Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Βιργινία Χρυσουλάκη: η σπορά του ήλιου

Εκεί στο νησί του ήλιου, ζει η Μαρία συντροφιά με το γέλιο και το δάκρυ, τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Γιατί έτσι είναι τα ανθρώπινα, μια ήλιος και μια βροχή. Γεννήσεις, θάνατοι, γάμοι, αποχαιρετισμοί και νέα συναπαντήματα. Κι έτσι μεγαλώνει η Μαρία, παντρεύεται τον Μανούσο και γεννάει τον Αντώνη της. Κι όπως η Μαρία ποτίζει τον κήπο της, έτσι κι ο μικρός Αντώνης με το ποτιστηράκι του ραντίζει τις λακκουβίτσες. 
Μα τι θα φυτρώσει εκεί πέρα; Α, δε σας το λέω αυτό, είναι το μεγάλο μυστικό της ιστορίας μας.
Ένα τρυφερό αφήγημα, βελούδινο σαν το μάγουλο ενός μικρού παιδιού, που μοιάζει σαν την ανάσα που χουχουλιάζει την παγωμένη παλάμη. Μια μικρή ιστορία με ένα μεγάλο νόημα. Γιατί όλα στη ζωή έχουν τη θέση τους και την αξία τους, ακόμη κι αυτό το δάκρυ, όσο πικρό κι αν είναι, γεννάει νέα ζωή, χαρά κι ήλιο που φωτίζει γύρω του.
Όμορφα λόγια της Βιργινίας Χρυσουλάκη στολισμένα με τις ζωγραφιές της Ειρήνης Δερμιτζάκη, καμωμένες από θύμησες του μινωικού πολιτισμού, για ένα ηλιόλουστο νησί, για τον τόπο που γεννάει θεούς κι ανθρώπους μαζί.
Πετάει παντού σε ήλιο και βροχή πάνω σε μια Σαΐτα από το www.saitapublications.gr/2013/10/ebook.51.html

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Albert Sánchez Piñol: Ψυχρό δέρμα

Ένα νησί κουκκίδα, στην άκρη του Νότιου Ατλαντικού. Μοναδικοί του κάτοικοι ο φαροφύλακας και ο μετεωρολόγος. Το πλοίο που παρεκκλίνει της πορείας του για να εκτελέσει το ιδιότυπο δρομολόγιο, αποβιβάζει τον νέο μετεωρολόγο, δεν βρίσκει όμως πουθενά τον παλιό. Ο φαροφύλακας Μπατίς Καφό δεν είναι διατεθειμένος ή μάλλον δεν βρίσκεται σε θέση να διαλευκάνει το μυστήριο. Μη δίνοντας σημασία προς το παρόν στη σχεδόν καταληπτική κατάσταση του φαροφύλακα και κουβαλώντας τους δικούς του φόβους και ανασφάλειες, ο νεοαφιχθείς μετεωρολόγος προσπαθεί να βολευτεί στο αφιλόξενο περιβάλλον του νησιού. Μέχρι που έρχεται το σκοτάδι και μια επίθεση παράξενων αμφίβιων πλασμάτων που ούτε στους χειρότερούς του εφιάλτες δε θα φιλοξενούσε κανείς.
Το ψυχρό δέρμα είναι μια αλληγορία πάνω στη διαφορετικότητα, αλλά και μια μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε συνθήκες απομόνωσης. Ο συγγραφέας μέσα από τη στιλιστική του θρίλερ, μελετάει τον φόβο και τη φοβία. Γιατί επιλέγουμε την απομόνωση, τη διαφορετική συμπεριφορά; Πώς διαμορφώνουμε την ιδεολογία και πότε αυτή γίνεται ιδεοληψία; Ποιος κρίνει το τι είναι έλλογο και τι όχι; Τι σημαίνει αμύνομαι και επιτίθεμαι; Ποια είναι τα όρια της λογικής;

Ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί, μία γραφή εμπνευσμένη και μια υπόθεση που κόβει την ανάσα για να μας κάνει να αναρωτηθούμε πόσο υπερτιμημένη είναι η έννοια «άνθρωπος».

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Η στατιστική του έρωτα

Ρούμπενς: Αδάμ και Εύα
Την πρωτοείδα στο σαλόνι του ξενοδοχείου.
Μόνη, πίνει καφέ και καπνίζει πουράκια. Ντυμένη άψογα. Την κοιτάζω. Μοιάζει να παρατηρεί προσεκτικά ολόγυρα κι όμως το πρόσωπό της είναι μια μάσκα αδιαφορίας. Μου κινεί την περιέργεια. Επαγγελματικά εννοώ! Προσπαθώ να την κατατάξω. Μπλαζέ χομπίστρια ή χαμηλού εισοδήματος ψαχνόμενη; Ο χώρος προσφέρεται ως θερμοκήπιο και των δύο ειδών.
Την κοιτάζω μέχρι που φεύγει. Με κομψές κινήσεις μαζεύει πακέτο και αναπτήρα, πληρώνει και σηκώνεται. Περνά από δίπλα μου, και -τυχαία;- κοντοστέκεται. Χαμογελάει και απομακρύνεται αφήνοντας πίσω της μόνο το άρωμά της. Με το κεφάλι ψηλά, στητή, περνά ανάμεσα στους υπηκόους της και χάνεται. Μου κινεί την περιέργεια. Επαναλαμβάνομαι, το ξέρω! Ελάττωμα που ο συγγραφέας οφείλει να αποφεύγει.
Εντυπωσιάζομαι που σκέφτομαι το πότε θα την ξαναδώ. Αυτή η αδυναμία μου με εκνευρίζει. Χρόνια, παρατηρώ αμέτοχος και συλλέγω. Δεν έχω συνηθίσει να μπλέκω τη δουλειά μου με την προσωπική μου ζωή. Γιατί, το να κάθομαι καθημερινά ένα δίωρο, στην ίδια πάντα θέση αυτού του καφέ, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του συγγραφέα μέσα μου. Ηθελημένα, γίνομαι ωτακουστής των ιστοριών του περίγυρου, παρατηρώ τις φυσιογνωμίες τους. Και φτιάχνω τις λίστες μου: Μία με πρόσωπα, μία με ιστορίες. Κάτι παίρνω από εδώ, κάτι αφήνω από εκεί κι έτσι πλάθω τους χαρακτήρες των βιβλίων μου. Και μετά, γελάω με τους κριτικούς που αναφέρονται στη ζωντάνια των απλών καθημερινών μου ηρώων.
Ξεφεύγω από το θέμα όμως! Φανερά εκνευρισμένος από την απροσδόκητη διαταραχή των ρυθμών μου, μαζεύω τις σημειώσεις μου. Φεύγω και νομίζω πως το άρωμά της βρίσκεται παντού. Το βράδυ μού είναι αδύνατον να δουλέψω. Κοιτάζω άσκοπα την οθόνη του υπολογιστή μου. Στο τέλος, για παρηγοριά το ρίχνω στις πασιέντζες. Ο ύπνος, ακόμα κι αυτός συνωμοτεί και δεν έρχεται λυτρωτικός. Νιώθω πως κάποιος μου τραβάει τα πόδια, τόσο τεντωμένα είναι τα νεύρα μου!
«Αστεία πράγματα» σκέφτομαι ρουφώντας την πρώτη γουλιά του σκέτου ελληνικού το πρωί. «Να πάω μια βόλτα να ξελαμπικάρω».
Βρίσκομαι στον Εθνικό Κήπο χαζολογώντας, την ώρα που άλλοι μοχθούν για τον επιούσιο. Ταΐζω κουλούρι τις πάπιες που με κοιτάζουν με απάθεια.
«Θα ήθελα να ήμουν πάπια!» μονολογώ και η κυρία που περνάει δίπλα μου, επιταχύνει ρίχνοντας μου μιαν αλλόκοτη ματιά.
Κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ, αφήνω τη λίμνη και βγαίνοντας από την πίσω μεριά του Κήπου, κάπου μέσα στα στενά του κέντρου, κάνω μιαν επίσκεψη στον φίλο μου τον Κίμωνα, τον δικηγόρο. Ο δεύτερος καφές της μέρας δε δίνει λύση στο ανεξήγητο μαρτύριό μου. Ο Κίμωνας ανησυχεί.
«Βρε μπας κι έμπλεξες σε καμιά βρομοδουλειά;»
Τον κοιτάζω πλάγια.
«Κατάλαβα! Γκόμενα είναι!» αναφωνεί και σκάει στα γέλια.
«Νομίζω πως είσαι εντελώς ηλίθιος» του λέω θιγμένα.
«Εντάξει! Πάω πάσο. Άμα δε θέλεις, μη μιλάς».
«Δεν έχω τίποτα να πω» διαμαρτύρομαι χολωμένος.
Φεύγω, ένα ψυχικό ράκος. Γυρίζω σπίτι να βάλω σε μια τάξη τα χαρτιά μου. Ας πούμε πως κάτι κάνω! Τηλεφωνώ στη θεία. Όταν εκνευρίζομαι, τρώω σαν γάιδαρος. Με περιμένει. Η μόνη που χαίρεται με την όρεξή μου. Της αρέσει που εκτιμάω τη μαγειρική της. Ο θείος τής υπενθυμίζει πως απλά είμαι αναίσθητος.
Ασθμαίνοντας, γυρίζω σπίτι. Τι ώρα είναι; Τέσσερις παρά. Να κάνω τι μέσα; Στις πέντε έχω ραντεβού με τον εαυτό μου στο γνωστό ξενοδοχείο. Αναρωτιέμαι αν ΕΚΕΙΝΗ θα είναι εκεί. Μπα, τυχαίο θα ήταν! Αν επρόκειτο για θαμώνα, πώς και δεν την είχα προσέξει μέχρι τώρα;
Ξαναβγαίνω. Δεν θα πάρω τρόλεϊ. Με τα πόδια θα πάω, να χωνέψω κιόλας. Έτσι, για τιμωρία.
Με το ζόρι σπρώχνω την περιστροφική πόρτα. Τα πόδια μου διαμαρτύρονται, ιδρωμένα τούμπανα μέσα στα παπούτσια. Με τρόπο κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Εξωτερικά φαίνομαι εντάξει. Παλεύοντας με τις αμφιβολίες μου για το αν θα τη δω ή όχι, μπαίνω στο καφέ. Αδιάφορα κατευθύνομαι στη γωνία μου. Αν ουδέποτε μου έκανε εντύπωση που πάντα έβρισκα αδειανό το ίδιο τραπεζάκι -σε σημείο που να το θεωρώ δικό μου-, σήμερα το σερί μου σπάει. Είναι πιασμένο. Πάω να στραβομουτσουνιάσω. Καταφέρνω ευτυχώς μόνο μια ελαφριά σύσπαση των χειλιών καθώς συνειδητοποιώ πως ΕΚΕΙΝΗ κάθεται στη θέση μου. Κοιτάζω αμήχανα δεξιά κι αριστερά. Διάβολε! Κάνει ζέστη εδώ μέσα. Τι τους έπιασε καλοκαίρι καιρό να θερμάνουν τον χώρο;
Τα μάγουλά μου καίνε. Νομίζω πως περνάνε ώρες μέχρι να κάτσω κάπου, να βρω μια θέση που να μου επιτρέπει να κοιτάζω ΕΚΕΙΝΗ.
Χαμογελάει; Ναι! Αυτάρεσκα. Το έκανε επίτηδες, χαίρεται που με έφερε σε δύσκολη θέση. Και μετά προσπαθώ να συνετίσω τον εαυτό μου.
«Γράφει πουθενά πως θα πήγαινες να κάτσεις εκεί; Για να δούμε τώρα, μεγάλε διδάσκαλε του Γένους, τι θα κάνεις;» μονολογώ ασυνάρτητα.
Ο τρίτος καφές της ημέρας είναι διπλός. Κοιτάζω με τρόπο. Και σήμερα, είναι ντυμένη στην τρίχα. Το σκίσιμο της μακριάς της φούστας αφήνει μιαν υποψία ποδιού να φανεί. Αναπηδάω στην καρέκλα μου. Τι έχει και με προκαλεί να την προσέξω; Όχι! Αυτό δε θα περάσει. Εδώ δουλεύουμε, δεν παίζουμε! Βγάζω τις σημειώσεις μου και προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Μισοκλείνω τα μάτια και όταν τα ανοίγω ξανά, τη βλέπω κάτι να γράφει. Φορούσε κι εχτές άραγε γυαλιά; Δε θυμάμαι, τίποτα δε θυμάμαι. Αυτό είναι ανησυχητικό. Άντε, μακριά από εμάς!
Ένα ζευγαράκι πιο πέρα, κουβεντιάζει. Στήνω αυτί, έτοιμος να κωδικοποιήσω ό,τι μου κάνει εντύπωση. Μάταια! Εγώ που είχα την ικανότητα να παρακολουθώ τρεις διαφορετικές συζητήσεις σε εξέλιξη, νιώθω ξαφνικά τα αυτιά μου βουλωμένα. Κι ΕΚΕΙΝΗ με κοιτάζει και χαμογελάει συνωμοτικά. Να πάω να της μιλήσω; Τι να της πω; Δεν ξέρω! Εγώ, εγώ που έχω γεμίσει χιλιάδες σελίδες χαρτιού, δεν μπορώ να βρω δυο κουβέντες. Το μυαλό μου χάος και η μνήμη μου κενή. Την παρατηρώ χωρίς ακόμα να καταλαβαίνω τι ήρθε να κάνει εδώ. Με τον φόβο πως αυτή η ιστορία θα με καταντήσει φυτό, αποφασίζω να την πλησιάσω.
Δεν προλαβαίνω, η καρέκλα της είναι άδεια. Μόνο το άρωμά της πλανιέται στον χώρο ανακατεμένο με τη μυρωδιά του καφέ και του καπνού. Να ρωτήσω τους σερβιτόρους; Δεν είναι άσχημη ιδέα.
Οι ελπίδες υπάρχουν για να ναυαγούν. Κανένας δε γνωρίζει το παραμικρό. Η επόμενη και η μεθεπόμενη μέρα περνούν σκοτεινές και τρισάθλιες. Στο καφέ, το τραπέζι μένει άδειο. Την τρίτη μέρα έχω φτάσει στα όριά μου. Μήπως αρχίζω και τρελαίνομαι; Δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος για να την πάθει!
Επιτέλους, την τέταρτη μέρα εμφανίζεται. Με τρόμο συνειδητοποιώ πόσο αδέξιος έχω γίνει. Τραβάω την καρέκλα με θόρυβο, παλεύω με τη ζαχαριέρα και το καπάκι πέφτει στον καφέ μου, σκορπίζω στάχτες από το τσιγάρο στο παντελόνι μου. Κρυφοκοιτάζω. Ο σερβιτόρος την πλησιάζει μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια. Η ζήλια με κατατρώει αργά και βασανιστικά. Ποιος της στέλνει λουλούδια; Ποιος με πρόλαβε;
Σηκώνεται. Θα φύγει; Όχι! Το μπουκέτο είναι ακόμα πάνω στο τραπέζι. Γιατί να το αφήσει πίσω; Τη βλέπω να έρχεται κατά τη μεριά μου. Σαν στρουθοκάμηλος, σκύβω στις σημειώσεις μου. Γράφω ό,τι μου κατεβαίνει, σκόρπιες λέξεις, μουτζούρες. Κοιτάζω με τρόπο. Ακόμα να γυρίσει. Τα λουλούδια, ακόμα στο τραπέζι. Η ώρα περνάει. Ανεξήγητα, νιώθω να έχω γίνει περίγελος. Σηκώνομαι αδέξια. Ο απότομος θόρυβος της καρέκλας κόβει στη μέση τη συζήτηση των διπλανών. Με κοιτάζουν και συνεχίζουν ψιθυριστά.
Ο σερβιτόρος με προλαβαίνει μπροστά στην περιστροφική πόρτα.
«Κύριε Πέτρο! Τα λουλούδια σας!»
Ανοίγω το στόμα να του πω πως κάποιο λάθος έχει γίνει, αυτά τα λουλούδια δεν είναι δικά μου, δεν το κάνω όμως.
Βουλιάζω ξανά σε μια πολυθρόνα και στριφογυρίζω το μπουκέτο αμήχανα στα χέρια μου. Ένα διπλωμένο χαρτί πέφτει. Το διαβάζω στην αρχή με έκπληξη και μετά γελάω, γελάω δυνατά, αδιαφορώντας για το επιτιμητικό βλέμμα του ρεσεψιονίστ. Το σημείωμα γράφει ακριβώς αυτά:
«Αγαπητέ κύριε Μανθόπουλε,
ανέκαθεν σας εκτιμούσα σαν συγγραφέα. Ώσπου σε κάποια συνέντευξη, σας άκουσα, εντελώς απροκάλυπτα, με καμάρι θα έλεγα, να δηλώνετε πως κλέβετε χαρακτήρες. Όχι από άλλους συγγραφείς βέβαια, αλλά από την ίδια τη ζωή. Δε σας κρύβω πως μου κεντρίσατε την περιέργεια. Αυτό, ήθελα να το δω από κοντά. Και όχι μόνο! Θα εφάρμοζα επάνω σας την ήδη δοκιμασμένη μέθοδό σας. Περιβάλλοντας τον εαυτό μου με το ανάλογο μυστήριο και αντιγράφοντας τις δικές σας κινήσεις, κατάλαβα το παιχνίδι σας. Τι κρίμα που δεν μπορέσατε να με εντάξετε σε μια από τις κατηγορίες που επιφυλάσσετε για τον περίγυρό σας! Δεν καταλάβατε για ποιο λόγο εισέβαλα απρόοπτα στον «χώρο εργασίας» σας. Σας έφερα σε δίλημμα, σας αποπροσανατόλισα, μην το αρνείστε! Ο σερβιτόρος, αυτός ο ίδιος που σας παρέδωσε την ανθοδέσμη που τώρα κρατάτε, με ενημέρωσε πως με αγωνία ρωτούσατε να μάθετε κάποια στοιχεία για μένα. Πώς με αποκαλέσατε; «Μπλαζέ χομπίστρια ή χαμηλού εισοδήματος ψαχνόμενη». Με κάνατε να γελάσω. Ξεχάσατε, βλέπετε, την τρίτη πιθανότητα: «απλά γυναίκα». Κέρδισα το στοίχημα με τον εαυτό μου. Μπλεχτήκατε στον δικό σας ιστό!»
Έτσι απότομα τελείωνε. Εγώ όμως είχα κάθε λόγο να γελάω, να γελάω από χαρά και ανακούφιση μαζί. Κάτω από αυτά τα λόγια, ήταν σημειωμένο ένα νούμερο τηλεφώνου.
Έξω είχε πιάσει ψιλόβροχο. Δεν με ένοιαζε καθόλου. Ξαφνικά, ήμουν ένας χαζός ερωτευμένος!

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Αριστείδης Μιχαλόπουλος: οι άπαιχτοι

Μα αυτός δεν είναι ένας οποιοσδήποτε μπαμπάς, αλλά ούτε ο Νικόλας και ο Οδυσσέας είναι δύο οποιαδήποτε παιδιά. Η αλήθεια είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια αχτύπητη τριάδα. Ο μπαμπάς, παρότι τα δυο του αγόρια «του τη λένε», δε μοιάζει να το βάζει κάτω. Έχει αναλάβει τη σταυροφορία της Δημιουργικότητας. Η φαντασία του είναι ανεξάντλητη και σαν στρατηγός οδηγεί τους «άνδρες του» στο να ξετρυπώσουν τους εχθρούς που δεν είναι άλλοι από τη βαρεμάρα, τον μιμητισμό, τη μονοτονία και φυσικά να αποφύγουν τις παγίδες που τους στήνουν καλοπιάνοντάς τους δήθεν με ηλεκτρονικά παιχνίδια και έργα στην τηλεόραση, έτοιμα φαγητά, εθιστικά γλυκά.
Ο μπαμπάς μού θυμίζει τον Κύρο Γρανάζη που διάβαζα κάποτε παιδί. Κάθε του λέξη είναι και ένα ευφάνταστο εύρημα. Δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο, το καθετί -όσο ασήμαντο κι αν είναι- θα γίνει υλικό για μια ιστορία, μια δραστηριότητα. Κάποτε, αυτός ο μπαμπάς λέει και τερατολογίες. Μα είναι μόνο για να δοκιμάσει τον έξυπνο Νικόλα και τον αμφισβητία Οδυσσέα.
Μέσα από ευρηματικότατους διαλόγους, ο Αριστείδης Μιχαλόπουλος ξεσηκώνει και τη δική μας φαντασία. Μα όχι μόνο! Είναι διασκέδαση να διαβάζεις τις περιπέτειες ή τα γυμνάσματα στα οποία ο μπαμπάς υποβάλλει τους γιους του. Ξεκαρδιστικές οι απορίες του Οδυσσέα, ακόμη πιο ξεκαρδιστικές οι απαντήσεις του ή ο τρόπος που η ηλικία του αντιλαμβάνεται τον μεταφορικό λόγο. Ο Οδυσσέας είναι ένας γνήσιος αμφισβητίας αλλά και καταφερτζής, όπως μόνο τα πιτσιρίκια διεκδικούν επάξια τον χαρακτηρισμό. Ο Νικόλας πάλι, σαν πιο μεγάλος, αρέσκεται στο να περνιέται όντως για σοβαρός. Περήφανα συναγωνίζεται τον μπαμπά σε ταχύτητα φανταστικών μαγειρεμάτων και εφευρετικότητα.
Αυτό το βιβλίο δε θα με άφηνε ήσυχη, αν δεν το διάβαζα απνευστί. Και πάλι όμως, μου άνοιξε την όρεξη να αναζητήσω κι άλλα του Αριστείδη Μιχαλόπουλου που κατά τη γνώμη μου είναι ένας γνήσιος παραμυθάς, ο άνθρωπος που οπουδήποτε και να βρεθεί, με μόνη τη φαντασία του, θα καταφέρει να κάνει το κοινό του να τον παρακολουθεί με ανοιχτό το στόμα. Νομίζω πως και ναυαγός σε ερημονήσι να ήταν, με ένα ψαροκόκαλο και ένα βότσαλο μονάχα θα έστηνε ολόκληρη βεγγέρα.

Προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε πώς μπορεί κανείς να κάνει κατασκήνωση στον κήπο του, πώς η απόλαυση ενός παγωτού γίνεται μεγαλύτερη όταν έπεται του κυνηγιού ενός θησαυρού, τι κάνει κανείς μέσα στο αυτοκίνητο όταν αυτό βρίσκεται σε κρίση καθαριότητας, πώς μία απλή βόλτα δύο τετραγώνων γίνεται πιο συναρπαστική από εξερεύνηση στη ζούγκλα και άλλα πολλά. 
Γνωρίστε το έργο του συγγραφέα στο http://www.aristides.gr/

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Ειρήνη Δερμιτζάκη, Βιργινία Χρυσουλάκη: Τα αφόρετα παπούτσια

Αυτή δεν είναι μόνο η ιστορία του Μίχου του τσαγκάρη. Είναι μια αφήγηση για μεγάλες καρδιές. Γιατί μεγάλη ήταν και η καρδιά του Μίχου με αγάπη για τη δουλειά του και τον κόσμο όλον. Και σαν παντρεύτηκε κι έμαθε πως θα γινότανε πατέρας, ξεκίνησε να φτιάχνει ένα μικροσκοπικό ζευγάρι παπούτσια για τον γιο του που θα καμάρωνε σε λίγο καιρό. Μα το παιδί ήταν κορίτσι κι ο Θεός, η μοίρα ή η τύχη δεν ευλόγησε το ζευγάρι με άλλο παιδί. Ποιος θα φορούσε τα παπούτσια που με τόση τέχνη έφτιαξε ο κυρ Μίχος;
Δε θα ιστορήσω τη συνέχεια αυτού του παραμυθιού που με μάγεψε με την απλότητα και την αγάπη που ξεχείλιζε, από την πρώτη φορά που το διάβασα. Θα σας αφήσω να διαβάσετε και να πάρετε τα δικά σας μηνύματα από αυτή την ιστορία. Κι έχει σίγουρα πολλά το κείμενο που έχουν τόσο όμορφα γράψει η Ειρήνη Δερμιτζάκη και η Βιργινία Χρυσουλάκη κι έχει στολίσει με τα συναισθήματα έντονα αποτυπωμένα στις ζωγραφιές των ηρώων η Ειρήνη Δερμιτζάκη.

Φορέστε «τα αφόρετα παπούτσια», γιατί τίποτα δεν πάει χαμένο σε αυτή τη γη, σε αυτή τη ζωή και πετάξτε μαζί τους πάνω σε μια Σαΐτα στο http://www.saitapublications.gr/2013/10/ebook.49.html

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Η πιο σπάνια συλλογή

Αν ο Θωμάς χαρακτηριζόταν από κάτι, αυτό ήταν το πάθος του για τις συλλογές. Κι όπως κάθε πάθος, το συγκεκριμένο τον συνεπήρε ανώδυνα στην αρχή, τότε που μικρός ακόμη βρέθηκε να χαζεύει τα γραμματόσημα ενός θείου του.
Τα πολύχρωμα χαρτάκια τον μαγνήτιζαν κι ενώ το υπόλοιπο σόι τρωγόπινε και κουτσομπόλευε, ο Θωμάς δεν έλεγε να ξεκολλήσει το ονειροπόλο βλέμμα του από τη συλλογή. Καμιά φορά έπαιζε με τα δόντια των γραμματοσήμων, ανασηκώνοντάς τα με το δάχτυλο και φυσώντας απαλά τις γωνίες τους. Άλλοτε προσπαθούσε μέσω της εικόνας να αποκρυπτογραφήσει τις ξένες λέξεις πάνω στο λεπτό χαρτί.
Φυσικά δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει δική του συλλογή. Χρειαζόταν χρήματα κι έτσι αρκέστηκε στο να ζωγραφίζει με παιδιάστικη αδεξιότητα σε απλές κόλες και να δημιουργεί τα δικά του γραμματόσημα. Νερομπογιές στην αρχή κι ο νεαρός Θωμάς πείσμωνε καθώς η μικρή επιφάνεια μουτζουρωνόταν και φούσκωνε από το περίσσιο νερό. Χρειάστηκε πολλές προσπάθειες μέχρι να φτάσει σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Όταν είχε φτιάξει αρκετά, τα έφερε μια μέρα στο θείο του και του τα έδειξε όλο καμάρι. Εκείνος του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε πως κάποτε θα αποκτούσε τη δική του συλλογή.
Κι αυτό το κάποτε δεν άργησε να έρθει. Ο θείος εγκατέλειψε τα εγκόσμια και η συλλογή κληροδοτήθηκε στον Θωμά. Κι αυτός γοητευμένος τής αφοσιώθηκε ξεχνώντας σε ένα μεγάλο ντοσιέ την ταπεινή δική του.
Όμως τι παράξενα παιχνίδια παίζει το μυαλό του ανθρώπου! Όταν επιθυμείς κάτι διακαώς, το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα το αποκτήσεις. Συνήθως δεν υπάρχει μετά, είναι κάτι σαν αυτοσκοπός. Έτσι και ο Θωμάς πολύ γρήγορα εγκατέλειψε τη συγκεκριμένη συλλογή που δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον να του προσφέρει.
Αυτό τον έκανε να ριχτεί με ανανεωμένο πάθος σε άλλα αντικείμενα. Φλέρταρε για λίγο με τα νομίσματα και ήταν τότε που μόλις είχε τελειώσει το στρατό, όταν γνώρισε τη Ζωή, τη μέλλουσα γυναίκα του. Με τον πεθερό του τα βρήκαν αμέσως καθώς τούς ταλάνιζε η ίδια ανάγκη για συλλεκτικά κομμάτια. Ο πατέρας της Ζωής ήταν επίσης λάτρης του σπάνιου και του περίεργου. Πολυάριθμες και ετερόκλητες οι συλλογές του πλην όμως αποτελούσαν μια υγιή διέξοδο στις ανησυχίες του. Να και κάτι στο οποίο διέφερε από τον Θωμά που λίγα χρόνια αργότερα, το πάθος του είχε αποκτήσει διαστάσεις μονομανίας.
Το πιο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού αποτελούσε την αποκλειστική στέγη των συλλογών. Ήταν και η βελτιωμένη οικονομική επιφάνεια που επέτρεπε πλέον στο Θωμά να ασχολείται με το χόμπι του. Έτσι το ονόμαζε, αν και οι οικείοι του είχαν διαφορετική άποψη για το πώς κατένειμε τον ελεύθερό του χρόνο.
Η διάσταση και συνεπακόλουθα η πρώτη ρωγμή παρουσιάστηκε ορατή δια γυμνού οφθαλμού τη μέρα που ο Θωμάς έγινε πατέρας. Σε ποιον θα έλεγες αλήθεια ότι την ώρα που το νεογέννητο αγοράκι σου έρχεται στον κόσμο, εσύ βρίσκεσαι σε μια δημοπρασία πλειοδοτώντας για ένα ξύλινο παιχνίδι δύο αιώνες παλιό; Μπορεί να μη σε οίκτιρε κανείς αν έδινες την απάντηση ότι το επιθυμούσες σαν δώρο για το μωρό.
Για όσους γνώριζαν πια το Θωμά, αυτή η απάντηση θα ήταν καθαρά παραπλανητική. Γυρίζοντας αγχωμένος από το ταξίδι και την έκβαση της δημοπρασίας -αφού τελικά δεν κατόρθωσε να αποκτήσει το αντικείμενο που επιθυμούσε διακαώς- είδε στα πεταχτά το νεογέννητο. Μόλις που του χάιδεψε τα μαλλιά και αμέσως βυθίστηκε στη μελέτη των περιοδικών που σχετίζονταν με τις συλλογές ανά τον κόσμο.
Η οικογένειά του είχε μπει σε δεύτερη μοίρα. Οι σκέψεις του Θωμά έτρεχαν πάντα αλλού. Η καθημερινότητά του αναλωνόταν στο κυνήγι των δικών του θησαυρών που αυγάτιζαν και πλήθαιναν.
Κάποια μέρα ο Μενέλαος, ο γιος του που είχε το ίδιο όνομα με τον μεταστάντα θείο, τον κοίταξε σοβαρά και του ζήτησε να του κάνει παρέα στο δωμάτιο με τις συλλογές. Με μισή καρδιά ο Θωμάς άφησε το μικρό παιδί -θα ήταν τότε επτά χρονών- να μπει στο άδυτο έχοντας πρώτα αποσπάσει την υπόσχεση πως ο πιτσιρίκος δε θα πείραζε το παραμικρό.
Ρεμβάζοντας στον δικό του κόσμο, ο μανιώδης συλλέκτης δεν κατάλαβε για πότε ο μικρός άνοιξε ένα από τα ντουλάπια και σκαλίζοντας έφτασε στο ξεχασμένο ντοσιέ της πρώτης νιότης. Πυρ και μανία έγινε όταν είδε τι έκανε ο γιος του.
«Βγες αμέσως έξω! Δεν σου είπα να μη πειράξεις τίποτα;»
Ήταν τόσο βροντερή η φωνή του και τόσο σκοτεινό το πρόσωπό του που ο πιτσιρίκος τρομοκρατημένος έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τη φούστα της μητέρας του.
«Γιατί μίλησες έτσι στο παιδί;» ρώτησε σαστισμένη η Ζωή.
Όταν ο Θωμάς τής εξιστόρησε τι είχε γίνει, εκείνη αναλύθηκε σε δάκρυα. Ήταν η αρχή ενός πολύ σύντομου τέλους. Η μονομανία τον είχε τυφλώσει τόσο που χωρίς να το καταλάβει, αποχωρίστηκε το γάμο και το παιδί του με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου.
Στα χρόνια που πέρασαν, σπάνια έβλεπε το γιο του, απλά και μόνο για να εκτελέσει τις τυπικές πατρικές υποχρεώσεις. Πάντα του έφερνε ένα μεγάλο δώρο, αρκούσε όμως αυτό άραγε σε ένα παιδί;
Κι έτσι η ζωή του Θωμά πέρασε σκαλίζοντας τα πιο απίθανα μέρη του κόσμου, υπηρετώντας τις συλλογές του. Από μακριά, παρακολουθούσε την πορεία του ενήλικου πια Μενέλαου που έστησε τη δική του ζωή και τη δική του οικογένεια.
Κι ο ήλιος μας κάποια στιγμή γέρνει στη δύση του. Τότε ίσως είναι που οι περισσότεροι αγωνιούν να κερδίσουν μια θέση στον Παράδεισο κι άλλοι πάλι προσπαθούν να συμβιβαστούν με τη μοναξιά τους. Ο Θωμάς πάντα έλεγε πως δεν είχε ανάγκη κανέναν.
Η αρρώστια χτύπησε την πόρτα του και εγκαταστάθηκε στο παλάτι με τις συλλογές που άρχισαν να εξανεμίζονται η μία μετά την άλλη σε γιατρούς και νοσοκομεία. Εσφαλμένες κινήσεις του παρελθόντος μπήκαν κι αυτές στην κατοικία του Θωμά για να εδραιώσουν την λαϊκή ρήση «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα».
Καταρρακωμένος και αδύναμος, εκεί στη δύση της ζωής του, κατάλαβε πως δεν είχε κανέναν και τίποτα δίπλα του, τίποτα εκτός από αντικείμενα, όσα του είχαν απομείνει, κλεισμένα σε προθήκες, ντουλάπια και ερμάρια. Οι συλλογές του έμοιαζαν να του χαμογελούν χαιρέκακα επιδεινώνοντας την κατάσταση της υγείας του.
Την πρώτη ημέρα που βγήκε μετά από πολύ καιρό από το σπίτι του, κάθισε αποκαμωμένος σε ένα παγκάκι του γειτονικού πάρκου. Μια μπάλα τσούλησε μέχρι τα πόδια του και καθώς ο Θωμάς την έπιασε, ένας μπόμπιρας ήρθε τρέχοντας να την διεκδικήσει.
Ο Θωμάς κοίταξε τον μικρό στα μάτια κι ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Το παιδί τού θύμισε πως κάποτε ήταν κι ο ίδιος γονιός.
Γύρισε στο σπίτι του αναστενάζοντας και με τρεμάμενα χέρια σχημάτισε στο τηλέφωνο ένα νούμερο που είχε χρόνια να πάρει. Βγήκε ο αυτόματος. Άφησε ένα απλό λιγόλογο μήνυμα. Μετά πήγε κούτσα-κούτσα μέχρι το ντουλάπι που
φυλούσε εκείνη την πρώτη παιδιάστικη συλλογή με τα γραμματόσημά του, τράβηξε το παλιό ντοσιέ και κάθισε στο τραπέζι ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις του. Όμως δε μπορούσε πια να παίξει με τα πολύχρωμα χαρτάκια, να φυσήξει απαλά τις γωνίες τους και να κάνει ταξίδια χαζεύοντας τα άτεχνα σχέδιά τους. Τα χρώματά τους είχαν ξεθωριάσει, λες κι έπαιρναν εκδίκηση που κανένα παιδικό βλέμμα δεν είχε σταθεί εδώ και δεκαετίες πάνω τους.
Ο Θωμάς κούνησε το κεφάλι. Κάποτε είχε την αγάπη ενός μικρού παιδιού κι αυτός την είχε πνίξει με τη στενοκεφαλιά του. Πόσα περιθώρια είχε να αλλάξει τη ζωή του, να πει τις λέξεις που τώρα κάθονταν κόμπος στο λαιμό του;
Πήρε ένα κομμάτι χαρτί και με τρεμάμενα χέρια ξεκίνησε ένα γράμμα στο παιδί του ζητώντας του συγχώρεση. Λίγο προτού γράψει την τελευταία πρόταση, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. Σέρνοντας τα βήματά του, άνοιξε την πόρτα για να αντικρίσει το γιο του. Η καρδιά του έστειλε ένα προειδοποιητικό μήνυμα. Την αγνόησε σκουπίζοντας βιαστικά τα δάκρυα που κύλησαν αθόρυβα στα μάγουλά του.
Αμήχανες στιγμές αυτές, φέρνουν μαζί τους κι όλες εκείνες που ο χρόνος κράτησε στις παλάμες του.
Μια παιδιάστικη συλλογή πάνω σε ένα φθαρμένο πια τραπέζι. Ο Μενέλαος σήκωσε το διπλωμένο χαρτί και διάβασε. Κοίταξε τον πατέρα του που ο πόνος του, ψυχικός και σωματικός, καθρεφτιζόταν σε ένα ζευγάρι κουρασμένα μάτια.
«Είναι αργά παιδί μου…»
Αν ήταν ερώτηση ή κατάφαση αυτό, ποτέ του δεν το έμαθε ο Μενέλαος. Ο πατέρας του άφησε την τελευταία του πνοή, στην προσπάθειά του να σπρώξει εκείνη την πρώτη συλλογή προς το μέρος του γιου του. Σαν να έσπρωχνε την ύστατη στιγμή όλη εκείνη την παραμερισμένη αγάπη.
Η πρώτη συλλογή, η αλλοτινή αγαπημένη, δεν κρύφτηκε ποτέ πια σε κάποιο σκοτεινό ντουλάπι. Ο Μενέλαος την τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, να την κοιτάζει με μια αδιόρατη θλίψη. Μέσα της έκλεινε όλες εκείνες τις στιγμές που ο χρόνος είχε παγώσει διατηρώντας τις ατόφιες στο ταξιδιάρικο μυαλό ενός μικρού παιδιού.
Μια συλλογή καμωμένη με αγάπη κι όνειρα, η πιο σπάνια συλλογή.

«Τι παράξενο!» σκεφτόταν όποτε την κοιτούσε ο Μενέλαος. «Τόσα χρόνια και τα χρώματα μένουν ακόμη ζωηρά». Και κάθε φορά έκανε την ίδια κίνηση. Σκύβοντας φυσούσε απαλά τα γραμματόσημα του πατέρα του, εκεί που η νερομπογιά, βαλμένη από άτσαλα παιδικά δάχτυλα, είχε φουσκώσει το χαρτί. 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Μαρίνα Καβαλλιεράκη: ένα ουράνιο τόξο μαλλιά κουβάρια

 
Η αλήθεια είναι πως η Ουρανία, η νεράιδα του ουράνιου τόξου, έχει πολλή δουλειά σήμερα. Μπόρες σε όλη την Ελλάδα, κι αυτή τρέχει από τη μία άκρη στην άλλη, για να απλώσει τις κορδέλες με τα χρώματα. Μα οι κορδέλες όχι μόνο έχουν κουραστεί και ζητάνε διακοπές, αλλά μαλώνουν και για το ποιανής το χρώμα είναι πρώτο και καλύτερο. Άλλη ισχυρίζεται πως είναι το δικό της το ελπιδοφόρο, άλλη πως έχει την πρωτιά, γιατί το δικό της είναι ζεστό και ζουμερό. Τσακώνονται, και όλες μαζί γίνονται ένα κουβάρι, χάνουν την ισορροπία τους και πέφτουν σε μια καμινάδα. Άντε να δούμε τώρα που γέμισαν στάχτη, ποια είναι η πιο όμορφη. Τι θα κάνει με όλες αυτές τις άτακτες η Ουρανία; Θα καταλάβουν επιτέλους πως το κάθε τι σε αυτόν τον κόσμο είναι σημαντικό και πως η αξία δε μετριέται με τίτλους και πρωτεία;
Ένα πολύ όμορφο παραμύθι γραμμένο από τη Μαρίνα Καβαλλιεράκη και στολισμένο ξεσηκωτικά από τον Πάρη Χαραλαμπίδη, πετάει κι αυτό ελεύθερα και σε ψηφιακή μορφή πάνω σε μια Σαΐτα.
Όπως μας λέει η ίδια η συγγραφέας το παραμύθι ή «μαμύθι» της είναι η αφορμή για να μάθουν τα παιδιά τη σημασία του να είσαι διαφορετικός, το πώς δημιουργούνται τα χρώματα, τι είναι το ουράνιο τόξο και ποιοι μύθοι υπάρχουν γι’ αυτό, αλλά και μια καλή ευκαιρία ενός μαθήματος γεωγραφικού προσανατολισμού.
Χορταστικό λοιπόν το περιεχόμενο, με δραστηριότητες, πληροφορίες και κατασκευές, ακόμη κι ένα όμορφο τραγουδάκι θα βρούμε μέσα.
Το «ένα ουράνιο τόξο μαλλιά κουβάρια» είναι μια πρόσκληση και πρόκληση στην παιδική δημιουργία.

Το διαβάζουμε ψηφιακά στο http://www.saitapublications.gr/2013/09/ebook.43.html

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Λέονι Σουάν: Το ξύπνημα των αμνών

Αυτά τα πρόβατα δεν τρώνε κουτόχορτο. Το κοπάδι του Τζωρτζ Γκλεν δεν είναι συνηθισμένο. Ή μάλλον κακοσυνήθισε στο να ακούει τον βοσκό του να του διαβάζει μυθιστορήματα, έστω κι αν αυτά είναι τα Παμελαρομάντσα, ροζ μυθιστορήματα με ακατανόητες για αμνούς, ερίφια, κλπ τετράποδα, συμπεριφορές. Το κοπάδι μένει μόνο και ακυβέρνητο, καθώς ο βοσκός του βρίσκεται δολοφονημένος. Μα τα πρόβατα δεν το βάζουν κάτω και αποφασίζουν να βρουν τον δολοφόνο.
Η Γερμανίδα Λέονι Σουάν (ψευδώνυμο) γράφει ένα διαφορετικό μυθιστόρημα, ανατρέποντας τα ειωθότα. Δημιουργεί τη δική της μυθιστορία, ακολουθώντας τη δομή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, με ικανές δόσεις όμως γκόθικ, ρομαντισμού, αλλά και φιλοσοφικής διάθεσης. Είναι σημεία όπου τα κείμενα αλλάζουν ύφος, διαβάζουμε σαν να ακούμε τις εντυπώσεις ενός ζωγράφου που μας μιλάει για το πώς βλέπει αυτό που απεικονίζει, αλλά και το τι τον ώθησε στο συγκεκριμένο έργο. Λυρισμός και πνευματικότητα, σε δόσεις μετρημένες με ακρίβεια, σαν το όνειρο που θα μας απασχολήσει έντονα αλλά τόσο σύντομα μόλις ξυπνήσουμε. Τι κι αν πρόκειται για πρόβατα; Το ξύπνημα των αμνών είναι ο πολύ εύστοχος τίτλος όπως τον απέδωσε η μεταφράστρια (εξαιρετική η δουλειά που έκανε η Μαρλένα Πολιτοπούλου). Είναι φορές που η δικαιοσύνη είναι τυφλή, οι διαδικασίες χρονοβόρες και τα συμπεράσματα προφανείς καταλήξεις συλλογισμών, σαν να ακολουθείται ένα εγχειρίδιο οδηγιών. Ε, όλα αυτά δεν αρέσουν στα πρόβατα που όχι μόνο δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους ανθρώπους, -για τους οποίους μάλιστα ισχυρίζονται πως δεν έχουν ψυχή-, αλλά και τους βάζουν μεταφορικά τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Γιατί η Μις Μαπλ (και εδώ έχουμε μια σαφή παραπομπή στην αγαπημένη ηρωίδα της Άγκαθα Κρίστι, την Μις Μαρπλ) είναι το εξυπνότερο πρόβατο του Γκλένκιλ, και ίσως ολόκληρου του κόσμου.
Απολαυστική η σκηνή όπου τα πρόβατα γνωρίζουν για πρώτη φορά τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» όπως και η σκηνή στον διαγωνισμό με την αναπαράσταση του φόνου του Τζωρτζ.

«Το ξύπνημα των αμνών» είναι ένα μυθιστόρημα για την δικαιοσύνη του ακατανόητου κόσμου των ανθρώπων. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...