Ο Μάριος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται ότι η τύχη τού είχε
κλείσει πονηρά το μάτι. Διαφορετικά δεν υπήρχε περίπτωση να έχει παρτενέρ του
τη Λένη. Τις ελάχιστες φορές που βρέθηκαν δίπλα-δίπλα στο μάθημα, εκείνη με
αρκετό θράσος είχε παραπονεθεί στους καθηγητές ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί,
και φυσικά η φιλία του πατέρα της με τον Διευθυντή σήμαινε ότι η επιθυμία της
γινόταν αμέσως δεκτή.
Στην αρχή ο Μάριος πειράχτηκε, σε σημείο που είχε αποφασίσει
να σιχτιρίσει τη Λένη και να την ξεχάσει. Αποδείχτηκε πέρα από τις δυνάμεις
του. Δεν ήταν η ερωτική έλξη που ένιωθε για τη Λένη, τουλάχιστον δεν ήταν μόνο
αυτή. Πίστευε ότι είχαν χημεία στον χορό. Ήταν σύμπτωση που στους
αυτοσχεδιασμούς έκαναν σχεδόν τις ίδιες κινήσεις χωρίς να βλέπει ο ένας τον
άλλον, όση απόσταση και να τους χώριζε; Το έλεγαν όλοι, δεν ήταν στη φαντασία
του. Κι έτσι αποφάσισε ότι η καλύτερη τακτική ήταν απλά να αλλάξει τακτική. Δεν
άφηνε να φανεί τίποτα από το πάθος που τον έκαιγε στην έκφρασή του, αντίθετα
έδειχνε αδιάφορος και ειρωνικός Στα μαθήματα, τόσο μακριά ο καθένας τους μέσα
στην αχανή αίθουσα, έμοιαζε να χορεύουν μαζί και χώρια.
Στο δεύτερο έτος της σχολής οι καλοθελητές μετέφεραν στα
αυτιά της Λένης ότι ο Ραφαήλου ήταν τσιμπημένος μαζί της. Ο Μάριος αδυνατούσε
να καταλάβει από τι είχε προδοθεί, ποια στιγμή δεν κατόρθωσε να ελέγξει τους
μυς του προσώπου του. Η Λένη ήταν η θεά του, μια θεά με σώμα γαζέλας,
κοντοκουρεμένα μαλλιά με μύτες και αφέλειες και τα πιο όμορφα σκούρα μπλε μάτια
που είχε ποτέ του δει. Μια θεά που όμως λάτρευε κρυφά. Ήταν προτιμότερο να σκληρύνει
την τακτική του παρά να έχει να υποστεί την καζούρα των άλλων και την ακόμα
μεγαλύτερη περιφρόνηση της ίδιας. Αναγκαστικά η δήθεν αποστροφή του για την Ψαθά -την αποκαλούσε πάντα με το
επίθετό της μπροστά στους άλλους, στο κάτω κάτω κι εκείνη ακριβώς το ίδιο έκανε-άρχισε
να εκδηλώνεται και έμπρακτα. Ο Μάριος πέρασε στην επίθεση. Μιλούσε
περιφρονητικά για τη Λένη, φρόντιζε να βρίσκεται όσο το δυνατόν μακριά της και
κάθε φορά που το κουδούνι της Ακαδημίας ηχούσε εκκωφαντικό δηλώνοντας το τέλος
των μαθημάτων της ημέρας, χωρίς καν να αλλάξει ρούχα ή να κάνει ένα ντους,
φορούσε το κράνος του και φουριόζος καβαλούσε τη μηχανή του.
Στο τρίτο έτος πια όλοι τους χαρακτήριζαν ως άσπονδους
εχθρούς. Αν ρωτούσες βέβαια, κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει για ποιον λόγο
ακριβώς. Το προτιμούσε έτσι ο Μάριος. Τουλάχιστον είχε ησυχάσει. Από τους
άλλους μόνο, από τη Λένη όχι. Η εικόνα της πρόβαλλε καθημερινά μπροστά του,
ακόμα και τις εκτός Ακαδημίας ώρες. Κι αυτό όμως θα έπαιρνε ένα τέλος με την
αποφοίτηση, γιατί σίγουρα το διαφορετικό και μόνο κοινωνικό τους υπόβαθρο δεν
θα τους έβγαζε στους ίδιους επαγγελματικούς χώρους.
Τώρα όμως ο Μάριος χαμογελούσε. Η τύχη είχε ορίσει μια
κατάσταση που ούτε αυτός ούτε η Λένη μπορούσαν να αλλάξουν. Οι κανονισμοί των
κληρώσεων ήταν αυστηροί, γενικά οι κανονισμοί της Ακαδημίας διαπνέονταν από μια
εμμονή στον τύπο, ίσως και μόνο για να αντισταθμιστεί το γεγονός της αδιάκριτης
εισόδου σε αυτήν αρκεί να πλήρωνες τα αστρονομικά δίδακτρα. Το πώς ο ίδιος είχε
καταφέρει να πληρώσει για τη φοίτηση ήταν καθαρά θέμα χρονικής σύμπτωσης. Προτού
η μητέρα του εξαφανιστεί από τη ζωή του, τον δωροδόκησε για να απαλύνει τις
τύψεις της. Τώρα ζούσε με τον δεύτερο σύζυγό της στη Νέα Ζηλανδία, ευτυχής αυτή,
αυτός και τα κοπάδια τους, όπως μάθαινε ο Μάριος μέσω της σπάνιας αλληλογραφίας
τους.
Τη στιγμή που πατούσε το τελευταίο σκαλοπάτι, άκουσε τον
γδούπο της πόρτας του Διευθυντή. Δεν γύρισε καν να κοιτάξει. Ήξερε τι θα
ακολουθούσε. Η πόρτα άνοιξε ξανά, ακούστηκε ένα «Δεσποινίς Ψαθά, περιμένετε!»,
εις μάτην βέβαια, αφού η Λένη είχε βάλει το κεφάλι κάτω και δρασκέλιζε βιαστικά
σαν θυμωμένη φοράδα.
«Δεν έπιασε η γοητεία σου; Περίεργο!» της σφύριξε ο Μάριος
καθώς περνούσε από δίπλα του, εκείνη όμως αντί για απάντηση, του έδωσε μια
σπρωξιά και βγήκε από την Ακαδημία κοπανώντας και τη μεγάλη τζαμένια πόρτα πίσω
της.
«Φοραδίτσα, αλλά θα σε δαμάσω» μουρμούρισε ο Μάριος κι
ευχαριστημένος από την προοπτική, βγήκε στον δρόμο, φόρεσε το κράνος του και
βάζοντας εμπρός τη μηχανή του, κατευθύνθηκε προς το κλαμπ Αζόρες.
Η ευχάριστη διάθεση τον εγκατέλειψε με το που πέρασε την
πόρτα του κλαμπ. Αν ήξερε πριν από ένα εξάμηνο πού θα κατέληγε! Το μη χείρον
βέλτιστον όμως. Κρατούσε μια απόσταση ασφαλείας. Ήταν άλλο να είσαι δάσκαλος
κινήσεων και άλλο χορευτής εκεί μέσα. Όταν ο Μάριος βρέθηκε σε δεινή οικονομική
κατάσταση, αναγκάστηκε να ξανασκεφτεί την πρόταση του γνωστού ενός φίλου του. Ωραίες παρέες! Κάγχασε καθώς χαιρετούσε
τα γκαρσόνια. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για τους πελάτες του μαγαζιού, όμως όλα
όφειλαν να είναι τζιτζί, όπως τόνιζε
το αφεντικό κάθε ώρα και στιγμή. Αυτό σήμαινε εκτός άλλων ότι ο Μάριος ήταν
υποχρεωμένος να σκαρφίζεται συνεχώς κάποια νέα χορογραφία, ώστε το ανδρικό μπαλέτο
να αναστατώνει όλο και περισσότερες ματσωμένες κυρίες που επισκεπτόντουσαν
αυτόν τον καλλιτεχνικό χώρο για να εντρυφήσουν στις ηδονές της τέχνης.
Δεν βαριέσαι, μια
δουλειά είναι κι αυτή, σκέφτηκε και χτυπώντας παλαμάκια για να γνωστοποιήσει την παρουσία του,
φώναξε: «Έλα, αγόρια. Μάθημα!» με τον πιο βαρύ τόνο που διέθετε το φωνητικό του
ρεπερτόριο, γιατί διαφορετικά δεν το είχαν σε τίποτα να του πάρουν τον αέρα. Οι
επίδοξοι χορευτές ήταν όλοι πολύ μικρότεροί του, εξίσου γραμμωμένοι όμως, και
ορισμένοι με βλέψεις και στο ίδιο με αυτούς φύλο. Ο Μάριος έτριψε ελαφρά τους
κροτάφους του προσπαθώντας να διώξει τον πονοκέφαλο που μόνιμα τον επισκεπτόταν
στην τροπική ατμόσφαιρα που άκουγε στην εξωτική ονομασία Αζόρες.
Ένα τέταρτο μετά, είχε μπει για τα καλά στον ρυθμό ενός καινούριου
χορευτικού. Τι σημασία είχε το πού βρισκόταν; Ο χορός ήταν παντού και πάντα ο
ίδιος. Και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Η Λένη μπήκε στο σπίτι της κοπανώντας άλλη μια πόρτα, την
τρίτη στη σειρά. Κάτι τέτοιες στιγμές δόξαζε θεούς και δαίμονες που οι γονείς
της την είχαν κακομάθει τόσο, ώστε άκοπα να της αγοράσουν το λοφτ που είχε
βάλει στο μάτι με το που είχε πατήσει το κατώφλι της ενηλικίωσης. Η αλήθεια
ήταν ότι η θέα στην Ακρόπολη την ηρεμούσε και της έδινε ενέργεια που
μετουσιωνόταν σε όλο και πιο περίπλοκους πειραματισμούς. Αυτή τη στιγμή όμως η
διάθεσή της δεν ήταν να αυτοσχεδιάσει στον χορό, αλλά να σπάσει ό,τι βρισκόταν
μπροστά της. Ρίχνοντας μια ματιά στην ακριβή μίνιμαλ επίπλωση άλλαξε γνώμη. Το
να καταστρέψει τον χώρο που ζούσε ήταν κάτι που σίγουρα θα το μετάνιωνε την
επόμενη στιγμή. Προτιμότερο ήταν να χώσει μια μπουνιά στην αντιπαθητική μούρη
του Ραφαήλου. Περνιόταν για έξυπνος, ο τύπος; Τι θράσος που το είχε! Κι εκείνος
ο Αγοριανός! Άχτι τον είχε, μήπως κι ακόμη περισσότερο από τον Ραφαήλου. Άκου
να της πει ότι η Ακαδημία σεβόταν πρώτη τους κανονισμούς της! Ναι, τόσο πολύ
τους σεβόταν που τα έπαιρνε χοντρά υπό μορφή χορηγιών, και τότε η ηθική γινόταν
τόσο ελαστική που πήγαινε περίπατο.
Να πιει ήθελε, να φτάσει να μην ξέρει τι της γίνεται. Να
βυθιστεί σε λήθαργο και να πάψει να σκέφτεται τι είχε να υποστεί για να φέρει
εις πέρας και το στήσιμο της χορογραφίας αλλά και την εκτέλεσή της. Και όλα
αυτά για ποιον λόγο; Για να κάνει το χατίρι των γονιών της; Όχι ότι κοπτόταν
για κάτι τέτοιο, αλλά της το είχαν θέσει ως όρο για να της επιτρέψουν να πάει
στη Νέα Υόρκη και να ακολουθήσει τα όνειρά της. Βασικά όποια στιγμή ήθελε
μπορούσε να τα βροντήξει και να φύγει. Λογαριασμό που θα έδινε, ακόμα και σε
αυτούς που τη γέννησαν! Επειδή την έφεραν σε αυτόν τον κόσμο, νόμιζαν ότι
έπρεπε να την έχουν και σκυλάκι τους. Ενήλικη ήταν, δεν την εμπόδιζε κανείς.
Εκτός από τα χρήματα βέβαια. Η μηνιαία επιχορήγηση από τους δικούς της πήγαινε
αδιάβαστη σε ανύποπτο χρόνο. Και μια και η Λένη είχε καλομάθει, κάνοντας μια
σπάταλη ζωή αλλά και νιώθοντας εντελώς αδιάφορη σε κάθε απασχόληση που σήμαινε
η λέξη «δουλειά», δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει τη βολή της για να βρεθεί μεν στη
Νέα Υόρκη, αλλά φυτοζωώντας σε κάποια τρώγλη και περνώντας τη μία οντισιόν μετά
την άλλη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Το άστρο της, προς το παρόν, ήταν μικρής
εμβέλειας. Γνώριζε ότι είχε ταλέντο, κάνοντας όμως συνεχώς του κεφαλιού της
γνώριζε επίσης ότι δύσκολα κάποιος θα περέκαμπτε το αγύριστο κεφάλι της για να
την πάρει στα σοβαρά. Ούτε λόγος να αλλάξει. Της χρωστούσαν, αυτή δεν χρωστούσε
σε κανέναν.
Τα νεύρα της είχαν γίνει κορδόνι. Με ένα ποτό θα ξεχνούσε τον
ξενέρωτο Ραφαήλου. Έβαλε μπόλικη βότκα σε ένα ποτήρι σπάζοντάς την μόνο με
ελάχιστο χυμό ανανά και κατευθύνθηκε στο ακριβό στερεοφωνικό της. Κατεβάζοντας
δυο γερές γουλιές έβαλε το Crunk Juice του Lil Jon και αμέσως η σκληρή χιπ-χοπ μουσική
ξεχύθηκε εκκωφαντική από τα ηχεία.
Η Λένη άρχισε να χαλαρώνει πίνοντας και κουνώντας τους ώμους
σαν να έκανε ζέσταμα για τις ασκήσεις της ημέρας. Σε λίγο το χιπ-χοπ είχε μπει
μαζί με το αλκοόλ στο αίμα της. Πετώντας τις στρατιωτικές της αρβύλες, που
πέρασαν ξυστά από την οθόνη της τηλεόρασης για να προσγειωθούν με πάταγο στο
παρκέ, ένιωσε σαν να συμμετείχε στο βίντεο κλιπ του τραγουδιού. Κατευθύνθηκε
στον ολόσωμο καθρέφτη χορεύοντας και παρατηρώντας τον εαυτό της, πλησιάζοντας
όλο και περισσότερο το γυάλινο είδωλό της. Γούρλωσε τα μάτια και έβγαλε τη
γλώσσα της στον καθρέφτη ενώ σήκωσε προκλητικά το δεξί της χέρι σε μια τέλεια
κίνηση του fuck off.
«Άντε γαμήσου, Ραφαήλου! Και άντε παράτα μας, επιτέλους!»
Φωνάζοντας και ξαναφωνάζοντας την ίδια πρόταση και κάνοντας
όλο και πιο σπασμωδικές κινήσεις, άρχισε να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό
της προσπαθώντας να συνδυάσει τη χιπ-χοπ με το κλασσικό μπαλέτο. Αυτό κι αν
ήταν ιεροσυλία!
Γέλασε τόσο δυνατά όσο και η μουσική που ξερνούσαν τα ηχεία.
Θα του την έσπαγε του Ραφαήλου και είχε μόλις βρει τον τρόπο. Αυτές οι σκέψεις
την ανέβασαν τόσο που πέταξε στη στιγμή τα ρούχα από πάνω της, μένοντας μόνο με
το μπούστο. Φόρεσε ένα φαρδύ σαλβάρι και τα μάτια της σάρωσαν πυρετικά τον χώρο
ψάχνοντας να βρουν κάτι που μπορεί και να έμοιαζε με σπαθί. Μη βρίσκοντας τίποτα
κατάλληλο, έπιασε το σπασμένο κοντάρι μιας ξεχασμένης σκούπας και το κούνησε
δοκιμαστικά μπροστά στον καθρέφτη. Ναι, μια χαρά ήταν κι αυτό. Έκανε μεταβολή
για να αντικρίσει πρόσωπο με πρόσωπο τον φανταστικό Ραφαήλου.
«Και τώρα οι δυο μας, πουλάκι μου!» είπε δυνατά ενώ τα μάτια
της είχαν γίνει δυο σχισμές που θύμιζαν σαμουράι σε επίθεση.
Κάνοντας βήματα πότε μπρος και πότε πίσω, επιτιθέμενη και
αμυνόμενη, σε ελάχιστα λεπτά είχε βρει τον ρυθμό της μουσικής του Lil Jon εναρμονισμένο απόλυτα με τον δικό
της θυμό για τον ανυποψίαστο παρτενέρ της.
Δεν κατάλαβε πότε τελείωσε το cd, καθώς ασθμαίνοντας αποκαμωμένη
έγειρε στο πάτωμα. Όλα γύριζαν γύρω της. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να βρει
την ανάσα της. Η ένταση της ημέρας, οι εξοντωτικοί αυτοσχεδιασμοί της αλλά και
το αλκοόλ στο άδειο της στομάχι τής έφεραν μια νάρκη. Και ο ύπνος μόνο ηρέμησε
επιτέλους τη σκληράδα του προσώπου της δείχνοντας αυτό που έκρυβε σαν
επτασφράγιστο μυστικό: το γλυκό παιδιάστικο κομμάτι που ο κακομαθημένος εαυτός
της κρατούσε φυλακισμένο ως απόλυτη άμυνα. Δεν υπήρχε όμως κανείς να το δει.
Ίσως ο Μάριος, αν παρακολουθούσε από μια μεριά τη Λένη, να
ήταν και ο μόνος που δεν θα γελούσε με αυτή την πλευρά της. Μάλλον θα την
ερωτευόταν ακόμα περισσότερο, κι αυτό δεν θα έβγαζε σε τίποτα καλό. Βρισκόταν
όμως χιλιόμετρα μακριά της, αποκαμωμένος κι αυτός για ολότελα διαφορετικούς
λόγους. Φθάνοντας στο δυάρι που νοίκιαζε σε μια πολυκατοικία στον Νέο Κόσμο,
πρόλαβε να κάνει ένα γρήγορο ντους και νομίζοντας ότι έχει νικήσει την κούραση,
έκανε τα ελάχιστα βήματα που τον χώριζαν από τον ολόσωμο καθρέφτη. Αυτό ήταν
και το μόνο κοινό σημείο που είχαν το σπίτι του και το λοφτ της Λένης. Όχι ότι
είχε δει ποτέ το εσωτερικό του, αν και μπορούσε να το φανταστεί από τις φθονερές
ματιές που ακολουθούσαν μετά από κάθε αναφορά των συμμαθητών τους στην
Ακαδημία. Έτσι κι αλλιώς ένας καθρέφτης ήταν απαραίτητος για τους χορευτές. Και
μια μπάρα, θα πρόσθετε, όμως ο δικός του χώρος ήταν περιορισμένος. Το δωμάτιο
ήταν άδειο, για να μπορεί να χορεύει και να αυτοσχεδιάζει. Το ίδιο σκόπευε να
κάνει και τούτη τη βραδιά, όμως όταν στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, η αίσθηση
ότι η Λένη βρισκόταν εκεί, κοντά του, τον έκανε να γυρίσει απότομα. Φυσικά και
δεν ήταν, προσπάθησε όμως να τη φανταστεί. Σίγουρα θα έκανε πρόβα μπροστά στον
δικό της καθρέφτη. Μπορεί να ήταν σπαστική και αυθάδης όσο δεν έπαιρνε, αλλά
γνώριζε τις υποχρεώσεις που είχε κάθε τριτοετής στην Ακαδημία.
Το πεπρωμένον φυγείν
αδύνατον, σκέφτηκε
καθώς έστρεφε το σώμα του πότε δεξιά πότε αριστερά, λες και προσπαθούσε να
αποκρούσει τα φανταστικά χτυπήματα της Λένης. Κάθε του κίνηση όμως γινόταν πιο
αργή μέχρι που εξουθενωμένος έγειρε στις μαξιλάρες που παράλληλα με τον τοίχο
τού πρόσφεραν ένα κάπως βολικό κρεβάτι για τις νύχτες του.
«Σου παραδίνομαι, αλλά μόνο για απόψε…» ψιθύρισε σηκώνοντας
τα χέρια ψηλά κι ο ύπνος πήρε μαζί του λέξεις, όνειρα, σκέψεις. (συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου