Την παραμονή του Αϊ Γιάννη, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού και περιμένουν αυτήν που θα φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το αμίλητο νερό. Το νερό θα μπει σε ένα πήλινο δοχείο στο οποίο η κάθε κοπέλα θα έχει ρίξει ένα δικό της αντικείμενο. το ριζικάρι. Μετά το πήλινο δοχείο θα σκεπαστεί με ένα πανί και τα δεθεί με μια κληματσίδα συνήθως και μετά θα τοποθετηθεί σε ψηλό και ανοιχτό χώρο όπου θα παραμείνει όλη τη νύχτα της 23ης προς την 24η Ιουνίου κάτω από το φως των αστεριών. Ανήμερα του Αί Γιάννη και προτού βγει ο ήλιος η κοπέλα που έχει αναλάβει το πήλινο δοχείο το βάζει ξανά στο σπίτι. Μετά το μεσημέρι, μαζεύονται ξανά οι ανύπαντρες κοπέλες κι ο Κλήδονας ξεκλειδώνεται για να φανερώσει το ριζικό της καθεμιάς. Ακολουθεί η περιγραφή του εθίμου στο χωριό της Βέργας από το μυθιστόρημα "Αραμπέλα/τα όρια της πίστης" το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν πατώντας εδώ
Η οχλοβοή όλο και μεγάλωνε μέχρι που επιτέλους η Μαρούσα απόθεσε τον μαστραπά στο τραπέζι κι όλες βιάστηκαν να ρίξουν μέσα ό,τι δικό της είχε φέρει η καθεμιά. Η Αραμπέλα τράβηξε από τα μαλλιά της το χτένι από ταρταρούγα, το μοναδικό στολίδι επάνω της αφού τα ρούχα της ήταν απλά, δανεικά της Λεμονιάς. Μετά η Μαρούσα σκέπασε τον μαστραπά με ένα κόκκινο πανί κι έδεσε ολόγυρά του μια κληματσίδα.
«Κλειδώνομε τον Κλήδονα στου Αι Γιαννιού τη χάρη κι όποια είναι η καλορίζικη πρωί θα ξενεφάνει» τραγούδησε η Μαρούσα κι όλες την ακολούθησαν έξω για να σιγουρευτούν πως θα αποθέσει τον μαστραπά πάνω στο δώμα για να ξαστριστεί. Πουρνό πουρνό θα τον έμπαζε και πάλι μέσα στο σπίτι.
Ώρα μετά η Αραμπέλα έμπαινε με χίλιες προφυλάξεις στο Γκραντουκάλε. Εκείνο το βράδυ ο ύπνος σφάλισε επιτέλους τα μάτια της. Είδε στο όνειρό της τον Βάγη και το πρωί που ξύπνησε σκέφτηκε πως δεν είχε ανάγκη τα μαντέματα για να μάθει ποιον θα παντρευόταν. Σαν όμως έφτασε το
απομεσήμερο, περίμενε πώς και πώς πότε θα φύγουν με τη Λεμονιά για το άνοιγμα του Κλήδονα.
«Ανοίγομε τον Κλήδονα στου Αι Γιαννιού τη χάρη, κι όποια είναι καλορίζικη, να ρθει να τονε πάρει» τραγούδησε η Μαρούσα κι έλυσε την κληματσίδα από τον μαστραπά.
«Άντε, θα μας σκάσεις!» είπε γελαστά η μητέρα της.
«Βγάλε το πανί, βγάλε το πανί!» φώναξαν ρυθμικά οι κοπέλες χτυπώντας ανυπόμονα χέρια και πόδια ενώ οι γεροντότερες γυναίκες συνέχιζαν να γνέθουν χαμογελώντας με τα φαφούτικα στόματά τους.
Η Μαρούσα άρχισε να τραβάει τα ριζικάρια και δεν ήταν λίγες οι κοπέλες που είχαν βάλει τόσο όμοια μαντέματα στον μαστραπά που τώρα μάλωναν συναμεταξύ τους για το ποια θα ήταν η επόμενη καλότυχη. Η Αραμπέλα κρατούσε την ανάσα της καθώς περίμενε τη σειρά της, κι όταν επιτέλους το χέρι της Μαρούσας χούφτωσε το χτένι της, αναστέναξε με ανακούφιση.
«Σαν έχεις ρούσα τα μαλλιά απ’ τη φωτιά φυλάξου, σάματις είναι αυτοί πολλοί που θέλουν να τ’ αλλάξου» απάγγειλε η Μαρούσα και την κοίταξε χαμογελώντας.
«Δηλαδή;» ρώτησε απορημένη η Αραμπέλα.
«Θα πάρεις έναν γανωματή!» κορόιδεψε κάποια.
«Έναν πλούσιο φούρναρη σαν αυτούς στη Χώρα!» είπε άλλη.
Κι έλεγαν όλες τους ό,τι τους ερχόταν κι είχε να κάνει με τη φωτιά κι άλλες πάλι μιλήσανε για τσοπάνηδες με ρούσες προβατίνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου