Ένα ανήσυχο πνεύμα, η αγάπη για την ίδια τη γη και η έμφυτη νεανική περιέργεια οδηγούν τον Νικήτα σε…..
«….Όταν είσαι παιδί, δεν καταλαβαίνεις τον πραγματικό κίνδυνο, δε δίνεις προσοχή στα λόγια των μεγαλύτερων, πιστεύεις πως όλα λέγονται απλά για να σε τρομάξουν. Δε χρειάστηκε καν να ξεκαρφώσω τις σανίδες, πέρασα ανάμεσα. Η στοά έμοιαζε βομβαρδισμένο τοπίο. Μύριζε μούχλα, ο αέρας ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Με τη βοήθεια του φακού από καθαρή περιέργεια άρχισα να ψάχνω. Ψηλάφιζα τα τοιχώματα μέχρι που βρήκα το λαγούμι. Χώθηκα μέσα προχωρώντας σκυφτός. Κάποιος ενήλικος θα μπορούσε μόνο μπουσουλώντας να το διασχίσει. Συνέχισα να προχωράω ψηλαφίζοντας μέχρι που το χέρι μου άγγιξε κάτι. Τρόμαξα, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν, όμως το τράβηξα και το πήρα στα χέρια μου. Το παράξενο ήταν πως ο αέρας που λίγο πριν ήταν σχεδόν ανύπαρκτος ξαφνικά έμοιαζε να ανανεώνεται από κάπου, ενώ παράλληλα ένα αχνό φως ερχόταν από το βάθος του λαγουμιού. Λίγα μέτρα πιο κάτω μπορούσα ήδη να σηκωθώ και να προχωράω κανονικά. Το φως είχε γίνει περισσότερο και νόμιζα πως ανέπνεα την αύρα της θάλασσας. Ακόμα λίγο κι είχα βρει τη σπηλιά, τη σπηλιά που η έξοδός της, όπως θα ανακάλυπτα αργότερα, ήταν λίγο παραπάνω από το χαμόσπιτο της χήρας. Το φως κι ο αέρας έμπαιναν από εκείνο το άνοιγμα στους βράχους σαν ένα παράθυρο στο Αιγαίο. Κοίταξα γύρω με περιέργεια και μετά αυτό που τόση ώρα κρατούσα στο χέρι μου, το αντικείμενο που είχα αποσπάσει από τα τοιχώματα του λαγουμιού. Έμοιαζε με το πάνω μέρος ενός αγάλματος».
«Τι αγάλματος;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα.
«Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω. Χρόνια αργότερα ήξερα πια πως ήταν ένα κυκλαδικό ειδώλιο».
Ένιωσα τα χέρια μου να τρέμουν, το στόμα μου να στεγνώνει.
«Τι απέγινε;» μπόρεσα να αρθρώσω.
Τα μάτια του έμοιαζαν να φωτίζονται από μια εσωτερική φλόγα. Στο πρόσωπό του είχε απλωθεί το χαμόγελο άνδρα χορτασμένου από έρωτα.
«Ήταν τόσο όμορφο! Μια τέλεια μορφή που μου έκαιγε τα χέρια. Ένιωθα πως η θέση του ήταν εκεί, πως του άξιζε ένας τόπος λατρείας. Το έκρυψα ανάμεσα στις γρανιτένιες πτυχές. Ήταν το δικό μου μυστικό, κανένας δε θα το έβρισκε, κανένας δε θα μπορούσε να το αρπάξει. Αυτή η γυναικεία μορφή ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Αυτή ήταν για μένα η σιωπηλή πέτρα, και μετά ήρθες εσύ, η μετενσάρκωσή της, η δική μου θεά!»…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Σιωπηλή πέτρα», εκδόσεις Μίνωας, σελ. 143-145.