Καΐκια, μουλάρια κι ατέλειωτος ποδαρόδρομος κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Πάθος και πόθος για περιήγηση στη γη που γέννησε τον πολιτισμό. Έμπνευση
και δημιουργία, σελίδες επί σελίδων, καταγραφή του παρόντος,
συγκερασμός του παρελθόντος και παρακαταθήκη στο μέλλον.
Ο τόπος μας είναι μικρός και ταυτόχρονα απέραντος. Αυτή είναι και η μόνη εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς στην έλξη των ξένων περιηγητών να περπατήσουν τα ιερά χώματα αιώνες τώρα. Κι αν κάποτε η Μεγάλη Περιήγηση (Grand Tour) αποτελούσε το απαραίτητο συμπλήρωμα της εκπαίδευσης, κυρίως της βρετανικής αριστοκρατίας, είναι πολλοί αυτοί που επιλέγουν κυρίως τον 19ο αιώνα να επισκεφτούν την, λίγο μετά την Επανάσταση, νεόκοπη πλέον χώρα.
Θα σταθώ στον Θίοντορ Μπεντ που το ταξίδι του στο Αιγαίο απέδωσε πολύτιμους καρπούς με τη συγγραφή του έργου «Κυκλάδες ή η ζωή ανάμεσα στους νησιώτες», που εκδόθηκε το 1885, έπειτα από πολύμηνη επιτόπια μελέτη από τον ίδιον και τη σύζυγό του. Στα κείμενά του φαίνεται ξεκάθαρα τι είναι αυτό που τραβά τον μελετητή και μη.
Στον πρόλογό του ο ίδιος ο Μπεντ αναφέρει πως δεν ήταν μόνο το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που τον οδήγησε σε αυτό του το ταξίδι, αλλά περισσότερο το γεγονός ότι βρήκε μια διατήρηση των ηθών και των εθίμων, μέσα στη ρωγμή του χρόνου. Η προσωπική επαφή και η φιλοξενία τον έκαναν να εκτιμήσει και να καταγράψει, βέβαια, πολύτιμα στοιχεία ενός λαού, που στα μάτια άλλων η κουλτούρα του φάνταζε μακράν της Ευρώπης.
Το εν λόγω συγγραφικό έργο θεωρώ πως είναι μία πηγή πολλαπλής απόλαυσης. Με ύφος γλαφυρό και έξοχες περιγραφές ο Μπεντ παρουσιάζει την πραγματική κατάσταση των Κυκλάδων σε μια εποχή που απέχει μόλις πενήντα χρόνια από τη δημιουργία της ανεξάρτητης Ελλάδας. Το χρονικό ξεκινάει με έναν τόνο ιλαρότητας καθώς ο πρώτος σταθμός του Μπεντ στη Σέριφο τού αποδεικνύει ότι οι σιωπηλοί βάτραχοι του Πλίνιου δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς που τον υποδέχονται κοάζοντας φλύαρα στο νησί, ακριβώς σαν τον φλύαρο καπετάνιο του. Ο ξένος παρατηρεί και καταγράφει την ανθρωπογεωγραφία των νησιών. Θα μας μιλήσει για τις εκκλησίες και τα παλιά κάστρα, τα παραδοσιακά επαγγέλματα, τους αρχαίους μύθους αλλά και τις δοξασίες για την καλλιέργεια της γης, τη γέννηση, τη βάφτιση, το γάμο και το θάνατο. Μαζί του θα γνωρίσουμε το μόχθο της σπογγαλιείας, της τέχνης του πηλού, το γνέσιμο του μαλλιού, την αγάπη για το χορό και το τραγούδι, τις προλήψεις και προκαταλήψεις, τη διαμάχη ανάμεσα στους Λατίνους ευγενείς και τους ντόπιους, τη θέση της Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αλλά μαζί και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και η απλή φιγούρα του Έλληνα, είτε αυτός είναι ο δήμαρχος, ο εκάστοτε προύχοντας ή η γριά μαντεύτρα που προσφέρει ανακούφιση σε κάθε νόσο και βασκανία.
Με φτερά στα πόδια και τη φλόγα στα μάτια, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος μπροστά στη δημιουργία και τη συνέχειά της. Πόσα οφείλουμε σε όλους αυτούς που έκλεισαν τη σκόνη των βημάτων τους σε μια παρακαταθήκη πολύτιμων πληροφοριών, ώστε εμείς σήμερα να μπορούμε να ξεφυλλίσουμε την έντυπη και ψηφιακή πληθώρα των καταγραφών σαν μια υπαρκτή μηχανή του χρόνου.
Ο τόπος μας είναι μικρός και ταυτόχρονα απέραντος. Αυτή είναι και η μόνη εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς στην έλξη των ξένων περιηγητών να περπατήσουν τα ιερά χώματα αιώνες τώρα. Κι αν κάποτε η Μεγάλη Περιήγηση (Grand Tour) αποτελούσε το απαραίτητο συμπλήρωμα της εκπαίδευσης, κυρίως της βρετανικής αριστοκρατίας, είναι πολλοί αυτοί που επιλέγουν κυρίως τον 19ο αιώνα να επισκεφτούν την, λίγο μετά την Επανάσταση, νεόκοπη πλέον χώρα.
Θα σταθώ στον Θίοντορ Μπεντ που το ταξίδι του στο Αιγαίο απέδωσε πολύτιμους καρπούς με τη συγγραφή του έργου «Κυκλάδες ή η ζωή ανάμεσα στους νησιώτες», που εκδόθηκε το 1885, έπειτα από πολύμηνη επιτόπια μελέτη από τον ίδιον και τη σύζυγό του. Στα κείμενά του φαίνεται ξεκάθαρα τι είναι αυτό που τραβά τον μελετητή και μη.
Στον πρόλογό του ο ίδιος ο Μπεντ αναφέρει πως δεν ήταν μόνο το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που τον οδήγησε σε αυτό του το ταξίδι, αλλά περισσότερο το γεγονός ότι βρήκε μια διατήρηση των ηθών και των εθίμων, μέσα στη ρωγμή του χρόνου. Η προσωπική επαφή και η φιλοξενία τον έκαναν να εκτιμήσει και να καταγράψει, βέβαια, πολύτιμα στοιχεία ενός λαού, που στα μάτια άλλων η κουλτούρα του φάνταζε μακράν της Ευρώπης.
Το εν λόγω συγγραφικό έργο θεωρώ πως είναι μία πηγή πολλαπλής απόλαυσης. Με ύφος γλαφυρό και έξοχες περιγραφές ο Μπεντ παρουσιάζει την πραγματική κατάσταση των Κυκλάδων σε μια εποχή που απέχει μόλις πενήντα χρόνια από τη δημιουργία της ανεξάρτητης Ελλάδας. Το χρονικό ξεκινάει με έναν τόνο ιλαρότητας καθώς ο πρώτος σταθμός του Μπεντ στη Σέριφο τού αποδεικνύει ότι οι σιωπηλοί βάτραχοι του Πλίνιου δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς που τον υποδέχονται κοάζοντας φλύαρα στο νησί, ακριβώς σαν τον φλύαρο καπετάνιο του. Ο ξένος παρατηρεί και καταγράφει την ανθρωπογεωγραφία των νησιών. Θα μας μιλήσει για τις εκκλησίες και τα παλιά κάστρα, τα παραδοσιακά επαγγέλματα, τους αρχαίους μύθους αλλά και τις δοξασίες για την καλλιέργεια της γης, τη γέννηση, τη βάφτιση, το γάμο και το θάνατο. Μαζί του θα γνωρίσουμε το μόχθο της σπογγαλιείας, της τέχνης του πηλού, το γνέσιμο του μαλλιού, την αγάπη για το χορό και το τραγούδι, τις προλήψεις και προκαταλήψεις, τη διαμάχη ανάμεσα στους Λατίνους ευγενείς και τους ντόπιους, τη θέση της Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αλλά μαζί και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και η απλή φιγούρα του Έλληνα, είτε αυτός είναι ο δήμαρχος, ο εκάστοτε προύχοντας ή η γριά μαντεύτρα που προσφέρει ανακούφιση σε κάθε νόσο και βασκανία.
Με φτερά στα πόδια και τη φλόγα στα μάτια, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος μπροστά στη δημιουργία και τη συνέχειά της. Πόσα οφείλουμε σε όλους αυτούς που έκλεισαν τη σκόνη των βημάτων τους σε μια παρακαταθήκη πολύτιμων πληροφοριών, ώστε εμείς σήμερα να μπορούμε να ξεφυλλίσουμε την έντυπη και ψηφιακή πληθώρα των καταγραφών σαν μια υπαρκτή μηχανή του χρόνου.