|
Ρούμπενς: Αδάμ και Εύα |
Την πρωτοείδα στο σαλόνι του
ξενοδοχείου.
Μόνη, πίνει καφέ και
καπνίζει πουράκια. Ντυμένη άψογα. Την κοιτάζω. Μοιάζει να παρατηρεί προσεκτικά
ολόγυρα κι όμως το πρόσωπό της είναι μια μάσκα αδιαφορίας. Μου κινεί την
περιέργεια. Επαγγελματικά εννοώ! Προσπαθώ να την κατατάξω. Μπλαζέ χομπίστρια ή
χαμηλού εισοδήματος ψαχνόμενη; Ο χώρος προσφέρεται ως θερμοκήπιο και των δύο
ειδών.
Την κοιτάζω μέχρι που
φεύγει. Με κομψές κινήσεις μαζεύει πακέτο και αναπτήρα, πληρώνει και σηκώνεται.
Περνά από δίπλα μου, και -τυχαία;- κοντοστέκεται. Χαμογελάει και απομακρύνεται
αφήνοντας πίσω της μόνο το άρωμά της. Με το κεφάλι ψηλά, στητή, περνά ανάμεσα
στους υπηκόους της και χάνεται. Μου κινεί την περιέργεια. Επαναλαμβάνομαι, το
ξέρω! Ελάττωμα που ο συγγραφέας οφείλει να αποφεύγει.
Εντυπωσιάζομαι που σκέφτομαι
το πότε θα την ξαναδώ. Αυτή η αδυναμία μου με εκνευρίζει. Χρόνια, παρατηρώ
αμέτοχος και συλλέγω. Δεν έχω συνηθίσει να μπλέκω τη δουλειά μου με την
προσωπική μου ζωή. Γιατί, το να κάθομαι καθημερινά ένα δίωρο, στην ίδια πάντα
θέση αυτού του καφέ, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του συγγραφέα μέσα μου.
Ηθελημένα, γίνομαι ωτακουστής των ιστοριών του περίγυρου, παρατηρώ τις
φυσιογνωμίες τους. Και φτιάχνω τις λίστες μου: Μία με πρόσωπα, μία με ιστορίες.
Κάτι παίρνω από εδώ, κάτι αφήνω από εκεί κι έτσι πλάθω τους χαρακτήρες των
βιβλίων μου. Και μετά, γελάω με τους κριτικούς που αναφέρονται στη ζωντάνια των
απλών καθημερινών μου ηρώων.
Ξεφεύγω από το θέμα όμως!
Φανερά εκνευρισμένος από την απροσδόκητη διαταραχή των ρυθμών μου, μαζεύω τις
σημειώσεις μου. Φεύγω και νομίζω πως το άρωμά της βρίσκεται παντού. Το βράδυ
μού είναι αδύνατον να δουλέψω. Κοιτάζω άσκοπα την οθόνη του υπολογιστή μου. Στο
τέλος, για παρηγοριά το ρίχνω στις πασιέντζες. Ο ύπνος, ακόμα κι αυτός συνωμοτεί
και δεν έρχεται λυτρωτικός. Νιώθω πως κάποιος μου τραβάει τα πόδια, τόσο
τεντωμένα είναι τα νεύρα μου!
«Αστεία πράγματα» σκέφτομαι
ρουφώντας την πρώτη γουλιά του σκέτου ελληνικού το πρωί. «Να πάω μια βόλτα να
ξελαμπικάρω».
Βρίσκομαι στον Εθνικό Κήπο
χαζολογώντας, την ώρα που άλλοι μοχθούν για τον επιούσιο. Ταΐζω κουλούρι τις
πάπιες που με κοιτάζουν με απάθεια.
«Θα ήθελα να ήμουν πάπια!»
μονολογώ και η κυρία που περνάει δίπλα μου, επιταχύνει ρίχνοντας μου μιαν
αλλόκοτη ματιά.
Κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ,
αφήνω τη λίμνη και βγαίνοντας από την πίσω μεριά του Κήπου, κάπου μέσα στα
στενά του κέντρου, κάνω μιαν επίσκεψη στον φίλο μου τον Κίμωνα, τον δικηγόρο. Ο
δεύτερος καφές της μέρας δε δίνει λύση στο ανεξήγητο μαρτύριό μου. Ο Κίμωνας
ανησυχεί.
«Βρε μπας κι έμπλεξες σε
καμιά βρομοδουλειά;»
Τον κοιτάζω πλάγια.
«Κατάλαβα! Γκόμενα είναι!» αναφωνεί
και σκάει στα γέλια.
«Νομίζω πως είσαι εντελώς
ηλίθιος» του λέω θιγμένα.
«Εντάξει! Πάω πάσο. Άμα δε
θέλεις, μη μιλάς».
«Δεν έχω τίποτα να πω»
διαμαρτύρομαι χολωμένος.
Φεύγω, ένα ψυχικό ράκος.
Γυρίζω σπίτι να βάλω σε μια τάξη τα χαρτιά μου. Ας πούμε πως κάτι κάνω!
Τηλεφωνώ στη θεία. Όταν εκνευρίζομαι, τρώω σαν γάιδαρος. Με περιμένει. Η μόνη
που χαίρεται με την όρεξή μου. Της αρέσει που εκτιμάω τη μαγειρική της. Ο θείος
τής υπενθυμίζει πως απλά είμαι αναίσθητος.
Ασθμαίνοντας, γυρίζω σπίτι.
Τι ώρα είναι; Τέσσερις παρά. Να κάνω τι μέσα; Στις πέντε έχω ραντεβού με τον
εαυτό μου στο γνωστό ξενοδοχείο. Αναρωτιέμαι αν ΕΚΕΙΝΗ θα είναι εκεί. Μπα, τυχαίο θα ήταν! Αν επρόκειτο για θαμώνα, πώς και
δεν την είχα προσέξει μέχρι τώρα;
Ξαναβγαίνω. Δεν θα πάρω
τρόλεϊ. Με τα πόδια θα πάω, να χωνέψω κιόλας. Έτσι, για τιμωρία.
Με το ζόρι σπρώχνω την
περιστροφική πόρτα. Τα πόδια μου διαμαρτύρονται, ιδρωμένα τούμπανα μέσα στα
παπούτσια. Με τρόπο κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Εξωτερικά φαίνομαι εντάξει.
Παλεύοντας με τις αμφιβολίες μου για το αν θα τη δω ή όχι, μπαίνω στο καφέ.
Αδιάφορα κατευθύνομαι στη γωνία μου. Αν ουδέποτε μου έκανε εντύπωση που πάντα
έβρισκα αδειανό το ίδιο τραπεζάκι -σε σημείο που να το θεωρώ δικό μου-, σήμερα
το σερί μου σπάει. Είναι πιασμένο. Πάω να στραβομουτσουνιάσω. Καταφέρνω ευτυχώς
μόνο μια ελαφριά σύσπαση των χειλιών καθώς συνειδητοποιώ πως ΕΚΕΙΝΗ κάθεται στη θέση μου. Κοιτάζω
αμήχανα δεξιά κι αριστερά. Διάβολε! Κάνει ζέστη εδώ μέσα. Τι τους έπιασε
καλοκαίρι καιρό να θερμάνουν τον χώρο;
Τα μάγουλά μου καίνε. Νομίζω
πως περνάνε ώρες μέχρι να κάτσω κάπου, να βρω μια θέση που να μου επιτρέπει να
κοιτάζω ΕΚΕΙΝΗ.
Χαμογελάει; Ναι! Αυτάρεσκα. Το έκανε επίτηδες, χαίρεται που με έφερε σε δύσκολη
θέση. Και μετά προσπαθώ να συνετίσω τον εαυτό μου.
«Γράφει πουθενά πως θα
πήγαινες να κάτσεις εκεί; Για να δούμε τώρα, μεγάλε διδάσκαλε του Γένους, τι θα
κάνεις;» μονολογώ ασυνάρτητα.
Ο τρίτος καφές της ημέρας
είναι διπλός. Κοιτάζω με τρόπο. Και σήμερα, είναι ντυμένη στην τρίχα. Το
σκίσιμο της μακριάς της φούστας αφήνει μιαν υποψία ποδιού να φανεί. Αναπηδάω
στην καρέκλα μου. Τι έχει και με προκαλεί να την προσέξω; Όχι! Αυτό δε θα
περάσει. Εδώ δουλεύουμε, δεν παίζουμε! Βγάζω τις σημειώσεις μου και προσπαθώ να
συγκεντρωθώ. Μισοκλείνω τα μάτια και όταν τα ανοίγω ξανά, τη βλέπω κάτι να
γράφει. Φορούσε κι εχτές άραγε γυαλιά; Δε θυμάμαι, τίποτα δε θυμάμαι. Αυτό
είναι ανησυχητικό. Άντε, μακριά από εμάς!
Ένα ζευγαράκι πιο πέρα,
κουβεντιάζει. Στήνω αυτί, έτοιμος να κωδικοποιήσω ό,τι μου κάνει εντύπωση.
Μάταια! Εγώ που είχα την ικανότητα να παρακολουθώ τρεις διαφορετικές συζητήσεις
σε εξέλιξη, νιώθω ξαφνικά τα αυτιά μου βουλωμένα. Κι ΕΚΕΙΝΗ με κοιτάζει και χαμογελάει συνωμοτικά. Να πάω να της μιλήσω;
Τι να της πω; Δεν ξέρω! Εγώ, εγώ που έχω γεμίσει χιλιάδες σελίδες χαρτιού, δεν
μπορώ να βρω δυο κουβέντες. Το μυαλό μου χάος και η μνήμη μου κενή. Την
παρατηρώ χωρίς ακόμα να καταλαβαίνω τι ήρθε να κάνει εδώ. Με τον φόβο πως αυτή
η ιστορία θα με καταντήσει φυτό, αποφασίζω να την πλησιάσω.
Δεν προλαβαίνω, η καρέκλα
της είναι άδεια. Μόνο το άρωμά της πλανιέται στον χώρο ανακατεμένο με τη
μυρωδιά του καφέ και του καπνού. Να ρωτήσω τους σερβιτόρους; Δεν είναι άσχημη
ιδέα.
Οι ελπίδες υπάρχουν για να
ναυαγούν. Κανένας δε γνωρίζει το παραμικρό. Η επόμενη και η μεθεπόμενη μέρα
περνούν σκοτεινές και τρισάθλιες. Στο καφέ, το τραπέζι μένει άδειο. Την τρίτη
μέρα έχω φτάσει στα όριά μου. Μήπως αρχίζω και τρελαίνομαι; Δε θέλει και πολύ ο
άνθρωπος για να την πάθει!
Επιτέλους, την τέταρτη μέρα
εμφανίζεται. Με τρόμο συνειδητοποιώ πόσο αδέξιος έχω γίνει. Τραβάω την καρέκλα
με θόρυβο, παλεύω με τη ζαχαριέρα και το καπάκι πέφτει στον καφέ μου, σκορπίζω
στάχτες από το τσιγάρο στο παντελόνι μου. Κρυφοκοιτάζω. Ο σερβιτόρος την
πλησιάζει μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια. Η ζήλια με κατατρώει αργά και βασανιστικά.
Ποιος της στέλνει λουλούδια; Ποιος με πρόλαβε;
Σηκώνεται. Θα φύγει; Όχι! Το
μπουκέτο είναι ακόμα πάνω στο τραπέζι. Γιατί να το αφήσει πίσω; Τη βλέπω να
έρχεται κατά τη μεριά μου. Σαν στρουθοκάμηλος, σκύβω στις σημειώσεις μου. Γράφω
ό,τι μου κατεβαίνει, σκόρπιες λέξεις, μουτζούρες. Κοιτάζω με τρόπο. Ακόμα να
γυρίσει. Τα λουλούδια, ακόμα στο τραπέζι. Η ώρα περνάει. Ανεξήγητα, νιώθω να
έχω γίνει περίγελος. Σηκώνομαι αδέξια. Ο απότομος θόρυβος της καρέκλας κόβει
στη μέση τη συζήτηση των διπλανών. Με κοιτάζουν και συνεχίζουν ψιθυριστά.
Ο σερβιτόρος με προλαβαίνει
μπροστά στην περιστροφική πόρτα.
«Κύριε Πέτρο! Τα λουλούδια
σας!»
Ανοίγω το στόμα να του πω
πως κάποιο λάθος έχει γίνει, αυτά τα λουλούδια δεν είναι δικά μου, δεν το κάνω
όμως.
Βουλιάζω ξανά σε μια
πολυθρόνα και στριφογυρίζω το μπουκέτο αμήχανα στα χέρια μου. Ένα διπλωμένο
χαρτί πέφτει. Το διαβάζω στην αρχή με έκπληξη και μετά γελάω, γελάω δυνατά,
αδιαφορώντας για το επιτιμητικό βλέμμα του ρεσεψιονίστ. Το σημείωμα γράφει
ακριβώς αυτά:
«Αγαπητέ κύριε Μανθόπουλε,
ανέκαθεν σας εκτιμούσα σαν συγγραφέα. Ώσπου σε κάποια συνέντευξη, σας
άκουσα, εντελώς απροκάλυπτα, με καμάρι θα έλεγα, να δηλώνετε πως κλέβετε
χαρακτήρες. Όχι από άλλους συγγραφείς βέβαια, αλλά από την ίδια τη ζωή. Δε σας
κρύβω πως μου κεντρίσατε την περιέργεια. Αυτό, ήθελα να το δω από κοντά. Και
όχι μόνο! Θα εφάρμοζα επάνω σας την ήδη δοκιμασμένη μέθοδό σας. Περιβάλλοντας
τον εαυτό μου με το ανάλογο μυστήριο και αντιγράφοντας τις δικές σας κινήσεις,
κατάλαβα το παιχνίδι σας. Τι κρίμα που δεν μπορέσατε να με εντάξετε σε μια από
τις κατηγορίες που επιφυλάσσετε για τον περίγυρό σας! Δεν καταλάβατε για ποιο
λόγο εισέβαλα απρόοπτα στον «χώρο εργασίας» σας. Σας έφερα σε δίλημμα, σας
αποπροσανατόλισα, μην το αρνείστε! Ο σερβιτόρος, αυτός ο ίδιος που σας παρέδωσε
την ανθοδέσμη που τώρα κρατάτε, με ενημέρωσε πως με αγωνία ρωτούσατε να μάθετε
κάποια στοιχεία για μένα. Πώς με αποκαλέσατε; «Μπλαζέ χομπίστρια ή χαμηλού
εισοδήματος ψαχνόμενη». Με κάνατε να γελάσω. Ξεχάσατε, βλέπετε, την τρίτη
πιθανότητα: «απλά γυναίκα». Κέρδισα το στοίχημα με τον εαυτό μου. Μπλεχτήκατε
στον δικό σας ιστό!»
Έτσι απότομα τελείωνε. Εγώ
όμως είχα κάθε λόγο να γελάω, να γελάω από χαρά και ανακούφιση μαζί. Κάτω από
αυτά τα λόγια, ήταν σημειωμένο ένα νούμερο τηλεφώνου.
Έξω είχε πιάσει ψιλόβροχο. Δεν
με ένοιαζε καθόλου. Ξαφνικά, ήμουν ένας χαζός ερωτευμένος!