Η Ίρια Φλεριανού, νεαρή αρχαιολόγος, συμμετέχει σε μια ανασκαφή που γίνεται σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Μαζί με το ημερολόγιο της ανασκαφής όπου καταγράφει τις καθημερινές δραστηριότητες, ενημερώνει και το δικό της ημερολόγιο αποτυπώνοντας στις σελίδες του τα συναισθήματα πίσω από τη λατρεία των τύπων.
…Η ομάδα επιτέλους συγκεντρώθηκε. Το έδαφος αποψιλώθηκε από ρίζες και ζιζάνια και χωρίστηκε σε τετράγωνα. Στήσαμε ένα μεγάλο κιόσκι για τα εργαλεία και τον εξοπλισμό. Το κακό ήταν πως δεν υπήρχε μια σκιά, ένα δέντρο να ξαποστάσεις. Ο ήλιος χτυπούσε αλύπητα.
Από την κοινότητα μας έστειλαν πέντε μεγάλες μπλε ομπρέλες. Στήσαμε τέντες, προσπαθώντας να φτιάξουμε μια όαση μέσα στην έρημο. Πάψαμε να βλέπουμε τον τόπο σαν τουρίστες. Δε μαγευόμασταν από τη θάλασσα που έβρεχε την απόκρημνη ακτή πεντακόσια μέτρα δυτικά μας. Ούτε από τη Χώρα που άσπριζε νοτιοανατολικά.
Μόνο σκάβαμε, κοιτούσαμε με προσοχή, ψάχναμε, πληγώναμε τα χέρια μας παρά τα προστατευτικά γάντια, η γλώσσα μας ένα κομμάτι λάστιχο να παλεύει να βρει δροσιά στο στεγνό στόμα. Οι εργάτες έσκαβαν κι ένα τραγούδι ανέβαινε στα χείλη τους. Τους έβλεπα με τις άσπρες τρύπιες τους φανέλες, ένα μαντίλι δεμένο στο κεφάλι κι άλλο ένα στο λαιμό. Σαν να ήταν συγχρονισμένοι, άφηναν τον κασμά και την αξίνα, έπιναν μια γουλιά νερό, σκούπιζαν τα χείλη με την ανάστροφη του χεριού και συνέχιζαν…
Σιωπηλή πέτρα, εκδόσεις Μίνωας, απόσπασμα από τις σελίδες 25-26.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου