Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό κεφάλαιο)


ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΘΑ ΖΗΣΩ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ!»

Η αλήθεια όμως ήταν πως αναγκάστηκαν να περιμένουν πάνω από μία εβδομάδα, γιατί στην αρχή φυσούσε πολύ και μετά ο Κόλιν ήταν έτοιμος να αρπάξει κρυολόγημα, κι αυτά τα δυο πράγματα θα τον είχαν κάνει να τον πιάσει ο γνωστός θυμός του, αν δεν είχαν να καταστρώσουν ένα σωρό προσεκτικά και μυστικά σχέδια κι αν ο Ντίκον δεν ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα, έστω και για λίγα λεπτά, για να φέρει τα νέα του χερσότοπου και της απλωσιάς και των ρυακιών. Όλα όσα είχε να αφηγηθεί για τις βίδρες και τους ασβούς και τους νεροαρουραίους και τα σπιτάκια τους, για να μη πούμε για τις φωλιές των πουλιών και τα λαγούμια των δασοποντκών, έφταναν και περίσσευαν για να σε κάνουν να ακούς έκπληκτος όλες αυτές τις απίθανες λεπτομέρειες από έναν γητευτή και να αντιλαμβάνεσαι πόσο επίμονα και σοβαρά λειτουργούσε όλος αυτός ο κρυφός κόσμος.
«Σαν κι εμάς είναι» είπε ο Ντίκον. «Μόνο που πρέπει να χτίζουν τα σπίτια τους κάθε χρόνο. Κι είναι τόσο απασχολημένα που μόλις και προλαβαίνουν».
Αυτό που πήρε χρόνο ήταν η προετοιμασία ώστε να μεταφερθεί ο Κόλιν στον κήπο με σχετική μυστικότητα. Κανένας δεν έπρεπε να δει το καροτσάκι και τον Ντίκον με τη Μαίρη μόλις θα έπαιρναν τη συγκεκριμένη στροφή στους θάμνους και θα έμπαιναν στον διάδρομο που έβγαζε στον τοίχο με τον κισσό. Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο Κόλιν αποκτούσε όλο και περισσότερο την πεποίθηση πως το μυστήριο που περιέβαλλε τον κήπο ήταν ένα από τα μεγαλύτερά του γόητρα. Τίποτα δεν έπρεπε να διαλύσει αυτή την εντύπωση. Κανένας δεν έπρεπε να υποπτευθεί πως είχαν κάποιο μυστικό. Όλοι οι άλλοι έπρεπε να πειστούν ότι πήγαινε βόλτα με τη Μαίρη και τον Ντίκον επειδή τους συμπαθούσε και δεν τον πείραζε να τον κοιτάζουν.
Είχαν ανταλλάξει πολλές ευχάριστες κουβέντες σχετικά με το δρομολόγιό τους. Θα ανέβαιναν αυτό το μονοπάτι και θα κατέβαιναν εκείνο εκεί, θα διέσχιζαν το άλλο και θα πέρναγαν γύρω από τα παρτέρια του σιντριβανιού, σαν να θαύμαζαν απλά τα λουλούδια που ο κύριος Ρόατς, ο αρχικηπουρός, είχε φυτέψει. Αυτό θα φαινόταν τόσο φυσικό που κανένας δεν θα υποψιαζόταν. Μετά θα έφταναν στα μονοπάτια με τους θάμνους και δεν θα τους έβλεπε κανείς μέχρι να φτάσουν στους μακριούς τοίχους. Το σχέδιο ήταν τόσο σοβαρό και καλοστημένο που θύμιζε τις εκστρατείες που οργάνωναν οι στρατηγοί σε καιρό πολέμου.
Οι φήμες σχετικά με τα θαυμαστά παράδοξα που συνέβαιναν στα δωμάτια του ασθενή είχαν φυσικά περάσει από τον θάλαμο του υπηρετικού προσωπικού στους στάβλους και μετά ανάμεσα στους κηπουρούς. Παρόλα αυτά όμως, ο κύριος Ρόατς ένιωσε έκπληξη όταν ο Αφέντης Κόλιν διέταξε να παρουσιαστεί στο δωμάτιό που κανένας ξένος δεν είχε ποτέ του δει, γιατί ο ασθενής επιθυμούσε να του μιλήσει.
«Για δες!» μονολόγησε καθώς άλλαζε βιαστικά το σακάκι του. «Η Αυτού Υψηλότητά Του, που κανείς μας δεν έπρεπε να ρίχνει το βλέμμα του επάνω του, με κάλεσε».
Του κυρίου Ρόατς δεν του έλειπε η περιέργεια. Δεν είχε δει ποτέ του το αγόρι και είχε ακούσει μια ντουζίνα υπερβολικές ιστορίες που είχαν να κάνουν με την αφύσικη όψη του, τους αλλόκοτους τρόπους του και τους παράλογους θυμούς του. Αυτό που άκουγε πιο συχνά ήταν ότι το αγόρι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πεθάνει και κυκλοφορούσαν ένα σωρό περιγραφές για την καμπουριαστή του πλάτη και τα αδύναμα άκρα του, κι αυτά τα έλεγαν άνθρωποι που δεν το είχαν δει ποτέ τους.
«Αλλάζουν τα πράγματα σε αυτό το σπίτι, κύριε Ρόατς» είπε η κυρία Μέντλοκ καθώς ανέβαιναν την πίσω σκάλα που έβγαζε στον διάδρομο έξω από το μυστηριώδες δωμάτιο.
«Ας ελπίσουμε πως θα αλλάξουν προς το καλύτερο, κυρία Μέντλοκ» της απάντησε.
«Σίγουρα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα» συνέχισε εκείνη. «Κι όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, κάποιοι βρίσκουν πως μπορούν να εκτελούν καλύτερα τα καθήκοντά τους. Μην εκπλαγείτε, κύριε Ρόατς, αν βρεθείτε στη μέση ενός θηριοτροφείου και δείτε τον Ντίκον της Μάρθας Σόουερμπάι να κάθεται πιο άνετα κι από το σπίτι του».
Πραγματικά, ο Ντίκον είχε ένα είδος Μαγείας, όπως σκεφτόταν κρυφά η Μαίρη. Όταν ο κύριος Ρόατς άκουσε το όνομά του, χαμογέλασε πλατιά.
«Θα ένιωθε σαν στο σπίτι του είτε βρισκόταν στο παλάτι του Μπάκιγχαμ είτε στον πάτο ενός ανθρακωρυχείου» της είπε. «Κι όχι από θράσος. Είναι καλό παιδί».
Ευτυχώς που τον είχαν προειδοποιήσει, αλλιώς θα έπαιρνε μεγάλη τρομάρα. Όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου, ένα μεγάλο κοράκι, που φαινόταν να νιώθει πολύ άνετα έτσι όπως είχε κουρνιάσει στην ψηλή πλάτη μιας λαξεμένης καρέκλας, ανακοίνωσε την άφιξή του με ένα πολύ δυνατό “κρα-κρα”. Παρά την προειδοποίηση της κυρίας Μέντλοκ, ο κύριος Ρόατς λίγο ακόμα και θα έκανε ένα άκομψο πήδημα οπισθοχωρώντας.
Ο νεαρός Μαχαραγιάς δεν ήταν ούτε στο κρεβάτι ούτε στον καναπέ του. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και δίπλα του έστεκε στα ποδαράκια του κουνώντας την ουρά του ένα αρνάκι καθώς ο Ντίκον, γονατιστός, το τάιζε από δίπλα με το μπιμπερό. Ένας σκίουρος είχε κουρνιάσει στη γυρτή πλάτη του Ντίκον και μασουλούσε με επιμέλεια ένα καρύδι. Το μικρό κορίτσι από την Ινδία καθόταν σε ένα μεγάλο σκαμνί και παρακολουθούσε.
«Ήρθε ο κύριος Ρόατς, Αφέντη Κόλιν» ανακοίνωσε η κυρία Μέντλοκ.
Ο νεαρός Μαχαραγιάς στράφηκε και τον κοίταξε σαν να ήταν υπηρέτης του, τουλάχιστον έτσι ένιωσε ο αρχικηπουρός.
«Α, είσαι ο Ρόατς, έτσι δεν είναι;» του είπε. «Έστειλα να σε φωνάξουν γιατί έχω κάποιες πολύ σοβαρές εντολές να σου δώσω».
«Πολύ καλά, κύριε» απάντησε ο Ρόατς ενώ αναρωτιόταν αν ήταν να κόψει όλες τις οξιές στο πάρκο ή να κάνει τους δεντρόκηπους νερόκηπους.
«Θα βγω με το καροτσάκι μου σήμερα» είπε ο Κόλιν. «Αν ο καθαρός αέρας μού κάνει καλό, μπορεί και να βγαίνω κάθε μέρα. Όταν θα βγω, κανένας από τους κηπουρούς δεν θα είναι κοντά στον Μεγάλο Περίπατο της μεριάς των μακριών τοίχων. Κανένας δεν επιτρέπεται να είναι εκεί. Θα βγω κατά τις δύο και όλοι θα πρέπει να απουσιάζουν μέχρι να δώσω εντολή να ξαναγυρίσουν στη δουλειά τους».
«Πολύ καλά, κύριε» απάντησε ο κύριος Ρόατς, αρκετά ανακουφισμένος που οι οξιές θα έμεναν στη θέση τους και οι δεντρόκηποι θα ήταν ασφαλείς.
«Μαίρη» είπε ο Κόλιν γυρίζοντας προς το μέρος της. «Τι λέτε στην Ινδία όταν έχετε τελειώσει την κουβέντα με κάποιον και θέλετε να φύγει;»
«Λέμε ‘Σου επιτρέπω να φύγεις”» απάντησε η Μαίρη.
Ο Μαχαραγιάς έκανε νεύμα με το χέρι του.
«Σου επιτρέπω να φύγεις, Ρόατς» είπε. «Να θυμάσαι όμως πως όλα αυτά που σου είπα είναι πολύ σημαντικά».
«Κρα-κρα!» παρατήρησε το κοράκι βραχνά αλλά ευγενικά.
«Πολύ καλά, κύριε. Σας ευχαριστώ, κύριε» είπε ο κύριος Ρόατς και η κυρία Μέντλοκ τον συνόδεψε έξω από το δωμάτιο.
Μόλις βρέθηκαν στον διάδρομο, ο κύριος Ρόατς, που ήταν μάλλον ευχάριστος χαρακτήρας, χαμογέλασε τόσο που στο τέλος γέλασε.
«Μα την πίστη μου, έχει τους τρόπους ενός λόρδου! Θα έλεγε κανείς ότι είδε όλη τη Βασιλική Οικογένεια μαζί, τον Πριγκιπικός Σύζυγο και όλους τους υπόλοιπους» είπε.
«Α!» διαμαρτυρήθηκε η κυρία Μέντλοκ. «Έτσι τον μάθαμε από μωρό και τώρα νομίζει πως οι άλλοι υπάρχουν για να τους βλέπει σαν να είναι σκουπίδια».
«Μπορεί και να του περάσει, άμα ζήσει» είπε ο κύριος Ρόατς.
«Η αλήθεια είναι πως ένα είναι το σίγουρο» είπε η κυρία Μέντλοκ. «Αν ζήσει κι αν εκείνο το κορίτσι από την Ινδία μείνει εδώ, σας το υπογράφω πως θα του μάθει πως δεν του ανήκει όλο το πορτοκάλι, όπως λέει η Σούζαν Σόουερμπάι. Και πιθανό να μάθει ποιο κομμάτι τού αντιστοιχεί».

Στο δωμάτιο, ο Κόλιν είχε γείρει την πλάτη του στα μαξιλάρια.
«Όλα κανονίστηκαν» είπε. «Και σήμερα το απόγευμα θα δω τον κήπο, σήμερα το απόγευμα θα μπω στον κήπο!»
Ο Ντίκον και τα ζωάκια του επέστρεψαν στον κήπο και η Μαίρη έμεινε με τον Κόλιν. Δεν της φαινόταν κουρασμένος, ήταν όμως πολύ ήσυχος πριν το μεσημεριανό φαγητό και εξακολουθούσε να είναι ήσυχος και όσο έτρωγαν. Αναρωτήθηκε ποιος να ήταν ο λόγος και τον ρώτησε.
«Πόσο μεγάλα μάτια έχεις, Κόλιν!» του είπε. «Όταν σκέφτεσαι, γουρλώνουν. Τι σκέφτεσαι τώρα;»
«Σκέφτομαι συνέχεια πώς να μοιάζει» της απάντησε.
«Ο κήπος;» ρώτησε η Μαίρη.
«Η άνοιξη» είπε ο Κόλιν. «Σκεφτόμουν πως δεν την έχω δει ποτέ μου κανονικά. Σπάνια έβγαινα, κι όταν το έκανα, δεν κοίταζα ποτέ γύρω μου. Ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό».
«Δεν είδα ποτέ μου άνοιξη στην Ινδία, γιατί δεν υπήρχε» είπε η Μαίρη.
Απομονωμένος και μίζερος όπως η ζωή που έκανε, ο Κόλιν διέθετε περισσότερη φαντασία από τη Μαίρη, κι εξάλλου είχε περάσει αρκετή από τη ζωή του κοιτώντας εξαιρετικά βιβλία και εικόνες.
«Εκείνο το πρωί που ήρθες και μου είπες “Ήρθε! Ήρθε!”, με έκανες να νιώσω πολύ παράξενα. Ακούστηκε σαν κάποιος να ερχόταν με μια μεγάλη συνοδεία και ζητωκραυγές και μουσική. Έχω μια τέτοια εικόνα σε ένα από τα βιβλία μου –ένα πλήθος όμορφοι άνθρωποι και παιδιά με γιρλάντες και ανθισμένα κλαδιά στα χέρια, να γελάνε και να χορεύουν και να παίζουν μουσική. Γι’ αυτό και είπα “ Μπορεί να ακούσουμε να το διαλαλούν και χρυσές σάλπιγγες” και σου είπα να ανοίξεις το παράθυρο».»
«Τι παράξενο!» είπε η Μαίρη. «Έτσι μοιάζει. Κι αν όλα τα λουλούδια, τα φυλλαράκια, η πρασινάδα, τα πουλιά και τα ζωάκια περνούσαν χορεύοντας από μπροστά μας, τι κόσμος θα μαζευτόταν! Σίγουρα θα χόρευαν και θα τραγουδούσαν και θα έπαιζαν φλογέρες, κι αυτό θα ήταν η μουσική που θα ακουγόταν».
Γέλασαν κι οι δυο τους, όχι γιατί έβρισκαν ανόητη την ιδέα, αλλά γιατί τους άρεσε πολύ.
Λίγο μετά η νοσοκόμα, βοηθώντας τον Κόλιν να ετοιμαστεί, παρατήρησε πως δεν καθόταν σαν το ξερό ξύλο καθώς του έβαζε τα ρούχα, αλλά είχε ανακαθίσει και μάλιστα προσπαθούσε να βοηθήσει και όλη την ώρα μίλαγε και γελούσε με τη Μαίρη.
«Σήμερα έχει τις καλές του» είπε αργότερα στον γιατρό Κρέιβεν, που πέρασε για να δει πώς πήγαινε ο ασθενής του. «Έχει τόσο καλή διάθεση που νιώθει πιο δυνατός».
«Θα ξαναπεράσω το απόγευμα, αφού επιστρέψει» είπε ο γιατρός Κρέιβεν. Πρέπει να δω αν η βόλτα θα του κάνει καλό. Θα ευχόμουν να σας άφηνε να τον συνοδέψετε» πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα.
«Δεν θα ήμουνα άξια της θέσης μου, κύριε, αν έμενα εδώ, ενώ θα είχατε προτείνει να τον συνοδέψω» είπε σταθερά η νοσοκόμα.
«Δεν το σκέφτηκα να το προτείνω» είπε λίγο νευρικά ο γιατρός. «Θα δούμε πώς θα πάει το πείραμα. Ο Ντίκον είναι ένα αγόρι που θα μπορούσες να του εμπιστευτείς ακόμα κι ένα νεογέννητο μωρό».
Ο πιο δυνατός υπηρέτης του σπιτιού κουβάλησε τον Κόλιν μέχρι έξω στο καροτσάκι του και τον έβαλε να κάτσει εκεί ενώ ο Ντίκον περίμενε δίπλα του. Αφού ο υπηρέτης τακτοποίησε τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια, ο Μαχαραγιάς έκανε ένα νεύμα σε αυτόν και τη νοσοκόμα.
«Μπορείτε να πηγαίνετε» είπε, και οι δυο τους εξαφανίστηκαν στα γρήγορα, και πρέπει να ομολογήσουμε πως έβαλαν τα γέλια μόλις βρέθηκαν ασφαλείς ξανά στο σπίτι.
Ο Ντίκον άρχισε να σπρώχνει αργά και σταθερά το καροτσάκι. Η Αφέντρα η Μαίρη περπατούσε από δίπλα, και ο Κόλιν έγειρε πίσω και ύψωσε το πρόσωπό του προς τον ουρανό, που φαινόταν απέραντος, και τα μικρά μπαμπακένια σύννεφα έμοιαζαν με άσπρα πουλιά που αιωρούνταν στο κρυστάλλινο γαλάζιο του με ανοιγμένα τα φτερά τους. Το απαλό αεράκι ερχόταν από τη μεριά του χερσότοπου κι έφερνε μαζί του μια φρέσκια γλυκιά μυρωδιά. Ο Κόλιν όλο κι έπαιρνε βαθιές ανάσες ορθώνοντας το ισχνό στέρνο του και τα μεγάλα του μάτια έμοιαζαν σαν να άκουγαν τα πάντα ολόγυρα, λες και ήταν τα αυτιά του.
«Πόσοι ήχοι από κελάηδημα και ζουζούνισμα και φωνές!» είπε. «Τι είναι αυτή η γλυκιά μυρωδιά που φέρνει ο αέρας;»
«Είναι τα λιόπρινα που ανθίζουν στον χερσότοπο» απάντησε ο Ντίκον. «Το γλεντάνε εκεί πέρα οι μέλισσες».
Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου στα μονοπάτια που πέρασαν, λες και τους είχαν αρπάξει τα ξωτικά. Τα παιδιά όμως μπαινόβγαιναν στους θάμνους και πήγαιναν γύρω από τα παρτέρια του σιντριβανιού, ακολουθώντας το καλά σχεδιασμένο δρομολόγιό τους μόνο και μόνο για την παράξενη ευχαρίστηση που τους πρόσφερε όλο αυτό. Όταν όμως έφτασαν επιτέλους στον Μεγάλο Περίπατο κοντά στους τοίχους που ήταν σκεπασμένοι από κισσό, η αίσθηση της προσδοκίας, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα έκανε να μιλάνε ψιθυριστά.
«Εδώ είναι» ψιθύρισε η Μαίρη. «Εδώ βημάτιζα πάνω κάτω και σκεφτόμουν».
«Αλήθεια;» φώναξε ο Κόλιν και τα μάτια του άρχισαν να ψάχνουν με φανερή περιέργεια τον κισσό. «Μα δεν βλέπω τίποτα. Δεν υπάρχει πόρτα» ψιθύρισε.
«Έτσι νόμιζα κι εγώ» είπε η Μαίρη.
Για λίγο δεν μίλησε κανείς και δεν ακουγόταν παρά μόνο το καροτσάκι που κυλούσε.
«Να ο κήπος που δουλεύει ο Μπεν Γουέδερσταφ» ανακοίνωσε η Μαίρη.
«Αλήθεια;» είπε ο Κόλιν.
Λίγο πιο πέρα η Μαίρη ψιθύρισε ξανά:
«Σε αυτό το σημείο ο κοκκινολαίμης πέταξε πάνω από τον τοίχο».
«Αλήθεια;» είπε δυνατά ο Κόλιν. «Πώς θα ήθελα να ερχόταν ξανά!»
«Κι εκεί πέρα» είπε με μεγάλη χαρά η Μαίρη καθώς έδειχνε κάτω από μια πασχαλιά «σκάλισε το χώμα και μου έδειξε το κλειδί».
Τότε ο Κόλιν ανακάθισε στο καροτσάκι του.
«Πού; Πού; Εκεί;» φώναξε και τα μάτια του ήταν μεγάλα σαν του λύκου στην Κοκκινοσκουφίτσα, όταν η Κοκκινοσκουφίτσα τα παρατήρησε. Ο Ντίκον σταμάτησε να τσουλάει το καροτσάκι.
«Κι εδώ» είπε η Μαίρη μπαίνοντας στο παρτέρι δίπλα στον κισσό «είναι που στάθηκα για να του μιλήσω όταν μου τιτίβισε από την κορφή του τοίχου. Κι αυτός εδώ είναι ο κισσός που κουνήθηκε πέρα δώθε από τον αέρα». Κι έπιασε το πράσινο πέπλο που κρεμόταν.
«Α! Αλήθεια;» είπε ο Κόλιν με κομμένη ανάσα.
«Κι αυτό εδώ είναι το χερούλι κι αυτή είναι η πόρτα. Ντίκον, σπρώξε γρήγορα το καροτσάκι!»
Κι ο Ντίκον το έσπρωξε με μια μεγαλόπρεπη και στιβαρή κίνηση.
Ο Κόλιν όμως είχε γείρει πίσω στα μαξιλάρια του, παρόλο που άσθμαινε από χαρά, και είχε σκεπάσει τα μάτια με τα χέρια του και τα κρατούσε κλειστά για να μη δει το παραμικρό μέχρι να μπουν στον κήπο και να σταματήσει δια μαγείας το καροτσάκι και να κλείσει η πόρτα. Μόνο τότε άνοιξε τα μάτια του και κοιτούσε ολόγυρα ακριβώς όπως είχαν κάνει και ο Ντίκον με τη Μαίρη. Και το καταπράσινο πέπλο από τρυφερά φυλλαράκια είχε σκεπάσει τους τοίχους, το χώμα, τα δέντρα και τα κλαδιά, και στο γρασίδι κάτω από τα δέντρα και στις γκρίζες πέτρινες ανθοστήλες και παντού εδώ κι εκεί υπήρχαν πινελιές από χρυσάφι, προφύρα και χιονάτο λευκό, και τα δέντρα φάνταζαν ροδαλά και χιονάτα πάνω από το κεφάλι του, και ακούγονταν φτερουγίσματα και ζουζουνίσματα και γλυκές μελωδίες, και όλα ήταν γεμάτα αρώματα. ΚΙ ο ήλιος τού ζέστανε το πρόσωπο σαν στοργικό χέρι. Κι ο Ντίκον με τη Μαίρη στεκόντουσαν και τον κοίταζαν με προσδοκία. Ο Κόλιν φαινόταν διαφορετικός, γιατί ένα ροδαλό χρώμα έμοιαζε να τον έχει τυλίξει παντού, στο χλωμό του πρόσωπο, στον λαιμό, στα χέρια του.
«Θα γίνω καλά! Θα γίνω καλά!» είπε δυνατά. «Μαίρη! Ντίκον! Θα γίνω καλά! Και θα ζήσω για πάντα!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...