Η Βασιλεία από μικρή θα αναγκαστεί να αποδείξει πόσα μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος. Για να ξεφύγει από το αδιέξοδο της συναισθηματικής και υλικής φτώχειας, θα αφήσει την Ικαρία για να βρεθεί σε μια Αθήνα που αποδεικνύεται αφιλόξενη. Στριμωγμένη σε μια καμαρούλα, η Βασιλεία, καταπονημένη από τον κάματο της ημέρας, φτιάχνει τα δικά της παραμύθια κι ονειρεύεται τον πρίγκιπά της. Κι αυτός μέλλει να είναι ο Σταύρος. Ο έρωτας της ζωής της. Ο άνδρας που δαμάζει τις χορδές του βιολιού και την καρδιά της Βασιλείας.
Δεν της μέλλει να χαρεί, για κάποιους εξάλλου οι μικρές στιγμές ευτυχίας είναι δώρο που η μοίρα δεν το χαρίζει εύκολα. Ακόμη κι όταν ο πατέρας της επιστρέφει από την ξενιτιά της Αμερικής, ακόμη κι όταν η Βασιλεία κάνει τη δική της οικογένεια, ο πόλεμος σαρώνει τις καλές στιγμές. Και τότε, η γυναίκα από πέτρα καλείται να ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια. Ένα πέρασμα για μια καλύτερη ζωή, ένα πέρασμα για την ελευθερία. Λίγα ναυτικά μίλια που οι αντίξοες συνθήκες τα κάνουν δυσθεώρητη απόσταση έως το σημείο που όλα μπορεί να αλλάξουν. Όλα ή τίποτα τελικά; Όχι, δε θα γράψω κάτι παραπάνω, παρά θα αφήσω τον κάθε αναγνώστη να βυθιστεί στη μαγεία του κειμένου.
Και είναι αλήθεια μαγικές οι λέξεις με τις οποίες η συγγραφέας Μαρία Χανιώτου ανασυνθέτει μια αληθινή ιστορία παραθέτοντας το πλήρες ιστορικό υπόβαθρο της εποχής. Μιας εποχής σκληρής που όμως στις μέρες που διανύουμε θα μας θυμίσει ότι όλα κάνουν κύκλο σε αυτή τη ζωή. Η ευτυχία από τη δυστυχία και την ανέχεια κρέμεται πάντα σε μια κλωστή. Αν είσαι κάποιος σαν τη Βασιλεία, τότε έχεις θέληση και δύναμη να προσπαθήσεις για το διαφορετικό όσο κι αν αυτό το πολυπόθητο ζητούμενο μοιάζει χιμαιρικό.
Ζωντανοί χαρακτήρες, άνθρωποι με πάθη, αληθινοί με μία λέξη, δίνουν ζωή στο μυθιστορηματικό τόνο. Οι διάλογοι, άλλοτε με τοπικούς ιδιωματισμούς και άλλοτε σε μία απλή γλώσσα, αυτή που ονομάζουμε γλώσσα της ψυχής, αποδίδουν ανάγλυφα την ανάβαση του κάθε ήρωα στον προσωπικό του Γολγοθά. Αν θέλουμε να μετρήσουμε τι μπορεί να καταφέρει κανείς -όσα δε βάζει ο νους κι η λογική, θα συμπλήρωνα- δεν έχουμε παρά να σταματήσουμε λίγο τον αναγνωστικό μας χρόνο στο μεγαλειώδες έβδομο κεφάλαιο, όπου κάτω από τον τίτλο άνοιγμα στο πέλαγος περιγράφονται οι προσπάθειες μιας χούφτας εξαντλημένων ανθρώπων να περάσουν από το ξερονήσι στον Τσεσμέ.
…Οι στρατιώτες μπήκαν με φωνές να φοβερίσουν όποιον κρυβόταν εκεί. Περίμεναν πως θα βρουν άνδρες πάνοπλους, με τα όπλα στον ώμο έτοιμους για όλα. Έκαναν μερικά βήματα προς τη μάζα που είχε μαζευτεί στη μέσα μεριά της σπηλιάς. Αμέσως οι φωνές τους σταμάτησαν. Έπεσε νεκρική σιωπή. Τα παιδιά χώθηκαν κάτω απ’ τα φουστάνια των γυναικών. Τα σκελετωμένα πλάσματα απέναντί τους προσπάθησαν να σεστηθούν στα πόδια τους για να τους βρει με αξιοπρέπεια το βόλι. Άοπλοι, με μάτια πεταγμένα απ’ τις κόχες τους. Ο Διονύσης άνοιξε το βήμα του και έφθασε όσο πιο γρήγορα γινόταν κοντά τους. Ανησύχησε. Οι στρατιώτες, αμούστακα αγόρια, ξεριζωμένα από την πατρίδα τους, πολεμώντας γιατί τους έλαχε και όχι γιατί το επεδίωξαν, βλέποντας τους άμοιρους ανθρώπους, έπεσαν κάτω και προσκυνούσαν το χώμα κι έκαναν τον σταυρό τους. «Μαντόνα Μαρία», ψιθύριζαν….σελ. 242-243
Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, αναδύεται ανάγλυφο το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς λίγο πριν και λίγο μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δε νομίζω πως θα μπορούσαν να περιγραφούν καλύτερα οι αντιλήψεις και τα πάθη του χθες. Ο αναγνώστης παρασύρεται στη δίνη των γεγονότων και με τη δεινότητα της αφήγησης, καθώς γράφεται ο μυθιστορηματικός επίλογος, αισθάνεται κι ο ίδιος δικαιωμένος.
Και από εδώ, εύχομαι στη συγγραφέα Μαρία Χανιώτου πολλά και δημιουργικά ταξίδια!