Μέχρι το 1950 το Νεκρομαντείο οριζόταν σαν έννοια στη σφαίρα του μύθου και της φαντασίας. Υπήρχαν βέβαια οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όμως υπερίσχυε ο σκεπτικισμός και η δυσπιστία. Το 1958,ο καθηγητής της Αρχαιολογίας, Σωτήριος Δάκαρης πείστηκε τελικά από τον δάσκαλο και «ερασιτέχνη» αρχαιολόγο Σπύρο Μουσελίμη, να ανασκάψει στο Μεσοπόταμο, στο λόφο όπου ήταν κτισμένη η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου αντιλαμβανόμενος το εσφαλμένο του υπολογισμού του ότι το περιβόητο μαντείο βρισκόταν κάπου στις λάσπες του Αχέροντα ποταμού στις όχθες της Αχερουσίας Λίμνης. Οι ανασκαφές έλαβαν χώρα από το 1958 έως το 1964 και από το 1976 έως το 1977.
Τα ευρήματα μάς αποστόμωσαν. Ναι, το Νεκρομαντείο υπήρχε, δεν ήταν εικασία, αλλά κάτι το απτό πλέον. Το μεγαλύτερο κομμάτι του οικοδομήματος τοποθετείται χρονικά προς τα τέλη του τέταρτου με αρχές του τρίτου προ Χριστού αιώνα. Πρόκειται για το κυρίως ιερό που περιβάλλεται από ένα πολυγωνικό περίβολο.
Προς τα τέλη του τρίτου προ Χριστού αιώνα προστέθηκαν νέοι χώροι στα δυτικά του συγκροτήματος. Αυτό το χρονικό διάστημα το Νεκρομαντείο ακμάζει και ήταν η πελατειακή αύξηση που οδήγησε στην επέκταση των εγκαταστάσεων και ειδική διαμόρφωση ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να φιλοξενηθούν για όσο διάστημα κρινόταν αρκετό.
Και εδώ βρίσκεται η διαφορά αυτού του μαντείου από τα αντίστοιχα των Δελφών ή της Δωδώνης. Γιατί στο Νεκρομαντείο, ο επισκέπτης δεν μεταβαίνει για να πάρει απλά και μόνο ένα χρησμό, αλλά για να συνομιλήσει με τις ψυχές των οικείων του αλλά πεθαμένων προσώπων. Ο πόνος του θανάτου και οι συγγενικοί δεσμοί, ο σπαραγμός του αποχωρισμού και η αίσθηση της απώλειας, σημεία όχι των καιρών, αλλά διαχρονικά, οδηγούσαν προς τα εκεί όλο και περισσότερους ανθρώπους γεμάτους φόβο, δέος αλλά και ελπίδα.
Ποιος όμως μπορεί αλήθεια να συνομιλήσει με τους νεκρούς; Υπήρξε λοιπόν το Νεκρομαντείο μια καλοστημένη απάτη των αρχαίων προγόνων μας; Η απάντηση δίνεται από τη χωροταξία και τα ευρήματα των ανασκαφών. Τα «δωμάτια» και η χρήση τους καθώς και η πληθώρα διατροφικών υπολειμμάτων, αλλά και τα τμήματα γραναζιών που βρέθηκαν αποτελούν τα στοιχεία για την εξήγηση της λειτουργίας του ιδιόμορφου αυτού μαντείου.
Όλα συνηγορούν στο ότι ο επισκέπτης υποβαλλόταν σε μία εξαντλητική δίαιτα κύριο συστατικό της οποίας ήταν οι κύαμοι, τα κουκιά δηλαδή σε συνδυασμό με λιπαρές τροφές και βότανα. Προφανώς οι γνώσεις φαρμακολογίας δεν έλειπαν από τους ιερείς καθώς η πυκνή και πλούσια χλωρίδα της περιοχής προμήθευε ανελλιπώς το «φαρμακείο» τους. Η λιπαρή διατροφή εναλλασσόμενη με δίαιτα και καθαρτήρια λουτρά, προσευχές και «κατήχηση» από τους ιερείς έφερνε τον επισκέπτη-πελάτη σε μία κατάσταση αδυναμίας και παραισθητικής σύγχυσης. Τότε πλέον ήταν έτοιμος να μπει στο κυρίως ιερό, εκεί όπου θα εμφανίζονταν οι σκιές των προσφιλών του νεκρών. Η κατασκευή του χώρου αυτού και ειδικότερα η τοιχοποιία του συνηγορούν στην αποδοχή της θεωρίας ότι υπήρχαν κρυφοί διάδρομοι και χώροι όπου οι ιερείς ή οι βοηθοί τους μετακινούνταν αθέατοι και ανεβοκατέβαζαν είδωλα που έδιναν την εντύπωση στον επισκέπτη ότι συνομιλούσε πράγματι με τους νεκρούς.
Όταν πλέον η επαφή με τις ψυχές είχε ολοκληρωθεί, ο επισκέπτης αποχωρούσε από άλλη έξοδο προς τα ανατολικά (και όχι τη βορεινή από την οποία είχε μπει) δίνοντας όρκο σιγής ως προς το τι διαδραματίστηκε γιατί αυτό θα ήταν μίασμα και προσβολή προς τους νεκρούς ή καλύτερα για να μην προϊδεάσει τους επόμενους επισκέπτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου