Μια από αυτές τις μαύρες σελίδας που η Ιστορία ατελείωτα γράφει, είναι και ο βομβαρδισμός του Πειραιά από συμμαχικά αεροπλάνα, στις 11 Ιανουαρίου του 1944. Ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι θα κάνει την Ελλάδα να θρηνήσει ακόμη μια φορά για τα παιδιά της.
Στην ακριβή ανάσα του νερού, ένας Γερμανός στρατιώτης θυμάται την αποφράδα εκείνη ημέρα.
... Ήρθε το 1944 κι έφτασε ο πρώτος μήνας στις 11, μια μέρα που κανείς δεν θα ξεχνούσε. Ήταν χαρά Θεού. Ο ήλιος φώτιζε το μαύρο χειμώνα του λιμανιού και οι δρόμοι είχαν γεμίσει κόσμο. Όλα έγιναν σε δευτερόλεπτα, κι όμως, τόσα χρόνια μετά, νομίζω ακόμη πως κράτησαν ώρες. Πρώτα η βοή, και ύστερα τα αντιαεροπορικά, που ο ήχος τους τρυπούσε τα αυτιά. Ο κόσμος έμεινε παράλυτος, μαρμαρωμένος, σαν να μην είχε καταλάβει… και ξαφνικά σκοτάδι.
»Τι θυμάμαι; Κραυγές, γυναικείες και αντρικές, που γινόντουσαν ένα με τα αποκρουστικά σφυρίγματα. Όλα γύρω τραντάζονταν, και η γη μούγκριζε λες και ήθελε να δείξει την οργή της. Οι άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι για να φτάσουν στο κοντινότερο καταφύγιο. Η σκόνη, τα τούβλα και τα ανθρώπινα μέλη έγιναν ένα. Όσους είχαν αποφύγει τις ίδιες τις βόμβες τους είχε πετάξει το ωστικό κύμα, μπερδεμένα κουβάρια πάνω σε σπασμένες πόρτες, σωρούς από ξύλο και σοβάδες, με χέρια και πόδια στρεβλωμένα και πρόσωπα με τον τρόμο παγωμένο στα χαρακτηριστικά τους. Με φρίκη τα παρατηρούσα όλα αυτά, σαν να βρέθηκα εκεί εντελώς τυχαία. Ούτε που είχα καταλάβει πως από θαύμα ζούσα ακόμη, και τσιμπώντας το μουδιασμένο μου σώμα για να βεβαιωθώ πως όλα ήταν στη θέση τους, είδα με μάτια γεμάτα έκπληξη και θαυμασμό αυτή που θα γινόταν η γυναίκα μου, να σκύβει πάνω από ένα κοριτσάκι. Τα μαλλιά της, γεμάτα σκλήθρες και αποκαΐδια, έπεφταν στο πρόσωπό της καθώς προσπαθούσε να σηκώσει τη μικρή που κλαψούριζε χαμένη. Εκείνο το παιδί όμως, αδύνατο σαν κλαράκι, έμοιαζε να έχει ριζώσει στο δρόμο, και με μια πρωτόγνωρη δύναμη αντιστεκόταν. Οι αδύναμες στην αρχή φωνές διαμαρτυρίας του κατέληξαν σε θρήνο ίδιο με τις σειρήνες. Η μητέρα σου κοίταξε ολόγυρα ψάχνοντας κάποιον να βοηθήσει. Λίγο παραπέρα, ένα καρότσι έστεκε ανάποδα, με μια ρόδα μονάχα να του έχει απομείνει, και η πραμάτεια του, φτηνά υφάσματα που τώρα ήταν κουρελιασμένα, είχε σκορπίσει βορά σε αρπακτικά χέρια. Η ανέχεια δε γνωρίζει λύπη. Επιτήδειοι αλήτες αλλά κι εκείνοι που η απελπισία τους είχε παραμερίσει την ανθρωπιά άρπαζαν ρούχα, τρόφιμα, ακόμη και κατοχικά λεφτά που έμοιαζαν να πέφτουν βροχή από τον ουρανό. Το μικρό κορίτσι έστρεψε το βλέμμα του στο καρότσι, και καθώς είδε τα άπληστα χέρια να προσπαθούν να το γυρίσουν όρθιο άρχισε να ουρλιάζει. Και τότε η φωνή της μητέρας σου με κεραυνοβόλησε. “Εσύ! Τι κοιτάζεις;” μου φώναξε. Σαν σε όνειρο, άρπαξα το όπλο μου και όρμησα στους κλέφτες, όμως αυτοί είχαν γίνει ήδη καπνός. “Βοήθησέ με!” με διέταξε τότε εκείνη, και απόρησα πώς έβγαινε τόση αγριάδα από μέσα της… Ήμουν στρατιώτης, όμως πρώτη φορά ο θάνατος μου είχε φανεί τόσο άδικος κι αποκρουστικός. Ντρεπόμουν, πρώτα για εμάς και μετά για όλους τους άλλους, για όλους εμάς που ο σκοπός κάποιων αρρωστημένων μυαλών άγιαζε τα δικά μας μέσα!»
Η ακριβή ανάσα του νερού, σελ.222-224, εκδόσεις Μίνωας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου