Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Κώστας Γραμματικάκης: Τα αχαρακτήριστα


Στον πρόλογο, ο ίδιος δηλώνει «συγγραφέας δεν είμαι, μόνο δημοσιογράφος είμαι και πολύ μου πάει». Κι εγώ θα απαντήσω ότι συγγραφέας είναι αυτός που πονάει με και για τις λέξεις, που δεν τις προδίδει, που σκύβει το κεφάλι πάνω στο χαρτί (ή στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή κατά το πιο σύγχρονο) για να ακούσει, να μυρίσει, να δει, να χαϊδέψει το νόημά τους. Κι όταν το κείμενό του ολοκληρωθεί, ο ίδιος να νιώσει μια ανακούφιση και μια ανάταση ψυχής. Να αισθανθεί κι ένα είδος περηφάνιας, γιατί έβαλε κι αυτός ένα λιθαράκι, προσφορά σε αυτόν τον κόσμο. Είμαι σίγουρη πως αυτά κάνει και νιώθει ο κύριος Γραμματικάκης. Κι αν δεν του αρέσει η λέξη συγγραφέας, ας με αφήσει να τον αποκαλώ εγώ έτσι κι εκείνος ας χρησιμοποιήσει κάτι περιφραστικό.
Καθώς διάβαζα αυτά τα ποικιλόμορφα (και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ) κείμενα, η αίσθησή μου ήταν πως ακολουθούσα αυτόν τον περήφανο Κρητικό, παρακολουθούσα τις κινήσεις του κι ένιωσα ευλογία που μου επέτρεψε να γυρίσω όχι τον χρόνο πίσω, αλλά την ψυχή μου εκεί που πρέπει να βρίσκεται, καθώς ενίοτε (αδύναμοι όντες οι άνθρωποι και η γράφουσα το ίδιο) ξεφεύγει.
Ποικίλα και ποικιλόμορφα είναι τα κείμενα: αναμνήσεις, εικόνες της Κρήτης, της φύσης και των ανθρώπων της, συνομιλίες με την ιερή θάλασσα, αλλά και σκέψεις και απορίες πάνω στα καθημερινά. Τα περισσότερα εντάσσονται στην κατηγορία του χρονογραφήματος, αφού αυτό το τελευταίο δεν είναι παρά το είδος του λόγου όπου με τρόπο άλλοτε εύθυμο, άλλοτε σατιρικό, δίνεται μία αναπαράσταση των καθημερινών και των προβληματισμών που πηγάζουν από αυτά, ένας κοινωνικός σχολιασμός που προτρέπει ή καλεί σε διάλογο τον αναγνώστη, με τον δέοντα σεβασμό πάντα.
Ο λόγος του Κώστα Γραμματικάκη φέρνει μαζί του τις χάρες και τις ιδιοτροπίες της θάλασσας, τη μυρωδιά της φρεσκοπατημένης γης, την αγνή φιλία, τη νοσταλγία, το ολοκληρωτικό δόσιμο στον τόπο του αλλά και σε αυτό στο οποίο ο ίδιος τάχτηκε.
Κάπου ανάμεσα σε ψαρέματα, αλλοτινές βεγγέρες της Αποκριάς, όνειρα για ταξίδια μακρινά (κι ας είναι πολύ κοντινά τελικά), σκανταλιές και άγουρους έρωτες, πλακατζίκια, κονδυλοφόρους, ρακή με συνοδεία εκλεκτών ή ταπεινών μεζέδων, ο λόγος του γεφυρώνει το χθες με το σήμερα. Όλα τα συνταιριάζει με ένα ύφος δικό του, ξεχωριστό, που σε κάνει να θέλεις να διαβάσεις κι άλλη σελίδα και μία ακόμη μέχρι που φτάνεις στο τέλος χωρίς να το καταλάβεις. Έχεις παρασυρθεί κι έχεις πετάξει κι εσύ όπου πετάει η δική του η ψυχή.
Από το οπισθόφυλλο, μεταφέρω αυτές τις αγαπημένες μου γραμμές καθώς ο αφηγητής περιγράφει πώς βρίσκει σαν δώρο της θάλασσας μια γυάλινη φιάλη και το πολύτιμο περιεχόμενό της.
«Κρατώντας την ωσάν το Άγιο Δισκοπότηρο -θε μου συγχώρεσέ με- τη μετέφερα στην άμμο κι εκεί στη βλυχοπηγή άρχισα να την καθαρίζω. Ώρες πολλές! Μέχρι που όλη της η ομορφιά αναδύθηκε. Από ένα της μάγουλο ένα ανάγλυφο ελληνικό δελφίνι χαιρόταν κι από το άλλο μια χαρουπιά φούντωνε. –Η σημαία της Ελλάδας, ψέλλισα κι ήπια βλυχό νερό για να συνέλθω».
Τα αχαρακτήριστα, εκδόσεις Διήρης, 2007 ξεδιπλώνουν μπροστά στον αναγνώστη μια βεντάλια συναισθημάτων οδηγώντας εκεί όπου το λευκό, το χρυσαφί και το βαθύ γαλάζιο συμβολίζουν ένα μοναδικό τόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...