ’ ένα ραγισμένο, σπασμένο μονοπάτι». Το τέλος για τον Άρη.
Ένα αφιλόξενο σπίτι κι ένα
αφιλόξενο σώμα. Κλωστές που σπάνε, κλυδωνίζοντας την ισορροπία. Δρόμοι, ζάλη
και το άσπρο σύννεφο. Μια νύχτα και ύπνος σε ένα παγκάκι. Μετά, η θολή υγρασία
διαλύεται από το φως και τη ζέστη που μια λευκοντυμένη φιγούρα φέρνει μαζί της.
Ο νόμος, η έρευνα, το αστυνομικό
τμήμα. Σαν έκθεμα σε μουσείο, αξιοπερίεργο της φύσης και της αυθεντίας των
ανθρώπων. Ένα κελί κι η τελευταία επιθυμία σφαδάζει γραμμένη με αίμα στον
τοίχο. Το τέλος για την Πηνελόπη.
Λευκά φώτα, ακινησία. Ο χρόνος
που τρέχει, ο χρόνος που σταμάτησε. «Λυπήσου
αυτούς, που μια φορά με φτερά ζούσαν, και τα χάνουν, και δεν τους μένει άλλη
χαρά, παρά η χαρά πως θα πεθάνουν…» Όχι! Είναι όμορφοι αυτοί οι στίχοι του
Ναπολέοντα Λαπαθιώτη , κατάρα όμως κουβαλούν. Μια ακόμη μάχη. Οι κανόνες του
παιχνιδιού αλλάζουν. Μια παρτίδα ντόμινο στήνεται ξανά. Μα γιατί κανείς τους δεν
είχε σκεφτεί την κίνηση που λέγεται αγάπη;
Ο Δημήτρης Νίκου γράφει ένα
μυθιστόρημα αφιερωμένο στην ίδια τη ζωή, πλασμένο με τα δικά του όνειρα,
σκέψεις, ελπίδες. Το ντύνει μουσικά με Ραχμάνινοφ και Κίνγκ Κρίμσον, το
στολίζει με σκίτσα από κόμικς και ζωγραφικούς πίνακες. Παίζει με το κολασμένο
μαύρο και το παραδεισένιο λευκό, χρώματα του ντόμινο, την ασπρόμαυρη πλευρά της
ζωής, για να οδηγήσει τον αναγνώστη στη συνείδηση του κόκκινου.. Η ροή του
αίματος, η ταχύτητα και η ακινησία του, έναρξη ζωής και παύση θανάτου είναι μια
πρώτη ερμηνεία. Όμως η ουσία είναι η αγάπη, αγάπη στον εαυτό μας που τρέφεται
σαν χώμα διψασμένο από την αγάπη των άλλων. Να αγαπήσουμε τις πληγές μας για να
τις θρέψουμε, να βιώσουμε κάθε στιγμή σαν δοκιμασία που κι αν τσαλακώσει τα φτερά
μας, θα μας κάνει πιο επίμονους να βρούμε τον τρόπο να πετάξουμε ξανά προς τα
όνειρά μας.
Η γραφή του Δημήτρη Νίκου ξεφεύγει
από τα στεγανά που χαρίζει η κατηγοριοποίηση. Το κείμενο ακολουθεί άλλοτε τα
σκοτεινά μονοπάτια και τις απότομες στροφές του δρόμου που με αγωνία διανύουν
οι ήρωες. Κι άλλοτε ακουμπάει σε εκείνες τις απαλές καμπύλες και σημεία
ξεκούρασης που κάθε δύσκολη πορεία προσφέρει σαν ανάπαυλα. Εκεί που το ζοφερό,
η αγωνία και το σπάραγμα κορυφώνονται, έρχεται πεισματικά το όνειρο, η ανάγκη
της ψυχής να ξεπεράσει τα στεγανά της περίκλειστης σάρκας. Και στον κίνδυνο της
απώλειας που ελλοχεύει, ο συγγραφέας απαντάει με αγάπη. Η καλύτερα με τη
δοκιμασία της αγάπης.
«Βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς
πρόσωπον άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. Νυνί
δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η αγάπη»
Απόστολος Παύλος Α επιστολή προς Κορινθίους.
Πιστεύω πως αυτό θέλει να δείξει
και ο δημιουργός του μυθιστορήματος. Η θαμπάδα του καθρέφτη, αυτές οι μάσκες
που φορούν οι ήρωές του, αλλά και όλοι μας, μόνο με την πίστη, την ελπίδα και
την αγάπη φεύγουν, γιατί τότε μόνο θα δούμε τα πραγματικά πρόσωπα και η
μονομερής, ατελής γνώση θα γίνει συνολική και τέλεια. Κορυφαία είναι η αγάπη,
αυτή είναι τα φτερά μας, αυτή και το όνειρό μας, αυτή και η τελική κατάκτηση.
Έχοντας παρακολουθήσει από την
αρχή του τη δημιουργία αυτού του μυθιστορήματος, την πάλη ανάμεσα στις ιδέες
και τα όνειρα, τα θέλω και τα πρέπει της συγγραφικής νομοτέλειας, θεωρώ πως ο
Δημήτρης Νίκου κατόρθωσε να δείξει με πίστη, ελπίδα και αγάπη στον αναγνώστη
ότι «σημασία έχει μονάχα η ζωή», η ζωή που ως δώρο και όχι ως άχθος μάς δόθηκε.
Ο δρόμος που έχει να διανύσει ο καθένας μας είναι δύσκολος, όμως «αγάπα και όλα ανατρέπονται» όπως και η
τελική ανατροπή-εύρημα του συγγραφέα προτάσσει.
«Σημασία έχει μονάχα η ζωή», από τις εκδόσεις Ωκεανός: ένα μυθιστόρημα ντυμένο με το φως της
αγάπης και τη χάρη της έμπνευσης.
Δεν έχω τι να πω... είναι τόσο όμορφο να διαβάζω έτσι την καρδιά της ιστορίας, των όσων ήθελα να πω γράφοντάς την. Ίσως ...κάτι έκανα τελικά. Και φυσικά δεν είναι τυχαίο που εσύ έγραψες αυτό το κείμενο. Το λες κι η ίδια, παρακολούθησες τον δρόμο αυτού του βιβλίου απ' την αρχή. Πραγματικά σ' ευχαριστώ μέσα απ' την καρδιά μου Ευρυδίκη!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά έκανες και θα κάνεις ακόμη περισσότερα, όσο γι' αυτό είμαι απόλυτα σίγουρη. Όσο για την καρδιά της ιστορίας, ας παραπέμψουμε στο εξώφυλλο, τα λέει όλα.
Διαγραφή