Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Πρώτο κεφάλαιο)


ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΕΝ ΑΠΟΜΕΙΝΕ ΚΑΝΕΙΣ


Όταν έστειλαν τη Μαίρη Λένοξ στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ, για να ζήσει εκεί με τον θείο της, όλοι είπαν πως ήταν το πιο δυσάρεστο παιδί που είχαν ποτέ τους δει. Και φυσικά ήταν αλήθεια. Η μικρή είχε ένα ισχνό πρόσωπο, ισχνό σώμα, αδύναμα ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μια ξινισμένη έκφραση. Τα μαλλιά της ήταν κίτρινα, και το πρόσωπό της ήταν κι αυτό κίτρινο, γιατί είχε γεννηθεί στην Ινδία και πάντα της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήταν άρρωστη. Ο πατέρας της είχε μια θέση στην Αγγλική Κυβέρνηση και ήταν πάντα απασχολημένος κι επίσης άρρωστος, και η μητέρα της μια καλλονή που το μόνο που την ένοιαζε ήταν να πηγαίνει σε πάρτι και να διασκεδάζει με χαρούμενο κόσμο. Ούτε που ήθελε ένα κοριτσάκι, και όταν γεννήθηκε η Μαίρη, την έδωσε αμέσως να τη φροντίζει μια Ινδή παραμάνα, δίνοντάς της να καταλάβει ότι, για να ευχαριστήσει τη Λευκή Κυρία, έπρεπε να κρατάει όσο πιο μακριά γινόταν το παιδί. Κι έτσι η μικρή, όταν ήταν ένα αρρωστιάρικο, δύστροπο, άσχημο μωρό, ήταν μακριά από τη μητέρα της και όταν έγινε ένα αρρωστιάρικο, δύστροπο νήπιο, ήταν επίσης μακριά από τη μητέρα της. Δεν θυμόταν να είχε δει άλλο φιλικό πρόσωπο πέρα από τα σκουρόχρωμα της Ινδής παραμάνας και των ντόπιων υπηρετών, και μια κι όλοι την υπάκουαν και της έκαναν τα καπρίτσια, γιατί διαφορετικά η Λευκή Κυρία θα θύμωνε αν την ενοχλούσε το κλάμα της μικρής, όταν αυτή έφτασε τα έξι της χρόνια, έγινε το πιο τυραννικό και εγωιστικό πλάσμα του κόσμου. Η νεαρή Αγγλίδα γκουβερνάντα, που την προσέλαβαν για να της μάθει γραφή και ανάγνωση, την αντιπάθησε τόσο, που παραιτήθηκε μέσα σε τρεις μήνες, κι οι άλλες γκουβερνάντες, που ήρθαν σε αντικατάστασή της, έφυγαν σε ακόμα πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Οπότε, αν η ίδια η Μαίρη δεν είχε επιλέξει να θέλει από μόνη της να μάθει να διαβάζει, θα είχε μείνει αγράμματη.
Ένα αφύσικα ζεστό πρωινό, όταν ήταν γύρω στα εννιά, ξύπνησε στραβά και στραβομουτσούνιασε ακόμη περισσότερο όταν είδε πως η υπηρέτρια στο προσκέφαλό της δεν ήταν η Ινδή της παραμάνα.
«Γιατί ήρθες;» είπε στην ξένη. «Δεν σε θέλω. Στείλε μου την παραμάνα μου».
Η γυναίκα έδειχνε φοβισμένη, όμως κατάφερε να τραυλίσει ότι η παραμάνα δεν μπορούσε να έρθει, κι όταν η Μαίρη μουλάρωσε κι άρχισε να τη χτυπάει και να την κλωτσάει, εκείνη πιο φοβισμένη ακόμα της ξαναείπε πως η παραμάνα δεν μπορούσε να έρθει στη Μικρή Κυρία.
Κάτι μυστήριο πλανιόταν στον αέρα εκείνο το πρωινό. Τίποτα δεν γινόταν με την καθιερωμένη του σειρά, και οι πιο πολλοί από τους ντόπιους υπηρέτες μάλλον έλειπαν, ενώ αυτοί που έβλεπε η Μαίρη ξεγλιστρούσαν βιαστικά με πρόσωπα σταχτιά, φοβισμένα. Κανένας όμως δεν της έλεγε το παραμικρό και η παραμάνα της δεν εμφανίστηκε. Καθώς το πρωινό περνούσε, είχε μείνει ολομόναχη, και στο τέλος πήγε μέχρι τον κήπο κι άρχισε να παίζει μόνη κάτω από ένα δέντρο δίπλα στη βεράντα. Προσποιούταν ότι έφτιαχνε ένα κρεβάτι από λουλούδια και κάρφωνε μεγάλους κόκκινους ιβίσκους σε λοφάκια χώμα, κι όλη αυτή την ώρα θύμωνε όλο και περισσότερο και μουρμούριζε τα λόγια που θα έλεγε και τις βρισιές με τις οποίες θα στόλιζε τη Σαΐντι μόλις επέστρεφε.
«Γουρούνι! Γουρούνι! Γουρουνόπαιδο!» έλεγε, γιατί χειρότερη προσβολή από το να αποκαλέσεις έναν ντόπιο “γουρούνι”, δεν υπήρχε.
Έτριζε τα δόντια της κι έλεγε το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά όταν άκουσε τη μητέρα της να βγαίνει στη βεράντα μαζί με κάποιον ακόμα. Ήταν μαζί με έναν ξανθό νεαρό άντρα και μιλούσαν ο ένας κοντά στον άλλον με παράξενα χαμηλή φωνή. Η Μαίρη γνώριζε τον ξανθό νεαρό που έμοιαζε με πιτσιρίκο. Είχε ακούσει ότι ήταν ένας πολύ νέος αξιωματικός, που μόλις είχε έρθει από την Αγγλία. Η μικρή τον κοιτούσε, περισσότερο όμως κοιτούσε τη μητέρα της. Πάντα της αυτό έκανε όταν είχε την ευκαιρία να τη δει, γιατί η Λευκή Κυρία -η Μαίρη την αποκαλούσε πολύ συχνά έτσι- ήταν τόσο λεπτή, ψηλή και όμορφη και ντυνόταν τόσο κομψά. Τα μαλλιά της ήταν μεταξένιες μπούκλες και είχε μια ντελικάτη μυτούλα που έμοιαζε να απαξιώνει τα πάντα κι ακόμα, είχε μεγάλα γελαστά μάτια. Όλα της τα ρούχα ήταν λεπτά και αέρινα, και η Μαίρη έλεγε ότι ήταν “όλο δαντέλα”. Αυτό το πρωινό έμοιαζαν πολύ πολύ δαντελένια, αλλά τα μάτια της μητέρας της δεν γελούσαν καθόλου. Ήταν μεγάλα και τρομαγμένα κι έμοιαζαν να κοιτάζουν παρακλητικά το πρόσωπο του νεαρού αξιωματικού.
«Τόσο άσχημα είναι; Αχ, τόσο;» την άκουσε να λέει η Μαίρη.
«Τραγικά άσχημα» απάντησε με τρεμάμενη φωνή ο νεαρός αξιωματικός. Τραγικά άσχημα, κυρία Λένοξ. Έπρεπε να καταφύγετε στους λόφους εδώ και δύο εβδομάδες».
Η Λευκή Κυρία έσφιγγε και ξέσφιγγε τα χέρια της.
«Αχ! Το ξέρω ότι έπρεπε να το είχα κάνει!» φώναξε. «Έμεινα μόνο και μόνο για να πάω σε αυτό το χαζοπάρτι. Τι ανόητη που ήμουν!»
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξέσπασε ένας τόσο δυνατός θρήνος από τα διαμερίσματα των υπηρετών, που άρπαξε το χέρι του νεαρού άντρα, και η Μαίρη ένιωσε να τρέμει από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ο θρήνος γινόταν όλο και πιο δυνατός.
«Τι έγινε; Τι έγινε;» ρώτησε με πιασμένη ανάσα.
«Κάποιος πέθανε» απάντησε ο νεαρός αξιωματικός. «Δεν μου είπατε ότι είχε ξεσπάσει κι ανάμεσα στους υπηρέτες σας».
«Δεν το ήξερα!» φώναξε η Λευκή Κυρία. «Ελάτε μαζί μου! Ελάτε μαζί μου!» Και έφυγε τρέχοντας κατά το σπίτι.
Μετά από αυτό συνέβησαν ανατριχιαστικά πράγματα, και το μυστήριο που επικρατούσε όλο το πρωινό εξηγήθηκε στην Μαίρη. Είχε ξεσπάσει χολέρα στην πιο θανατηφόρα μορφή της, και οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες. Η Ινδή παραμάνα είχε αρρωστήσει τη νύχτα και μόλις είχε πεθάνει, γι’ αυτό και οι υπηρέτες θρηνούσαν στις καλύβες. Μέχρι την επόμενη μέρα, τρεις ακόμα υπηρέτες είχαν πεθάνει και άλλοι είχαν τραπεί σε φυγή τρομοκρατημένοι. Παντού επικρατούσε πανικός, και σε όλα τα διαμερίσματα υπήρχαν ετοιμοθάνατοι.
Μέσα στη σύγχυση και τη σαστιμάρα της δεύτερης μέρας, η Μαίρη κρύφτηκε στο παιδικό δωμάτιο ξεχασμένη από όλους. Κανένας δεν τη σκέφτηκε, κανένας δεν την ήθελε, και συνέβαιναν παράξενα πράγματα για τα οποία δεν γνώριζε το παραμικρό. Η Μαίρη μοίραζε τον καιρό της ανάμεσα στο κλάμα και τον ύπνο. Το μόνο που ήξερε ήταν πως υπήρχαν άρρωστοι και πως άκουγε μυστήριους και τρομακτικούς θορύβους. Κάποια στιγμή σύρθηκε μέχρι την τραπεζαρία και τη βρήκε άδεια, παρότι στο τραπέζι υπήρχε ένα μισοτελειωμένο γεύμα και οι καρέκλες και τα πιάτα έμοιαζαν σαν να σπρώχτηκαν απότομα όταν οι γευματίζοντες σηκώθηκαν ξαφνικά για κάποιον λόγο. Η μικρή έφαγε μερικά φρούτα και μπισκότα κι επειδή διψούσε, ήπιε από ένα σχεδόν γεμάτο ποτήρι κρασί. Ήταν γλυκό, και δεν γνώριζε ότι ήταν δυνατό. Πολύ σύντομα την έκανε να νιώσει μια μεγάλη νάρκη, κι έτσι γύρισε στο παιδικό δωμάτιο και κλείστηκε ξανά εκεί μέσα, φοβισμένη από τις κραυγές που άκουγε από τις καλύβες και από τον ήχο βιαστικών βημάτων. Το κρασί τη νύσταξε τόσο που μόλις και μπορούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, οπότε ξάπλωσε στο κρεβάτι της και κοιμήθηκε βαριά.
Πολλά πράγματα συνέβησαν όσο κρατούσε ο βαρύς της ύπνος, μα ούτε που ενοχλήθηκε από τους θρήνους και τον ήχο των πραγμάτων που μεταφέρονταν μέσα και έξω από το οίκημα.
Όταν ξύπνησε, απόμεινε να κοιτάζει τον τοίχο. Στο σπίτι βασίλευε η απόλυτη σιωπή. Δεν θυμόταν άλλη τέτοια σιωπή. Δεν άκουγε ούτε φωνές ούτε βήματα κι αναρωτήθηκε αν όλοι τους είχαν γλυτώσει από τη χολέρα και αν το πρόβλημα είχε περάσει. Κι ακόμα αναρωτήθηκε ποιος θα τη φρόντιζε τώρα που η Ινδή παραμάνα της ήταν νεκρή. Μάλλον θα της έφερναν μια καινούρια, και μπορεί και να ήξερε να της πει καινούρια παραμύθια. Η Μαίρη τα είχε βαρεθεί τα παλιά. Δεν έκλαψε για τον θάνατο της παραμάνας της. Δεν ήταν στοργικό παιδί και ποτέ της δεν νοιάστηκε ιδιαίτερα για κάποιον. Η φασαρία, η έγνοια και οι θρήνοι εξ αιτίας της χολέρας την είχαν φοβίσει, και είχε θυμώσει που κανένας δεν έμοιαζε να θυμάται ότι αυτή ήταν ζωντανή. Όλοι τους ήταν πολύ πανικόβλητοι για να σκεφτούν ένα κοριτσάκι που κανείς τους δεν συμπαθούσε. Όταν οι άνθρωποι υπέφεραν από τη χολέρα, μάλλον δεν θυμόντουσαν τίποτα άλλο από τον εαυτό τους. Αν όμως είχαν γίνει και πάλι καλά, σίγουρα κάποιος θα θυμόταν και θα έψαχνε να τη βρει.
Κανείς δεν ήρθε όμως, και καθώς περίμενε, το σπίτι έμοιαζε να γίνεται όλο και πιο σιωπηλό. Άκουσε ένα θρόισμα στην ψάθα και όταν κοίταξε προς τα κάτω, είδε ένα μικρό φίδι να γλιστράει στο πάτωμα και να την παρακολουθεί με μάτια όμοια με πετράδια. Δεν φοβήθηκε, γιατί ήταν ένα άκακο ζωάκι που δεν θα την πείραζε, κι έτσι κι αλλιώς έμοιαζε να βιάζεται να φύγει από το δωμάτιο. Καθώς το παρακολουθούσε, το φιδάκι ξεγλίστρησε κάτω από την πόρτα.
«Πόσο παράξενα και ήσυχα είναι» είπε. «Μοιάζει σαν να μην είναι κανείς στο σπίτι πέρα από εμένα και το φίδι».
Σχεδόν αμέσως άκουσε βήματα στην αυλή και μετά στη βεράντα. Ήταν αντρικά βήματα, και οι άντρες μπήκαν στο οίκημα και μιλούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Κανείς δεν βρέθηκε να τους υποδεχτεί ή να τους μιλήσει, κι έμοιαζε να ανοίγουν πόρτες και να κοιτάζουν μέσα στα δωμάτια.
«Τι ερήμωση!» άκουσε να λέει μια φωνή. «Κι εκείνη η πανέμορφη γυναίκα! Υποθέτω και το παιδί. Άκουσα πως υπήρχε ένα παιδί, αν και κανείς δεν το είδε ποτέ».
Η Μαίρη στεκόταν στη μέση του παιδικού δωματίου όταν λίγα λεπτά αργότερα άνοιξαν την πόρτα. Έμοιαζε ένα άσχημο, μουτρωμένο πλασματάκι και στραβομουτσούνιαζε γιατί άρχιζε να πεινάει και να νιώθει πολύ παραμελημένη. Ο πρώτος άντρας που μπήκε στο δωμάτιο ήταν ένας μεγαλόσωμος αξιωματικός που τον είχε δει να μιλάει μια φορά με τον πατέρα της. Φαινόταν κουρασμένος και προβληματισμένος, όταν όμως την είδε, τρόμαξε τόσο που σχεδόν έκανε ένα πήδημα προς τα πίσω.
«Μπάρνεϋ!» φώναξε δυνατά. «Είναι ένα παιδί εδώ! Ένα παιδί μόνο του! Σε ένα τέτοιο μέρος! Ο Θεός να μας λυπηθεί, ποια να είναι;»
«Είμαι η Μαίρη Λένοξ» είπε η μικρή με πομπώδες ύφος. Σκέφτηκε πως ο άντρας ήταν πολύ αγενής για να αποκαλέσει το σπίτι του πατέρα της “ένα τέτοιο μέρος”. «Κοιμόμουν όταν είχαν πάθει όλοι τους χολέρα και μόλις ξύπνησα. Γιατί δεν έρχεται κανείς;»
«Είναι το παιδί που δεν είδε ποτέ κανείς!» είπε δυνατά ο άντρας στρεφόμενος στους συντρόφους του. «Ξεχάστηκε στην κυριολεξία!»
«Γιατί ξεχάστηκα;» είπε η Μαίρη χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα. «Γιατί δεν έρχεται κανείς;»
Ο νεαρός που άκουγε στο όνομα Μπάρνεϋ την κοίταξε λυπημένα. Η Μαίρη σκέφτηκε ότι τον είδε να τινάζει τα μάτια σαν να ήθελε  να διώξει τα δάκρυα.
«Καημένο παιδάκι!» είπε. «Δεν έμεινε κανένας για να έρθει».
Κι ήταν με αυτόν τον παράξενο και θλιβερό τρόπο που η Μαίρη έμαθε ότι δεν είχε ούτε πατέρα ούτε μητέρα πια, ότι είχαν πεθάνει και ότι είχαν έρθει μέσα στη νύχτα και τους είχαν πάρει, και ότι οι λίγοι ντόπιοι υπηρέτες που δεν είχαν πεθάνει είχαν εγκαταλείψει το σπίτι όσο μπορούσαν πιο γρήγορα, ξεχνώντας ότι υπήρχε μια Λευκή Δεσποινίς. Αυτός ήταν ο λόγος που το μέρος ήταν τόσο ήσυχο. Ήταν αλήθεια το ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο οίκημα πέρα από την ίδια και το φιδάκι που ξεγλιστρούσε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...