Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

 Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρική ιδέα του μύθου. Ξεκινώντας από την καταστροφή της Πρέβεζας μετά τη μάχη της Νικόπολης, το 1798, καταλήγει σε μιαν άλλη μαύρη σελίδα, αυτήν του Νοεμβρίου του 1825, τέσσερα χρόνια μετά την κήρυξη της Επανάστασης, στα μπουγάζια της Αγουλινίτσας κατά του Ιμπραήμ.

Θα γνωρίσουμε πώς σπέρνεται ο σπόρος της Μεγάλης Ιδέας, πώς καρπίζει και μεταφέρεται. Μια προεπαναστατική Ελλάδα και μετά η αρχή της απελευθέρωσης, η διχόνοια, η πάλη για εξουσία, οι εμφύλιες διαμάχες, οι αλλότριες παρεμβάσεις. Κλέφτες, κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες, έμποροι, διανοούμενοι, πολιτικοί και πολιτικάντηδες. Συμφέροντα που μπλέκονται και περιπλέκονται. Ένα έθνος που παλεύει να ξαναβρεί τις ρίζες του. Μυστικές συναντήσεις, μεγαλείο ψυχής, αυταπάρνηση. Κι από την άλλη, διπροσωπία, εγωπάθεια, αρχομανία, επίδειξη πλούτου και δύναμης. Ο ταγμένος και ο καιροσκόπος. Και από το σύνολο στο επιμέρους. Οι αγώνες και τα πάθη ιδωμένα μέσα από τα μάτια του κόσμου μιας μικρής μεριάς του Μοριά.

Ο Χαλασμός της Πρέβεζας. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Οι Βενετσιάνοι παραδίδουν στους Φραντσέζους. Σε καλύτερα χέρια θα βρεθούμε, μολογάνε οι Πρεβεζάνοι κι ανασαίνουν ανακουφισμένοι. Τα σχέδια όμως του Οθωμανού δεν τα χαλάνε αυτές οι ευρωπαϊκές αλλαγές φρουράς. Φωτιά κι αφανισμός περιμένει όσους μπαίνουν στο στόχαστρο της Υψηλής Πύλης. Και η Ελένη, που μόλις έχει συνέλθει από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, βρίσκεται εξόριστη στη μαύρη λίμνη. Θα αγαπήσει τον τόπο, θα αγαπήσει τον προστάτη της, εκείνον τον φέρελπι Φιλώτα Κοροβέση, γιο άρχοντα, σπουδαγμένο και αριστεύσαντα στο εξωτερικό. Κι από καπριτσιόζα έφηβη θα μεστώσει όπως μεστώνει η αγάπη της. Θα βγάλει ρίζες και κλαδιά και ανθούς. Ένα περιβόλι θα γενεί σαν εκείνο της πατρίδας που σπόρο γόνιμο περίμενε να αυγατίσει.

Αυτό που σε κατατρώει ή που θα σου δώσει δύναμη ή που θα σε αφανίσει. Γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος. Αγαθό ερίφιο και τρομερό σαρκοβόρο συνάμα. Γεννιέται άγραφη σελίδα. Κι άλλοι λένε τα γονίδια, άλλοι οι περιστάσεις είναι που σε πλάθουν στη ζωή. Χαράζεις μια πορεία, κι αν κάποτε ξεφύγεις, στο χέρι σου είναι να τη διορθώσεις. Μα, αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, πώς να αναγνωρίσεις το λάθος; Αν θρέφεσαι από δήθεν αδικίες, στραβοπατήματα και στραβοκοιτάγματα, αν οι περγαμηνές σου αραχνιάζουν σε μια γωνιά κι ο καθρέφτης σου θαμπώνει, ενώ εσύ κατεβαίνεις στα πιο πυκνά σκοτάδια; Δε σε λένε Ελένη τώρα, σε λένε Λητώ. Είσαι η αντίζηλος, φθονείς και έχεις ένα σχέδιο. Σαν εκείνα τα σαρκοβόρα φυτά έλκεις με σπάνια χρώματα και άλλες χάρες τα ανυποψίαστα αφελή έντομα. Στο χέρι σου είναι να αλλάξεις πορεία ή μήπως ενδόμυχα περιμένεις να πληρωθείς ό,τι σου αξίζει;

Πάθη φανερά και άλλα καμουφλαρισμένα και ανομολόγητα. Ο έρωτας ο ιερός, ο μεγαλειώδης. Στο άλλο άκρο ο ερεβώδης, ο ανόσιος.

Μια λίμνη τροφοδότρα κι ένας πύργος που δεσπόζει στα ψηλώματα. Αντίκρυ η θάλασσα και τα φιλικώς κείμενα νησιά.

Κάθε εξέγερση γράφεται με αίμα. Οι καρποί του ξεσηκωμού διψασμένοι, αχόρταγοι να στεριώσουν δίχως όρια. Παραδίνεσαι στην Ιδέα τη Μεγάλη, στον Ιερό Σκοπό. Την υπηρετείς με το είναι σου, ειδάλλως την ώρα της Κρίσης δικάζεσαι και βρίσκεσαι ελλιπής.

Αστείρευτη πηγή γνώσεων και λογοτεχνικού πλούτου, η Ελένη Στασινού συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη της μέσα από έναν μύθο που μιλάει για πάθη. Πάθη της Ζωής και της Επανάστασης. Για μαύρες αλλά και τιμημένες σελίδες της Ιστορίας. Πεπραγμένα καλώς ή κακώς καμωμένα έρχονται να υφάνουν πάνω στο στημόνι τα παιχνίδια της καρδιάς, του νου και της σάρκας. Και μοιάζουν με τα σχέδια που η λεπτή γουρουνότριχα της τρίτης μάνας φτιάχνει στη σαρμανίτσα, την ξύλινη κούνια που θα υποδεχτεί μια νέα ζωή σε μιαν Ελλάδα ελεύθερη. Πουλιά και λέλουδα με έναν ήλιο φωτοδότη μέχρι που αντιγυρίζουν σε έρεβος, εκείνο το βαρύ σύννεφο που απλώνεται Νοέμβρη καιρό του 1825 πάνω από τη λίμνη, εκείνο που επίκληση καμία δεν το σκιάζει, εκείνο που μόνο όταν τραφεί ανδρεία, αίμα, φωτιά και χαμό άδικο, μόνο τότε θα αλαφρώσει και θα χαθεί, να αφήσει πίσω του ανάσα ελεύθερη σε γη καμένη μα αδούλωτη πια. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, θέλει μεγαλείο ψυχής, θέλει έρωτα αγιάτρευτο. Βαρύ το τίμημά της, άχθος για τους βολεμένους, τους δειλούς, τους ανυποψίαστους. Κι αν είναι να σώσεις τη ζωή σου, το βιος σου, το αίμα σου ή την πατρίδα, τι διαλέγεις; Πάθος είναι ο έρωτας. Πάθος και η απληστία. Θα σε πάνε στον χαλασμό. Πώς να τα συμβιβάσεις; Όταν τα θέλω σου από σπίθα αρπάζουν φωτιά που δυναμώνει, τι να διαλέξεις; Πώς τιθασεύεις σώμα, ψυχή, καρδιά; Πώς στέκεσαι στο ύψος των περιστάσεων;

Μεγίστη του λόγου η Ελένη Στασινού, με το νέο της μυθιστόρημα δεν μας δίνει μόνο πολύτιμες γνώσεις ιστορίας, αλλά και μια συμπυκνωμένη κοινωνιολογική μελέτη συνάμα με μια κατάδυση στα άδυτα της ψυχής.

Ένα μυθιστόρημα για το ανθρώπινο μεγαλείο αλλά και τη μικρότητα. Για την ελευθερία και την αρετή, αλλά και για τον φόβο και την ολιγωρία. Για το αντίτιμο των πράξεών μας.

Η αφήγηση άλλοτε καταιγιστική, χωρίς ανάσα, άλλοτε με γλύκα και γαλήνη, σαν τη λίμνη που κυριαρχεί στον μύθο της μοιάζει. Ζωοδότρα αλλά και φλεγόμενη πλανεύτρα.

Ένας συναρπαστικός άθλος που καθηλώνει μέχρι την τελευταία σελίδα.

Η Ελένη Στασινού γνωρίζει πώς να πάρει τον αναγνώστη στο ταξίδι της, να τον τιθασεύσει σαν τον Κέλητα, εκείνο το ερωτευμένο άλογο του μύθου της, να τον δέσει μαζί της για πάντα.

Το μυθιστόρημα “Μύχια Πάθη” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Γιάννης Δενδρινός: Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους

 
Χειμώνας του 49. Σε ένα νησί, στο Ιόνιο. Στον απόηχο ενός εμφυλίου που οδεύει προς το τέλος του. Αχάραγα εμφανίζεται έξω από το καφενείο του χωριού ένα κορίτσι με πάλλευκη επιδερμίδα. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε, ούτε η ίδια μπορεί να τους διαφωτίσει, αφού δεν μιλάει. Στα μαύρα χρόνια που
όλη η Ελλάδα έχει περάσει, ίσως σε κάποιους ανθρώπους η συμπόνια να είναι το μόνο περίσεμα. Το χωριό ανοίγει την αγκαλιά του στο βουβό κορίτσι, δίνοντάς το στην καπετάνισσα να το αναθρέψει. Δίνοντάς του ένα όνομα, Γαλάτεια.

Αυτή είναι η απαρχή της νουβέλας του Γιάννη Δενδρινού που με μαεστρία αναδιαρθρώνει τον χρόνο μέσα από τις αφηγήσεις του Ορέστη και της Φωτεινής οι οποίες εναλλάσσονται στο πρώτο μέρος της. Δύο διαφορετικές φωνές, η μεγαλύτερη σε ηλικία αντρική και η νεανική γυναικεία. Σε ένα πιο σύγχρονο χρονικά σημείο, στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Η κουβέντα τους φέρνει την ανάσα των βιωμάτων, της παιδείας, της μνήμης τους Θυμίζει εκείνο το παιχνίδι με τις λέξεις, αντικριστά σε δύο στήλες, με την αριστερή να αντιστοιχίζει τη δεξιά. Ο αόρατος ακροατής τους, ο αστυνόμος, ακούει τις μαρτυρίες τους σχετικά με ένα συμβάν που αρχικά δεν κατονομάζεται.

Ένας ιστός αράχνης που απλώνεται, μια τραγωδία που επαναλαμβάνεται σε δεύτερο χρόνο, μια κλειστή κοινωνία, ένα κλειστό σπίτι. Οι ήρωες σαν τα έντομα παγιδεύονται στον λαβύρινθο της ζωής-ιστού, τραυματίζονται, ακολουθούν μια πορεία που ενδόμυχα οι ίδιοι χάραξαν. Μοναδική εξαίρεση, το βουβό πρόσωπο αυτής της ιστορίας που προσφέρεται αμαχητί ως εξιλαστήριο θύμα. Εκείνη, η βουβή Γαλάτεια, μοιάζει αερικό, σκόνη που ένας αέρας φύσηξε, την πήρε και χάθηκε χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, ένα ελάχιστο αποτύπωμα. Μια ζωή χαμένη, μια ζωή για την οποία τα πιο κοντινά της πρόσωπα δεν γνωρίζουν παρά τρίμματά της.

Τραύματα που αφήνουν σημάδια, αόρατα στα απαίδευτα μάτια. Γιατί τα ορατά ξυπνούν τη μνήμη των πολλών, εκείνα όμως που κρύβουμε μέσα μας, εκείνα που ωθούμε στο υποσυνείδητο, βρίσκονται πάντα μαζί μας, είναι σάρκα και αίμα μας. Τα φροντίζουμε σαν ένα τρυφερό λουλούδι, μη τυχόν και μαραγκιάσουν και πάψουν να μας θυμίζουν ότι είμαστε θνητοί, έρμαια των επιλογών μας, όσο κι αν πολλές φορές ρίχνουμε το φταίξιμο στη μοίρα, στην τύχη, στις συγκυρίες.

Οι πράξεις μας είναι επιλογές μας, ισχυρίζεται ο Ορέστης, ο καταξιωμένος δημοσιογράφος που καταθέτει τη δεκάχρονη σχέση του με τη Γαλάτεια, το κορίτσι εκείνου του χειμώνα του 49. Μιλάει για ένα πλάσμα ονειρικό, που ήρθε στη ζωή του από το πουθενά, για να γίνει η σύντροφος της εφηβείας του. Οι μνήμες του αλλού και άλλοτε τον συνεπαίρνουν, γίνεται λυρικός, νοσταλγός, μακρηγορεί γιατί το έχει ανάγκη. Η Γαλάτεια είναι το δικό του σημάδι, μια πληγή που τη φρόντισε όσο μπορούσε, ώσπου γιατρεύτηκε εξωτερικά, αλλά κακοφόρμισε η θύμησή της. Κακοφόρμισε γιατί ο εγωισμός είναι που θρέφει την εθελοτυφλία.

Η Φωτεινή από τη μεριά της μιλάει για τη βαριά ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι της. Για μια μάνα που της αφήνει σχέδια παντού, για να αντικαταστήσει τις λέξεις που χάθηκαν μέσα της. Για έναν πατέρα με αμφίσημες παρέες και συναλλαγές στα χρόνια της Δικτατορίας. Για το σκοτάδι που καταπίνει όλο της το είναι, την κάνει να νιώθει ξεριζωμένη, άπατρις, απόκληρη. Η φωνή της μάνας είναι παρηγοριά, απάγκιο, βάλσαμο για μια τρυφερή παιδική ψυχή. Η Φωτεινή όμως δεν έχει τέτοιες αναμνήσεις, τέτοια βιώματα. Συνεπακόλουθα, η ζωή της γεμίζει άχθος, το βάρος ενός αρρωστημένου περιβάλλοντος. Ένα βουβό σπίτι, ένα δωμάτιο που οι ρωγμές στον τοίχο δημιουργούν ένα παλίμψηστο, μόνη διέξοδο του ψυχισμού της σε εικασίες και ονειροφαντασίες μιας ζωής που της μοιάζει κακοτεχνία. Μιας ζωής άτακτης, μισής, όπως άτακτα και μισά στο νόημά τους είναι τα σκίτσα της μητέρας της.

Στο δεύτερο μέρος της νουβέλας, σε τριτοπρόσωπη πλέον αφήγηση, εισάγονται δύο νέα πρόσωπα. Πρόκειται για τη Φωφώ, μητέρα του αστυνόμου ο οποίος στο πρώτο μέρος, αθέατος και βουβός ακούει τις καταθέσεις, και για τον Μίμη, τον λαχειοπώλη φίλο της. Ένα απογευματινό δίωρο στα Πετράλωνα. Το στίγμα τους αυτό των λαϊκών, απλών ανθρώπων, ντόμπροι και οι δύο. Βασανισμένοι, στροβιλίστηκαν στη δίνη της ζωής, δεν βαρυγκώμησαν όμως. Τα χνάρια τους, τρεμάμενα αστέρια, μονάδες ίδιες με αμέτρητες άλλες, αόρατα για το πλήθος. Τι ειρωνεία όμως. Τη διαφορά στη ζωή την κάνει αυτή η κάθε αόρατη επίμονη μονάδα, στάλα στάλα, μέχρι να γίνει νερό που ορμητικό σαρώνει και ξεπλένει. Είναι αυτή η μονάδα, που το σκεπτικό της συμπυκνώνεται στο ότι η πορεία μας σε αυτόν τον κόσμο είναι μια συνάρτηση αυτοβουλίας και συγκυριών. Η μονάδα που ξεπερνάει το εγώ της, που τιμάει και γιατρεύει τα τραύματά της.

Τα τραύματα είναι αιχμαλωσία και απελευθέρωση. Αν ο Ορέστης και η Φωτεινή βρισκόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο, όσο ο καθένας τους έδινε τη δική του συνεισφορά στην εξιχνίαση του μυστηρίου, θα έβλεπαν με καθαρό βλέμμα τα δικά τους τραύματα. Και ίσως τότε καταλάβαιναν ότι η εμμονή είναι το ανυπέρβλητο εμπόδιο της ενσυναίσθησης. Αναλωνόμαστε στο να ρίχνουμε αλάτι στις πληγές μας, νομίζοντας ότι ο επιπλέον πόνος θα μας κάνει πιο δυνατούς. Αγαπάμε να μισούμε. Σκεφτήκαμε ποτέ όμως τον πόνο των άλλων; Αιχμάλωτοι, εγκλωβισμένοι, με στεγανά, και μεγάλες ιδέες. Με πίκρα, με χολή, υπερφίαλοι, ανάλγητοι. Τα μάτια μας είναι ανοιχτά, τα αυτιά μας επίσης. Βλέπουμε όμως και ακούμε διυλίζοντας μέσα από το εγώ μας. Τα τραύματα είναι βιώματα, είναι δικά μας, ξεχωριστά για τον καθένα, τα ρούχα που φοράμε σε αυτή τη ζωή. Να τα φροντίζουμε πρέπει, να μας θυμίζουν πως είναι οι αποσκευές μας, το μέσο για να βελτιωθούμε. Να καταφέρουμε να ζήσουμε με αυτά, όχι δέσμιοί τους, αλλά τιμώντας τα, θεωρώντας τα ένα μάθημα που μας πήγε παραπέρα.

Αυτές και πολλές ακόμα σκέψεις μου γέννησε το βιβλίο του Γιάννη Δενδρινού, που με έναν μεστό συμπυκνωμένο λόγο, με μαεστρία και επιδεξιότητα, δίνει τις διαστάσεις μιας ανθρώπινης τραγωδίας. Με απόλυτη σαφήνεια η συνάρτηση τραύματα- αιχμαλωσία και τραύματα-απελευθέρωση αποτυπώνεται στο πρώτο και το δεύτερο μέρος της λογοτεχνικής του δημιουργίας.

Είναι ιντριγκαδόρικο λογοτέχνημα η νουβέλα, καθώς ο συγγραφέας καλείται να πλάσει και να εξελίξει τον μύθο του χωρίς τα βοηθήματα που πλεονάζουν σε ένα μυθιστόρημα. Καλείται να πλάσει αληθινούς χαρακτήρες, να τους εξελίξει, να τους κινήσει στο χρονοτοπολογικό του γίγνεσθαι. Να ορίσει, αν όχι φανερά, την αρχή, τη μέση και το τέλος του, και τέλος να φέρει την κάθαρση ή την ελπίδα της κάθαρσης.

Το στοίχημα με τη νουβέλα, ακριβώς λόγω της σχετικά μικρής της έκτασης, είναι να μη μακρηγορήσει και πλατειάσει. Ο συγγραφέας να καταφέρει να κεντρίσει τον αναγνώστη, να τον κάνει να μείνει μαζί του. Αυτό το τραχύ μονοπάτι ο Γιάννης Δενδρινός το διαβαίνει άκοπα. Ο τρόπος που αποδίδει τον μύθο του έχει μια μαγεία που συνεπαίρνει. Κάθε μία από τις τέσσερις φωνές των κεντρικών ηρώων χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή μοναδικότητα. Οι πράξεις και οι κινήσεις τους, τα λόγια και τα πάθη τους ρέουν ανάγλυφα μέσα από το κείμενο. Ακόμα και οι δευτερεύοντες ήρωες όμως, πρόσωπα με ένα στιγμιαίο πέρασμα, κάνουν απόλυτα αισθητή την παρουσία τους, όντας δεμένοι με λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες, με μια αρμονική οικονομία.

Ένας μύθος στέρεος, ένα ψυχογράφημα με απόλυτη δυναμική.

Η νουβέλα «Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

 

Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως ο καθένας μας. Γιατί θέλει αρετή και τόλμη να μπορείς να υπερβείς τα όριά σου για να αναζητήσεις το όνειρό σου πέρα από την απατηλή λάμψη του κόσμου που μας έχει περιχαράξει. Αχθοφόροι είμαστε όλοι μας, οδοιπόροι ελάχιστοι, εκείνα τα μυαλά τα φωτισμένα, εκείνοι οι άνθρωποι που χαράζουν τη δική τους επίπονη πορεία προς μία ουτοπία ή μήπως όχι;

Ο ήρωας του αφηγήματος του Δημήτρη Νίκου πορεύεται προς έναν άλλον ήλιο, έναν άλλον τόπο, παίρνοντας βαθιές ανάσες για να αντέξει, φορτωμένος έναν σάκο φτιαγμένο από έγνοιες και κακοτοπιές, από θλίψη και οργή. Έναν σάκο που τον έχουν θρέψει τα αγριεμένα βλέμματα, οι φθονερές διαθέσεις, η ασίγαστη κακία. Δεν ξεφτίζει ποτέ αυτό το βάρος στην πλάτη του, αντίθετα γιγαντώνεται, μα άμα ψάξεις το περιεχόμενό του, θα διαπιστώσεις ότι είναι αδειανός.

Περπατάει ο οδοιπόρος, φεύγει, προσπερνά. Δεν ανήκει πουθενά, δεν ξαποσταίνει. Ψάχνει ένα φως, πότε απόμακρο, πότε τόσο κοντά του. Το φως σηματοδοτεί το όνειρό του για εκείνον τον τόπο που ζεσταίνει ένας άλλος ήλιος .

Περπατάει, πορεύεται, ατενίζει, κοπιάζει, οραματίζεται, ελπίζει. Αρνείται να ζήσει μιαν άδεια ζωή, αρνείται να υποταχτεί. Ξεκόβει από το πλήθος, οι γνώμες των άλλων τον αφήνουν αδιάφορο, κλείνει τα αυτιά του και συνεχίζει. Αν επιβιώσει, θα έχει νικήσει. Αν όχι, δεν θα έχει παραδοθεί αμαχητί. Ο δικός του κόσμος δεν προσκυνάει την ύλη, το νερό και ο αέρας είναι η ουσία της ζωής του.

Η πόλη τον τσακίζει. Τη βλέπει σαν ένα ασπρόμαυρο παζλ με χιλιάδες κομμάτια που ανάμεσά τους θα ψάξει να βρει το πέρασμα για να βγει στη θάλασσα. Να σ’ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω, απ’ το βουνό ψηλά, στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά. (ο πρόλογος από τη συλλογή Το φως που καίει του Κώστα Βάρναλη). Θάλασσα που γίνεται ταυτόσημη της ζωής. Νερό κι αέρας κι ένας έρωτας που είναι κι αυτός νερό κι αέρας.

Μακρύ το ταξίδι κι η φαντασία πλάθει τόπους και χρόνους. Η φαντασία είναι ζοφερή. Εφιαλτικά προβάλλει εικόνες από έναν κρανίου τόπο όπου το αίμα ποτίζει τη γη για να καρποφορήσει φυτά με ανθρωπόμορφα λουλούδια. Σπαράζουν τα άνθη, βγάζουν μια κραυγή, μαραίνονται, πέφτουν ξανά στη γη, για να βλαστήσουν αμέσως άλλα. Μια μάταιη προσπάθεια να φτάσουμε στα ύψη, να αγγίξουμε την εικόνα που ο καθένας μας ορίζει για Θεό του; Μια υπενθύμιση της σύντομης ύπαρξής μας σε αυτή τη ζωή;

Πυρακτωμένα μέλη, πυρακτωμένες σκέψεις παράφορες. Κάποτε τις δροσίζει η νύχτα. Ανάσες πότε κοφτές πότε πιο βαθιές. Κι εκείνο το φως; Ας μην το χάσεις, μη κλείσεις τα μάτια, μη σταματήσεις, μη σταματήσεις να ανασαίνεις, να περπατάς, να προσπαθείς.

Μην εγκαταλείψεις, μη γίνεις ένας από τους πολλούς, τους ασήμαντους, τους παραιτημένους, τους βολεμένους. Όλους εκείνους που μέρα με τη μέρα γίνονται στρατιά ολάκερη, σαν τα κεφάλια μιας άτρωτης Λερναίας Ύδρας ξεπετάγονται και χλευάζουν και δείχνουν με το δάχτυλο και γελάνε ειρωνικά και κακολογούν και σχολιάζουν και έχουν γνώμη για το καθετί, αμαθείς ή ημιμαθείς επαΐοντες.

Εσύ, Οδοιπόρε, θα τον βρεις τον τόπο σου, εκεί που το άρμα του Ήλιου θα σε οδηγήσει, και σαν ένα αγριολούλουδο, ταπεινό αλλά όχι ασήμαντο, θα ριζώσεις και θα γίνεις άτρωτος.

Ο Δημήτρης Νίκου με έναν λόγο πυρετώδη, φλογερό, ανθρώπινο πλάθει ένα όνειρο με λέξεις που γίνονται ήχοι και εικόνες, ένα όνειρο που συνταράζει τις αισθήσεις, ένα όνειρο που μιλάει για αντοχή, προσπάθεια, επιμονή. Το ταξίδι του ανθρώπου σε αυτόν τον κόσμο μπορεί να κρατήσει μια στιγμή ή μια ζωή ολόκληρη. Το τι θα το ορίσει δεν είναι η διάρκεια, αλλά η ουσία και ο στόχος του.

Διαβάζοντας τον Οδοιπόρο, ίσως αναγνωρίσουμε κάτι από τα δικά μας όνειρα που απωθήσαμε, ξεχάσαμε, παρατήσαμε, χάσαμε σε μια στροφή, στην πρώτη αναποδιά. Η θάλασσα θα είναι πάντα εκεί, να μας περιμένει. Τι κι αν την κρύβουν βουνά και κακοτράχαλοι δρόμοι; Δεν είναι η ουσία της ανθρώπινης φύσης άραγε να γκρεμίζει τείχη όχι για να αλώσει αλλά για να φτάσει το ιδεατό;

Οδός, οδύνη, ωδή. Μια πορεία, ένας επίπονος άθλος, ένα εγκώμιο ψυχής.

Για να μην παραιτηθούμε, να μη χαθούμε μέσα στο πλήθος. Για να θυμόμαστε πάντα πόσο σημαντικοί μπορούμε να είμαστε ή μπορούμε να γίνουμε.

 

Συγχαρητήρια στον φίλο και συνοδοιπόρο Δημήτρη Νίκου για αυτό το μαγικό ταξίδι και στις εκδόσεις Γλαρόλυκοι που βοήθησαν στην υλοποίησή του.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Μιχάλης Σπέγγος: Τρωική Ραψωδία

 

Τι έρχεται στον νου μας στο άκουσμα του Τρωικού πολέμου; Το έπος του Ομήρου, και τα ονόματα του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Οδυσσέα, του Αχιλλέα. Μετά θα πάμε στον Πάτροκλο, τον Αίαντα, τον Νέστορα και τον Ιδομενέα. Και από τη μεριά της Τροίας, στον Πρίαμο, τον Έκτορα, τον Πάρη. Μα θα θυμηθούμε και τις γυναίκες: Την ωραία Ελένη,ως μήλον της Έριδος, και την Κασσάνδρα, με τις προφητείες συμφορών, τις σκλάβες Βρισηίδα και Χρυσηίδα. Αυτά μάθαμε στο σχολείο, για έναν πόλεμο που ξεκίνησε για μια γυναίκα, κράτησε δέκα χρόνια, ανάμεσα σε Αχαιούς και τους συμμάχους τους και τους Τρώες, με συνεχείς παρεμβάσεις των Θεών, για να καταλήξει στην άλωση της Τροίας.

Και τελικά, τι ήταν ο Τρωικός πόλεμος; Ένα όμορφο παραμύθι που αφηγήθηκε τέσσερις αιώνες μετά τη λήξη του ο Όμηρος; Ένας ύμνος στην ανδρεία, ένα έπος; Πώς να πιστέψει κανείς αυτά που περιγράφονται στην Ιλιάδα ως πραγματικά συμβάντα και όχι ως μια εξωραϊσμένη, μια ωραιοποιημένη σκοπιμότητα; Μα, υπήρξε ο Δούρειος Ίππος; Ναι, ο Οδυσσέας ήταν πολυμήχανος, μα λίγο δύσκολο να πιστέψουμε σήμερα ότι ένα τεράστιο ξύλινο άλογο που χαρίστηκε ως δώρο γίνεται δεκτό από τους αντιπάλους με τους οποίους πολεμάς επί δέκα χρόνια. Και όλο αυτό το αίμα που χύθηκε, τι ήταν; Για μια βεντέτα έγινε η σύγκρουση; Πού; Στην Τροία; Μα, υπήρξε η Τροία; Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι να την ανασκάψει ο Σλήμαν (αν και ο πρώτος που έκανε ανασκαφές στη βορειοδυτική Τουρκία ήταν ο Κάλβερτ), υπήρχε έντονη αμφισβήτηση και για την ύπαρξη της Τροίας και για το ότι διαδραματίστηκε αυτός ο περιβόητος Τρωικός Πόλεμος.

Ο Μιχάλης Σπέγγος με όπλα του το πάθος και την αγάπη του για την έρευνα και τη γραφή, τον ταξιδιάρικο λόγο του και τον απέραντο σεβασμό στο αναγνωστικό του κοινό κάνει τις δικές του ανασκαφές στα βάθη της ιστορίας και αποδίδει στο σήμερα έναν τρομερό πόλεμο. Είναι βαρύ το έργο που επωμίζεται, πολλές οι πηγές που του δίνουν το υλικό και την έμπνευση. Όπως μας αναφέρει ενδεικτικά στο εισαγωγικό του σημείωμα, είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, η Αινειάδα, έργα του Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη με θέματα από τον Τρωικό κύκλο, οι αναφορές της Χρηστομάθειας του Πρόκλου στα Κύπρια Έπη, την Αιθιοπίδα, τη Μικρά Ιλιάδα, και την Ιλίου πέρσιν. Τον παρακινούν ο Κόιντος ο Σμυρναίος, ο Απολλόδωρος, ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας, ο Δίκτυς ο Κρης, ενώ ιδέες τού δίνουν οι σύγχρονοι Κωστής Παπαγιώργης και Κορνήλιος Καστοριάδης.

Στο σωτήριο έτος 2023 μ.Χ., ο Τηλέμαχος αφηγείται ενώπιον των προγόνων του την ιστορία του Τρωικού πολέμου, και ο συγγραφέας, με έναν πολύ έξυπνο τρόπο, μπάζει τον αναγνώστη στο πνεύμα εκείνης της μακρινής εποχής φιλτράροντάς το στο σήμερα, απομακρύνοντας τα μεταφυσικά ή μυθικά στοιχεία, παρακάμπτοντας τις θεϊκές παρεμβάσεις, χαρακτηριστικές της μυθολογίας.

Αν εμείς θέλουμε να κατανοήσουμε και να εμβαθύνουμε, αλλά και να τιμήσουμε όπως αξίζει το έργο του, ας αφεθούμε στη μαγεία του λόγου του και ας πάρουμε μια πρώτη ιδέα για το τι ήταν ο ηρωισμός και ο ήρωας εκείνη την τόσο μακρινή εποχή, την εποχή του Χαλκού, ποιες ήταν οι δυνάμεις και η δυναμική τους, τι αντιπροσώπευε ο θάνατος, για ποιον λόγο γίνονταν οι μονομαχίες εντός ή εκτός πεδίου μάχης, ποιος ήταν ο σκοπός του πολέμου, ποιο ήταν εν γένει το αξιακό σύστημα.

Η συλλογικότητα και το άτομο καθορίζουν την πορεία του κόσμου. Οι σχέσεις τους, άλλοτε ειρηνικές άλλοτε φιλοπόλεμες όριζαν το παρελθόν, το παρόν, θα ορίζουν το μέλλον, φέρνοντας ζοφερό Μεσαίωνα ή προοδευτική Αναγέννηση κάθε φορά. Είναι θέμα αναλογιών θα έλεγε κανείς. Ή δυσαναλογίας, αν δούμε την πορεία του ανθρώπινου γένους, όταν το ένα από τα δύο, κάτω από οποιαδήποτε σημαία, γίνεται κάτι το ασύλληπτα επικίνδυνο, αν δεν πορεύεται στον δρόμο της ομόνοιας και της αξιοπρέπειας, που συμπεριλαμβάνουν τις έννοιες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ηθικής. Υπήρξαν και υπάρχουν σκοτεινοί, ανίεροι φαφλατάδες ποδηγέτες, αλλά και φωτισμένα μυαλά, άνθρωποι μπροστά από την εποχή τους. Όραμα έχουν και οι μεν και οι δε, το ερώτημα είναι τι είδους όραμα είναι αυτό και ποιον εξυπηρετεί: το άτομο ή τη συλλογικότητα; Και ναι, ερχόμαστε ξανά στην αιώνια και αέναη πάλη, τη συνυφασμένη με το πιο προικισμένο έμβιο ον. Γιατί γίνονται οι πόλεμοι; Γιατί ποτέ δεν μαθαίνουμε; Γιατί σπαράζουμε και σπαραζόμαστε;

Σίγουρα όχι για μια Ελένη, θα μας πει ο γιος του Πρίαμου. Μην πάει όμως το μυαλό σας στον Πάρη. Εδώ μιλάμε για τον Έλενο, τον δίδυμο αδελφό της Κασσάνδρας. Είναι μάντης, είναι όμως και πολεμιστής. Είναι ένας αμφισβητίας, ένας άνδρας ερωτευμένος, ένας απλός άνθρωπος που τον βαραίνει η πριγκιπική καταγωγή, αυτός που θα πάρει τη σκυτάλη της αφήγησης της ιστορίας και θα μιλήσει για όσα έζησε στην Τροία, και όσα δεν έζησε αλλά έμαθε από τον Οδυσσέα. Και έτσι ξεκινάει ένα συναρπαστικό ταξίδι, πεντακοσίων σχεδόν σελίδων. Και από τη μία υπάρχει ο σεβασμός στους θεούς, η ανδρεία, η τιμή, η φιλία, η οικογένεια και η φιλοξενία. Από την άλλη, ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο δυνάμεις, ένα όραμα που ζυγίζεται κάθε φορά και γέρνει άλλοτε στην παντοδυναμία και άλλοτε στη σύμπνοια και την ειρήνη. Στρατηγικές θέσεις και σημεία, πλούτος, ευημερία. Και πάθη χιλιοτραγουδισμένα. Η μήνις, το μίσος, η απληστία, ο έρωτας. Το κλέος και η δόξα. Η ματαιότητα και η ματαιοδοξία.

Πέντε ελληνικά πλοία πλέουν προς τα νοτιοδυτικά, στη θάλασσα της Προποντίδας. Το φορτίο τους πλούσιο: μπαχάρια, χαλκός, κασσίτερος, ελεφαντόδοντο. Η θάλασσα μια αντάρα. Θα καταφέρουν να δέσουν στο λιμάνι της Ζέλειας. Θα τους προσφερθεί φιλοξενία υπό όρους. Και από εκεί θα ξεκινήσει η αλυσίδα των γεγονότων που θα οδηγήσουν σε μια φοβερή σύρραξη. Γιατί η φιλοξενία είναι ιερή. Γιατί υπάρχουν κανόνες μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ των θεών, αλλά κυριότερα μεταξύ θεών και ανθρώπων. Η συμμαχία της Τροίας, ένας φόρος διέλευσης, η ομοσπονδία των Αχαιών. Μια αρπαγή, μια αναμόχλευση παθών, μια ξεχασμένη υπόθεση, η δίψα για κυριαρχία, ο πόθος, η αμφιταλάντευση.

Τα αν και τα γιατί. Τα αν δεν γράφουν την ιστορία. Τα γιατί προσφέρουν την ψευδαίσθηση ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας.

 

Η Τρωική ραψωδία είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Μια καθηλωτική αφήγηση της ιστορίας ενός πολέμου, ένα πολύτιμο δώρο στον αναγνώστη. Μα δεν είναι μόνο η απόλαυση της ανάγνωσης, είναι και το έναυσμα να σκεφτούμε, να πάψουμε να αναμασάμε, να αναθεωρήσουμε το δικό μας σύστημα αξιών, να σπάσουμε αυτόν τον ιστό της αράχνης που υφαίνουμε καθημερινά, νομίζοντας ότι αυτό το εργόχειρο είναι το μόνο έργο που έχουμε να επιδείξουμε στον βίο μας και που πασπαλισμένο με απατηλά ονειροπολήματα προβάλλουμε ως άλλο λάβαρο στην σύντομη πορεία μας στον κόσμο.

 

Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον ακούραστο λογοπλάστη, αγαπημένο φίλο συγγραφέα Μιχάλη Σπέγγο και στις εκδόσεις Επίμετρο που φέρνουν αυτό το βιβλίο στα χέρια μας.

 

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Φαρσάρης: Σουσάμι άνοιξε.

 Αυτό μάλιστα. Ήταν το βιβλίο που περίμενα και ο Γιάννης Φαρσάρης θεωρώ ότι είναι ο ιδανικότερος για να καταρρίψει τη φοβία απέναντι στα κοινά και την ανοικτή διάθεση της δημιουργικότητας.

Πρόκειται για ένα εμψυχωτικό πνευματικό δημιούργημα που λειτουργεί θετικά, αισιόδοξα αλλά και λυτρωτικά, ως ένας καλός πλοηγός στο αχανές διαδίκτυο. Δεν περιέχει συμβουλές, αλλά έξυπνες ιδέες και κίνητρα για να δούμε με άλλο μάτι τη δημιουργία.

Αλήθεια, τι ωφελεί να πελαγοδρομούμε χαραμίζοντας τη δημιουργικότητά μας, όταν υπάρχουν τόσοι τρόποι για να της δώσουμε φτερά; Τριάντα ιδέες μάς δίνει ο συγγραφέας, ντυμένες με ευφάνταστους τίτλους και υπέροχες εικόνες, δεμένες με περιστατικά από τη ζωή γνωστών δημιουργών, σημαντικών ιστορικών προσώπων αλλά και των λαμπερών μυαλών της τεχνολογίας την οποία όλοι μπορούμε να απολαμβάνουμε σήμερα.

Και μέσα από όλα αυτά, μας γίνεται κατανοητό πώς οι δικές μας ιδέες γεννιούνται, απελευθερώνονται, διαμοιράζονται, αυγατίζουν και γυρίζουν πάλι σε εμάς, αναγεννημένες. Γιατί μια ιδέα, όσο καλή κι αν είναι, χρειάζεται να βγει προς τα έξω. Πάντα βέβαια σε κάτι πρωτοποριακό υπάρχουν οι θιασώτες και οι αντιδραστικοί. Δεκτή και η θετική και η αρνητική άποψη πάνω σε καθετί, αρκεί να στηρίζεται σε επιχειρήματα και όχι δεισιδαιμονίες και μυθεύματα. Γιατί άλλο είναι η ελεύθερη γνώση και άλλο η δωρεάν.

Ελεύθερη και δωρεάν γνώση, έρχομαι να καταθέσω και τη δική μου άποψη, σημαίνει ότι αφήνω το έργο μου να ταξιδέψει ελεύθερο χωρίς περιορισμό, γιατί θεωρώ ότι αντικατοπτρίζει το ότι έχω ελεύθερη βούληση. Πιστέψτε με, είναι τεράστια η χαρά και η ηθική ανταμοιβή που δίνει αυτό το μοίρασμα. Να βλέπεις τα έργα σου να έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν παντού, να νοιώθεις καλύτερος άνθρωπος βλέποντας αυτό που από σκόρπιες, λαβυρινθώδεις ιδέες πήρε σάρκα και οστά και μετατράπηκε σε κάτι ικανό να πυροδοτήσει νέες σκέψεις και νέες ιδέες. Γιατί, στο κάτω-κάτω, όλα ανακυκλώνονται, τίποτα δεν πάει χαμένο. Για φανταστείτε, πώς θα νιώθατε αν βλέπατε ότι κάτι δικό σας έχει δώσει τη δυνατότητα και σε άλλους ανθρώπους να ανοίξουν τα φτερά τους; Θα μου πείτε, όλα αυτά υπήρχαν τόσα χρόνια, άσχετο πόσοι τα δαιμόνιζαν και τα δαιμονίζουν ακόμα. Μα φάνηκε περισσότερο με την είσοδό μας σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη για εμάς, ανθρώπους που δεν γνώρισαν πόλεμο ή κακουχίες, να βρίσκονται έγκλειστοι κάτω από την απειλή ενός ιδιαίτερου, κακόβουλου ιού. Οι διαδοχικές καραντίνες ενίσχυσαν το ταξίδι της ελεύθερης σκέψης. Ο κόσμος απόλαυσε ελεύθερα βιβλία, ταινίες, θεατρικά έργα. Γνωστοί και λιγότερο γνωστοί καλλιτέχνες έβαλαν το δικό τους λιθαράκι να χτιστεί ένας ισχυρός δεσμός σε μια ανθρωπότητα που πληττόταν από την πανδημία, να μπουν μέσα στα σπίτια όλων μας, αφού δεν είχαμε τη δυνατότητα να πάμε εμείς να τους συναντήσουμε. Και φυσικά, δεν ήταν λίγοι όσοι βρήκαν το θετικό και την ελπίδα μέσα από όλα αυτά. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά στο πόσα έργα αυτής της ιδιαίτερης εποχής αφορούν την αντιμετώπιση του ιού από τους ανθρώπους, τον αντίκτυπο που είχε, τα προσωπικά βιώματα του καθενός, βιώματα που τροφοδότησαν τη μυθοπλασία, γέννησαν αισθήματα που ντύθηκαν εικόνες και ήχο, έγιναν ταινίες, χορός, μουσική, σκίτσα, σχέδια, πίνακες.

Κάποιοι έχουν τον πληρωμένο αντίλογο βέβαια. Ουτοπικά είναι όλα αυτά. Δείτε το όμως λίγο διαφορετικά. Ο κόσμος που ζούμε μάς αρέσει; Έχουμε αποκτήσει χίλια καλά και χίλια προβλήματα. Φανταστείτε εκατό ανθρώπους, όπου οι ενενήντα εννέα θα εκφράσουν την άποψή τους για τον ένα που λειτουργεί πρωτοποριακά, διαφορετικά. Οι περισσότεροι θα αντιδράσουν μάλλον αρνητικά, θα υπάρξουν όμως κάποιοι, όσοι κι αν είναι αυτοί, που θα σκεφτούν τι κάνει αυτός ο ένας. Ίσως ακολουθήσουν τον δρόμο του, γιατί βρήκαν κίνητρο στις πράξεις του, ίσως η δική του πορεία να τους δώσει μια νέα κατεύθυνση, μια προτροπή για άλλη θεώρηση. Πιστεύω λοιπόν, ότι αυτό εδώ το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας, μιλάει χωρίς ιδεοληψίες και στεγανά, σεμνά και απέριττα για την ομορφιά της δημιουργικότητας, για την πηγή του νεωτερισμού που μπορεί να γίνει χείμαρρος, ποταμός, θάλασσα και ωκεανός για έναν καλύτερο κόσμο. Θα δανειστώ τη φράση του Ριντ Χόφμαν, του ιδρυτή του Linkedin, την οποία ο Γιάννης Φαρσάρης παραθέτει στην αρχή του βιβλίου του: Πηδάς από τον βράχο και συναρμολογείς ένα αεροπλάνο, όσο πέφτεις. Πιστεύω ότι αυτό τα συνοψίζει όλα. Ας μη φοβηθούμε να ζήσουμε το όνειρό μας.

Μπείτε στη θαυμαστή σπηλιά των θησαυρών και αξιοποιείστε όσο μπορείτε καλύτερα την είσοδό σας σε έναν κόσμο που έχει πολλά να προσφέρει στα ανοιχτά μυαλά. Βουτήξτε βαθιά μέσα σας, δείτε ότι ένα κι ένα κάνουν δέκα, μάθετε για το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρατε, γίνετε ιθαγενής του διαδικτύου, ξεχάστε το εγώ σας, φορέστε το άσπρο καπέλο του χάκερ, μάθετε το μυστικό της ψηφιακής εποχής, φτιάξτε τη δική σας κιβωτό, γίνετε ελβετικός σουγιάς, για να παραθέσω μερικά από τα περιεχόμενα του Σουσάμι άνοιξε. Αξιοποιείστε το απόθεμα που έχετε μέσα σας, δημιουργείστε, μοιραστείτε και δείτε το αποτέλεσμα.

 Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έσοπτρον. 



Ο Γιάννης Φαρσάρης είναι καθηγητής Πληροφορικής και δημιουργός της Ανοικτής Βιβλιοθήκης. Έργα του: Johnie Society(μυθιστόρημα), Εβδόμη Εσπερινή, Φόβος κανένας (διηγήματα), Ευτυχισμένο κοιμάμενο νερό (θεατρικό έργο). Συμμετοχή στα συλλογικά: Ιστορίες βιβλίων, Ιστορίες από ένα παγκάκι, Ο άνδρας με την πουά γραβάτα, Ματριόσκα, 12/12/12/, Δήγμα γραφής.

 

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...