Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δεύτερο κεφάλαιο)


ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΑΦΕΝΤΡΑ Η ΜΑΙΡΗ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΠΑΝΩ ΧΕΡΙ


Της Μαίρης τής άρεσε να παρατηρεί τη μητέρα της από μακριά και την είχε για πολύ όμορφη, όμως, μια και τη γνώριζε ελάχιστα, μάλλον δεν ήταν αναμενόμενο να την αγαπάει ή να της λείψει όταν πέθανε. Στην πραγματικότητα, δεν της έλειψε καθόλου και καθώς ήταν ένα εσωστρεφές πλάσμα, όλες της οι σκέψεις στράφηκαν στον εαυτό της, όπως έκανε πάντα. Αν ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία, σίγουρα θα ανησυχούσε που είχε απομείνει μόνη στον κόσμο, ήταν όμως πολύ μικρή και αφού μέχρι τότε υπήρχε πάντα κάποιος που τη φρόντιζε, υπέθεσε ότι αυτό θα συνεχιζόταν. Αυτό που σκεφτόταν ήταν ότι θα ήθελε να ξέρει αν θα πήγαινε να μείνει με καλούς ανθρώπους, που θα ήταν ευγενικοί μαζί της και θα της έκαναν τα χατίρια όπως έκαναν η Ινδή της παραμάνα και οι άλλοι ντόπιοι υπηρέτες.
Το ήξερε πως δεν επρόκειτο να μείνει στο σπίτι του Άγγλου κληρικού όπου την πρωτοπήγαν. Δεν ήθελε να μείνει. Ο Άγγλος κληρικός ήταν φτωχός και είχε πέντε παιδιά, όλα σχεδόν στην ίδια ηλικία, που φορούσαν παλιόρουχα και πάντα μάλωναν και το ένα άρπαζε τα παιχνίδια του άλλου. Η Μαίρη αντιπαθούσε το ακατάστατο σπίτι τους και ήταν τόσο κακότροπη, που μετά από μια δυο μέρες κανένα τους δεν ήθελε να παίξει μαζί της. Τη δεύτερη μέρα κιόλας της φόρτωσαν ένα παρατσούκλι που όταν το άκουγε γινόταν έξαλλη.
Ο πρώτος που το σκέφτηκε ήταν ο Μπέιζιλ. Ο Μπέιζιλ ήταν ένας πιτσιρίκος με αυθάδικα μπλε μάτια και ανασηκωτή μύτη και η Μαίρη τον αντιπάθησε. Έπαιζε μόνη της κάτω από ένα δέντρο, όπως έπαιζε και τη μέρα που ξέσπασε η χολέρα. Έκανε βουναλάκια από χώμα και μονοπάτια για να φτιάξει έναν κήπο και τότε ήρθε ο Μπέιζιλ και στάθηκε εκεί κοντά να βλέπει. Σύντομα οι κινήσεις της του κίνησαν το ενδιαφέρον και ξαφνικά έκανε μια πρόταση.
«Γιατί δεν βάζεις κατά κει μια χούφτα πετρούλες και να παριστάνεις ότι είναι βραχόκηπος;» είπε. «Εκεί στη μέση». Κι έσκυψε από πάνω της για να της δείξει.
«Άντε φύγε!» φώναξε η Μαίρη. «Δεν θέλω αγόρια εδώ. Άντε φύγε!»
Για λίγο ο Μπέιζιλ φάνηκε να θυμώνει και μετά άρχισε να την πειράζει. Πάντα του πείραζε τις αδελφές του. Άρχισε να χορεύει τριγύρω της και να κάνει γκριμάτσες και να τραγουδάει και να γελάει.
«Αφέντρα Μαίρη,
που θέλεις να έχεις το πάνω χέρι,
ο κήπος σου πάει καλά;
Με ασημένια καμπανάκια
και κοχυλάκια,
και κατιφέδες στη σειρά».
Το τραγουδούσε έως ότου το άκουσαν και τα άλλα παιδιά και άρχισαν κι αυτά να γελάνε. Κι όσο πιο πολύ στραβομουτσούνιαζε η Μαίρη, τόσο περισσότερο της τραγουδούσαν το “Αφέντρα Μαίρη, που θέλεις να έχεις το πάνω χέρι”. Κι από τότε, και για όσο διάστημα έμεινε μαζί τους, την έλεγαν “Αφέντρα Μαίρη, που θέλεις να έχεις το πάνω χέρι”, όταν κουβέντιαζαν για αυτήν μεταξύ τους και συχνά όταν μιλούσαν στην ίδια.
«Θα σε στείλουν στην πατρίδα στο τέλος της βδομάδας. Και πολύ χαιρόμαστε» της είπε ο Μπέιζιλ.
«Πολύ χαίρομαι κι εγώ» απάντησε η Μαίρη. «Και πού είναι η πατρίδα;»
«Δεν ξέρει πού είναι η πατρίδα!» είπε ο Μπέιζιλ με την περιφρόνηση ενός επτάχρονου. «Φυσικά, η Αγγλία. Εκεί ζει η γιαγιά μας κι εκεί έστειλαν την αδελφή μας, τη Μέιμπελ, πέρυσι. Εσύ δεν θα πας στη γιαγιά σου. Δεν έχεις γιαγιά. Θα πας στον θείο σου. Τον λένε κύριο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν».
«Δεν ξέρω τίποτα για αυτόν» είπε απότομα η Μαίρη.
«Το ξέρω πως δεν ξέρεις» απάντησε ο Μπέιζιλ. «Εσύ δεν ξέρεις τίποτα. Κανένα κορίτσι δεν ξέρει. Άκουσα τον πατέρα και τη μητέρα να μιλάνε για αυτόν. Ζει σε ένα υπέροχο, μεγάλο, απομονωμένο σπίτι στην εξοχή και κανένας δεν πάει να τον δει. Είναι τόσο στριμμένος που δεν αφήνει κανέναν να πάει εκεί, μα κι αν ακόμα άφηνε, κανένας δεν θα ήθελε να πάει. Είναι καμπούρης και φρικαλέος».
«Δεν σε πιστεύω» είπε η Μαίρη. Και του γύρισε την πλάτη κι έβαλε τα δάχτυλα μέσα στα αυτιά της, γιατί δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περισσότερο.
Μετά όμως το σκεφτόταν κάμποση ώρα. Κι όταν εκείνη τη νύχτα ο κύριος Κρόφορντ τής είπε ότι θα σάλπαρε για Αγγλία σε λίγες μέρες και θα πήγαινε στον θείο της. τον κύριο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, που ζούσε στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ, έμεινε τόσο πεισματικά αδιάφορη, που κανείς τους δεν ήξερε τι να υποθέσει. Προσπάθησαν να φανούν καλοί μαζί της, αυτή όμως απέστρεψε το πρόσωπο όταν η κυρία Κρόφορντ επιχείρησε να τη φιλήσει, κι έμεινε παγωμένη σαν πέτρα όταν ο κύριος Κρόφορντ τη χτύπησε φιλικά στον ώμο.
«Είναι τόσο μονοκόμματο παιδί» είπε πιο μετά η κυρία Κρόφορντ με λύπηση. «Κι η μητέρα της ήταν τόσο χαριτωμένο πλάσμα. Είχε και καλούς τρόπους, ενώ η Μαίρη είναι το πιο κακότροπο παιδί που έχω δει ποτέ μου. Τα παιδιά τη φωνάζουν “η Αφέντρα η Μαίρη, που θέλει να έχει το πάνω χέρι”, και παρότι δεν το βρίσκω σωστό, καταλαβαίνω γιατί τη φωνάζουν έτσι».
«Ίσως αν η μητέρα της εμφάνιζε το χαριτωμένο της πρόσωπο και τους χαριτωμένους της τρόπους πιο συχνά στο παιδικό δωμάτιο, η Μαίρη να είχε μάθει κι αυτή να είναι λίγο χαριτωμένη. Τώρα που εκείνη η καημένη πέθανε, είναι πολύ λυπηρό να θυμάται κανείς ότι πολλοί ούτε που γνώριζαν πως είχε παιδί».
«Πιστεύω ότι σπάνια την έβλεπε» αναστέναξε η κυρία Κρόφορντ. «Όταν η Ινδή της παραμάνα πέθανε, κανένας δεν σκέφτηκε τη μικρούλα. Φαντάσου τους υπηρέτες να τρέχουν να φύγουν και να την αφήνουν μόνη στο έρημο σπίτι. Ο συνταγματάρχης Μακ Γκριου είπε ότι σχεδόν του έφυγε η ψυχή όταν άνοιξε την πόρτα και τη βρήκε να στέκεται μονάχη στη μέση του δωματίου».
Η Μαίρη έκανε το μακρύ ταξίδι προς την Αγγλία κάτω από την επίβλεψη της γυναίκας ενός αξιωματικού, που πήγαινε εκεί για να βάλει τα παιδιά της σε ένα οικοτροφείο. Όλη της η έννοια στο ταξίδι ήταν για τον γιο και την κόρη της και μάλλον χάρηκε όταν παρέδωσε τη μικρή στη γυναίκα που είχε στείλει ο κύριος Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, για να τη συναντήσει στο Λονδίνο. Η γυναίκα ήταν η οικονόμος του στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ, και το όνομά της ήταν κυρία Μέντλοκ. Ήταν μια εύσωμη γυναίκα με κατακόκκινα μάγουλα και κοφτερά μαύρα μάτια. Φορούσε ένα μωβ φόρεμα, ένα μαύρο μεταξωτό μανδύα με μια σειρά κρόσσια και ένα μαύρο καπέλο με μωβ βελούδινα λουλούδια, που τρεμούλιαζαν κάθε φορά που κουνούσε το κεφάλι της. Καθόλου δεν τη συμπάθησε η Μαίρη, μα, καθώς πολύ σπάνια συμπαθούσε κάποιον, δεν ήταν και κάτι πρωτότυπο. Έτσι κι αλλιώς, ήταν φανερό πως και η κυρία Μέντλοκ δεν είχε και την καλύτερη εντύπωση για τη μικρή.
«Τι να πω! Τι άχαρο πλάσμα!» είπε. «Κι ακούσαμε ότι η μητέρα της ήταν καλλονή. Δεν της κληρονόμησε και πολλά από την ομορφιά της, έτσι δεν είναι, κυρία;»
«Μπορεί και να αλλάξει όταν μεγαλώσει» είπε καλότροπα η γυναίκα του αξιωματικού. «Αν δεν ήταν τόσο χλωμή κι είχε καλύτερη έκφραση στο πρόσωπό της… τα χαρακτηριστικά της δεν είναι κι άσχημα. Τα παιδιά αλλάζουν τόσο πολύ».
«Θα πρέπει να αλλάξει πάρα πολύ» απάντησε η κυρία Μέντλοκ. «Και δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι στο Μίσελθουέιτ για να την κάνει να βελτιωθεί, αν θέλετε τη γνώμη μου!»
Νόμιζαν πως η Μαίρη δεν τις άκουγε, γιατί στεκόταν λίγο παράμερα στο παράθυρο του ξενοδοχείου όπου είχαν πάει. Παρατηρούσε τα διερχόμενα λεωφορεία, τα μισθωμένα αμάξια και τους ανθρώπους, άκουσε όμως ξεκάθαρα και της κίνησε την περιέργεια ο θείος της και το μέρος που ζούσε. Τι λογής μέρος να ήταν, και πώς να ήταν ο θείος της; Τι ήταν ο καμπούρης; Δεν είχε δει ποτέ της τέτοιον. Μπορεί και να μην υπήρχαν στην Ινδία.
Μια και έμενε στα σπίτια ξένων και δεν είχε παραμάνα, άρχισε να νιώθει μοναξιά και να σκέφτεται παράξενα πράγματα, καινούρια για αυτήν. Άρχισε να αναρωτιέται γιατί ποτέ της δεν θυμόταν να ανήκει κάπου, ακόμα κι όταν ο πατέρας της και η μητέρα της ήταν στη ζωή. Τα άλλα παιδιά έμοιαζαν να ανήκουν στους πατεράδες και τις μανάδες τους, αυτή όμως δεν έμοιαζε να είναι η μικρούλα κανενός. Είχε υπηρέτες και τροφή και ρούχα, κανείς όμως δεν της έδινε σημασία. Δεν ήξερε ότι αυτό γινόταν επειδή ήταν ένα δυσάρεστο παιδί. Από την άλλη όμως δεν γνώριζε ότι ήταν δυσάρεστη. Συχνά νόμιζε πως οι άλλοι ήταν έτσι, όμως δεν ήξερε ότι και αυτή το ίδιο ήταν.
Πίστευε ότι η κυρία Μέντλοκ ήταν το πιο δυσάρεστο άτομο που είχε δει ποτέ της, με το συνηθισμένο, αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και το συνηθισμένο καπέλο της. Όταν την επόμενη μέρα ξεκίνησαν το ταξίδι τους για το Γιορκσάιρ, περπάτησε τον σταθμό μέχρι το βαγόνι του τρένου με το κεφάλι ψηλά και προσπαθώντας να μείνει όσο μπορούσε πιο μακριά της, γιατί δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι ήταν μαζί της. Θα θύμωνε πάρα πολύ στη σκέψη ότι οι άλλοι μπορεί και να πίστευαν ότι ήταν η κορούλα της.
Η κυρία Μέντλοκ όμως ούτε καν ενοχλήθηκε από τη μικρή και τις σκέψεις της. Ήταν το είδος της γυναίκας που δεν “ανεχόταν ανοησίες από τη νέα γενιά”. Αυτό τουλάχιστον θα έλεγε, αν τη ρωτούσαν. Δεν θέλησε να πάει στο Λονδίνο όταν η κόρη της Μαρίας, της αδελφής της, παντρευόταν, είχε όμως μια άνετη, καλοπληρωμένη δουλειά ως οικονόμος στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ και ο μόνος τρόπος για να κρατήσει τη θέση της ήταν να εκτελεί αμέσως ότι πρόσταζε ο κύριος Άρτσιμπαλντ. Δεν τολμούσε καν να τον ρωτήσει το οτιδήποτε.
«Ο λοχαγός Λένοξ και η γυναίκα του πέθαναν από τη χολέρα» είχε πει ο κύριος Κρέιβεν με τον κοφτό, ψυχρό του τρόπο. «Ο λοχαγός Λένοξ ήταν αδελφός της γυναίκας μου και εγώ είμαι ο κηδεμόνας της κόρης τους. Το παιδί θα μεταφερθεί εδώ. Θα πρέπει να πάτε στο Λονδίνο και να το φέρετε εσείς η ίδια».
Κι έτσι έφτιαξε μια μικρή βαλίτσα και έκανε το ταξίδι.
Η Μαίρη καθόταν στη γωνιά της μέσα στο βαγόνι και φαινόταν άχαρη και δύστροπη. Δεν είχε τίποτα να διαβάσει ή κάτι να κοιτάξει και είχε διπλώσει τα ισχνά μαυρογαντοφορεμένα χέρια της στην αγκαλιά της. Το μαύρο της φόρεμα την έκανε να φαίνεται πιο ωχρή από ποτέ, και τα αδύναμα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της ξέφευγαν κάτω από το μαύρο κρεπ καπέλο της.
«Ούτε που ξαναείδα στη ζωή μου πιο πειραγμένο παιδί» σκέφτηκε η κυρία Μέντλοκ. (“Πειραγμένο” είναι μια έκφραση του Γιορκσάιρ και σημαίνει κακομαθημένο και γκρινιάρικο). Δεν είχε δει ποτέ της παιδί να κάθεται έτσι ακίνητο, χωρίς να κάνει το παραμικρό. Στο τέλος βαρέθηκε να την παρακολουθεί και άρχισε να μιλάει με μια κοφτή, σκληρή φωνή.
«Υποθέτω πως κάτι πρέπει να σου πω για εκεί που πηγαίνουμε» είπε στη Μαίρη. «Γνωρίζεις τίποτα για τον θείο σου;»
«Όχι» είπε η Μαίρη.
«Δεν άκουσες ποτέ τον πατέρα και τη μητέρα σου να μιλούν για αυτόν;»
«Όχι» είπε η Μαίρη κατσουφιάζοντας. Κατσούφιασε επειδή θυμήθηκε ότι ο πατέρας της και η μητέρα της ποτέ δεν της μιλούσαν για κάτι. Σίγουρα ποτέ δεν της έλεγαν οτιδήποτε.
«Χμ» μουρμούρισε η κυρία Μέντλοκ κοιτώντας το παράξενο, απαθές προσωπάκι. Για λίγο δεν είπε κάτι άλλο, και μετά ξανάρχισε.
«Υποθέτω πως κάτι πρέπει να σου πω για να σε προετοιμάσω. Πηγαίνεις σε ένα παράξενο μέρος».
Η Μαίρη δεν είπε το παραμικρό, και η κυρία Μέντλοκ μάλλον απογοητεύτηκε από την προφανή της απάθεια, αλλά, αφού πήρε μιαν ανάσα, συνέχισε.
«Όχι ότι δεν είναι ένα μεγαλόπρεπο μεγάλο σπίτι κατά έναν παράξενο τρόπο, και ότι ο κύριος Κρέιβεν δεν είναι με τον τρόπο του περήφανος για αυτό –κι αυτό είναι επίσης αρκετά παράξενο. Το σπίτι είναι εξακόσια χρόνια παλιό και βρίσκεται στην άκρη ενός χερσότοπου, κι έχει κοντά εκατό δωμάτια, αν και τα περισσότερα μένουν αχρησιμοποίητα και κλειδωμένα. Κι έχει πίνακες και ωραία παλιά έπιπλα και πράγματα αιώνων, και υπάρχει ένα μεγάλο πάρκο που το περιτριγυρίζει, και κήποι και δέντρα, κάποια από αυτά έχουν κλαδιά που φτάνουν μέχρι το έδαφος». Σταμάτησε και πήρε άλλη μιαν ανάσα. «Τίποτα άλλο όμως» ολοκλήρωσε απότομα. «Λοιπόν, τι λες για όλα αυτά;»
«Τίποτα» της απάντησε η Μαίρη. «Δεν ξέρω τίποτα για αυτά τα μέρη».
Αυτή η απάντηση έκανε την κυρία Μέντλοκ να αφήσει ένα κοφτό γέλιο.
«Α!» είπε «μα κάνεις σαν γριά γυναίκα. Δεν σε νοιάζει;»
«Το ίδιο κάνει είτε με νοιάζει είτε όχι» είπε η Μαίρη.
«Σωστά τα λες» είπε η κυρία Μέντλοκ. «Το ίδιο κάνει. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να μείνεις στην Έπαυλη Μίσελθουέιτ. Ίσως επειδή είναι το πιο εύκολο. Αυτός δεν πρόκειται να μπει στον κόπο να ενδιαφερθεί για σένα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ποτέ του δεν ενδιαφέρεται για κανέναν».
Σταμάτησε σαν να θυμήθηκε μόλις κάτι.
«Έχει στραβή πλάτη» είπε. «Αυτό τον έκανε έτσι. Ήταν ένας στριφνός νεαρός που δεν απολάμβανε τα χρήματά του ούτε το μεγάλο του σπίτι μέχρι που παντρεύτηκε».
Τα μάτια της Μαίρης στράφηκαν πάνω της παρά την πρόθεσή της να δείξει ότι δεν την ένοιαζε. Δεν είχε ποτέ της σκεφτεί ότι ο καμπούρης θα ήταν παντρεμένος και έμεινε κάπως έκπληκτη. Η κυρία Μέντλοκ το πρόσεξε και καθώς ήταν μια ομιλητική γυναίκα, συνέχισε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο κάτω κάτω, ήταν κι αυτός ένας τρόπος να περάσει η ώρα.
«Εκείνη ήταν ένα γλυκό, χαριτωμένο πλάσμα, κι αυτός θα περπατούσε όλον τον κόσμο μόνο και μόνο για να της φέρει ένα τόσο δα χορταράκι, αν του το ζητούσε. Κανείς δεν πίστευε ότι θα τον παντρευόταν, και κάποιοι έλεγαν πως τον πήρε για τα λεφτά του. Όμως όχι, σίγουρα όχι. Όταν πέθανε…»
Η Μαίρη αναπήδησε χωρίς να το θέλει.
«Ω! Πέθανε!» αναφώνησε σχεδόν άθελά της. Είχε μόλις θυμηθεί ένα γαλλικό παραμύθι που είχε διαβάσει κάποτε και που το έλεγαν “Ο Ρικές με το τσουλούφι”. Μιλούσε για έναν καημένο καμπούρη και μια όμορφη πριγκίπισσα και την έκανε να λυπηθεί ξαφνικά τον κύριο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν.
«Ναι, πέθανε» απάντησε η κυρία Μέντλοκ. «Και αυτό τον έκανε πιο παράξενο από ποτέ. Δεν τον νοιάζει για κανέναν. Δεν θέλει να βλέπει κόσμο. Τον περισσότερο καιρό λείπει και όταν βρίσκεται στο Μίσελθουέιτ, κλειδαμπαρώνεται στη Δυτική Πτέρυγα και δεν επιτρέπει παρά μόνο στον Πίτσερ να τον δει. Ο Πίτσερ είναι γέρος, μα τον φρόντιζε όταν ήταν μικρός και ξέρει τα χούγια του».
Όλα αυτά έμοιαζαν σαν παραμύθι και αυτό δεν χαροποίησε τη Μαίρη. Ένα σπίτι με εκατό δωμάτια, σχεδόν όλα τους αχρησιμοποίητα και κλειδωμένα -ένα σπίτι στην άκρη ενός χερσότοπου-ακουγόταν θλιβερό. Κι ένας άντρας με στραβή πλάτη που έμενε κι αυτός απομονωμένος! Κοίταξε έξω από το παράθυρο με τα χείλη της κλεισμένα σφιχτά, κι έμοιαζε αρκετά φυσικό που η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει σε γκρίζες πλάγιες γραμμές και να πιτσιλάει και να τρέχει από τα τζάμια. Αν η χαριτωμένη σύζυγος ζούσε, μπορεί και να έκανε πιο ευχάριστη την κατάσταση μοιάζοντας κάπως στη μητέρα της και τρέχοντας από δω κι από κει και πηγαίνοντας σε πάρτι όπως έκανε εκείνη με φορέματα “όλο δαντέλα”. Εκείνη όμως δεν υπήρχε πια.
«Μην περιμένεις να τον συναντήσεις, δεν υπάρχει περίπτωση» είπε η κυρία Μέντλοκ. «Και μην περιμένεις να βρεις ανθρώπους να σου μιλήσουν. Θα πρέπει να περνάς την ώρα σου και να φροντίζεις τον εαυτό σου μόνη σου. Θα μάθεις σε ποια δωμάτια μπορείς να μπαίνεις και σε ποια όχι. Υπάρχουν αρκετοί κήποι. Όταν όμως είσαι στο σπίτι, δεν θα τριγυρίζεις ούτε θα χώνεις τη μύτη σου πουθενά. Δεν περνάνε αυτά στον κύριο Κρέιβεν».
«Δεν θα θέλω να χώσω τη μύτη μου» είπε η ξινισμένη Μαιρούλα. Κι εκεί που είχε αρχίσει να λυπάται τον κύριο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, έπαψε να τον λυπάται κι άρχισε να σκέφτεται ότι ήταν δυσάρεστος και καλά κάνανε και του έτυχαν όσα του έτυχαν.
Και γύρισε το πρόσωπό της κατά τα τζάμια της άμαξας όπου έτρεχε το βροχόνερο και κοίταξε έξω την γκρίζα καταιγίδα που δεν έλεγε να σταματήσει. Την παρατηρούσε για τόσο διάστημα και τόσο επίμονα, που η γκριζούρα βάρυνε τα μάτια της και στο τέλος η μικρή αποκοιμήθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...