Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Ένα παραμύθι για τις λέξεις



Ζούσε κάποτε, κάπου, ένας νέος άνθρωπος με μεγάλη περιουσία. Με τα χρήματά του μπορούσε να αποκτήσει τα πάντα. Είχε συνηθίσει λοιπόν να βάζει ένα στόχο και να τον πραγματοποιεί. Εύκολο θα μου πείτε, αν έχεις τα απαραίτητα εφόδια.
Aρκούσε να σκεφτεί τι άλλο θα μπορούσε να πετύχει και σχεδόν αμέσως το είχε, σαν κάτι μαγικό. Δεν ήταν όνειρα όμως αυτά, παρά επιθυμίες υλικές και τίποτα περισσότερο. Τα όνειρα, ακόμη και στον ύπνο του, ήταν ανύπαρκτα. Πεζό θα ονομάσουμε αυτόν τον άνθρωπο που του έλειπε η φαντασία και η ζωή του ήταν γεμάτη από πλούσιες αλλά μονότονες ημέρες.
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι του Πεζού ζούσε ένας συνομήλικός του που θα τον ονομάσουμε Ονειροπόλο, γιατί όλη του η περιουσία ήταν τα όνειρά του.
Ο Πεζός συναντούσε καθημερινά στο δρόμο του τον Ονειροπόλο και παραξενευόταν όλο και περισσότερο που τον έβλεπε να έχει ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μα ποιο ήταν τέλος πάντων το μυστικό του και φαινόταν τόσο ευτυχής, τόσο ικανοποιημένος;
Μια μέρα τον είδε να περνάει φορτωμένος με ένα πακέτο χαρτιά. Δεν άντεξε και τον ρώτησε τι τα χρειαζόταν. Κι ο Ονειροπόλος τού απάντησε πως ήταν το μέσο για να δώσει σάρκα και οστά στα όνειρά του κι έτσι να ξαναπλάσει νέα όνειρα. Με το που άκουσε ο Πεζός τη μαγική λέξη όνειρα, δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα λόγια του άλλου παρά τα ερμήνευσε όπως τον βόλευε.
Να κάτι που δεν είχε. Τα όνειρα τού έλειπαν, από τον ύπνο κι από τον ξύπνιο του. Αυτά έπρεπε να αποκτήσει, γι’ αυτό απευθύνθηκε σε αυτούς που τον συμβούλευαν. Κι εκείνοι, αφού μελέτησαν το θέμα, τον πληροφόρησαν πως ο γείτονάς του ήταν συγγραφέας, με τις λέξεις του λοιπόν πραγματοποιούσε τα όνειρά του και γεννούσε κι άλλα όνειρα.
«Αν γράψω κι εγώ, θα κατακτήσω και τα όνειρα!» σκέφτηκε ο Πεζός κι έτριψε ευχαριστημένος τα χέρια του.
Προμηθεύτηκε αμέσως το πιο ακριβό χαρτί και πένες στολισμένες με φτερά παγωνιού και μύτη τόσο ντελικάτη που έλεγες πως οι λέξεις θα χαραχτούν άκοπα στην άγραφη επιφάνεια.
Ο Πεζός στρώθηκε στο γραφείο του κι έγραψε: Η ιστορία της ζωής μου, Πρώτο κεφάλαιο. Και με αυτές τις αράδες απόμεινε να κοιτάζει άσκοπα το κενό. Κενό ήταν και το μυαλό του, αφού και η φαντασία ήταν άγνωστη στο λεξιλόγιό του.
Την επόμενη μέρα, φουρτουνιασμένος μίλησε ξανά με τους συμβούλους του. Κι εκείνοι αποφάνθηκαν πολύ σοφά: «Τις λέξεις πρέπει να τις γευτείς, να καταλάβεις τη νοστιμιά τους».
Έξυσε το κεφάλι του αμήχανα ο Πεζός μήπως και αντιληφθεί το νόημα της συμβουλής ώσπου ο νους του φωτίστηκε. Παράγγειλε λοιπόν καμιά δεκαριά τόμους από το βιβλιοπωλείο και έδωσε εντολή στο μάγειρά του να φτιάξει ένα νόστιμο φαγητό με τις σελίδες τους. Ως και ωμές έφαγε κάποιες από αυτές σαν σαλάτα με μπόλικο λαδόξυδο. Ένιωσε μια δυσφορία βέβαια, αλλά το δικαιολόγησε ότι τάχα μου ήταν η έμπνευση που ερχόταν και προκαλούσε δυσπεψία.
Στρώθηκε το ίδιο εκείνο βράδυ μπροστά στα χαρτιά του, πήρε την πένα στο χέρι και περίμενε. Πέρασαν ώρες, αλλά δεν έγραψε το παραμικρό. Συγχύστηκε, γιατί οι σύμβουλοί του δεν ήξεραν μάλλον τι τους γινόταν. Δεν είχε όμως αλλού να προσφύγει, και τους ξαναρώτησε. «Τις λέξεις πρέπει να τις πιείς, να ποτίσει ο χυμός τους το είναι σου», ήταν η επόμενη συμβουλή.
Ο Πεζός συμμορφώθηκε αμέσως. Παράγγειλε άλλα δέκα βιβλία, κι αφού ο μάγειράς του τα έβαλε με μπόλικο νερό στον αποχυμωτή, δοκίμασε τον παράξενο ζωμό. Πάλι στρώθηκε στο γραφείο του, πάλι περίμενε, μα πάλι η έμπνευση δεν τον επισκέφτηκε.
Το άλλο πρωί, παρότι κουρασμένος και ξενυχτισμένος, δεν το έβαλε κάτω, αλλά ζήτησε νέα συμβουλή. «Να μυρίζεις και να ανασαίνεις τις λέξεις», πήρε τον επόμενο χρησμό.
Ήταν καθαρά θέμα αισθήσεων, σκέφτηκε ο Πεζός και ξόδεψε άλλα δέκα βιβλία σκίζοντας τις σελίδες τους σε μικρά κομμάτια και τοποθετώντας τα όλα αυτά σε ένα μεγάλο δοχείο. Κάθε λίγο έσκυβε κι έχωνε τη μύτη του πάνω από τις λέξεις, παίρνοντας συνάμα βαθιές ανάσες. Δεν άργησε να νιώσει μια αναγούλα και δυσφορία. Φυσικά ούτε εκείνη τη νύχτα έγραψε το παραμικρό.
Οι σύμβουλοι είχαν πάντα καινούριες προτροπές -αυτή είναι η δουλειά τους εξάλλου. Πέρασαν μέρες κι ο Πεζός ακολούθησε τη νέα πρόταση. «Να λούζεσαι στις λέξεις, να τις αφήνεις να λιώνουν επάνω σου σαν τις νιφάδες του χιονιού!» Μια και δυο, γέμισε την πολυτελή μπανιέρα του νερό και κατέστρεψε άλλα δέκα βιβλία. Ευχαριστημένος, βυθίστηκε στον σκουρόχρωμο πολτό. Τουλάχιστον θα ήταν χαλαρωτικό, κάτι σαν τα λασπόλουτρα, σκέφτηκε. Χωρίς να ξεβγαλθεί από την ιδιότυπη σαπουνάδα, κάθισε στο γραφείο του περιμένοντας. Μάταιος κόπος!
Ένας σύμβουλος τού σύστησε να ταξιδέψει με τις λέξεις. Δεν ήταν κακή ιδέα, σκέφτηκε. Θα βρισκόταν σε καινούργιο περιβάλλον, θα ανανεωνόταν. Μπήκε στο τρένο, παίρνοντας άλλα δέκα βιβλία μαζί του. Έκανε ένα μακρινό ταξίδι, οι λέξεις όμως δεν αποδείχτηκαν καλός συνταξιδιώτης. Τα βιβλία έμειναν ανέγγιχτα στο διπλανό κάθισμα. Βουβά, σαν τους συνεπιβάτες του, έμοιαζαν να τον κοιτάζουν άλλοτε μουτρωμένα και άλλοτε απαξιωτικά.
Ο Πεζός κατάλαβε πως οι σύμβουλοί του δεν άξιζαν ούτε δεκάρα. Πήρε λοιπόν την απόφαση να επισκεφτεί τον Ονειροπόλο και να ζητήσει τη βοήθειά του. Τον βρήκε ανάμεσα σε στοίβες χαρτιά, να διαβάζει ένα χοντρό βιβλίο. Χωρίς να χάσει χρόνο, του εξήγησε τις περιπέτειές του. Ο άλλος τον άκουγε προσεκτικά πότε χαμογελώντας και πότε κουνώντας με κατανόηση το κεφάλι του.
«Οι συμβουλές ήταν πολύ σωστές. Οι λέξεις είναι για να τις γευόμαστε, για να νοστιμίσουν τη ζωή μας. Να τις πίνουμε, ώστε ο χυμός τους να ποτίσει το είναι μας. Να τις μυρίζουμε, να τις αναπνέουμε, να τις αγγίζουμε για να κατανοούμε την υφή τους. Να χαλαρώνουμε αφήνοντάς τες να λιώσουν επάνω μας σαν τις νιφάδες του χιονιού. Να κάνουμε ταξίδια μαζί τους!» τον βεβαίωσε ο Ονειροπόλος.
«Δε μου λες κάτι καινούργιο. Τι έκανα στραβά λοιπόν;» ρώτησε παραξενεμένος ο Πεζός.
«Τα έκανες όλα σωστά και λάθος, σαν να ακολουθούσες οδηγίες χωρίς να σκεφτείς εσύ ο ίδιος. Δες μόνος σου πόσα βιβλία κατέστρεψες! Τα μισά αν διάβαζες, θα δοκίμαζες όλα αυτά τα συναισθήματα, όλες αυτές τις εμπειρίες. Αλήθεια, άνοιξες ποτέ σου ένα βιβλίο; Δοκίμασες να κατανοήσεις αυτά που οι λέξεις του συμβολίζουν;» τον ρώτησε ο Ονειροπόλος.
Ο Πεζός έβαλε το κεφάλι κάτω ντροπιασμένος. Πόσο στενοκέφαλος είχε υπάρξει! Πόσο πεζός αλήθεια!

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου, κάποτε, ζούσε ένας άνθρωπος. Δεν είχε πολλά στη ζωή του, κατείχε όμως τα όνειρα, τα όνειρα που φέρνουν οι λέξεις κι αυτά που πάλι εκείνες δημιουργούν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...