Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό δεύτερο κεφάλαιο)



ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΤΑΝ ΕΔΥΣΕ Ο ΗΛΙΟΣ

Όταν δεν έβλεπαν πια το κεφάλι του Μπεν, ο Κόλιν στράφηκε στη Μαίρη.
«Πήγαινε να τον βρεις» είπε. Και η Μαίρη πήγε τρέχοντας στο γρασίδι μέχρι την πόρτα κάτω από τον κισσό.
Ο Ντίκον δεν άφηνε τα μάτια του από τον Κόλιν. Είδε τα κοκκινισμένα του μάγουλα και πόσο υπέροχος φαινόταν και πως δεν έμοιαζε να έχει κίνδυνο να πέσει.
«Μπορώ και στέκομαι» είπε ο Κόλιν μεγαλόπρεπα και με το κεφάλι ψηλά.
«Στο είπα πως θα το κατάφερνες με το που θα έπαυες να φοβάσαι» απάντησε ο Ντίκον. «Κι έπαψες να φοβάσαι».
«Ναι, έπαψα» είπε ο Κόλιν.
Μετά θυμήθηκε ξαφνικά κάτι που είχε πει η Μαίρη.
«Κάνεις Μαγικά;» τον ρώτησε κοφτά.
Το στόμα του Ντίκον σχημάτισε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εσύ κάνεις Μαγικά» είπε. «Είναι η ίδια Μαγεία που έκανε αυτά εδώ να ξεπεταχτούν από τη γη» και ακούμπησε τη χοντρή του μπότα σε μια συστάδα κρόκων στο γρασίδι.
Ο Κόλιν κοίταξε τα λουλούδια.
«Πράματις, πού να ματαγίνει τέτοια Μαγεία».
Και όρθωσε ακόμα πιο ίσιο το ανάστημά του.
«Θα περπατήσω μέχρι εκείνο εκεί το δέντρο» είπε κι έδειξε ένα δέντρο λίγο πιο πέρα. «Θα στέκομαι όρθιος όταν έρθει ο Μπεν Γουέδερσταφ. Κι αν θέλω, μπορώ να ξεκουραστώ ακουμπώντας πάνω του. Θα κάτσω μόνο όταν θελήσω, όχι πιο πριν. Φέρε ένα κιλίμι από το καροτσάκι».
Ο Κόλιν περπάτησε μέχρι το δέντρο και παρότι ο Ντίκον τού κρατούσε το χέρι, ήταν στητός καμαρωτός. Όταν ακούμπησε στο δέντρο, δεν καλοφαινόταν ότι στηριζόταν πάνω του, και συνέχιζε να στέκεται τόσο στητός που φαινόταν ψηλός.
Όταν ο Μπεν Γουέδερσταφ μπήκε από την πόρτα στον τοίχο, είδε τον Κόλιν να στέκεται εκεί και τη Μαίρη να λέει κάτι μέσα από τα δόντια της.
«Τι τσαμπουνάς;» ρώτησε μάλλον τσαντισμένος, γιατί δεν ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του από το αδύνατο ολόρθο αγόρι με το περήφανο πρόσωπο.
Η Μαίρη όμως δεν του είπε. Αυτό που είπε ήταν το εξής:
«Τα κατάφερες! Στο είπα πως θα τα καταφέρεις! Μπορείς! Και βέβαια μπορείς!»
Το έλεγε στον Κόλιν, γιατί ήθελε να κάνει Μαγικά και να τον κάνει να μείνει έτσι στητός στα πόδια του. Δεν ήθελε να το σκέφτεται πως μπορεί και να μην τα κατάφερνε μπροστά στον Μπεν Γουέδερσταφ. Τα κατάφερε όμως. Ένιωσε να ξαλαφρώνει καθώς της φάνηκε όμορφος, κι ας ήταν αδύνατος. Ο Κόλιν κάρφωσε το βλέμμα του στον Μπεν Γουέδερσταφ με ένα αστείο αυτοκρατορικό ύφος.
«Κοίταξέ με!» τον διέταξε. «Κοίταξέ με από πάνω μέχρι κάτω! Είμαι καμπούρης; Έχω στραβά πόδια;»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ δεν είχε ξαναβρεί τα συγκαλά του, είχε όμως συνέλθει κάπως και απάντησε σχεδόν όπως συνήθιζε.
«Μπα! Ούτε να το σκέφτεσαι. Τι καμωνόσουν και κρυβόσουν κι άφηνες τον κόσμο να λογάει πως ήσουν σακάτης και μισόχαζος;»
«Μισόχαζος!» είπε θυμωμένα ο Κόλιν. «Ποιος τα λέει αυτά;»
«Ένα μάτσο βλάκες» είπε ο Μπεν. «Ο κόσμος είναι γεμάτος βλάκες που γκαρίζουν ένα μάτσο ψευτιές. «Γιατί πήγες και κλείστηκες στους τέσσερις τοίχους;»
«Όλοι τους νόμιζαν πως θα πεθάνω. Δεν θα πεθάνω όμως!» είπε κοφτά ο Κόλιν.
Και το είπε με τέτοια αποφασιστικότητα που ο Μπεν Γουέδερσταφ τον κοίταξε εξεταστικά.
«Να πεθάνεις!» είπε θριαμβολογώντας στυγνά. «Ούτε για αστείο! Έχεις πολύ ζουμί ακόμα. Σα σε είδα που πάτησες καταγής στο πιτς φυτίλι, ήξερα πως ήταν όλα καλά. Κάτσε λιγουλάκι, μικρέ μου Κύρη και πρόσταξέ με».
Ο τρόπος του ήταν ένα παράξενο μείγμα από άτσαλη τρυφερότητα και οξυδέρκεια. Η Μαίρη του τα είχε πει όλα βιαστικά στην επιστροφή τους από τον Μεγάλο Περίπατο. Το πιο σημαντικό που έπρεπε να θυμάται, του είχε πει, ήταν πως ο Κόλιν όλο και καλυτέρευε. Κι αυτό οφειλόταν στον κήπο. Κανένας δεν έπρεπε να του ξαναθυμίσει τις καμπούρες και τα θανατικά.
Ο νεαρός Μαχαραγιάς καταδέχτηκε να καθίσει πάνω στο κιίμι κάτω από το δέντρο.
«Τι δουλειά κάνεις στους κήπους, Γουέδερσταφ;» ζήτησε να μάθει.
«Ό,τι μου πουν να κάνω» απάντησε ο γέρο Μπεν. «Μου κάνουν χάρη που με κρατάνε, γιατί με συμπαθούσε εκείνη».
«Εκείνη;» είπε ο Κόλιν.
«Η μητέρα σου» απάντησε ο Μπεν Γουέδερσταφ.
«Η μητέρα μου;» είπε ο Κόλιν και κοίταξε ολόγυρα με προσοχή. «Ο κήπος της ήταν, έτσι;»
«Πράγματις!» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ κοιτάζοντας κι αυτός γύρω γύρω. «Πολύ τον αγαπούσε».
«Τώρα είναι ο δικός μου κήπος, τον αγαπάω πολύ και εγώ. Θα έρχομαι κάθε μέρα» ανακοίνωσε ο Κόλιν. «Θα είναι όμως μυστικό. Οι διαταγές μου είναι να μη μαθευτεί από κανέναν πως ερχόμαστε εδώ. Ο Ντίκον και η ξαδέλφη μου δούλεψαν και τον έκαναν να ζωντανέψει. Θα σε φωνάζω να έρχεσαι να τους βοηθάς, κανένας όμως δεν πρέπει να σε δει».
Το πρόσωπο του Μπεν Γουέδερσταφ χαράχτηκε από ένα ίχνος χαμόγελου. «Ερχόμουν εδώ σαν δεν με βλέπανε» είπε.
«Πώς; Πότε;» είπε με έκπληξη ο Κόλιν.
«Η τελευταία φορά ήταν δυο χρόνια πριν» είπε ο Μπεν τρίβοντας το πηγούνι του και κοιτάζοντας γύρω.
«Μα κανένας δεν μπήκε εδώ και δέκα χρόνια. Δεν υπήρχε πόρτα!» φώναξε ο Κόλιν.
«Εγώ δεν είμαι ο κανένας» είπε ξερά ο Μπεν. «Και δεν ήρθα από την πόρτα αλλά από τον τοίχο. Τα ρευματικά μου δε με άφησαν να έρθω τα τελευταία δυο χρόνια».
«Ήρθες και συμμάζεψες λίγο κλαδεύοντας» είπε δυνατά ο Ντίκον. «Κι έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω».
«Τον αγαπούσε τον κήπο της, πολύ!» είπε αργά ο Μπεν Γουέδερσταφ. «Κι ήταν τόσο όμορφη κι εκείνη. Μου λέει μια μέρα γελώντας: “Μπεν, αν ποτέ μου αρρωστήσω ή λείψω, να φροντίζεις τα τριαντάφυλλά μου”. Κι όταν έφυγε, οι διαταγές ήταν να μην πατήσει ποτέ κανείς εδώ μέσα. Εγώ όμως ήρθα» συμπλήρωσε με πείσμα. «Σκαρφάλωνα από τον τοίχο, μέχρι που με σταμάτησαν τα ρευματικά, και δούλευα κάτι λίγο τον κήπο μια φορά τον χρόνο. Εκείνη με είχε διατάξει».
«Ο κήπος δεν θα ήταν τόσο τσακμάκι αν δεν το είχες κάνει» είπε ο Ντίκον. «Κι αναρωτιόμουνα πώς κι είχε γίνει έτσι».
«Χαίρομαι που δούλεψες τον κήπο, Γουέδερσταφ» είπε ο Κόλιν. «Θα ξέρεις πώς να κρατήσεις το μυστικό».
«Πράγματις, κύριε» απάντησε ο Μπεν. «Και θα είναι πιο εύκολο να έρχομαι από την πόρτα, μια κι έχω τα ρευματικά μου».
Η Μαίρη είχε αφήσει το φτυάρι της στο γρασίδι κοντά στο δέντρο. Ο Κόλιν άπλωσε το χέρι και το σήκωσε. Το πρόσωπό του πήρε μια παράξενη έκφραση κι άρχισε να σκαλίζει το χώμα. Το αδύνατό του χέρι δεν είχε μεγάλη δύναμη, αλλά καθώς οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν τι έκανε, κι η Μαίρη ανάμεσά τους κρατούσε την ανάσα της κοιτώντας με ενδιαφέρον, ο Κόλιν έχωσε το φτυάρι στο χώμα και το ανασκάλισε.
«Μπορείς να το κάνεις! Μπορείς!» έλεγε από μέσα της η Μαίρη.
Τα ολοστρόγγυλα μάτια του Ντίκον ήταν γεμάτα περιέργεια, δεν έβγαλε όμως λέξη. Ο Μπεν Γουέδερσταφ κοιτούσε με περιέργεια.
Ο Κόλιν συνέχιζε να παλεύει με το φτυάρι. Κι αφού κατάφερε να φτυαρίσει κάμποσο, γύρισε στον Ντίκον και είπε θριαμβευτικά όσο πιο καλά μπορούσε στη διάλεκτο του Γιορκσάιρ.
«Είπες πως θα με έκανες να περπατήσω και να φτυαρίσω σαν όλους τους νοματαίους. Νόμιζα πως το έλεγες έτσι, για να μου κάνεις το κέφι. Σήμερα πρωτοπερπάτησα και να που σκάβω κιόλα».
Το στόμα του Μπεν Γουέδερσταφ άνοιξε μια πιθαμή από την έκπληξη καθώς άκουγε τον Κόλιν, μα κατέληξε να κρυφογελάσει.
«Α!» είπε. «Σαν να ήρθες στα συγκαλά σου. Στα σίγουρα είσαι γέννημα του Γιορκσάιρ. Σκάβεις κιόλας. Τι θα λεγες να φυτέψεις και λιγουλάκι; Μπορώ να σου φέρω μια τριανταφυλλιά σε γλάστρα».
«Άντε φέρτη!» είπε ο Κόλιν σκάβοντας ενθουσιασμένος. «Γρήγορα! Γρήγορα!»
Και πράγματι, η δουλειά έγινε στα γρήγορα. Ο Μπεν Γουέδερσταφ έτρεξε ξεχνώντας τα ρευματικά του. Ο Ντίκον έπιασε το φτυάρι του και έκανε τον λάκκο πιο βαθύ και πιο πλατύ από όσο μπορούσε να τον κάνει ένας καινούριος σκαφτιάς με άμαθα χέρια. Η Μαίρη ξεγλίστρησε τρέχοντας και ξαναγύρισε με ένα ποτιστήρι. Όταν ο Ντίκον βάθυνε τον λάκκο, ο Κόλιν συνέχισε να σκαλίζει το μαλακό χώμα. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, αναψοκοκκινισμένος και λάμποντας από την παράξενη νέα εξάσκηση, όσο ελαφριά κι αν ήταν.
«Θέλω να τελειώσω τη δουλειά προτού χαθεί ο ήλιος» είπε.
Η Μαίρη σκέφτηκε πως ο ήλιος μάλλον καθυστέρησε λίγα λεπτά τη δύση του επίτηδες. Ο Μπεν Γουέδερσταφ έφερε την τριανταφυλλιά σε μια γλάστρα από το θερμοκήπιο. Κουτσαίνοντας πάνω στο γρασίδι τούς πλησίασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Είχε αρχίσει κι αυτός να ενθουσιάζεται. Γονάτισε στον λάκκο και έσπασε τη γλάστρα βγάζοντας την τριανταφυλλιά.
«Πάρε, παλικάρι μου» είπε δίνοντας το φυτό στον Κόλιν. «Βάλτο μοναχός σου στη γη, όπως κάνει ο βασιλιάς όταν πάει σε άλλα μέρη».
Τα ισχνά λευκά χέρια τρεμούλιασαν λίγο και η έξαψη του Κόλιν μεγάλωσε καθώς έβαζε στον λάκκο την τριανταφυλλιά και ο γέρο Μπεν πατίκωνε το χώμα. Ο λάκκος γέμισε, το χώμα πιέστηκε και σταθεροποιήθηκε. Η Μαίρη έσκυβε μπροστά στα χέρια και στα πόδια. Ο Καπνιάς πέταξε από το δέντρο και χοροπήδησε κοντά τους να δει τι γινόταν. Ο Καρύδης και ο Τσόφλης το κουβέντιαζαν σκαρφαλωμένοι στην κερασιά.
«Φυτεύτηκε!» είπε τελικά ο Κόλιν. «Κι ο ήλιος μόλις έχει γείρει. Βοήθησέ με, Ντίκον. Θέλω να είμαι όρθιος την ώρα που θα χάνεται. Είναι μέρος της Μαγείας».
Κι ο Ντίκον τον βοήθησε, και η Μαγεία, ή ό,τι κι αν ήταν, του έδωσε τόση δύναμη που όταν ο ήλιος χάθηκε και το παράξενο υπέροχο απόγευμα τελείωσε, ο Κόλιν στεκόταν όρθιος και γελούσε.




Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό πρώτο κεφάλαιο)


ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΜΠΕΝ ΓΟΥΕΔΕΡΣΤΑΦ

Ένα από τα πιο παράξενα πράγματα όταν ζεις στον κόσμο είναι πως σπάνια είσαι αρκετά σίγουρος πως θα ζήσεις για πάντα. Μερικές φορές το ξέρεις όταν σηκώνεσαι μέσα στο γλυκό ξημέρωμα και κοιτάζεις ψηλά τον χλωμό ουρανό να αλλάζει αστραφτερά χρώματα και να γίνονται ένα σωρό θαυμαστά πράγματα, μέχρι που η Ανατολή σε κάνει να θέλεις να φωνάξεις δυνατά και η καρδιά σου αγαλλιάζει από αυτή την απαράλλαχτη μεγαλοπρέπεια του ήλιου που σηκώνεται ψηλά, κάτι που συμβαίνει στον κόσμο κάθε πρωί εδώ και χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια. Αυτή είναι μία από τις στιγμές που νιώθεις αυτή τη σιγουριά. Κι άλλη μία είναι όταν στέκεσαι μοναχός ανάμεσα στα δέντρα το ηλιοβασίλεμα και η μυστηριώδης χρυσαφιά ηρεμία απλώνεται ανάμεσα και κάτω από τα κλαδιά μοιάζοντας να λέει ξανά και ξανά λόγια που δεν μπορείς να ακούσεις όσο και να προσπαθείς. Κι άλλη μία φορά το νιώθεις στην απόλυτη ηρεμία του σκούρου μπλε ουρανού τη νύχτα, με τα εκατομμύρια αστέρια που σε παρακολουθούν. Κι ακόμα το νιώθεις στο άκουσμα μιας απόμακρης μουσικής ή πάλι κοιτώντας τα μάτια κάποιου άλλου.
Έτσι έγινε και με τον Κόλιν όταν πρωτοείδε και πρωτάκουστε και πρωτοένιωσε την Άνοιξη μέσα στους τέσσερις ψηλούς τοίχους του μυστικού κήπου. Εκείνο το απόγευμα έμοιαζε λες και όλη πλάση είχε βάλει τα δυνατά της ώστε να είναι τέλεια, αστραφτερή και καλή για ένα και μόνο αγόρι. Ίσως ήταν μια ουράνια καλοσύνη αυτή που έκανε την άνοιξη να έρθει και να φτιάξει ό,τι καλύτερο μπορούσε σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος. Αρκετές φορές ο Ντίκον σταμάτησε τη δουλειά του και στάθηκε ακίνητος κουνώντας αργά το κεφάλι ενώ τα μάτια του όλο και μεγάλωναν από τον θαυμασμό.
«Δεν έχει ματαλάχει τέτοια καλοσύνη!» είπε. «Είμαι δώδεκα και πάω στα δεκατρία, μα μου μοιάζει πως δεν έχω ματαδεί τέτοια καλοσύνη».
«Αμέ, δεν έχει ματαλάχει!» είπε η Μαίρη κι αναστέναξε γεμάτη ευχαρίστηση. «Στο υπογράφω πως δεν έχει ματαλάχει σε όλο τον κόσμο».
«Μπας και ψυχανεμίζεσαι πως έγινε κομματάκι ξεπίτηδες για μένα;» είπε ο Κόλιν σαν ονειροπαρμένος.
«Μπα σε καλό μου!» φώναξε με θαυμασμό η Μαίρη. «Είπες κάμποσα όπως τα λένε στο Γιορκσάιρ. Πρώτο πράμα!»
Και όλοι ήταν ενθουσιασμένοι.
Έβαλαν το καροτσάκι κάτω από τη δαμασκηνιά, που ήταν γεμάτη χιονάτα λουλούδια και γλυκά ζουζουνίσματα από τις μέλισσες. Έμοιαζε με σκηνή βασιλιά, ενός παραμυθένιου βασιλιά. Εκεί κοντά υπήρχαν ανθισμένες κερασιές και μηλιές με λευκορόδινα μπουμπούκια, που κάποια από αυτά ήταν ορθάνοιχτα. Ανάμεσα στα ανθισμένα κλαδιά της σκηνής κομμάτια γαλανού ουρανού κοιτούσαν προς τα κάτω σαν αστραφτερά μάτια.
Η Μαίρη και ο Ντίκον δούλευαν από λίγο εδώ κι εκεί, και ο Κόλιν τούς παρακολουθούσε. Του έφερναν διάφορα πράγματα να κοιτάξει –μπουμπούκια έτοιμα να ανοίξουν, μπουμπούκια ακόμα κλειστά, κλαράκια με φύλλα που μόλις πρασίνιζαν, το φτερό ενός τρυποκάρυδου που το είχαν βρει στο γρασίδι, το άδειο τσόφλι από το αυγό κάποιου πουλιού που είχε βιαστεί να κλωσήσει. Ο Ντίκον έσπρωχνε αργά το καροτσάκι γύρω γύρω στον κήπο, σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι για να δώσει στον Κόλιν την ευκαιρία να δει όλα τα θαυμαστά που ξεφύτρωναν από τη γη ή κρεμόντουσαν από τα δέντρα. Ήταν σαν να σε ξεναγούσαν στη χώρα ενός μαγικού βασιλιά και μιας βασίλισσας και να σου έδειχναν όλα τα θαυμαστά πλούτη που είχε.
«Θα δούμε άραγε τον κοκκινολαίμη;» ρώτησε ο Κόλιν.
«Θα τον δεις κάμποσο σε λίγο» απάντησε ο Ντίκον. «Όταν σκάσουν τα αυγά του, ο φιλαράκος μας θα έχει τόσες έγνοιες που θα ζουρλαθεί. Θα τον δεις να πεταρίζει πέρα δώθε και να κουβαλάει σκουλήκια όσο το μπόι του και να γίνεται τέτοιος σαματάς στη φωλιά του που δε θα ξέρει ποιο στόμα να ταΐσει πρώτο, και παντού θα βλέπει ορθάνοιχτα στόματα και θα ακούει κρωξίματα. Η μητέρα λέει πως όταν βλέπει πόση δουλειά έχει ένας κοκκινολαίμης μέχρι να χορτάσει όλα αυτά τα πεινασμένα στόματα, νιώθει σαν κυρία που δεν έχει να κάνει τίποτα. Λέει πως είδε κοκκινολαίμηδες τόσο ξεθεωμένους που φαινόταν λες και έσταζε από πάνω τους ιδρώτας, κι ας μην μπορούν να τον δουν οι άνθρωποι».
Αυτό τους έκανε να χαχανίσουν τόσο πολύ που χρειάστηκε να σκεπάσουν το στόμα με τα χέρια τους καθώς θυμήθηκαν πως δεν έπρεπε να τους ακούσει κανείς. Τον Κόλιν τον είχαν δασκαλέψει από μέρες πώς να μιλάει σιγανά και ψιθυριστά και του άρεσε όλο αυτό το μυστήριο κι έβαζε τα δυνατά του, όταν όμως είσαι μέσα στην τρελή χαρά, είναι μάλλον δύσκολο να γελάς ψιθυριστά.
Κάθε στιγμή του απογεύματος ήταν γεμάτη καινούρια πράγματα, και κάθε ώρα ο ήλιος γινόταν πιο χρυσαφένιος. Ο Ντίκον είχε ξανασπρώξει το καροτσάκι κάτω από την τέντα των φυλλωμάτων, είχε κάτσει στο γρασίδι κι είχε βγάλει τη φλογέρα του, όταν ο Κόλιν είδε κάτι που δεν είχε παρατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Αυτό εκεί είναι πολύ παλιό δέντρο, έτσι;» είπε.
Ο Ντίκον κοίταξε το δέντρο κι η Μαίρη κοίταξε κι εκείνη και για λίγο έγινε σιωπή.
«Ναι» απάντησε ο Ντίκον, και η χαμηλή του φωνή είχε μια γλύκα.
Η Μαίρη κοίταξε το δέντρο και σκέφτηκε.
«Το δέντρο είναι κατάγκριζο και δεν υπάρχει ούτε ένα φύλλο πάνω του» συνέχισε ο Κόλιν. «Είναι ξερό, έτσι;»
«Πράγματις» παραδέχτηκε ο Ντίκον. «Μα τα τριαντάφυλλα που έχουν σκαρφαλώσει πάνω του θα κρύψουν το ξερό ξύλο όταν θα γεμίσουν φύλλα και λουλούδια. Τότε το δέντρο δεν θα μοιάζει ξερό. Θα είναι το πιο όμορφο απ’ όλα».
Η Μαίρη κοιτούσε ακόμα το δέντρο και σκεφτόταν.
«Μοιάζει λες και ένα μεγάλο κλαδί του κόπηκε» είπε ο Κόλιν. «Πώς να έγινε;»
«Πάνε πολλά χρόνια» απάντησε ο Ντίκον. «Α!» έκανε με ξαφνική ανακούφιση πιάνοντας τον Κόλιν. «Κοίτα, ήρθε ο κοκκινολαίμης! Ψάχνει τροφή για το ταίρι του».
Ο Κόλιν άργησε να στραφεί, κατάφερε όμως να δει κάτι λίγο, τη φευγαλέα εικόνα του πουλιού με το κόκκινο γιλέκο, που κρατούσε κάτι στο στόμα του. Πέταξε σαν τη σφαίρα ανάμεσα στην πρασινάδα μέσα στην πυκνή βλάστηση και χάθηκε. Ο Κόλιν έγειρε ξανά στα μαξιλάρια του γελώντας λίγο.
«Της πηγαίνει το τσάι της. Μπορεί και να είναι πέντε η ώρα. Νομίζω πως ευχαρίστως θα έπαιρνα κι εγώ το τσάι μου».
Κι έτσι γλύτωσαν.
«Η Μαγεία έστειλε τον κοκκινολαίμη» είπε αργότερα η Μαίρη κρυφά στον Ντίκον. «Το ξέρω πως ήταν η Μαγεία». Γιατί και αυτή και ο Ντίκον φοβόντουσαν μήπως ο Κόλιν ρωτήσει κάτι για το δέντρο που το κλαδί του είχε σπάσει εδώ και δέκα χρόνια. Το είχαν συζητήσει μεταξύ τους και ο Ντίκον είχε σταθεί κι είχε ξύσει το κεφάλι του φουρτουνιασμένος.
«Πρέπει να κάνουμε πως δεν έχει διαφορά από τα άλλα δέντρα» είχε πει. «Δεν θα μπορούσαμε να του πούμε του καημένου του παιδιού πώς έγινε κι έσπασε. Αν ρωτήσει κάτι, να κοιτάξουμε να δείχνουμε χαρούμενοι».
«Πράγματι, να κοιτάξουμε» απάντησε η Μαίρη.
Όταν όμως κοιτούσε το δέντρο, δεν ένιωθε και τόσο χαρούμενη όσο έδειχνε. Όλο και αναρωτιόταν αν υπήρχε μια στάλα αλήθειας στο άλλο που είχε πει ο Ντίκον. Είχε συνεχίσει να τρίβει το κόκκινα μαλλιά του προβληματισμένος, το γαλανό του βλέμμα όμως φαινόταν πιο αισιόδοξο.
«Η κυρία Κρέιβεν ήταν μια πολύ όμορφη δεσποινίς» συνέχισε κάπως διστακτικά. «Η μητέρα πιστεύει πως ματάρχεται στο Μίσελθουέιτ γιατί έχει έγνοια για τον Κόλιν, όπως κάνουν όλες οι μανάδες όταν φεύγουν από αυτό τον κόσμο. Πρέπει να ματάρθουν, βλέπεις. Σκέψου να ήταν στον κήπο και να έβαλε το χέρι της να πιάσουμε να τον δουλεύουμε και να φέρουμε τον Κόλιν ίσαμε εδώ».
Η Μαίρη σκέφτηκε πως ο Ντίκον εννοούσε κάτι Μαγικό. Αυτή πίστευε πολύ στη Μαγεία. Στα κρυφά, μάλλον είχε φτάσει να πιστέψει πως ο Ντίκον έκανε Μαγικά, καλά Μαγικά εννοείται, στο καθετί γύρω του, γι’ αυτό κι οι άνθρωποι τον συμπαθούσαν τόσο και τα άγρια ζωάκια καταλάβαιναν πως ήταν φίλος τους. Αναρωτήθηκε μήπως και ήταν αυτό του το χάρισμα που έφερε τον κοκκινολαίμη στον κήπο ακριβώς τη στιγμή που ο Κόλιν έκανε την επικίνδυνη ερώτηση. Ένιωθε πως η Μαγεία του Ντίκον υπήρχε όλο εκείνο το απόγευμα και πως αυτή ήταν που είχε κάνει τον Κόλιν να φαίνεται σαν ένα εντελώς διαφορετικό αγόρι. Τώρα έμοιαζε αδιανόητο ότι ο Κόλιν ήταν εκείνο το τρελό πλάσμα που ούρλιαζε και χτυπιόταν και δάγκωνε το μαξιλάρι του. Ακόμα κι η χλομάδα του έδειχνε διαφορετική. Το αμυδρό χρώμα στο πρόσωπό του, στον λαιμό και στα χέρια του, που φάνηκε με το που πρωτομπήκε στον κήπο, υπήρχε ακόμη. Τώρα έμοιαζε καμωμένος από σάρκα και όχι από φίλντισι ή κερί.
Τα παιδιά είδαν τον κοκκινολαίμη να κουβαλάει τροφή στο ταίρι του δυο τρεις φορές, κι αυτό τους θύμισε πως ήταν η ώρα του τσαγιού, και ο Κόλιν αποφάσισε πως έπρεπε πράγματι να πάρουν το τσάι τους.
«Πήγαινε να πεις στους υπηρέτες να φέρουν ένα καλάθι με το τσάι και τα υπόλοιπα στο μονοπάτι με τα ροδόδενδρα» είπε στη Μαίρη. «Κι από εκεί μπορείς να το φέρεις μέχρι εδώ μαζί με τον Ντίκον».
Ήταν μια πολύ καλή ιδέα που αμέσως έγινε πραγματικότητα. Κι αφού έστρωσαν στο γρασίδι το άσπρο τραπεζομάντηλο και τοποθέτησαν το ζεστό τσάι και τα βουτυρωμένα ψωμάκια και τις τηγανίτες, έφαγαν με όρεξη και περαστικά πουλιά σταματούσαν να δουν τι γινόταν και τσιμπολογούσαν στη στιγμή τα ψίχουλα. Ο Καρύδης και ο Τσόφλης σκαρφάλωναν τα δέντρα κρατώντας κομμάτια κέικ και ο Καπνιάς βούτηξε μισή τηγανίτα, τρύπωσε σε μια γωνιά και την τσιμπολογούσε εξεταστικά κρώζοντας βραχνά τις εντυπώσεις του μέχρι που την έκανε μια μπουκιά.
Το απόγευμα κυλούσε χαλαρά προς το τέλος του. Ο ήλιος είχε πάρει ένα βαθύ χρυσαφί χρώμα, οι μέλισσες γύριζαν στο σπιτικό τους και τα πουλιά πετούσαν αραιά και που στον κήπο. Ο Ντίκον και η Μαίρη καθόντουσαν στο γρασίδι έχοντας βάλει τα πράγματα του τσαγιού στο καλάθι, και ο Κόλιν, που το πρόσωπό του είχε ένα σχεδόν φυσιολογικό χρώμα, είχε ξαπλώσει στα μαξιλάρια του με τις πυκνές του μπούκλες απλωμένες.
«Δεν θέλω να τελειώσει το απόγευμα» είπε. «Θα έρθω ξανά όμως αύριο και μεθαύριο και την επόμενη και ξανά και ξανά».
«Α, σκοπεύεις να πάρεις μπόλικο καθαρό αέρα» είπε η Μαίρη.
«Μόνο καθαρό αέρα και τίποτα άλλο» της απάντησε. «Αφού είδα την άνοιξη, θέλω να δω και το καλοκαίρι. Θέλω να δω το καθετί να μεγαλώνει εδώ μέσα. Θέλω κι εγώ να μεγαλώσω εδώ μέσα».
«Αμέ! Και θα σε κάνουμε να περπατήσεις και να σκάψεις σαν όλο τον κόσμο» είπε ο Ντίκον.
Ο Κόλιν αναψοκοκκίνισε.
«Να περπατήσω! Να σκάψω! Γίνεται;»
Ο Ντίκον τον κοίταξε διακριτικά. Ούτε αυτός ούτε η Μαίρη είχαν ποτέ ρωτήσει αν είχε κάποιο πρόβλημα με τα πόδια του.
«Αμ πώς! Σάμπως δεν έχεις ποδάρια σαν όλο τον κόσμο;» είπε θαρραλέα.
Η Μαίρη απόμεινε φοβισμένη μέχρι που άκουσε την απάντηση του Κόλιν.
«Δεν έχω κάποιο πρόβλημα, όμως τα πόδια μου είναι λεπτά κι αδύναμα. Τρέμουν τόσο πολύ που φοβάμαι να σηκωθώ».
Η Μαίρη και ο Ντίκον ανάσαναν με ανακούφιση.
«Άμα πάψεις να φοβάσαι, θα πατήσεις στα ποδάρια σου» είπε ευδιάθετα ο Ντίκον. «Τώρα δα θα πάψεις να φοβάσαι».
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Κόλιν κι απόμεινε να αναρωτιέται σιωπηλός.
Για λίγο ήταν και οι τρεις αμίλητοι. Ο ήλιος όλο και χαμήλωνε. Είχε φτάσει η ώρα που όλα ηρεμούσαν και τα παιδιά είχαν περάσει ένα συναρπαστικό και πολυάσχολο απόγευμα. Ο Κόλιν έμοιαζε να απολαμβάνει την ηρεμία. Ακόμα και τα ζωάκια είχαν σταματήσει να πηγαινοέρχονται και είχαν κάτσει να ξεκουραστούν κοντά τους. Ο Καπνιάς είχε κουρνιάσει σε ένα χαμηλό κλαδί στο ένα του πόδι και είχε κλείσει τα μάτια. Η Μαίρη σκέφτηκε πως έμοιαζε πως σε λίγο θα άρχιζε να ροχαλίζει.
Κι ενώ είχε τόση ησυχία, ξαφνικά ο Κόλιν μισοσήκωσε το κεφάλι και το έκπληκτό του ψιθύρισμα ακούστηκε τόσο δυνατά που έμοιαζε ολότελα παράταιρο.
«Ποιος είναι εκείνος εκεί ο άντρας;»
Ο Ντίκον και η Μαίρη σηκώθηκαν βιαστικά.
«Άντρας!» φώναξαν κι οι δυο με κοφτή φωνή.
Ο Κόλιν έδειξε στον ψηλό τοίχο.
«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί!» ψιθύρισε αναστατωμένος.
Η Μαίρη και ο Ντίκον στράφηκαν και κοίταξαν. Και να το αγανακτισμένο πρόσωπο του Μπεν Γουέδερσταφ, που τους κοιτούσε πάνω από τον τοίχο από την κορυφή μιας σκάλας! Και μάλιστα κουνούσε απειλητικά το χέρι του κατά τη Μαίρη.
«Αν δεν ήμουν μαγκούφης και σε είχα τσούπρα, θα στις έβρεχα!» φώναξε.
Πάτησε στο πιο πάνω σκαλί της σκάλας γεμάτος απειλή, λες και το είχε βάλει σκοπό να πηδήξει στον κήπο και να κανονίσει τη Μαίρη μια και καλή. Καθώς όμως το κορίτσι πλησίασε προς το μέρος του, ο Μπεν μάλλον το σκέφτηκε καλύτερα και σταμάτησε στο πάνω σκαλί κουνώντας απειλητικά το χέρι του.
«Όχι πως σε είχα ποτές μου σε εκτίμηση!» την κατσάδιασε. «Από την αρχή μου ξίνιζες. Ένα μυξιάρικο απολειφάδι που έχωνε τη μύτη του εκεί που δεν το έσπερναν. Πώς την πάτησα έτσι; Ο κοκκινολαίμης φταίει, πανάθεμά τον».
«Μπεν Γουέδερσταφ!» φώναξε η Μαίρη έχοντας ξαναβρεί την ανάσα της. Είχε φτάσει ακριβώς από κάτω του και του μίλησε λαχανιασμένη. «Μπεν Γουέδερσταφ, ο κοκκινολαίμης ήταν που μου έδειξε τον δρόμο!»
Και τότε, ο Μπεν εξαγριώθηκε τόσο που φαινόταν σαν να είχε σκοπό να κουτρουβαλήσει μέσα στον κήπο στη στιγμή.
«Τσίπα δεν έχεις!» της φώναξε. «Να βγάζεις την κακία σου στον κοκκινολαίμη, σαν να είναι ο κακορίζικος. Άκου εκεί, σου έδειξε τον δρόμο! Ποιος, αυτός! Α, παλιοκόριτσο…» Η Μαίρη ήξερε τι θα έλεγε στη συνέχεια, γιατί είδε πως τον έτρωγε η περιέργεια. «Πώς στο καλό μπήκες στον κήπο;»
«Μου έδειξε τον δρόμο ο κοκκινολαίμης» διαμαρτυρήθηκε επιμένοντας. «Δεν το ήξερε πως το έκανε. Και δεν μπορώ να σου πω τίποτα παραπάνω έτσι όπως μου κουνάς το χέρι».
Ο Μπεν σταμάτησε απότομα να κουνάει το χέρι του και το σαγόνι του κόντεψε να του πέσει καθώς, κοιτάζοντας πάνω από το κεφάλι της, είδε κάτι να πλησιάζει.
Με το που άκουσε τα πρώτα του ορμητικά λόγια, ο Κόλιν ένιωσε τέτοια έκπληξη που ανακάθισε στο καροτσάκι του και άκουγε σαν μαγεμένος. Γρήγορα όμως συνήλθε και έκανε ένα αυτοκρατορικό νεύμα στον Ντίκον.
«Σπρώξε το καροτσάκι μου!» διέταξε. «Σπρώξε μέχρι να φτάσουμε εκεί και σταμάτα ακριβώς μπροστά του!»
Κι αυτό, παρακαλώ πολύ, ήταν που αντίκρισε ο Μπεν Γουέδερσταφ και το σαγόνι του κόντεψε να πέσει. Ένα καροτσάκι με πολυτελή μαξιλάρια και καλύμματα που πλησίαζε προς το μέρος του μοιάζοντας με Κρατική Άμαξα καθώς ένας νεαρός Μαχαραγιάς βρισκόταν επάνω του κοιτάζοντας με βασιλικό τουπέ ενώ το λεπτό λευκό του χέρι υψωνόταν υπεροπτικά ακριβώς κάτω από τη μύτη του κηπουρού. Δεν είναι να απορεί κανείς που το σαγόνι του κόντεψε να πέσει.
«Ξέρεις ποιος είμαι;» απαίτησε να μάθει ο Μαχαραγιάς.
Να έβλεπε κανείς το ύφος του Μπεν Γουέδερσταφ! Τα γέρικα κόκκινα μάτια του είχαν καρφωθεί σε αυτό που έβλεπε μπροστά του σαν να ήταν φάντασμα. Γούρλωσε τα μάτια και κατάπιε με δυσκολία χωρίς μιλιά.
«Ξέρεις ποιος είμαι;» απαίτησε να μάθει ο Κόλιν με ακόμη πιο αυτοκρατορικό ύφος. «Απάντησε!»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ σήκωσε το ροζιασμένο του χέρι στα μάτια του και μετά στο μέτωπό του και απάντησε με μια παράξενη τρεμάμενη φωνή.
«Ποιος να είσαι;» είπε. «Αμ πώς και δεν ξέρω! Με μάτια σαν της μητέρας σου να με κοιτάνε. Ένας Θεός ξέρει πώς ήρθες μέχρις εδώ. Είσαι ο κακομοίρης ο σακάτης».
Ο Κόλιν ξέχασε πως είχε ποτέ του πρόβλημα με την πλάτη του. Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε και στάθηκε ολόισιος στο καροτσάκι του.
«Δεν είμαι σακάτης!» φώναξε έξαλλος. «Δεν είμαι!»
«Δεν είναι!» φώναξε κι η Μαίρη κι η φωνή της έφτασε αγανακτισμένη μέχρι επάνω τον τοίχο «Δεν έχει ούτε ένα τόσο δα μικρό εξόγκωμα! Κοίταξα με τα μάτια μου και δεν είδα τίποτα, τίποτα απολύτως!»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ πέρασε ξανά το χέρι πάνω από το μέτωπό του και κοίταξε καλά καλά. Το χέρι του έτρεμε, το στόμα του έτρεμε, ακόμα κι η φωνή του έτρεμε. Ήταν ένας γέρο αμόρφωτος και άξεστος και θυμόταν μόνο ό,τι είχε ακούσει.
«Δεν έχεις στραβή πλάτη;» ρώτησε τραχιά.
«Όχι!» φώναξε ο Κόλιν.
«Δεν έχεις στρεβλά πόδια;» ρώτησε με ακόμα πιο τραχύ τρέμουλο ο Μπεν.
Αυτό παραήταν. Όλο το μένος που ο Κόλιν έβαζε στα ξεσπάσματά του βγήκε με άλλο τρόπο. Ποτέ δεν του είχαν προσάψει πως είχε στρεβλά πόδια, ακόμα κι όσοι τα έλεγαν όλα αυτά πίσω από την πλάτη του. Το ότι ο Μπεν Γουέδερσταφ είχε αυτή την απλοϊκή αντίληψη ήταν κάτι που ο Μαχαραγιάς δεν μπορούσε να ανεχτεί. Ο θυμός και η πληγωμένη του περηφάνια τον έκαναν να συγκεντρωθεί σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή και τον γέμισαν μια δύναμη που ούτε γνώριζε πως είχε, μια σχεδόν αφύσικη δύναμη.
«Έλα εδώ!» σχεδόν φώναξε στον Ντίκον ενώ πάλευε να ξεσκεπάσει τα πόδια του. «Έλα αμέσως εδώ!»
Ο Ντίκον βρέθηκε δίπλα του στη στιγμή. Η Μαίρη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και της φάνηκε πως χλόμιασε.
«Μπορεί να το κάνει! Μπορεί! Μπορεί!» παραμιλούσε βιαστικά μέσα από τα δόντια της.
Ακολούθησε μια μικρή αναμπουμπούλα, τα σκεπάσματα παραμερίστηκαν και πετάχτηκαν καταγής, ο Ντίκον κράτησε το μπράτσο του Κόλιν, τα αδύνατα πόδια εμφανίστηκαν, τα αδύνατα πέλματα βρέθηκαν στο γρασίδι. Ο Κόλιν στεκόταν ολόισιος σαν λαμπάδα και μοιάζοντας παράδοξα ψηλός, το κεφάλι του ήταν υψωμένο και τα παράξενά του μάτια άστραφταν.
«Κοίταξέ με!» είπε επιθετικά στον Μπεν Γουέδερσταφ. «Για κοίταξέ με! Εσύ! Για κοίταξέ με!»
«Στέκεται ολόισια σαν εμένα, σαν όλα τα παιδιά στο Γιορκσάιρ!» φώναξε ο Ντίκον.
Η Μαίρη βρήκε την αντίδραση του Μπεν Γουέδερσταφ πέρα για πέρα παράδοξη. Ο Μπεν έμοιαζε να πνίγεται με το σάλιο του, κατάπιε με θόρυβο και ξαφνικά δάκρυα αυλάκωσαν το ανεμοδαρμένο του πρόσωπο καθώς χτύπησε τα χέρια του μεταξύ τους.
«Κοίτα ψέματα που λέει ο ντουνιάς!» ξέσπασε. «Είσαι αδύνατος σαν το κλαράκι κι άσπρος σαν το φάντασμα, δεν έχεις όμως τίποτις στραβό πάνω σου. Θα γίνεις πρώτο παλικάρι. Να σ’ έχει καλά ο Θεός!»
Ο Ντίκον κρατούσε γερά το χέρι του Κόλιν, όμως το αγόρι στεκόταν όλο και πιο ίσιο και κοίταζε καταπρόσωπο τον Μπεν Γουέδερσταφ.
«Εγώ είμαι ο αφέντης σου όταν λείπει ο πατέρας μου» είπε. «Κι οφείλεις να με υπακούς. Αυτός είναι ο κήπος μου. Μην τολμήσεις να πεις κουβέντα για αυτόν! Κατέβα από τη σκάλα, πήγαινε στον Μεγάλο Περίπατο και η Δεσποινίς Μαίρη θα έρθει να σε βρει και να σε φέρει εδώ. Δεν σε θέλαμε μαζί μας, τώρα όμως δεν μπορούμε παρά να μοιραστούμε το μυστικό μας μαζί σου. Άντε, κάνε γρήγορα!»
Το δύστροπο γέρικο πρόσωπο του Μπεν Γουέδερσταφ ήταν ακόμα υγρό από το παράδοξο ξέσπασμά του σε δάκρυα. Έμοιαζε όμως να μη μπορεί να τραβήξει το βλέμμα από τον λεπτό ευθυτενή Κόλιν, που στεκόταν κοιτάζοντάς τον αφ’ υψηλού.
«Αχού, αγοράκι μου!» ψιθύρισε σχεδόν. «Αχού, αγοράκι μου!» Και μετά ήρθε ξανά στα συγκαλά του, ακούμπησε το χέρι στο καπέλο του και είπε: «Μάλιστα, κύριε! Μάλιστα, κύριε!» και κατεβαίνοντας τη σκάλα εξαφανίστηκε υπάκουα.

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό κεφάλαιο)


ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΘΑ ΖΗΣΩ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ!»

Η αλήθεια όμως ήταν πως αναγκάστηκαν να περιμένουν πάνω από μία εβδομάδα, γιατί στην αρχή φυσούσε πολύ και μετά ο Κόλιν ήταν έτοιμος να αρπάξει κρυολόγημα, κι αυτά τα δυο πράγματα θα τον είχαν κάνει να τον πιάσει ο γνωστός θυμός του, αν δεν είχαν να καταστρώσουν ένα σωρό προσεκτικά και μυστικά σχέδια κι αν ο Ντίκον δεν ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα, έστω και για λίγα λεπτά, για να φέρει τα νέα του χερσότοπου και της απλωσιάς και των ρυακιών. Όλα όσα είχε να αφηγηθεί για τις βίδρες και τους ασβούς και τους νεροαρουραίους και τα σπιτάκια τους, για να μη πούμε για τις φωλιές των πουλιών και τα λαγούμια των δασοποντκών, έφταναν και περίσσευαν για να σε κάνουν να ακούς έκπληκτος όλες αυτές τις απίθανες λεπτομέρειες από έναν γητευτή και να αντιλαμβάνεσαι πόσο επίμονα και σοβαρά λειτουργούσε όλος αυτός ο κρυφός κόσμος.
«Σαν κι εμάς είναι» είπε ο Ντίκον. «Μόνο που πρέπει να χτίζουν τα σπίτια τους κάθε χρόνο. Κι είναι τόσο απασχολημένα που μόλις και προλαβαίνουν».
Αυτό που πήρε χρόνο ήταν η προετοιμασία ώστε να μεταφερθεί ο Κόλιν στον κήπο με σχετική μυστικότητα. Κανένας δεν έπρεπε να δει το καροτσάκι και τον Ντίκον με τη Μαίρη μόλις θα έπαιρναν τη συγκεκριμένη στροφή στους θάμνους και θα έμπαιναν στον διάδρομο που έβγαζε στον τοίχο με τον κισσό. Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο Κόλιν αποκτούσε όλο και περισσότερο την πεποίθηση πως το μυστήριο που περιέβαλλε τον κήπο ήταν ένα από τα μεγαλύτερά του γόητρα. Τίποτα δεν έπρεπε να διαλύσει αυτή την εντύπωση. Κανένας δεν έπρεπε να υποπτευθεί πως είχαν κάποιο μυστικό. Όλοι οι άλλοι έπρεπε να πειστούν ότι πήγαινε βόλτα με τη Μαίρη και τον Ντίκον επειδή τους συμπαθούσε και δεν τον πείραζε να τον κοιτάζουν.
Είχαν ανταλλάξει πολλές ευχάριστες κουβέντες σχετικά με το δρομολόγιό τους. Θα ανέβαιναν αυτό το μονοπάτι και θα κατέβαιναν εκείνο εκεί, θα διέσχιζαν το άλλο και θα πέρναγαν γύρω από τα παρτέρια του σιντριβανιού, σαν να θαύμαζαν απλά τα λουλούδια που ο κύριος Ρόατς, ο αρχικηπουρός, είχε φυτέψει. Αυτό θα φαινόταν τόσο φυσικό που κανένας δεν θα υποψιαζόταν. Μετά θα έφταναν στα μονοπάτια με τους θάμνους και δεν θα τους έβλεπε κανείς μέχρι να φτάσουν στους μακριούς τοίχους. Το σχέδιο ήταν τόσο σοβαρό και καλοστημένο που θύμιζε τις εκστρατείες που οργάνωναν οι στρατηγοί σε καιρό πολέμου.
Οι φήμες σχετικά με τα θαυμαστά παράδοξα που συνέβαιναν στα δωμάτια του ασθενή είχαν φυσικά περάσει από τον θάλαμο του υπηρετικού προσωπικού στους στάβλους και μετά ανάμεσα στους κηπουρούς. Παρόλα αυτά όμως, ο κύριος Ρόατς ένιωσε έκπληξη όταν ο Αφέντης Κόλιν διέταξε να παρουσιαστεί στο δωμάτιό που κανένας ξένος δεν είχε ποτέ του δει, γιατί ο ασθενής επιθυμούσε να του μιλήσει.
«Για δες!» μονολόγησε καθώς άλλαζε βιαστικά το σακάκι του. «Η Αυτού Υψηλότητά Του, που κανείς μας δεν έπρεπε να ρίχνει το βλέμμα του επάνω του, με κάλεσε».
Του κυρίου Ρόατς δεν του έλειπε η περιέργεια. Δεν είχε δει ποτέ του το αγόρι και είχε ακούσει μια ντουζίνα υπερβολικές ιστορίες που είχαν να κάνουν με την αφύσικη όψη του, τους αλλόκοτους τρόπους του και τους παράλογους θυμούς του. Αυτό που άκουγε πιο συχνά ήταν ότι το αγόρι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πεθάνει και κυκλοφορούσαν ένα σωρό περιγραφές για την καμπουριαστή του πλάτη και τα αδύναμα άκρα του, κι αυτά τα έλεγαν άνθρωποι που δεν το είχαν δει ποτέ τους.
«Αλλάζουν τα πράγματα σε αυτό το σπίτι, κύριε Ρόατς» είπε η κυρία Μέντλοκ καθώς ανέβαιναν την πίσω σκάλα που έβγαζε στον διάδρομο έξω από το μυστηριώδες δωμάτιο.
«Ας ελπίσουμε πως θα αλλάξουν προς το καλύτερο, κυρία Μέντλοκ» της απάντησε.
«Σίγουρα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα» συνέχισε εκείνη. «Κι όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, κάποιοι βρίσκουν πως μπορούν να εκτελούν καλύτερα τα καθήκοντά τους. Μην εκπλαγείτε, κύριε Ρόατς, αν βρεθείτε στη μέση ενός θηριοτροφείου και δείτε τον Ντίκον της Μάρθας Σόουερμπάι να κάθεται πιο άνετα κι από το σπίτι του».
Πραγματικά, ο Ντίκον είχε ένα είδος Μαγείας, όπως σκεφτόταν κρυφά η Μαίρη. Όταν ο κύριος Ρόατς άκουσε το όνομά του, χαμογέλασε πλατιά.
«Θα ένιωθε σαν στο σπίτι του είτε βρισκόταν στο παλάτι του Μπάκιγχαμ είτε στον πάτο ενός ανθρακωρυχείου» της είπε. «Κι όχι από θράσος. Είναι καλό παιδί».
Ευτυχώς που τον είχαν προειδοποιήσει, αλλιώς θα έπαιρνε μεγάλη τρομάρα. Όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου, ένα μεγάλο κοράκι, που φαινόταν να νιώθει πολύ άνετα έτσι όπως είχε κουρνιάσει στην ψηλή πλάτη μιας λαξεμένης καρέκλας, ανακοίνωσε την άφιξή του με ένα πολύ δυνατό “κρα-κρα”. Παρά την προειδοποίηση της κυρίας Μέντλοκ, ο κύριος Ρόατς λίγο ακόμα και θα έκανε ένα άκομψο πήδημα οπισθοχωρώντας.
Ο νεαρός Μαχαραγιάς δεν ήταν ούτε στο κρεβάτι ούτε στον καναπέ του. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και δίπλα του έστεκε στα ποδαράκια του κουνώντας την ουρά του ένα αρνάκι καθώς ο Ντίκον, γονατιστός, το τάιζε από δίπλα με το μπιμπερό. Ένας σκίουρος είχε κουρνιάσει στη γυρτή πλάτη του Ντίκον και μασουλούσε με επιμέλεια ένα καρύδι. Το μικρό κορίτσι από την Ινδία καθόταν σε ένα μεγάλο σκαμνί και παρακολουθούσε.
«Ήρθε ο κύριος Ρόατς, Αφέντη Κόλιν» ανακοίνωσε η κυρία Μέντλοκ.
Ο νεαρός Μαχαραγιάς στράφηκε και τον κοίταξε σαν να ήταν υπηρέτης του, τουλάχιστον έτσι ένιωσε ο αρχικηπουρός.
«Α, είσαι ο Ρόατς, έτσι δεν είναι;» του είπε. «Έστειλα να σε φωνάξουν γιατί έχω κάποιες πολύ σοβαρές εντολές να σου δώσω».
«Πολύ καλά, κύριε» απάντησε ο Ρόατς ενώ αναρωτιόταν αν ήταν να κόψει όλες τις οξιές στο πάρκο ή να κάνει τους δεντρόκηπους νερόκηπους.
«Θα βγω με το καροτσάκι μου σήμερα» είπε ο Κόλιν. «Αν ο καθαρός αέρας μού κάνει καλό, μπορεί και να βγαίνω κάθε μέρα. Όταν θα βγω, κανένας από τους κηπουρούς δεν θα είναι κοντά στον Μεγάλο Περίπατο της μεριάς των μακριών τοίχων. Κανένας δεν επιτρέπεται να είναι εκεί. Θα βγω κατά τις δύο και όλοι θα πρέπει να απουσιάζουν μέχρι να δώσω εντολή να ξαναγυρίσουν στη δουλειά τους».
«Πολύ καλά, κύριε» απάντησε ο κύριος Ρόατς, αρκετά ανακουφισμένος που οι οξιές θα έμεναν στη θέση τους και οι δεντρόκηποι θα ήταν ασφαλείς.
«Μαίρη» είπε ο Κόλιν γυρίζοντας προς το μέρος της. «Τι λέτε στην Ινδία όταν έχετε τελειώσει την κουβέντα με κάποιον και θέλετε να φύγει;»
«Λέμε ‘Σου επιτρέπω να φύγεις”» απάντησε η Μαίρη.
Ο Μαχαραγιάς έκανε νεύμα με το χέρι του.
«Σου επιτρέπω να φύγεις, Ρόατς» είπε. «Να θυμάσαι όμως πως όλα αυτά που σου είπα είναι πολύ σημαντικά».
«Κρα-κρα!» παρατήρησε το κοράκι βραχνά αλλά ευγενικά.
«Πολύ καλά, κύριε. Σας ευχαριστώ, κύριε» είπε ο κύριος Ρόατς και η κυρία Μέντλοκ τον συνόδεψε έξω από το δωμάτιο.
Μόλις βρέθηκαν στον διάδρομο, ο κύριος Ρόατς, που ήταν μάλλον ευχάριστος χαρακτήρας, χαμογέλασε τόσο που στο τέλος γέλασε.
«Μα την πίστη μου, έχει τους τρόπους ενός λόρδου! Θα έλεγε κανείς ότι είδε όλη τη Βασιλική Οικογένεια μαζί, τον Πριγκιπικός Σύζυγο και όλους τους υπόλοιπους» είπε.
«Α!» διαμαρτυρήθηκε η κυρία Μέντλοκ. «Έτσι τον μάθαμε από μωρό και τώρα νομίζει πως οι άλλοι υπάρχουν για να τους βλέπει σαν να είναι σκουπίδια».
«Μπορεί και να του περάσει, άμα ζήσει» είπε ο κύριος Ρόατς.
«Η αλήθεια είναι πως ένα είναι το σίγουρο» είπε η κυρία Μέντλοκ. «Αν ζήσει κι αν εκείνο το κορίτσι από την Ινδία μείνει εδώ, σας το υπογράφω πως θα του μάθει πως δεν του ανήκει όλο το πορτοκάλι, όπως λέει η Σούζαν Σόουερμπάι. Και πιθανό να μάθει ποιο κομμάτι τού αντιστοιχεί».

Στο δωμάτιο, ο Κόλιν είχε γείρει την πλάτη του στα μαξιλάρια.
«Όλα κανονίστηκαν» είπε. «Και σήμερα το απόγευμα θα δω τον κήπο, σήμερα το απόγευμα θα μπω στον κήπο!»
Ο Ντίκον και τα ζωάκια του επέστρεψαν στον κήπο και η Μαίρη έμεινε με τον Κόλιν. Δεν της φαινόταν κουρασμένος, ήταν όμως πολύ ήσυχος πριν το μεσημεριανό φαγητό και εξακολουθούσε να είναι ήσυχος και όσο έτρωγαν. Αναρωτήθηκε ποιος να ήταν ο λόγος και τον ρώτησε.
«Πόσο μεγάλα μάτια έχεις, Κόλιν!» του είπε. «Όταν σκέφτεσαι, γουρλώνουν. Τι σκέφτεσαι τώρα;»
«Σκέφτομαι συνέχεια πώς να μοιάζει» της απάντησε.
«Ο κήπος;» ρώτησε η Μαίρη.
«Η άνοιξη» είπε ο Κόλιν. «Σκεφτόμουν πως δεν την έχω δει ποτέ μου κανονικά. Σπάνια έβγαινα, κι όταν το έκανα, δεν κοίταζα ποτέ γύρω μου. Ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό».
«Δεν είδα ποτέ μου άνοιξη στην Ινδία, γιατί δεν υπήρχε» είπε η Μαίρη.
Απομονωμένος και μίζερος όπως η ζωή που έκανε, ο Κόλιν διέθετε περισσότερη φαντασία από τη Μαίρη, κι εξάλλου είχε περάσει αρκετή από τη ζωή του κοιτώντας εξαιρετικά βιβλία και εικόνες.
«Εκείνο το πρωί που ήρθες και μου είπες “Ήρθε! Ήρθε!”, με έκανες να νιώσω πολύ παράξενα. Ακούστηκε σαν κάποιος να ερχόταν με μια μεγάλη συνοδεία και ζητωκραυγές και μουσική. Έχω μια τέτοια εικόνα σε ένα από τα βιβλία μου –ένα πλήθος όμορφοι άνθρωποι και παιδιά με γιρλάντες και ανθισμένα κλαδιά στα χέρια, να γελάνε και να χορεύουν και να παίζουν μουσική. Γι’ αυτό και είπα “ Μπορεί να ακούσουμε να το διαλαλούν και χρυσές σάλπιγγες” και σου είπα να ανοίξεις το παράθυρο».»
«Τι παράξενο!» είπε η Μαίρη. «Έτσι μοιάζει. Κι αν όλα τα λουλούδια, τα φυλλαράκια, η πρασινάδα, τα πουλιά και τα ζωάκια περνούσαν χορεύοντας από μπροστά μας, τι κόσμος θα μαζευτόταν! Σίγουρα θα χόρευαν και θα τραγουδούσαν και θα έπαιζαν φλογέρες, κι αυτό θα ήταν η μουσική που θα ακουγόταν».
Γέλασαν κι οι δυο τους, όχι γιατί έβρισκαν ανόητη την ιδέα, αλλά γιατί τους άρεσε πολύ.
Λίγο μετά η νοσοκόμα, βοηθώντας τον Κόλιν να ετοιμαστεί, παρατήρησε πως δεν καθόταν σαν το ξερό ξύλο καθώς του έβαζε τα ρούχα, αλλά είχε ανακαθίσει και μάλιστα προσπαθούσε να βοηθήσει και όλη την ώρα μίλαγε και γελούσε με τη Μαίρη.
«Σήμερα έχει τις καλές του» είπε αργότερα στον γιατρό Κρέιβεν, που πέρασε για να δει πώς πήγαινε ο ασθενής του. «Έχει τόσο καλή διάθεση που νιώθει πιο δυνατός».
«Θα ξαναπεράσω το απόγευμα, αφού επιστρέψει» είπε ο γιατρός Κρέιβεν. Πρέπει να δω αν η βόλτα θα του κάνει καλό. Θα ευχόμουν να σας άφηνε να τον συνοδέψετε» πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα.
«Δεν θα ήμουνα άξια της θέσης μου, κύριε, αν έμενα εδώ, ενώ θα είχατε προτείνει να τον συνοδέψω» είπε σταθερά η νοσοκόμα.
«Δεν το σκέφτηκα να το προτείνω» είπε λίγο νευρικά ο γιατρός. «Θα δούμε πώς θα πάει το πείραμα. Ο Ντίκον είναι ένα αγόρι που θα μπορούσες να του εμπιστευτείς ακόμα κι ένα νεογέννητο μωρό».
Ο πιο δυνατός υπηρέτης του σπιτιού κουβάλησε τον Κόλιν μέχρι έξω στο καροτσάκι του και τον έβαλε να κάτσει εκεί ενώ ο Ντίκον περίμενε δίπλα του. Αφού ο υπηρέτης τακτοποίησε τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια, ο Μαχαραγιάς έκανε ένα νεύμα σε αυτόν και τη νοσοκόμα.
«Μπορείτε να πηγαίνετε» είπε, και οι δυο τους εξαφανίστηκαν στα γρήγορα, και πρέπει να ομολογήσουμε πως έβαλαν τα γέλια μόλις βρέθηκαν ασφαλείς ξανά στο σπίτι.
Ο Ντίκον άρχισε να σπρώχνει αργά και σταθερά το καροτσάκι. Η Αφέντρα η Μαίρη περπατούσε από δίπλα, και ο Κόλιν έγειρε πίσω και ύψωσε το πρόσωπό του προς τον ουρανό, που φαινόταν απέραντος, και τα μικρά μπαμπακένια σύννεφα έμοιαζαν με άσπρα πουλιά που αιωρούνταν στο κρυστάλλινο γαλάζιο του με ανοιγμένα τα φτερά τους. Το απαλό αεράκι ερχόταν από τη μεριά του χερσότοπου κι έφερνε μαζί του μια φρέσκια γλυκιά μυρωδιά. Ο Κόλιν όλο κι έπαιρνε βαθιές ανάσες ορθώνοντας το ισχνό στέρνο του και τα μεγάλα του μάτια έμοιαζαν σαν να άκουγαν τα πάντα ολόγυρα, λες και ήταν τα αυτιά του.
«Πόσοι ήχοι από κελάηδημα και ζουζούνισμα και φωνές!» είπε. «Τι είναι αυτή η γλυκιά μυρωδιά που φέρνει ο αέρας;»
«Είναι τα λιόπρινα που ανθίζουν στον χερσότοπο» απάντησε ο Ντίκον. «Το γλεντάνε εκεί πέρα οι μέλισσες».
Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου στα μονοπάτια που πέρασαν, λες και τους είχαν αρπάξει τα ξωτικά. Τα παιδιά όμως μπαινόβγαιναν στους θάμνους και πήγαιναν γύρω από τα παρτέρια του σιντριβανιού, ακολουθώντας το καλά σχεδιασμένο δρομολόγιό τους μόνο και μόνο για την παράξενη ευχαρίστηση που τους πρόσφερε όλο αυτό. Όταν όμως έφτασαν επιτέλους στον Μεγάλο Περίπατο κοντά στους τοίχους που ήταν σκεπασμένοι από κισσό, η αίσθηση της προσδοκίας, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα έκανε να μιλάνε ψιθυριστά.
«Εδώ είναι» ψιθύρισε η Μαίρη. «Εδώ βημάτιζα πάνω κάτω και σκεφτόμουν».
«Αλήθεια;» φώναξε ο Κόλιν και τα μάτια του άρχισαν να ψάχνουν με φανερή περιέργεια τον κισσό. «Μα δεν βλέπω τίποτα. Δεν υπάρχει πόρτα» ψιθύρισε.
«Έτσι νόμιζα κι εγώ» είπε η Μαίρη.
Για λίγο δεν μίλησε κανείς και δεν ακουγόταν παρά μόνο το καροτσάκι που κυλούσε.
«Να ο κήπος που δουλεύει ο Μπεν Γουέδερσταφ» ανακοίνωσε η Μαίρη.
«Αλήθεια;» είπε ο Κόλιν.
Λίγο πιο πέρα η Μαίρη ψιθύρισε ξανά:
«Σε αυτό το σημείο ο κοκκινολαίμης πέταξε πάνω από τον τοίχο».
«Αλήθεια;» είπε δυνατά ο Κόλιν. «Πώς θα ήθελα να ερχόταν ξανά!»
«Κι εκεί πέρα» είπε με μεγάλη χαρά η Μαίρη καθώς έδειχνε κάτω από μια πασχαλιά «σκάλισε το χώμα και μου έδειξε το κλειδί».
Τότε ο Κόλιν ανακάθισε στο καροτσάκι του.
«Πού; Πού; Εκεί;» φώναξε και τα μάτια του ήταν μεγάλα σαν του λύκου στην Κοκκινοσκουφίτσα, όταν η Κοκκινοσκουφίτσα τα παρατήρησε. Ο Ντίκον σταμάτησε να τσουλάει το καροτσάκι.
«Κι εδώ» είπε η Μαίρη μπαίνοντας στο παρτέρι δίπλα στον κισσό «είναι που στάθηκα για να του μιλήσω όταν μου τιτίβισε από την κορφή του τοίχου. Κι αυτός εδώ είναι ο κισσός που κουνήθηκε πέρα δώθε από τον αέρα». Κι έπιασε το πράσινο πέπλο που κρεμόταν.
«Α! Αλήθεια;» είπε ο Κόλιν με κομμένη ανάσα.
«Κι αυτό εδώ είναι το χερούλι κι αυτή είναι η πόρτα. Ντίκον, σπρώξε γρήγορα το καροτσάκι!»
Κι ο Ντίκον το έσπρωξε με μια μεγαλόπρεπη και στιβαρή κίνηση.
Ο Κόλιν όμως είχε γείρει πίσω στα μαξιλάρια του, παρόλο που άσθμαινε από χαρά, και είχε σκεπάσει τα μάτια με τα χέρια του και τα κρατούσε κλειστά για να μη δει το παραμικρό μέχρι να μπουν στον κήπο και να σταματήσει δια μαγείας το καροτσάκι και να κλείσει η πόρτα. Μόνο τότε άνοιξε τα μάτια του και κοιτούσε ολόγυρα ακριβώς όπως είχαν κάνει και ο Ντίκον με τη Μαίρη. Και το καταπράσινο πέπλο από τρυφερά φυλλαράκια είχε σκεπάσει τους τοίχους, το χώμα, τα δέντρα και τα κλαδιά, και στο γρασίδι κάτω από τα δέντρα και στις γκρίζες πέτρινες ανθοστήλες και παντού εδώ κι εκεί υπήρχαν πινελιές από χρυσάφι, προφύρα και χιονάτο λευκό, και τα δέντρα φάνταζαν ροδαλά και χιονάτα πάνω από το κεφάλι του, και ακούγονταν φτερουγίσματα και ζουζουνίσματα και γλυκές μελωδίες, και όλα ήταν γεμάτα αρώματα. ΚΙ ο ήλιος τού ζέστανε το πρόσωπο σαν στοργικό χέρι. Κι ο Ντίκον με τη Μαίρη στεκόντουσαν και τον κοίταζαν με προσδοκία. Ο Κόλιν φαινόταν διαφορετικός, γιατί ένα ροδαλό χρώμα έμοιαζε να τον έχει τυλίξει παντού, στο χλωμό του πρόσωπο, στον λαιμό, στα χέρια του.
«Θα γίνω καλά! Θα γίνω καλά!» είπε δυνατά. «Μαίρη! Ντίκον! Θα γίνω καλά! Και θα ζήσω για πάντα!»

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Δέκατο ένατο κεφάλαιο)



ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«ΗΡΘΕ!»

Φυσικά ο γιατρός Κρέιβεν είχε ειδοποιηθεί το πρωινό αμέσως μετά το ξέσπασμα του Κόλιν. Πάντα τον ειδοποιούσαν αμέσως όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, και πάντα, αμέσως μόλις έφτανε, βρισκόταν μπροστά σε ένα χλωμό τρεμάμενο αγόρι ξαπλωμένο στο κρεβάτι του κι ακόμα τόσο υστερικό που ήταν ικανό να ξεσπάσει σε κλάματα με την παραμικρή κουβέντα. Η αλήθεια ήταν πως ο γιατρός Κρέιβεν φοβόταν και σιχαινόταν τις δυσκολίες που προέκυπταν από αυτές τις επισκέψεις. Σε αυτή την περίπτωση δεν έφτασε στο Μίσελθουέιτ παρά μόλις το απόγευμα.
«Πώς είναι;» ρώτησε μάλλον ενοχλημένος την κυρία Μέντλοκ μόλις έφτασε. «Έτσι όπως πάει, θα σπάσει κανένα αγγείο κάποια μέρα. Αυτό το αγόρι είναι μισότρελο από την υστερία και τη συνήθεια να περνάει το δικό του».
«Η αλήθεια είναι, κύριε, πως δεν θα το πιστέψετε όταν τον δείτε» απάντησε η κυρία Μέντλοκ. «Εκείνο το αντιπαθητικό κορίτσι, που τον φτάνει στους κακούς τρόπους, τον μάγεψε. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε. Ούτε εμφανίσιμη είναι ούτε την ακούς συχνά να λέει μια κουβέντα, κατάφερε όμως ό,τι κανείς μας δεν μπόρεσε να κάνει. Του επιτέθηκε σαν την αγριόγατα χθες το βράδυ, χτύπησε με πείσμα τα πόδια της στο πάτωμα και τον διέταξε να σταματήσει να φωνάζει. Δεν ξέρω πώς, όμως με κάποιον τρόπο τον τρόμαξε τόσο που σταμάτησε, και σήμερα το απόγευμα… Καλύτερα να πάτε επάνω και να τον δείτε, κύριε. Είναι απίστευτο».
Η σκηνή στην οποία βρέθηκε ο γιατρός Κρέιβεν με το που μπήκε στο δωμάτιο του ασθενή του ήταν πραγματικά αναπάντεχη. Μόλις η κυρία Μέντλοκ τού άνοιξε την πόρτα να περάσει, άκουσε γέλια και κουβεντολόι. Ο Κόλιν βρισκόταν στον καναπέ του φορώντας τη ρόμπα του και καθόταν στητός ενώ κοίταζε μια εικόνα σε ένα από τα βιβλία κηπουρικής και μιλούσε στο άχαρο κορίτσι, που όμως μόνο άχαρο δεν φαινόταν μια και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε από ευχαρίστηση.
«Κοίτα τους μακριούς μίσχους αυτών των μπλε λουλουδιών… να βάλουμε και από αυτά. Τα λένε δε…λφί…νια» συλλάβισε προσεκτικά ο Κόλιν.
«Ο Ντίκον λέει πως τα λένε σταφιδόχορτα και πως έχουν κι αυτό το όνομα, γιατί κοκορεύονται» είπε δυνατά η Aφέντρα η Μαίρη. «Έχει ένα σωρό από αυτά στον κήπο».
Τότε είδαν τον γιατρό Κρέιβεν και σώπασαν. Η Μαίρη ήταν ακίνητη σαν άγαλμα κι ο Κόλιν έδειχνε ανήσυχος.
«Λυπάμαι που έμαθα πως δεν ήσουν καλά χθες τη νύχτα, αγόρι μου» είπε κάπως νευρικά ο γιατρός Κρέιβεν. Ήταν μάλλον νευρικός τύπος.
«Είμαι καλύτερα τώρα, πολύ καλύτερα» απάντησε ο Κόλιν, με ένα ύφος που ταίριαζε σε μαχαραγιά. «Αν είναι καλός ο καιρός, σε μια δυο μέρες θα βγω έξω με το καροτσάκι μου. Θέλω να πάρω λίγο καθαρό αέρα».
Ο γιατρός Κρέιβεν κάθισε δίπλα του, του μέτρησε τον σφυγμό και τον κοίταξε περίεργα.
«Θα πρέπει να έχει πολύ καλό καιρό και θα πρέπει να προσέξεις να μην κουραστείς» του είπε.
«Δεν θα με κουράσει ο καθαρός αέρας» είπε ο νεαρός Μαχαραγιάς.
Επειδή είχαν υπάρξει στιγμές που ο ίδιος νεαρός κύριος είχε στριγκλίσει κι είχε μανιάσει κι είχε επιμείνει πως ο καθαρός αέρας θα τον αρρώσταινε και θα τον σκότωνε, δεν είναι περίεργο που ο γιατρός ένιωσε κάποια έκπληξη.
«Νόμιζα πως δεν σου άρεσε ο καθαρός αέρας» είπε.
«Δεν μου αρέσει όταν είμαι μόνος μου» απάντησε ο Μαχαραγιάς. «Θα με συνοδεύσει όμως η ξαδέλφη μου».
«Και η νοσοκόμα προφανώς» πρότεινε ο γιατρός Κρέιβεν.
«Όχι, δεν θέλω τη νοσοκόμα» είπε τόσο μεγαλόπρεπα που η Μαίρη δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί την εμφάνιση του νεαρού Ινδού πρίγκιπα που ήταν στολισμένος με διαμάντια και σμαράγδια και μαργαριτάρια κι είχε μεγάλα ρουμπίνια στο μικρό σκούρο του χέρι κι είχε κάνει ένα νεύμα στους υπηρέτες του να έρθουν κοντά του για να ακούσουν τις προσταγές του.
«Η ξαδέλφη μου ξέρει πώς να με φροντίσει. Πάντα νιώθω καλύτερα όταν είναι μαζί μου. Με έκανε να νιώσω καλύτερα χθες τη νύχτα. Κι ένα πολύ δυνατό αγόρι που ξέρω θα σπρώξει το καροτσάκι μου».
Ο γιατρός Κρέιβεν ένιωσε ανησυχία. Αν αυτό το κουραστικό υστερικό παιδί είχε μια ευκαιρία να καλυτερέψει, ο ίδιος θα έχανε τη δυνατότητα να κληρονομήσει το Μίσελθουέιτ. Δεν ήταν όμως ασυνείδητος, παρότι αδύναμος χαρακτήρας, και δεν σκόπευε να αφήσει το παιδί να διατρέξει κάποιο ουσιαστικό κίνδυνο.
«Θα πρέπει να είναι ένα πολύ δυνατό και λογικό αγόρι» είπε. «Και θα πρέπει να μάθω και κάτι για αυτό. Ποιος είναι; Πώς τον λένε;»
«Είναι ο Ντίκον» είπε ξαφνικά η Μαίρη. Πίστευε πως όποιος ήξερε τον χερσότοπο ήξερε και τον Ντίκον. Και δίκιο είχε. Είδε πως αμέσως στο πρόσωπο του γιατρού Κρέιβεν άνθισε ένα χαμόγελο ανακούφισης.
«Α, ο Ντίκον» είπε. «Αφού θα είναι ο Ντίκον, θα είσαι ασφαλής. Είναι δυνατός σαν τα αλογάκια του χερσότοπου».
«Και μπορείς να τον εμπιστευτείς» είπε η Μαίρη. «Σάμπως βρίσκεις πιο της εμπιστοσύνης σε όλονα τον τόπο του Γιορκσάιρ!» Η Μαίρη ξεχάστηκε και συνέχισε να μιλάει στην ντόπια διάλεκτο.
«Ο Κόλιν σού έμαθε να μιλάς έτσι;» ρώτησε ο γιατρός Κρέιβεν χωρίς να μπορεί να κρύψει το γέλιο του.
«Τα μαθαίνω όπως τα γαλλικά» απάντησε κάπως ψυχρά η Μαίρη. «Σαν να μάθαινα μια ντόπια διάλεκτο στην Ινδία. Οι πολλοί έξυπνοι άνθρωποι προσπαθούν να τη μάθουν. Μου αρέσει, και το ίδιο του αρέσει και του Κόλιν».
«Μάλιστα» είπε ο γιατρός. «Εφόσον το θέλεις, μάλλον δεν θα σε βλάψει. Πήρες το φάρμακό σου χθες το βράδυ, Κόλιν;»
«Όχι» απάντησε ο Κόλιν. «Στην αρχή δεν το ήθελα, και μετά η Μαίρη με έκανε να ηρεμήσω και με νανούρισε μιλώντας μου για την άνοιξη που απλώνεται σε έναν κήπο».
«Μάλλον χαλαρωτικό ακούγεται αυτό» είπε ο γιατρός Κρέιβεν ακόμα πιο μπερδεμένος ενώ ταυτόχρονα έριχνε πλάγιες ματιές την Αφέντρα τη Μαίρη, που καθόταν στο σκαμνί της και κοιτούσε το χαλί σιωπηλή. «Σίγουρα είσαι καλύτερα, πρέπει να θυμάσαι όμως…»
«Δεν θέλω να θυμάμαι» τον διέκοψε ο Κόλιν έχοντας ξανά το ύφος του Μαχαραγιά. «Όταν είμαι ξαπλωμένος μόνος εδώ και θυμάμαι, με ξαναπιάνουν πόνοι παντού και σκέφτομαι πράγματα που με κάνουν να ουρλιάζω γιατί τα μισώ. Αν υπήρχε κάπου ένας γιατρός που να με έκανε να ξεχνάω αντί να θυμάμαι, θα τον είχα φέρει». Και με αυτά τα λόγια κούνησε το λεπτό του χέρι, που στ’ αλήθεια θα έπρεπε να είναι γεμάτο βασιλικά δαχτυλίδια από ρουμπίνια. «Η ξαδέλφη μου με κάνει να ξεχνάω, γι’ αυτό με κάνει καλύτερα».
Ήταν η πιο σύντομη επίσκεψη που έκανε ο γιατρός Κρέιβεν μετά από κάποιο “ξέσπασμα” του Κόλιν. Συνήθως ήταν υποχρεωμένος να μένει πολλή ώρα και να κάνει ένα σωρό πράγματα. Ετούτο το απόγευμα όμως ούτε νέο φάρμακο έδωσε ούτε καινούριες εντολές και ούτε έγινε μάρτυρας δυσάρεστης σκηνής. Όταν κατέβηκε τις σκάλες, έδειχνε πολύ σκεφτικός και όταν μίλησε στην κυρία Μένττλοκ στη βιβλιοθήκη, εκείνη σκέφτηκε πως έμοιαζε σαν να τον απασχολούσε κάποιος γρίφος.
«Λοιπόν, κύριε, ποιος θα το πίστευε!» τόλμησε να πει.
«Σίγουρα τα πράγματα άλλαξαν. Και σίγουρα είναι καλύτερα από πριν» είπε ο γιατρός.
«Πιστεύω πως η Σούζαν Σόουερμπάι είχε δίκιο» είπε η κυρία Μέντλοκ. «Πέρασα από το αγροτόσπιτό της καθώς πήγαινα στο Θουάιτ χθες και κουβεντιάσαμε λίγο. Και μου είπε: “Λοιπόν, Σάρα Άνν, μπορεί το κορίτσι να μην είναι χαριτωμένο, μήτε ευχάριστο, είναι όμως παιδί, και τα παιδιά χρειάζονται παιδιά”. Πηγαίναμε μαζί στο σχολείο, εγώ κι η Σούζαν Σόουερμπάι».
«Είναι το καλύτερο γιατρικό για τους αρρώστους από όσο ξέρω» είπε ο γιατρός Κρέιβεν. «Όταν τη βρίσκω στο σπιτάκι της, ξέρω πως έχω μεγάλη πιθανότητα να σώσω τον ασθενή μου».
Η κυρία Μέντλοκ χαμογέλασε. Τη συμπαθούσε πολύ τη Σούζαν Σόουερμπάι.
«Έχει τον τρόπο της η Σούζαν» συνέχισε λαλίστατη. «Όλο το πρωί σκεφτόμουν κάτι που μου είπε χθες. Μου λέει: “Κάποτε έκανα κήρυγμα στα παιδιά μετά από ένα καυγά τους και τους λέω: “”Όταν πήγαινα σχολειό, μου έμαθαν στη γεωγραφία πως η γη ήταν σαν ένα πορτοκάλι στο σχήμα. Προτού φτάσω δέκα χρονών, είχα καταλάβει πως αυτό το πορτοκάλι δεν είναι κανενός. Ο καθένας δεν έχει τίποτα παραπάνω από το μερτικό του και είναι φορές που δεν φτάνει να δώσεις σε όλους μερτικό. Κανένας όμως από σας μη σκεφτεί ποτέ του πως είναι δικό του όλο το πορτοκάλι, γιατί θα πικραθεί και θα πικραθεί σκληρά””. Και μου λέει ακόμα η Σούζαν: “Αυτό που μαθαίνει ένα παιδί από ένα άλλο είναι πως δεν έχει νόημα να αρπάξει το πορτοκάλι και να το ξεφλουδίσει. Γιατί αν το κάνει, το πιο πιθανό είναι να μείνει με τα κουκούτσια, κι αυτά είναι θεόπικρα”».
«Της κόβει το μυαλό» είπε ο γιατρός Κρέιβεν φορώντας το παλτό του.
«Η αλήθεια είναι πως έχει τον τρόπο της να λέει πράγματα» αποτέλειωσε ευχαριστημένη η κυρία Μέντλοκ. «Κάποτε της είπα: “Σούζαν, αν ήσουν διαφορετική και δεν μιλούσες τόσο με τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, μπορεί και να σε έλεγα έξυπνη”».

Εκείνη τη νύχτα ο Κόλιν κοιμήθηκε χωρίς να ξυπνήσει ούτε μία φορά και όταν άνοιξε τα μάτια του το πρωί, έμεινε ακίνητος και χαμογέλασε χωρίς να το καταλάβει –χαμογέλασε, γιατί ένιωθε παράδοξα άνετα. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε όμορφα που είχε ξυπνήσει και γύρισε ανάσκελα και τέντωσε τα πόδια και τα χέρια με απόλαυση. Ένιωθε πως εκείνα τα σφιχτά νήματα που τον κρατούσαν είχαν χαλαρώσει και μπορούσε πια να μετακινηθεί. Δεν γνώριζε πως ο γιατρός Κρέιβεν θα έλεγε για την περίπτωσή του πως ήταν τα νεύρα του που είχαν χαλαρώσει. Αντί να μείνει ξαπλωμένος και να κοιτάζει τον τοίχο κάνοντας την ευχή να μην είχε ξυπνήσει, το μυαλό του ήταν γεμάτο από όλα τα σχέδια που είχε κάνει μαζί με τη Μαίρη την προηγούμενη μέρα κι από εικόνες του κήπου και του Ντίκον και των ζώων του. Τι όμορφα που ήταν να έχεις να σκεφτείς τόσα πράγματα! Και δεν είχε ούτε δέκα λεπτά από την ώρα που ξύπνησε, όταν άκουσε τρεχαλητό στον διάδρομο και είδε τη Μαίρη στην πόρτα. Την επόμενη στιγμή είχε μπει στο δωμάτιο και είχε έρθει τρέχοντας στο κρεβάτι του φέρνοντας μαζί της φρέσκο αέρα γεμάτο με το άρωμα του πρωινού.
«Είχες βγει έξω! Είχες βγει έξω! Έχεις επάνω σου την όμορφη μυρωδιά των φύλλων» φώναξε ενθουσιασμένος.
Η Μαίρη είχε τρέξει αρκετά και τα μαλλιά της ήταν λυτά κι ανακατεμένα από τον αέρα κι ήταν χαρούμενη με ροδαλά μάγουλα, κι ας μη τα παρατήρησε όλα αυτά ο Κόλιν.
«Είναι τόσο όμορφα!» του είπε με πιασμένη την ανάσα. «Δεν έχεις δει ποτέ σου κάτι τέτοιο! Ήρθε! Νόμιζα πως είχε έρθει χθες το πρωί, έκανα όμως λάθος. Σήμερα, τώρα ήρθε! Ήρθε η Άνοιξη! Έτσι λέει ο Ντίκον!»
«Αλήθεια;» φώναξε ο Κόλιν, και παρότι δεν είχε καμιά παρόμοια εμπειρία, ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Από την αναστάτωση, ανακάθισε στο κρεβάτι του. «Άνοιξε το παράθυρο! Μπορεί και να ακούσουμε να το διαλαλούν χρυσές σάλπιγγες!» συμπλήρωσε γελώντας με τα νέα και με τον εαυτό του.
Και παρόλο που το είπε μισοαστεία, η Μαίρη βρέθηκε στο παράθυρο στη στιγμή και το άνοιξε και μπήκε μέσα η φρεσκάδα κι όλες οι μυρωδιές μαζί με το τραγούδι των πουλιών.
«Ορίστε, καθαρός αέρας» είπε η Μαίρη. «Ξάπλωσε και πάρε βαθιές ανάσες. Αυτό κάνει ο Ντίκον όταν είναι ξαπλωμένος στον χερσότοπο. Λέει πως τον νιώθει να κυλάει στις φλέβες του και είναι σαν να μπορεί να ζήσει για πάντα. Πάρε ανάσες!»
Απλά έλεγε τα λόγια που είχε ακούσει από τον Ντίκον, όμως τράβηξε την προσοχή του Κόλιν.
«Να ζήσει για πάντα! Έτσι νιώθει;» τη ρώτησε, κι έκανε όσα του είπε, παίρνοντας ξανά και ξανά βαθιές ανάσες μέχρι που ένιωσε πως κάτι καινούριο και πολύ ευχάριστο του συνέβαινε.
Η Μαίρη πλησίασε ξανά το κρεβάτι του.
«Τα λουλουδάκια ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο» του είπε βιαστικά. «Παντού έχει μπουμπούκια και η πρασινάδα έχει σχεδόν σκεπάσει όλο το γκρι χρώμα και τα πουλιά βιάζονται να φτιάξουν τις φωλιές τους, γιατί φοβούνται πως έχουν αργοπορήσει, ψάχνουν ακόμα και για σημεία μέσα στον μυστικό κήπο για να φωλιάσουν. Και οι τριανταφυλλιές ξεπετάχτηκαν, και ο τόπος είναι γεμάτος από πρίμουλες στους κήπους και στο δάσος, και οι σπόροι που φυτέψαμε φύτρωσαν, και ο Ντίκον έφερε μαζί του την αλεπού και το κοράκι και τους σκίουρους και ένα νεογέννητο αρνάκι».
Και μετά, σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Το νεογέννητο αρνάκι το είχε βρει ο Ντίκον τρεις μέρες πριν δίπλα στην πεθαμένη μητέρα του ανάμεσα στα σκίνα του χερσότοπου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβρισκε ένα ορφανό αρνάκι, κι έτσι ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το τύλιξε στο πανωφόρι του και το πήρε μαζί του στο σπίτι του, κι εκεί το έβαλε κοντά στη φωτιά και το τάισε ζεστό γάλα. Το αρνάκι ήταν πολύ απαλό κι είχε ένα αστείο μωρουδίστικο προσωπάκι και μακριά ποδάρια. Ο Ντίκον το είχε κουβαλήσει από τον χερσότοπο μέχρι τον κήπο στην αγκαλιά του και το μπιμπερό του το είχε στην τσέπη του μαζί με τον έναν σκίουρο, και όταν η Μαίρη κάθισε κάτω από ένα δέντρο κρατώντας το αρνάκι χαλαρά στην αγκαλιά της ένιωσε πως ήταν τόσο γεμάτη μια παράξενη χαρά που της ήταν αδύνατον να μιλήσει. Ένα αρνάκι, ένα αρνάκι! Ένα ζωντανό αρνάκι που το είχες στην αγκαλιά σου όπως ένα μωρό!
Όλα αυτά τα περιέγραφε στον Κόλιν με μεγάλη χαρά, κι εκείνος την άκουγε και ανάσαινε βαθιά. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η νοσοκόμα, που φάνηκε κάπως ανήσυχη βλέποντας το ανοιχτό παράθυρο. Πολλές φορές είχε καθίσει στο ασφυκτικό δωμάτιο μέσα στη ζέστη, γιατί ο ασθενής της ήταν σίγουρος πως οι άνθρωποι κρύωναν από τα ανοιχτά παράθυρα.
«Σίγουρα δεν νιώθετε κρύο, Αφέντη Κόλιν;» ρώτησε.
«Όχι» της απάντησε. «Παίρνω βαθιές ανάσες από τον καθαρό αέρα. Είναι δυναμωτικό. Θα πάρω το πρωινό μου στον καναπέ κι η ξαδέλφη μου θα πάρει το πρωινό της μαζί μου».
Η νοσοκόμα απομακρύνθηκε καλύπτοντας το χαμόγελό της και πήγε να δώσει την εντολή να ετοιμάσουν δύο πρωινά. Έβρισκε τον θάλαμο του υπηρετικού προσωπικού πολύ πιο διασκεδαστικό από εκείνον του ασθενή και όλοι τους ήθελαν να μάθουν τι νέα έφερνε από τον απάνω όροφο. Κυκλοφορούσαν πολλά αστεία για τον αντιπαθητικό νεαρό ερημίτη που όπως έλεγε η μαγείρισσα “είχε βρει τον δάσκαλό του, και τόσο το καλύτερο”. Οι υπηρέτες είχαν βαρεθεί τα ξεσπάσματα του νεαρού αφέντη και ο αρχιυπηρέτης, που ήταν οικογενειάρχης, πολλές φορές ήταν της άποψης πως του ασθενή τού χρειαζόταν ένα καλό ξύλο.
Όταν ο Κόλιν κάθισε στον καναπέ και το πρόγευμα για δύο σερβιρίστηκε, γύρισε προς τη νοσοκόμα και ανακοίνωσε με ύφος Μαχαραγιά:
«Ένα αγόρι, μια αλεπού, ένα κοράκι, δύο σκίουροι κι ένα νεογέννητο αρνάκι θα έρθουν να μου κάνουν επίσκεψη σήμερα το πρωί. Θέλω να έρθουν επάνω με το που θα φτάσουν» είπε. «Μη σου περάσει η ιδέα να παίξεις με τα ζώα στον θάλαμο του υπηρετικού προσωπικού και να τα κρατήσεις εκεί. Τα θέλω εδώ».
Η νοσοκόμα έβγαλε μια ξαφνική κραυγή έκπληξης, που προσπάθησε να κρύψει βήχοντας.
«Μάλιστα, κύριε» απάντησε.
«Θα σου πω τι θα κάνεις» πρόσθεσε ο Κόλιν. «Μπορείς να πεις στη Μάρθα να τους φέρει όλους εδώ. Το αγόρι είναι ο αδελφός της. Τον λένε Ντίκον και γητεύει τα ζώα».
«Ελπίζω να μη δαγκώνουν τα ζώα, Αφέντη Κόλιν» είπε η νοσοκόμα.
«Σου είπα πως είναι γητευτής» απάντησε αυστηρά ο Κόλιν. «Τα ζώα των γητευτών δεν δαγκώνουν».
«Στην Ινδία υπάρχουν γητευτές φιδιών» είπε η Μαίρη «και μπορούν να βάλουν στο στόμα τους τα κεφάλια των φιδιών τους».
«Παναγία μου!» τρεμούλιασε η νοσοκόμα.
Τα παιδιά έφαγαν το πρωινό τους μέσα στον καθαρό αέρα που έμπαινε στο δωμάτιο. Το πρωινό του Κόλιν ήταν αρκετά χορταστικό, κι η Μαίρη τον παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.
«Θα αρχίσεις κι εσύ να παχαίνεις σαν εμένα» του είπε. «Ποτέ μου δεν ήθελα να φάω πρωινό όταν ήμουν στην Ινδία, τώρα όμως δεν κάνω χωρίς αυτό».
«Κι εγώ το θέλω σήμερα» είπε ο Κόλιν. «Ίσως να φταίει ο καθαρός αέρας. Πότε λες να έρθει ο Ντίκον;»
Ο Ντίκον δεν άργησε να έρθει. Σε δέκα λεπτά περίπου η Μαίρη έκανε μια κίνηση με το χέρι της.
«Άκου!» είπε. «Δεν σου φάνηκε πως ακούστηκε ένα κρώξιμο;»
Ο Κόλιν έστησε αυτί και το άκουσε, κι ήταν ο πιο παράδοξος ήχος που μπορούσε να ακουστεί μέσα σε ένα σπίτι, ένα βραχνό “κρα-κρα”.
«Ναι» απάντησε.
«Είναι ο Καπνιάς» του είπε η Μαίρη. «Άκου ξανά! Δεν σου φάνηκε πως ακούστηκε ένα σιγανό βέλασμα;»
«Μα ναι!» φώναξε ο Κόλιν αναψοκοκκινισμένος.
«Είναι το νεογέννητο αρνάκι» είπε η Μαίρη. «Έρχεται ο Ντίκον».
Οι γαλότσες του Ντίκον ήταν χοντρές κι ασουλούπωτες, και παρόλο που προσπάθησε να μην κάνει θόρυβο καθώς περνούσε τους μακριούς διαδρόμους, αυτές έβγαζαν έναν βροντερό ήχο. Η Μαίρη και ο Κόλιν τον άκουγαν που πλησίαζε και όλο πλησίαζε μέχρι που πέρασε την πόρτα της ταπετσαρίας και πάτησε το μαλακό χαλί του διαδρόμου που έβγαζε στο δωμάτιο του Κόλιν.
«Αν είχατε την ευχαρίστηση, Κύριε» ανήγγειλε η Μάρθα «περιμένουν εδώ ο Ντίκον και τα ζωάκια του».
Ο Ντίκον μπήκε στο δωμάτιο χαμογελώντας διάπλατα. Το νεογέννητο αρνάκι ήταν στην αγκαλιά του και η κοκκινωπή αλεπουδίτσα πήγαινε από δίπλα του. Ο Καρύδης καθόταν στον αριστερό του ώμο και ο Καπνιάς στον δεξί του ενώ το κεφάλι και οι πατούσες του Τσόφλη πρόβαλλαν από την τσέπη του πανωφοριού του.
Ο Κόλιν ανακάθισε αργά και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, όπως τότε που πρωτοείδε τη Μαίρη. Αυτό εδώ όμως το βλέμμα ήταν γεμάτο θαυμασμό και ευχαρίστηση. Η αλήθεια ήταν πως παρόλα όσα είχε ακούσει δεν είχε καταλάβει στο ελάχιστο πώς θα ήταν αυτό το αγόρι και πως η αλεπού, το κοράκι, οι σκίουροι και το αρνάκι του θα ήταν τόσο κολλημένα επάνω του σαν να ήταν ένα ακόμα κομμάτι του. Ο Κόλιν δεν είχε ποτέ μιλήσει σε άλλο αγόρι στη ζωή του και ήταν τόσο συνεπαρμένος από την ευχαρίστηση μα και την περιέργειά του που δεν σκέφτηκε καν να μιλήσει.
Ο Ντίκον όμως δεν ένιωθε ούτε ντροπαλός ούτε διστακτικός. Δεν ένιωθε ντροπαλός, γιατί το κοράκι δεν ήξερε τη γλώσσα του κι έτσι μόνο κοιτούσε αμίλητο στην πρώτη τους συνάντηση. Έτσι έκαναν τα ζωάκια μέχρι να σε μάθουν. Προχώρησε λοιπόν προς τον καναπέ όπου καθόταν ο Κόλιν και έβαλε ήσυχα ήσυχα το νεογέννητο αρνάκι στην αγκαλιά του, και μονομιάς το πλασματάκι κούρνιασε στην απαλή βελουδένια ρόμπα και άρχισε να σπρώχνει το ύφασμα με το μουσούδι του και να κουτουλάει ανυπόμονα το σγουρό του κεφαλάκι επάνω του. Φυσικά κανένα παιδί δεν θα έμενε σιωπηλό σε αυτό το θέαμα.
«Τι κάνει;» ρώτησε ο Κόλιν. «Τι θέλει;»
«Θέλει τη μητέρα του» είπε ο Ντίκον χαμογελώντας όλο και πιο πολύ. «Στο έφερα κομματάκι πεινασμένο, γιατί είχα κατά νου πως θα γύρευες να το δεις να τρώει».
Ο Ντίκον γονάτισε κοντά στον καναπέ και έβγαλε από την τσέπη του πανωφοριού του το μπιμπερό.
«Έλα, μικρούλη μου» είπε πιάνοντας απαλά το άσπρο μαλλιαρό κεφαλάκι με το ηλιοκαμένο χέρι του. «Αυτό γυρεύει. Θα το φχαριστηθεί πιότερο από τα μαλακά βελούδινα σακάκια. Έλα!» είπε κι έσπρωξε τη λαστιχένια άκρη του μπιμπερό στο μουσούδι που ανοιγόκλεινε, και το αρνάκι άρχισε να ρουφάει απολαυστικά.
Μετά από αυτό δεν υπήρχε πια καμιά αμηχανία. Έως ότου το αρνάκι αποκοιμηθεί, ο Ντίκον είχε απαντήσει όλες τις ερωτήσεις. Είπε στα δύο παιδιά πώς είχε βρει το αρνάκι το ξημέρωμα τρεις μέρες πριν. Στεκόταν ακίνητος στον χερσότοπο ακούγοντας μια σιταρήθρα και παρατηρώντας την να πετάει όλο και πιο ψηλά μέχρι που δεν ήταν παρά μια κουκίδα στον γαλάζιο ουρανό.
«Δεν την έβλεπα πια, μόνο το τραγούδι της άκουγα κι αναρωτιόμουνα πώς γινόταν αυτό, αφού έμοιαζε πως σε λίγο θα χανόταν εντελώς, και τότε άκουσα έναν άλλον ήχο μακριά ανάμεσα στα σκίνα. Ήταν ένα αδύναμο βέλασμα, κι αμέσως κατάλαβα πως ήταν ένα νεογέννητο αρνάκι που πεινούσε, και πως δεν θα πεινούσε αν η μητέρα του ήταν εκεί, κι έτσι αρχίνισα να ψάχνω. Ε, η αλήθεια είναι πως έψαξα κάμποσο. Πηγαινοερχόμουνα ανάμεσα στα σκίνα, μα ήταν σαν να έπαιρνα συνέχεια λάθος δρόμο. Στο τέλος όμως είδα κάτι να ασπρίζει δίπλα σε ένα βράχο στο ανέβασμα του χερσότοπου και βρήκα το μικρούλη μισοπεθαμένο από το κρύο και την αφαγιά».
Όση ώρα ο Ντίκον μιλούσε, ο Καπνιάς πετούσε σοβαρός μέσα κι έξω από το δωμάτιο περνώντας από το ανοιχτό παράθυρο κι έβγαζε μικρά κρωξίματα σαν να σχολίαζε το περιβάλλον, ενώ ο Καρύδης και ο Τσόφλης έκαναν εκδρομή στα μεγάλα δέντρα απέξω σκαρφαλώνοντας πάνω κάτω στους κορμούς τους κι εξερευνώντας τα κλαδιά τους. Ο Καπετάνιος είχε κουρνιάσει δίπλα στον Ντίκον, που καθόταν πάνω στο χαλάκι του τζακιού.
Κοίταξαν τις εικόνες στα βιβλία της κηπουρικής, και ο Ντίκον ήξερε όλα τα λουλούδια με τα ντόπια ονόματά τους κι ακόμα ήξερε πόσα από αυτά φύτρωναν ήδη στον μυστικό κήπο.
«Δε θα το έλεγα με τούτο δω το όνομα» είπε δείχνοντας ένα λουλούδι που από κάτω του είχε γραμμένο το όνομα “Ακουϊλέτζα”. «Εμείς εδώ όμως το ονοματίζουμε κολομπίνα, κι εκείνο εκεί πέρα το λέμε σκυλάκι. Και τα δυο τους φυτρώνουν από μόνα τους στους θάμνους, αυτά όμως που βρίσκεις στους κήπους είναι μεγαλύτερα κι ομορφότερα. Έχει ένα σωρό κολομπίνες στον κήπο. Όταν μπουμπουκιάσουν, θα μοιάζουν με χαλί από άσπρες και γαλάζιες πεταλούδες που κουνάνε τα φτερά τους».
«Θα τις δώ! Θα τις δώ!» φώναξε ο Κόλιν.
«Πράγματις!» είπε σοβαρά σοβαρά η Μαίρη. «Πού καιρός για χάσιμο!»

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...