Το βουητό από τις φωνές ανακατευόταν με τους ήχους που έκαναν
χέρια και πόδια καθώς τα σώματα υψώνονταν, στροβιλίζονταν, τινάζονταν. Βογκητά
πόνου από το παίδεμα των μυών, διαμαρτυρίες για τις συνεχείς επαναλήψεις των
ίδιων κινήσεων, επιφωνήματα που δήλωναν χαρά, ενθουσιασμό, απογοήτευση ή
παραίτηση αποτελούσαν την καθημερινότητα της Ακαδημίας.
Η Λένη εκτέλεσε βαριεστημένη τις μισές ασκήσεις προσπαθώντας
με κόπο να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Το προηγούμενο βράδυ το είχε
παρακάνει. Είχε ξεπεράσει το ένα ποτό που συνήθως έπινε για να χαλαρώσει. Γιατί
τρεις μέρες τώρα, τόσες είχαν περάσει από εκείνη την καταραμένη κλήρωση, όχι
μόνο δεν είχε ηρεμήσει, ώστε να το θεωρήσει ως τετελεσμένος γεγονός και να φροντίσει
να συνυπάρξει έστω και τυπικά με τον Ραφαήλου, αλλά και έφτανε να τη βρίσκει το
ξημέρωμα με ανακατωμένο κεφάλι και στομάχι από τα τρία τέσσερα ποτά που είχε
καταναλώσει. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν είχε να παρουσιάσει καμιά ιδέα για τη
χορογραφία, και, μη θέλοντας να της τη βγει ο Ραφαήλου, προφασιζόταν
υποχρεώσεις που δεν μπορούσαν να πάρουν αναβολή. Ο Ραφαήλου και τις δύο φορές
την είχε κοιτάξει περίεργα, όμως δεν είχε κάνει κανένα σχόλιο. Της είχε ευχηθεί
«Περαστικά» και είχε φροντίσει να της αδειάσει τη γωνιά. Δεν της άρεσε το
αυτάρεσκο χαμόγελό του. Κάτι σχεδίαζε, αλλά θα τον προλάβαινε. Δεν υπήρχε
άντρας που να την κάνει καλά, θα ερχόταν τώρα ο κρετίνος να την αμφισβητήσει;
Ο Μάριος προσπαθούσε να μαντέψει τι σκεφτόταν η Λένη. Η
αλήθεια ήταν ότι υπό τις παρούσες συνθήκες θα έφτανε ο καιρός που θα έπρεπε να
παρουσιάσουν τη χορογραφία τους, και αυτοί δεν θα είχαν τίποτα να επιδείξουν. Η
Λένη ήταν μόνιμα κακοδιάθετη, και δεν του το έβγαζες από το μυαλό ότι έπινε. Τι
άλλο να φανταστεί; Άρρωστη δεν ήταν, πάντα έχαιρε άκρας υγείας. Υποψιαζόταν ότι
αυτός ήταν ο αίτιος και αναρωτιόταν πώς θα έκανε ένα βήμα προς το μέρος της
χωρίς να την εξαγριώσει περισσότερο. Ποια τακτική να ακολουθήσει κανείς με ένα
άτομο τόσο… Έψαξε να βρει τις λέξεις… Μια αγριόγατα ήταν. Απόμεινε σκεφτικός
εξετάζοντας κάθε δυνατή κίνηση, ώσπου… Και
ο άγιος φοβέρα θέλει, κατέληξε.
Σήκωσε από το πάτωμα το κοντάρι που χρησιμοποιούσε λίγο πριν
για να εξασκηθεί και με γρήγορα βήματα βρέθηκε δίπλα στη Λένη. Χτύπησε το
αριστερό του πόδι με δύναμη στο πάτωμα, έκανε την ίδια κίνηση με το δεξί και
μετά περνώντας το κοντάρι πάνω από το κεφάλι της, το έφερε ξανά όρθιο μπροστά
του και το χτύπησε στο πάτωμα. Η Λένη δεν αντέδρασε και ο Μάριος επανέλαβε την
κίνηση. Στη δέκατη –αν θυμόταν καλά- επανάληψη, η Λένη βγήκε από την απάθειά
της. Με το πρόσωπο κόκκινο από θυμό, την ώρα ακριβώς που το κοντάρι σηκωνόταν
στον αέρα, έκανε μια ανάποδη τούμπα και παίρνοντας φόρα τινάχτηκε όρθια. Σε
κλάσματα δευτερολέπτου είχε αρπάξει κι αυτή ένα κοντάρι κι ερχόταν καταπάνω του
με άγριες διαθέσεις.
Ο Μάριος δεν πτοήθηκε, αφού αυτό ακριβώς επιδίωκε. Λίγο
προτού τον φτάσει η Λένη, σήκωσε το δικό του κοντάρι στα πλάγια αποκρούοντάς
την. Η επαφή των δύο αυτοσχέδιων σπαθιών ακούστηκε εκκωφαντική μέσα στην ησυχία
της αίθουσας. Η Λένη προς στιγμήν σάστισε βλέποντας με πόση δύναμη το κοντάρι
της τινάχτηκε και προσγειώθηκε στο πάτωμα. Ο Μάριος άρπαξε την ευκαιρία για να
πάει στο σύστημα ήχου και να περάσει το στικάκι που είχε φέρει μαζί του.
Δυνάμωσε την ένταση και από τα ηχεία ακούστηκε η μουσική του Ganesh από το Bombay Dreams. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τον ήχο
των κρουστών να εισχωρήσει στο σώμα του. Ήταν τόσο συναρπαστικό το άκουσμα που ενώ
είχε στο μυαλό του μια συγκεκριμένη χορογραφία, άφησε τη μουσική να τον
καθοδηγήσει σε νέα μονοπάτια.
Η Λένη ήταν έξω φρενών. Ο Ραφαήλου τής την έδινε όλο και
περισσότερο στα νεύρα. Αν ο άχρηστος νόμιζε ότι με αυτόν τον τρόπο θα την έκανε
να δημιουργήσει κάτι μαζί του, -στον χορό εννοούσε, μην τρελαθούμε κιόλας! σκέφτηκε κι έφτυσε τον κόρφο της-, ε τότε, ήταν
πολύ γελασμένος. Ο … άχρηστος!
επανέλαβε τον χαρακτηρισμό, μη βρίσκοντας κάτι πιο πρωτότυπο να του αποδώσει. Βέβαια
τα μάτια της δεν τα τράβηξε από τον τόσο κομψά
χαρακτηρισμένο Ραφαήλου. Δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πόσο ταλαντούχος ήταν,
πόσο αρμονικές ήταν οι κινήσεις του σώματός του. Να, τώρα δα, καθώς άκουγε αυτή
την παράξενη μουσική,-ούτε που γνώριζε ποιο κομμάτι ήταν, ίσως έπρεπε να ρωτήσει-,
δεν μπορούσε να μη ζηλέψει. Κάτι την ξεσήκωνε, ήδη ένιωθε τα δάχτυλα των ποδιών
της να ακολουθούν αυτόβουλα τις δονήσεις των χορευτικών κινήσεων και των
ηχητικών κυμάτων. Χωρίς να το καταλάβει, σήκωσε το κοντάρι της. Δεν άλλαξε θέση
παρά μένοντας εκεί μιμήθηκε τον κατά τα άλλα εκνευριστικό παρτενέρ της.
Ο Μάριος θα είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος: που είχε
βγάλει από την απάθειά της τη Λένη, που ανάμεσα στην αντιπάθεια και την
πρόκληση η δεύτερη υπερίσχυσε, που τόσο κοντά της διαπίστωνε ότι το σώμα της
του γινόταν ακόμη πιο επιθυμητό, ιδιαίτερα όσο έβλεπε τους μυς της να συσπώνται
και να τεντώνονται, -ήταν πια σε απόσταση αναπνοής, θα μπορούσε και να τη
φιλήσει. Όχι, κρατούσε τόσο σφιχτά το κοντάρι που ήταν σίγουρος ότι θα κατέληγε
στο κεφάλι του με την παραμικρή λάθος κίνηση. Αναστέναξε και της έστρεψε την
πλάτη. Πήγε ξανά στο σύστημα ήχου και έβγαλε το στικάκι που τόση ώρα
επαναλάμβανε ξανά και ξανά το Ganesh.
«Είσαι ξενέρωτος, Ραφαήλου!» τον κατακεραύνωσε η Λένη. «Πάνω
που έλεγα πως έκανες και κάτι σωστό μέσα σε δύο χρόνια».
«Την επόμενη φορά που θα κάνουμε πρόβα είναι η σειρά σου να
διαλέξεις τη μουσική. Και τη χορογραφία φυσικά» της είπε με ένα σαρδόνιο
χαμόγελο να παίζει στο πρόσωπό του.
«Αν υπάρξει επόμενη φορά. Μην παίρνεις θάρρος, Ραφαήλου. Είμαστε
αντίπαλοι, όχι σύμμαχοι».
Ο Μάριος σκέφτηκε ότι ο Σαίξπηρ προφανώς θα είχε ως πρότυπο
κάποια μακρινή πρόγονο της Λένης όταν έγραφε το «η Στρίγκλα που έγινε αρνάκι».
Μετά από τρία πανομοιότυπα βράδια μεθυσμένων αυτοσχεδιασμών
μπροστά στον καθρέφτη της –τόσο μεθυσμένων που έφτανε να μην ξεχωρίζει το
είδωλό της- η Λένη μπήκε ορμητικά στο διαμέρισμά της και η πρώτη της δουλειά
ήταν να ξεψαχνίσει τα CD που καταλάμβαναν τις μεγάλες στήλες αριστερά και δεξιά από το
στερεοφωνικό.
«Θα σου δείξω εγώ, Ραφαήλου. Μη μου πουλάς και μούρη, τώρα.
Άντε, γιατί παραγνωριστήκαμε!» ξέσπασε τον θυμό της.
Δηλαδή, δεν ήταν ακριβώς θυμωμένη. Τα νεύρα τής έσπαγε ο
τύπος. Κι ας ήταν καλός χορευτής, πανάθεμά τον. Διαβολικά καλός, θα συμπλήρωνε,
αν την είχε πιάσει ξαφνική κρίση καλοσύνης. Παρότι το πρόσωπο και το σώμα του δεν
ξέφευγαν από ό,τι όριζε αυτή ως αντρικό πρότυπο, δεν την τραβούσε. Βασικά την
απωθούσε. Βέβαια, για πρώτη φορά στην απογευματινή τους πρόβα είχε προσέξει τα
μάτια του. Ήταν μελιά και ανάλογα με το πώς έπεφτε το φως έμοιαζαν να παίρνουν
μια ανοιχτόχρωμη απόχρωση του πράσινου, και τότε οι ίριδες αποκτούσαν μια
απόκοσμη βιολετί όψη.
Τι βλακείες σκεφτόταν! Όσο όμορφα μάτια και να είχε, ο
Ραφαήλου παρέμενε αντιπαθητικός.
Η Λένη έκανε μια εύγλωττη χειρονομία με το δάχτυλο και γέλασε
δυνατά. Αν την έβλεπαν οι γονείς της! Τη μοναχοκόρη τους, το μπουμπούκι τους! Θα
φρίκαραν όπως πάντα.
«Χεστήκαμε!» φώναξε η Λένη και διάλεξε το Outta your mind του Lil Jon. «Ό,τι χρειάζεται για να σου κάνω τα
νεύρα κορδόνια, Ραφαήλου. Να δούμε ποιος θα τρελάνει ποιον!»
Μία ώρα μετά, είχε ξαπλώσει εξαντλημένη στο παρκέ. Δεν είχε
κουράγιο ούτε το μικρό της δαχτυλάκι να κινήσει. Το στόμα της ήταν στεγνό, η
γλώσσα της μάταια προσπαθούσε να υγράνει τα αφυδατωμένα της χείλη. Το είχε
παρακάνει. Και το κακό ήταν ότι δεν ήταν καν ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα.
Λες και ο Ραφαήλου είχε κλειδώσει τη φαντασία της. Μπα, δεν ήταν αυτό. Γιατί η
αλήθεια ήταν ότι η χορογραφία της υπολειπόταν της δικής του. Ίσως και να
έφταιγε η μουσική επιλογή. Ήταν σίγουρη ότι ο Ραφαήλου θα έφερνε ένα καλύτερο
αποτέλεσμα, αφού σε όλα ήταν καλύτερος.
«Είδες πώς σκέφτεσαι όταν είσαι νηφάλια, κοριτσάκι μου;» είπε
στον εαυτό της. «Όμως, έχουμε και γι’ αυτό λύση».
Έβαλε την τριπλάσια ποσότητα βότκας από το κανονικό
προσθέτοντας μόνο μερικές σταγόνες από ένα πορτοκάλι που αργοπέθαινε στο ψυγείο
της. Προτού ακουμπήσει το ποτήρι στα χείλη της, έκανε την τελευταία λογική της
σκέψη. Έπρεπε να πιει νερό, πολύ νερό. Στον αφυδατωμένο οργανισμό της η δυνατή
ένεση αλκοόλ μόνο κακό θα μπορούσε να φέρει. Όμως πότε η Λένη ακολουθούσε τη
λογική για να το κάνει τώρα πράξη; (Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου