Νέο τεύχος, το 33ο στη σειρά για
το Fresh magazine, το
Ηρακλειώτικο περιοδικό που κυκλοφορεί σε όλη την Κρήτη. Ήταν μεγάλη μου χαρά
και τιμή όταν μου ζητήθηκε να γράψω και σε αυτό το τεύχος ένα κείμενο. Από
καιρό, πάλευα με κάτι που για αλλού το πήγαινα και αλλού ήθελε αυτό να πάει. Αλλά
έτσι γίνεται με τις λέξεις. Τις κόβουμε και τις ράβουμε ανάλογα με το ρούχο που
θέλουμε να φτιάξουμε κάθε φορά. Αυτό είναι το μικρό πεζό που προέκυψε σε ένα
απόγευμα καθώς κοιτούσα μια γραμμή τρένου.
ΠΟΣΟ
ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΘΕΣ;
Οι
σιδηροδρομικές γραμμές περνούσαν λίγα μέτρα πιο μακριά από το παλιό τους σπίτι.
Παιδί ακόμη η
Μυρτώ, έβλεπε τα τρένα κι έπλαθε όνειρα μαζί με τα τακτικά δρομολόγια. Όσο όμως
περνούσαν τα χρόνια, το σπίτι που άλλοτε τής φάνταζε πελώριο, έπαιρνε πλέον
κλειστοφοβικές διαστάσεις. Η γειτονιά άλλαζε κι αυτή. Όλα γύρω δίνονταν
αντιπαροχή, να φύγουν τα ισόγεια, οι δυο και τρείς όροφοι, να γίνουν μικροί
ουρανοξύστες. Κι εκείνη διάβαζε για τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο
Τελευταία πήρε
το δρόμο της αντιπαροχής η αλάνα των παιδικών της παιχνιδιών. Όσα δε συμφώνησαν
οι αρχικοί ιδιοκτήτες, τα βρήκαν φαίνεται οι κληρονόμοι, αποφασίζοντας να
αξιοποιήσουν το οικόπεδο. Άρχισε το σκάψιμο κι όλη μέρα το μόνο που άκουγε η
Μυρτώ ήταν το βουητό των μηχανημάτων που κάλυπτε ακόμη και το θόρυβο των
τακτικών συρμών. Έδινε εξετάσεις για το πτυχίο τότε κι ο θόρυβος ήταν σαν να
σκόρπιζε τις λέξεις που προσπαθούσε να αφομοιώσει.
Να έφευγε, να
έφευγε επιτέλους! Πνιγόταν κι είχε βαρεθεί τις νουθεσίες των γονιών της…
Έφυγε για μεταπτυχιακά
κι έμεινε έξω. Πήρε θέση υφηγήτριας στο Πανεπιστήμιο. Οι γονείς της το είχαν
παράπονο που την κράτησε ο ξένος τόπος. Εκείνη γύρισε πίσω μόνο για την κηδεία
του πατέρα της. Η μητέρα της δε μπόρεσε να την μεταπείσει.
Προτού φύγει
ξανά, το μόνο που πρόσεξε ήταν ότι η διπλανή αλάνα είχε μείνει στο σκάψιμο.
Λίγο πριν μπουν στη γη τα πέδιλα της νέας οικοδομής, είχαν βγει στο φως τα
αρχαία.
Κι άλλα χρόνια
γκρίζου ουρανού, τεχνητού φωτός, κιτρινισμένων συγγραμμάτων. Τη μέρα που η
Μυρτώ έκλεινε τα τριάντα οκτώ, την ειδοποίησαν ότι η μητέρα της είχε πεθάνει.
Έτσι ξαφνικά, στον ύπνο της.
Ζήτησε άδεια
κι έφυγε. Σαστισμένη. Μετρώντας το χρόνο. Μετρώντας τη μνήμη.
Πίσω στον τόπο
της. Από το στενό μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, κοιτούσε τα τρένα που ακόμη
περνούσαν. Καθώς σκούπιζε τα δάκρυα της απώλειας, το βλέμμα της στράφηκε στο
διπλανό οικόπεδο. Είχαν περιφράξει τα αρχαία σαν να υπήρχε φόβος να πετάξουν
και να χαθούν.
Σκέφτηκε την
καθημερινότητά της που είχε γίνει βαθύ πηγάδι. Το κίτρινο και το γκρίζο, μια
χοάνη που την τραβούσε μέσα της.
Κατέβηκε στην
παλιά αλάνα. Κοίταξε στοχαστικά πίσω από το συρματόπλεγμα. Σημάδια άνοιξης.
Χορτάρι πρόβαλε ανάμεσα στα αρχαϊκά ερείπια.
Έστρεψε τα
μάτια προς τα πάνω, στο σπίτι, το σπίτι της. Κι έγινε ξανά μικρή. Χάθηκε στις
αναμνήσεις.
«Do you like Greece?» η φωνή την απέσπασε.
Τα μάτια της
άφησαν τις αρχαίες πέτρες εστιάζοντας στον άνδρα, μια σύγχρονη εκδοχή του
Κούρου.
«Πόσο παλιό είναι το χθες;» αναρωτήθηκε
και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ένα αβίαστο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό
της.
Κάποιες φορές το χθες μπορεί να γίνει παυσίπονο όταν το σήμερα μας πληγώνει. Ένα μαλακό μαξιλάρι που πάνω του μπορούμε να ξαποστάσουμε και να πάρουμε δυνάμεις. Γιατί πάντα οι επιστροφές, κρύβουν μέσα τους τις -στροφές, μην το παραβλέπουμε αυτό :) Ωραίο κείμενο, Ευρυδίκη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Δημήτρη! Ναι, το χθες έχει πολλούς τρόπους να λειτουργεί...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μίλησες για "χθες"πολύ πετυχημένα. Το "χθες" του καθένα.Άλλοτε πονά και άλλοτε φαίρνει χαμόγελο στα χείλη, μερικές φορές γλυκόπικρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο χθες είναι οι αναμνήσεις μας, Μαρία μου. Κι αυτές είναι όντως άλλοτε πόνος κι άλλοτε χαρά. Σε ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχαν περιφράξει τα αρχαία σαν να υπήρχε φόβος να πετάξουν και να χαθούν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσες, αλήθεια, εικόνες κρύβονται σε τούτη τη φράση. Και τι ποιότητας ευαισθησία από τη μεριά του συγγραφέα απαιτείται, ώστε να μπορέσει να "δει" όλα εκείνα που οι περισσότεροι προσπερνούν σφυρίζοντας. Yew, I do like Greece, θα απαντούσα στον αρχαίο Κοόυρο και θα πηγαίναμε βόλτα σ' έναν απέραντο ελαιώνα με αιωνόβια δέντρα...
Καλημέρα Νίκο! Πολύ όμορφο το σχόλιό σου και εύστοχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή