Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου
ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως ο καθένας μας.
Γιατί θέλει αρετή και τόλμη να μπορείς να υπερβείς τα όριά σου για να
αναζητήσεις το όνειρό σου πέρα από την απατηλή λάμψη του κόσμου που μας έχει
περιχαράξει. Αχθοφόροι είμαστε όλοι μας, οδοιπόροι ελάχιστοι, εκείνα τα μυαλά τα
φωτισμένα, εκείνοι οι άνθρωποι που χαράζουν τη δική τους επίπονη πορεία προς μία
ουτοπία ή μήπως όχι;
Ο ήρωας του αφηγήματος του Δημήτρη Νίκου πορεύεται προς έναν άλλον ήλιο,
έναν άλλον τόπο, παίρνοντας βαθιές ανάσες για να αντέξει, φορτωμένος έναν σάκο
φτιαγμένο από έγνοιες και κακοτοπιές, από
θλίψη και οργή. Έναν σάκο που τον έχουν θρέψει τα αγριεμένα βλέμματα, οι φθονερές διαθέσεις, η ασίγαστη κακία. Δεν
ξεφτίζει ποτέ αυτό το βάρος στην πλάτη του, αντίθετα γιγαντώνεται, μα άμα
ψάξεις το περιεχόμενό του, θα διαπιστώσεις ότι είναι αδειανός.
Περπατάει ο οδοιπόρος, φεύγει, προσπερνά. Δεν ανήκει πουθενά, δεν
ξαποσταίνει. Ψάχνει ένα φως, πότε απόμακρο, πότε τόσο κοντά του. Το φως
σηματοδοτεί το όνειρό του για εκείνον τον τόπο που ζεσταίνει ένας άλλος ήλιος .
Περπατάει, πορεύεται, ατενίζει, κοπιάζει, οραματίζεται, ελπίζει. Αρνείται
να ζήσει μιαν άδεια ζωή, αρνείται να υποταχτεί. Ξεκόβει από το πλήθος, οι γνώμες
των άλλων τον αφήνουν αδιάφορο, κλείνει τα αυτιά του και συνεχίζει. Αν
επιβιώσει, θα έχει νικήσει. Αν όχι, δεν θα έχει παραδοθεί αμαχητί. Ο δικός του
κόσμος δεν προσκυνάει την ύλη, το νερό και ο αέρας είναι η ουσία της ζωής του.
Η πόλη τον τσακίζει. Τη βλέπει σαν ένα ασπρόμαυρο παζλ με χιλιάδες κομμάτια
που ανάμεσά τους θα ψάξει να βρει το πέρασμα για να βγει στη θάλασσα. Να σ’ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω, απ’
το βουνό ψηλά, στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω απ’ τα μαλάματά σου
τα πολλά. (ο πρόλογος από τη συλλογή Το
φως που καίει του Κώστα Βάρναλη). Θάλασσα που γίνεται ταυτόσημη της ζωής.
Νερό κι αέρας κι ένας έρωτας που είναι κι αυτός νερό κι αέρας.
Μακρύ το ταξίδι κι η φαντασία πλάθει τόπους και χρόνους. Η φαντασία είναι
ζοφερή. Εφιαλτικά προβάλλει εικόνες από έναν κρανίου τόπο όπου το αίμα ποτίζει
τη γη για να καρποφορήσει φυτά με ανθρωπόμορφα λουλούδια. Σπαράζουν τα άνθη,
βγάζουν μια κραυγή, μαραίνονται, πέφτουν ξανά στη γη, για να βλαστήσουν αμέσως
άλλα. Μια μάταιη προσπάθεια να φτάσουμε στα ύψη, να αγγίξουμε την εικόνα που ο
καθένας μας ορίζει για Θεό του; Μια υπενθύμιση της σύντομης ύπαρξής μας σε αυτή
τη ζωή;
Πυρακτωμένα μέλη, πυρακτωμένες σκέψεις παράφορες. Κάποτε τις δροσίζει η
νύχτα. Ανάσες πότε κοφτές πότε πιο βαθιές. Κι εκείνο το φως; Ας μην το χάσεις,
μη κλείσεις τα μάτια, μη σταματήσεις, μη σταματήσεις να ανασαίνεις, να περπατάς,
να προσπαθείς.
Μην εγκαταλείψεις, μη γίνεις ένας από τους πολλούς, τους ασήμαντους, τους παραιτημένους,
τους βολεμένους. Όλους εκείνους που μέρα με τη μέρα γίνονται στρατιά ολάκερη,
σαν τα κεφάλια μιας άτρωτης Λερναίας Ύδρας ξεπετάγονται και χλευάζουν και
δείχνουν με το δάχτυλο και γελάνε ειρωνικά και κακολογούν και σχολιάζουν και
έχουν γνώμη για το καθετί, αμαθείς ή ημιμαθείς επαΐοντες.
Εσύ, Οδοιπόρε, θα τον βρεις τον τόπο σου, εκεί που το άρμα του Ήλιου θα σε
οδηγήσει, και σαν ένα αγριολούλουδο, ταπεινό αλλά όχι ασήμαντο, θα ριζώσεις και
θα γίνεις άτρωτος.
Ο Δημήτρης Νίκου με έναν λόγο πυρετώδη, φλογερό, ανθρώπινο πλάθει ένα
όνειρο με λέξεις που γίνονται ήχοι και εικόνες, ένα όνειρο που συνταράζει τις αισθήσεις,
ένα όνειρο που μιλάει για αντοχή, προσπάθεια, επιμονή. Το ταξίδι του ανθρώπου
σε αυτόν τον κόσμο μπορεί να κρατήσει μια στιγμή ή μια ζωή ολόκληρη. Το τι θα
το ορίσει δεν είναι η διάρκεια, αλλά η ουσία και ο στόχος του.
Διαβάζοντας τον Οδοιπόρο, ίσως αναγνωρίσουμε κάτι από τα δικά μας όνειρα
που απωθήσαμε, ξεχάσαμε, παρατήσαμε, χάσαμε σε μια στροφή, στην πρώτη αναποδιά.
Η θάλασσα θα είναι πάντα εκεί, να μας περιμένει. Τι κι αν την κρύβουν βουνά και
κακοτράχαλοι δρόμοι; Δεν είναι η ουσία της ανθρώπινης φύσης άραγε να γκρεμίζει
τείχη όχι για να αλώσει αλλά για να φτάσει το ιδεατό;
Οδός, οδύνη, ωδή. Μια πορεία, ένας επίπονος άθλος, ένα εγκώμιο ψυχής.
Για να μην παραιτηθούμε, να μη χαθούμε μέσα στο πλήθος. Για να θυμόμαστε
πάντα πόσο σημαντικοί μπορούμε να είμαστε ή μπορούμε να γίνουμε.
Συγχαρητήρια στον φίλο και
συνοδοιπόρο Δημήτρη Νίκου για αυτό το μαγικό ταξίδι και στις εκδόσεις
Γλαρόλυκοι που βοήθησαν στην υλοποίησή του.