ΔΕΚΑΤΟ
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«ΗΡΘΕ!»
Φυσικά ο γιατρός Κρέιβεν είχε ειδοποιηθεί το πρωινό
αμέσως μετά το ξέσπασμα του Κόλιν. Πάντα τον ειδοποιούσαν αμέσως όταν συνέβαινε
κάτι τέτοιο, και πάντα, αμέσως μόλις έφτανε, βρισκόταν μπροστά σε ένα χλωμό
τρεμάμενο αγόρι ξαπλωμένο στο κρεβάτι του κι ακόμα τόσο υστερικό που ήταν ικανό
να ξεσπάσει σε κλάματα με την παραμικρή κουβέντα. Η αλήθεια ήταν πως ο γιατρός
Κρέιβεν φοβόταν και σιχαινόταν τις δυσκολίες που προέκυπταν από αυτές τις
επισκέψεις. Σε αυτή την περίπτωση δεν έφτασε στο Μίσελθουέιτ παρά μόλις το
απόγευμα.
«Πώς είναι;» ρώτησε μάλλον ενοχλημένος την κυρία Μέντλοκ
μόλις έφτασε. «Έτσι όπως πάει, θα σπάσει κανένα αγγείο κάποια μέρα. Αυτό το
αγόρι είναι μισότρελο από την υστερία και τη συνήθεια να περνάει το δικό του».
«Η αλήθεια είναι, κύριε, πως δεν θα το πιστέψετε όταν τον
δείτε» απάντησε η κυρία Μέντλοκ. «Εκείνο το αντιπαθητικό κορίτσι, που τον
φτάνει στους κακούς τρόπους, τον μάγεψε. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε. Ούτε
εμφανίσιμη είναι ούτε την ακούς συχνά να λέει μια κουβέντα, κατάφερε όμως ό,τι
κανείς μας δεν μπόρεσε να κάνει. Του επιτέθηκε σαν την αγριόγατα χθες το βράδυ,
χτύπησε με πείσμα τα πόδια της στο πάτωμα και τον διέταξε να σταματήσει να
φωνάζει. Δεν ξέρω πώς, όμως με κάποιον τρόπο τον τρόμαξε τόσο που σταμάτησε,
και σήμερα το απόγευμα… Καλύτερα να πάτε επάνω και να τον δείτε, κύριε. Είναι
απίστευτο».
Η σκηνή στην οποία βρέθηκε ο γιατρός Κρέιβεν με το που
μπήκε στο δωμάτιο του ασθενή του ήταν πραγματικά αναπάντεχη. Μόλις η κυρία
Μέντλοκ τού άνοιξε την πόρτα να περάσει, άκουσε γέλια και κουβεντολόι. Ο Κόλιν
βρισκόταν στον καναπέ του φορώντας τη ρόμπα του και καθόταν στητός ενώ κοίταζε
μια εικόνα σε ένα από τα βιβλία κηπουρικής και μιλούσε στο άχαρο κορίτσι, που
όμως μόνο άχαρο δεν φαινόταν μια και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε από
ευχαρίστηση.
«Κοίτα τους μακριούς μίσχους αυτών των μπλε λουλουδιών…
να βάλουμε και από αυτά. Τα λένε δε…λφί…νια» συλλάβισε προσεκτικά ο Κόλιν.
«Ο Ντίκον λέει πως τα λένε σταφιδόχορτα και πως έχουν κι
αυτό το όνομα, γιατί κοκορεύονται» είπε δυνατά η Aφέντρα η Μαίρη. «Έχει ένα σωρό από αυτά
στον κήπο».
Τότε είδαν τον γιατρό Κρέιβεν και σώπασαν. Η Μαίρη ήταν
ακίνητη σαν άγαλμα κι ο Κόλιν έδειχνε ανήσυχος.
«Λυπάμαι που έμαθα πως δεν ήσουν καλά χθες τη νύχτα,
αγόρι μου» είπε κάπως νευρικά ο γιατρός Κρέιβεν. Ήταν μάλλον νευρικός τύπος.
«Είμαι καλύτερα τώρα, πολύ καλύτερα» απάντησε ο Κόλιν, με
ένα ύφος που ταίριαζε σε μαχαραγιά. «Αν είναι καλός ο καιρός, σε μια δυο μέρες
θα βγω έξω με το καροτσάκι μου. Θέλω να πάρω λίγο καθαρό αέρα».
Ο γιατρός Κρέιβεν κάθισε δίπλα του, του μέτρησε τον
σφυγμό και τον κοίταξε περίεργα.
«Θα πρέπει να έχει πολύ καλό καιρό και θα πρέπει να
προσέξεις να μην κουραστείς» του είπε.
«Δεν θα με κουράσει ο καθαρός αέρας» είπε ο νεαρός
Μαχαραγιάς.
Επειδή είχαν υπάρξει στιγμές που ο ίδιος νεαρός κύριος
είχε στριγκλίσει κι είχε μανιάσει κι είχε επιμείνει πως ο καθαρός αέρας θα τον
αρρώσταινε και θα τον σκότωνε, δεν είναι περίεργο που ο γιατρός ένιωσε κάποια
έκπληξη.
«Νόμιζα πως δεν σου άρεσε ο καθαρός αέρας» είπε.
«Δεν μου αρέσει όταν είμαι μόνος μου» απάντησε ο
Μαχαραγιάς. «Θα με συνοδεύσει όμως η ξαδέλφη μου».
«Και η νοσοκόμα προφανώς» πρότεινε ο γιατρός Κρέιβεν.
«Όχι, δεν θέλω τη νοσοκόμα» είπε τόσο μεγαλόπρεπα που η
Μαίρη δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί την εμφάνιση του νεαρού Ινδού πρίγκιπα που ήταν
στολισμένος με διαμάντια και σμαράγδια και μαργαριτάρια κι είχε μεγάλα
ρουμπίνια στο μικρό σκούρο του χέρι κι είχε κάνει ένα νεύμα στους υπηρέτες του
να έρθουν κοντά του για να ακούσουν τις προσταγές του.
«Η ξαδέλφη μου ξέρει πώς να με φροντίσει. Πάντα νιώθω
καλύτερα όταν είναι μαζί μου. Με έκανε να νιώσω καλύτερα χθες τη νύχτα. Κι ένα
πολύ δυνατό αγόρι που ξέρω θα σπρώξει το καροτσάκι μου».
Ο γιατρός Κρέιβεν ένιωσε ανησυχία. Αν αυτό το κουραστικό
υστερικό παιδί είχε μια ευκαιρία να καλυτερέψει, ο ίδιος θα έχανε τη δυνατότητα
να κληρονομήσει το Μίσελθουέιτ. Δεν ήταν όμως ασυνείδητος, παρότι αδύναμος
χαρακτήρας, και δεν σκόπευε να αφήσει το παιδί να διατρέξει κάποιο ουσιαστικό
κίνδυνο.
«Θα πρέπει να είναι ένα πολύ δυνατό και λογικό αγόρι»
είπε. «Και θα πρέπει να μάθω και κάτι για αυτό. Ποιος είναι; Πώς τον λένε;»
«Είναι ο Ντίκον» είπε ξαφνικά η Μαίρη. Πίστευε πως όποιος
ήξερε τον χερσότοπο ήξερε και τον Ντίκον. Και δίκιο είχε. Είδε πως αμέσως στο
πρόσωπο του γιατρού Κρέιβεν άνθισε ένα χαμόγελο ανακούφισης.
«Α, ο Ντίκον» είπε. «Αφού θα είναι ο Ντίκον, θα είσαι
ασφαλής. Είναι δυνατός σαν τα αλογάκια του χερσότοπου».
«Και μπορείς να τον εμπιστευτείς» είπε η Μαίρη. «Σάμπως
βρίσκεις πιο της εμπιστοσύνης σε όλονα τον τόπο του Γιορκσάιρ!» Η Μαίρη
ξεχάστηκε και συνέχισε να μιλάει στην ντόπια διάλεκτο.
«Ο Κόλιν σού έμαθε να μιλάς έτσι;» ρώτησε ο γιατρός
Κρέιβεν χωρίς να μπορεί να κρύψει το γέλιο του.
«Τα μαθαίνω όπως τα γαλλικά» απάντησε κάπως ψυχρά η
Μαίρη. «Σαν να μάθαινα μια ντόπια διάλεκτο στην Ινδία. Οι πολλοί έξυπνοι
άνθρωποι προσπαθούν να τη μάθουν. Μου αρέσει, και το ίδιο του αρέσει και του
Κόλιν».
«Μάλιστα» είπε ο γιατρός. «Εφόσον το θέλεις, μάλλον δεν
θα σε βλάψει. Πήρες το φάρμακό σου χθες το βράδυ, Κόλιν;»
«Όχι» απάντησε ο Κόλιν. «Στην αρχή δεν το ήθελα, και μετά
η Μαίρη με έκανε να ηρεμήσω και με νανούρισε μιλώντας μου για την άνοιξη που
απλώνεται σε έναν κήπο».
«Μάλλον χαλαρωτικό ακούγεται αυτό» είπε ο γιατρός Κρέιβεν
ακόμα πιο μπερδεμένος ενώ ταυτόχρονα έριχνε πλάγιες ματιές την Αφέντρα τη
Μαίρη, που καθόταν στο σκαμνί της και κοιτούσε το χαλί σιωπηλή. «Σίγουρα είσαι
καλύτερα, πρέπει να θυμάσαι όμως…»
«Δεν θέλω να θυμάμαι» τον διέκοψε ο Κόλιν έχοντας ξανά το
ύφος του Μαχαραγιά. «Όταν είμαι ξαπλωμένος μόνος εδώ και θυμάμαι, με
ξαναπιάνουν πόνοι παντού και σκέφτομαι πράγματα που με κάνουν να ουρλιάζω γιατί
τα μισώ. Αν υπήρχε κάπου ένας γιατρός που να με έκανε να ξεχνάω αντί να
θυμάμαι, θα τον είχα φέρει». Και με αυτά τα λόγια κούνησε το λεπτό του χέρι,
που στ’ αλήθεια θα έπρεπε να είναι γεμάτο βασιλικά δαχτυλίδια από ρουμπίνια. «Η
ξαδέλφη μου με κάνει να ξεχνάω, γι’ αυτό με κάνει καλύτερα».
Ήταν η πιο σύντομη επίσκεψη που έκανε ο γιατρός Κρέιβεν μετά
από κάποιο “ξέσπασμα” του Κόλιν. Συνήθως ήταν υποχρεωμένος να μένει πολλή ώρα
και να κάνει ένα σωρό πράγματα. Ετούτο το απόγευμα όμως ούτε νέο φάρμακο έδωσε
ούτε καινούριες εντολές και ούτε έγινε μάρτυρας δυσάρεστης σκηνής. Όταν
κατέβηκε τις σκάλες, έδειχνε πολύ σκεφτικός και όταν μίλησε στην κυρία Μένττλοκ
στη βιβλιοθήκη, εκείνη σκέφτηκε πως έμοιαζε σαν να τον απασχολούσε κάποιος
γρίφος.
«Λοιπόν, κύριε, ποιος θα το πίστευε!» τόλμησε να πει.
«Σίγουρα τα πράγματα άλλαξαν. Και σίγουρα είναι καλύτερα
από πριν» είπε ο γιατρός.
«Πιστεύω πως η Σούζαν Σόουερμπάι είχε δίκιο» είπε η κυρία
Μέντλοκ. «Πέρασα από το αγροτόσπιτό της καθώς πήγαινα στο Θουάιτ χθες και
κουβεντιάσαμε λίγο. Και μου είπε: “Λοιπόν, Σάρα Άνν, μπορεί το κορίτσι να μην
είναι χαριτωμένο, μήτε ευχάριστο, είναι όμως παιδί, και τα παιδιά χρειάζονται
παιδιά”. Πηγαίναμε μαζί στο σχολείο, εγώ κι η Σούζαν Σόουερμπάι».
«Είναι το καλύτερο γιατρικό για τους αρρώστους από όσο
ξέρω» είπε ο γιατρός Κρέιβεν. «Όταν τη βρίσκω στο σπιτάκι της, ξέρω πως έχω μεγάλη
πιθανότητα να σώσω τον ασθενή μου».
Η κυρία Μέντλοκ χαμογέλασε. Τη συμπαθούσε πολύ τη Σούζαν
Σόουερμπάι.
«Έχει τον τρόπο της η Σούζαν» συνέχισε λαλίστατη. «Όλο το
πρωί σκεφτόμουν κάτι που μου είπε χθες. Μου λέει: “Κάποτε έκανα κήρυγμα στα
παιδιά μετά από ένα καυγά τους και τους λέω: “”Όταν πήγαινα σχολειό, μου έμαθαν
στη γεωγραφία πως η γη ήταν σαν ένα πορτοκάλι στο σχήμα. Προτού φτάσω δέκα
χρονών, είχα καταλάβει πως αυτό το πορτοκάλι δεν είναι κανενός. Ο καθένας δεν
έχει τίποτα παραπάνω από το μερτικό του και είναι φορές που δεν φτάνει να
δώσεις σε όλους μερτικό. Κανένας όμως από σας μη σκεφτεί ποτέ του πως είναι
δικό του όλο το πορτοκάλι, γιατί θα πικραθεί και θα πικραθεί σκληρά””. Και μου
λέει ακόμα η Σούζαν: “Αυτό που μαθαίνει ένα παιδί από ένα άλλο είναι πως δεν
έχει νόημα να αρπάξει το πορτοκάλι και να το ξεφλουδίσει. Γιατί αν το κάνει, το
πιο πιθανό είναι να μείνει με τα κουκούτσια, κι αυτά είναι θεόπικρα”».
«Της κόβει το μυαλό» είπε ο γιατρός Κρέιβεν φορώντας το
παλτό του.
«Η αλήθεια είναι πως έχει τον τρόπο της να λέει πράγματα»
αποτέλειωσε ευχαριστημένη η κυρία Μέντλοκ. «Κάποτε της είπα: “Σούζαν, αν ήσουν
διαφορετική και δεν μιλούσες τόσο με τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ, μπορεί και να
σε έλεγα έξυπνη”».
Εκείνη τη νύχτα ο Κόλιν κοιμήθηκε χωρίς να ξυπνήσει ούτε
μία φορά και όταν άνοιξε τα μάτια του το πρωί, έμεινε ακίνητος και χαμογέλασε
χωρίς να το καταλάβει –χαμογέλασε, γιατί ένιωθε παράδοξα άνετα. Η αλήθεια ήταν
πως ένιωθε όμορφα που είχε ξυπνήσει και γύρισε ανάσκελα και τέντωσε τα πόδια
και τα χέρια με απόλαυση. Ένιωθε πως εκείνα τα σφιχτά νήματα που τον κρατούσαν
είχαν χαλαρώσει και μπορούσε πια να μετακινηθεί. Δεν γνώριζε πως ο γιατρός
Κρέιβεν θα έλεγε για την περίπτωσή του πως ήταν τα νεύρα του που είχαν
χαλαρώσει. Αντί να μείνει ξαπλωμένος και να κοιτάζει τον τοίχο κάνοντας την
ευχή να μην είχε ξυπνήσει, το μυαλό του ήταν γεμάτο από όλα τα σχέδια που είχε
κάνει μαζί με τη Μαίρη την προηγούμενη μέρα κι από εικόνες του κήπου και του
Ντίκον και των ζώων του. Τι όμορφα που ήταν να έχεις να σκεφτείς τόσα πράγματα!
Και δεν είχε ούτε δέκα λεπτά από την ώρα που ξύπνησε, όταν άκουσε τρεχαλητό
στον διάδρομο και είδε τη Μαίρη στην πόρτα. Την επόμενη στιγμή είχε μπει στο
δωμάτιο και είχε έρθει τρέχοντας στο κρεβάτι του φέρνοντας μαζί της φρέσκο αέρα
γεμάτο με το άρωμα του πρωινού.
«Είχες βγει έξω! Είχες βγει έξω! Έχεις επάνω σου την
όμορφη μυρωδιά των φύλλων» φώναξε ενθουσιασμένος.
Η Μαίρη είχε τρέξει αρκετά και τα μαλλιά της ήταν λυτά κι
ανακατεμένα από τον αέρα κι ήταν χαρούμενη με ροδαλά μάγουλα, κι ας μη τα
παρατήρησε όλα αυτά ο Κόλιν.
«Είναι τόσο όμορφα!» του είπε με πιασμένη την ανάσα. «Δεν
έχεις δει ποτέ σου κάτι τέτοιο! Ήρθε! Νόμιζα πως είχε έρθει χθες το πρωί, έκανα
όμως λάθος. Σήμερα, τώρα ήρθε! Ήρθε η Άνοιξη! Έτσι λέει ο Ντίκον!»
«Αλήθεια;» φώναξε ο Κόλιν, και παρότι δεν είχε καμιά
παρόμοια εμπειρία, ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Από την αναστάτωση,
ανακάθισε στο κρεβάτι του. «Άνοιξε το παράθυρο! Μπορεί και να ακούσουμε να το
διαλαλούν χρυσές σάλπιγγες!» συμπλήρωσε γελώντας με τα νέα και με τον εαυτό
του.
Και παρόλο που το είπε μισοαστεία, η Μαίρη βρέθηκε στο
παράθυρο στη στιγμή και το άνοιξε και μπήκε μέσα η φρεσκάδα κι όλες οι μυρωδιές
μαζί με το τραγούδι των πουλιών.
«Ορίστε, καθαρός αέρας» είπε η Μαίρη. «Ξάπλωσε και πάρε
βαθιές ανάσες. Αυτό κάνει ο Ντίκον όταν είναι ξαπλωμένος στον χερσότοπο. Λέει
πως τον νιώθει να κυλάει στις φλέβες του και είναι σαν να μπορεί να ζήσει για
πάντα. Πάρε ανάσες!»
Απλά έλεγε τα λόγια που είχε ακούσει από τον Ντίκον, όμως
τράβηξε την προσοχή του Κόλιν.
«Να ζήσει για πάντα! Έτσι νιώθει;» τη ρώτησε, κι έκανε
όσα του είπε, παίρνοντας ξανά και ξανά βαθιές ανάσες μέχρι που ένιωσε πως κάτι
καινούριο και πολύ ευχάριστο του συνέβαινε.
Η Μαίρη πλησίασε ξανά το κρεβάτι του.
«Τα λουλουδάκια ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο» του είπε
βιαστικά. «Παντού έχει μπουμπούκια και η πρασινάδα έχει σχεδόν σκεπάσει όλο το
γκρι χρώμα και τα πουλιά βιάζονται να φτιάξουν τις φωλιές τους, γιατί φοβούνται
πως έχουν αργοπορήσει, ψάχνουν ακόμα και για σημεία μέσα στον μυστικό κήπο για
να φωλιάσουν. Και οι τριανταφυλλιές ξεπετάχτηκαν, και ο τόπος είναι γεμάτος από
πρίμουλες στους κήπους και στο δάσος, και οι σπόροι που φυτέψαμε φύτρωσαν, και
ο Ντίκον έφερε μαζί του την αλεπού και το κοράκι και τους σκίουρους και ένα
νεογέννητο αρνάκι».
Και μετά, σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Το νεογέννητο
αρνάκι το είχε βρει ο Ντίκον τρεις μέρες πριν δίπλα στην πεθαμένη μητέρα του
ανάμεσα στα σκίνα του χερσότοπου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβρισκε ένα ορφανό
αρνάκι, κι έτσι ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το τύλιξε στο πανωφόρι του και το
πήρε μαζί του στο σπίτι του, κι εκεί το έβαλε κοντά στη φωτιά και το τάισε
ζεστό γάλα. Το αρνάκι ήταν πολύ απαλό κι είχε ένα αστείο μωρουδίστικο προσωπάκι
και μακριά ποδάρια. Ο Ντίκον το είχε κουβαλήσει από τον χερσότοπο μέχρι τον
κήπο στην αγκαλιά του και το μπιμπερό του το είχε στην τσέπη του μαζί με τον
έναν σκίουρο, και όταν η Μαίρη κάθισε κάτω από ένα δέντρο κρατώντας το αρνάκι
χαλαρά στην αγκαλιά της ένιωσε πως ήταν τόσο γεμάτη μια παράξενη χαρά που της
ήταν αδύνατον να μιλήσει. Ένα αρνάκι, ένα αρνάκι! Ένα ζωντανό αρνάκι που το
είχες στην αγκαλιά σου όπως ένα μωρό!
Όλα αυτά τα περιέγραφε στον Κόλιν με μεγάλη χαρά, κι
εκείνος την άκουγε και ανάσαινε βαθιά. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η
νοσοκόμα, που φάνηκε κάπως ανήσυχη βλέποντας το ανοιχτό παράθυρο. Πολλές φορές
είχε καθίσει στο ασφυκτικό δωμάτιο μέσα στη ζέστη, γιατί ο ασθενής της ήταν
σίγουρος πως οι άνθρωποι κρύωναν από τα ανοιχτά παράθυρα.
«Σίγουρα δεν νιώθετε κρύο, Αφέντη Κόλιν;» ρώτησε.
«Όχι» της απάντησε. «Παίρνω βαθιές ανάσες από τον καθαρό
αέρα. Είναι δυναμωτικό. Θα πάρω το πρωινό μου στον καναπέ κι η ξαδέλφη μου θα
πάρει το πρωινό της μαζί μου».
Η νοσοκόμα απομακρύνθηκε καλύπτοντας το χαμόγελό της και
πήγε να δώσει την εντολή να ετοιμάσουν δύο πρωινά. Έβρισκε τον θάλαμο του
υπηρετικού προσωπικού πολύ πιο διασκεδαστικό από εκείνον του ασθενή και όλοι
τους ήθελαν να μάθουν τι νέα έφερνε από τον απάνω όροφο. Κυκλοφορούσαν πολλά
αστεία για τον αντιπαθητικό νεαρό ερημίτη που όπως έλεγε η μαγείρισσα “είχε
βρει τον δάσκαλό του, και τόσο το καλύτερο”. Οι υπηρέτες είχαν βαρεθεί τα
ξεσπάσματα του νεαρού αφέντη και ο αρχιυπηρέτης, που ήταν οικογενειάρχης,
πολλές φορές ήταν της άποψης πως του ασθενή τού χρειαζόταν ένα καλό ξύλο.
Όταν ο Κόλιν κάθισε στον καναπέ και το πρόγευμα για δύο
σερβιρίστηκε, γύρισε προς τη νοσοκόμα και ανακοίνωσε με ύφος Μαχαραγιά:
«Ένα αγόρι, μια αλεπού, ένα κοράκι, δύο σκίουροι κι ένα
νεογέννητο αρνάκι θα έρθουν να μου κάνουν επίσκεψη σήμερα το πρωί. Θέλω να
έρθουν επάνω με το που θα φτάσουν» είπε. «Μη σου περάσει η ιδέα να παίξεις με
τα ζώα στον θάλαμο του υπηρετικού προσωπικού και να τα κρατήσεις εκεί. Τα θέλω
εδώ».
Η νοσοκόμα έβγαλε μια ξαφνική κραυγή έκπληξης, που
προσπάθησε να κρύψει βήχοντας.
«Μάλιστα, κύριε» απάντησε.
«Θα σου πω τι θα κάνεις» πρόσθεσε ο Κόλιν. «Μπορείς να
πεις στη Μάρθα να τους φέρει όλους εδώ. Το αγόρι είναι ο αδελφός της. Τον λένε
Ντίκον και γητεύει τα ζώα».
«Ελπίζω να μη δαγκώνουν τα ζώα, Αφέντη Κόλιν» είπε η
νοσοκόμα.
«Σου είπα πως είναι γητευτής» απάντησε αυστηρά ο Κόλιν.
«Τα ζώα των γητευτών δεν δαγκώνουν».
«Στην Ινδία υπάρχουν γητευτές φιδιών» είπε η Μαίρη «και
μπορούν να βάλουν στο στόμα τους τα κεφάλια των φιδιών τους».
«Παναγία μου!» τρεμούλιασε η νοσοκόμα.
Τα παιδιά έφαγαν το πρωινό τους μέσα στον καθαρό αέρα που
έμπαινε στο δωμάτιο. Το πρωινό του Κόλιν ήταν αρκετά χορταστικό, κι η Μαίρη τον
παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.
«Θα αρχίσεις κι εσύ να παχαίνεις σαν εμένα» του είπε.
«Ποτέ μου δεν ήθελα να φάω πρωινό όταν ήμουν στην Ινδία, τώρα όμως δεν κάνω
χωρίς αυτό».
«Κι εγώ το θέλω σήμερα» είπε ο Κόλιν. «Ίσως να φταίει ο
καθαρός αέρας. Πότε λες να έρθει ο Ντίκον;»
Ο Ντίκον δεν άργησε να έρθει. Σε δέκα λεπτά περίπου η
Μαίρη έκανε μια κίνηση με το χέρι της.
«Άκου!» είπε. «Δεν σου φάνηκε πως ακούστηκε ένα κρώξιμο;»
Ο Κόλιν έστησε αυτί και το άκουσε, κι ήταν ο πιο
παράδοξος ήχος που μπορούσε να ακουστεί μέσα σε ένα σπίτι, ένα βραχνό “κρα-κρα”.
«Ναι» απάντησε.
«Είναι ο Καπνιάς» του είπε η Μαίρη. «Άκου ξανά! Δεν σου
φάνηκε πως ακούστηκε ένα σιγανό βέλασμα;»
«Μα ναι!» φώναξε ο Κόλιν αναψοκοκκινισμένος.
«Είναι το νεογέννητο αρνάκι» είπε η Μαίρη. «Έρχεται ο
Ντίκον».
Οι γαλότσες του Ντίκον ήταν χοντρές κι ασουλούπωτες, και
παρόλο που προσπάθησε να μην κάνει θόρυβο καθώς περνούσε τους μακριούς διαδρόμους,
αυτές έβγαζαν έναν βροντερό ήχο. Η Μαίρη και ο Κόλιν τον άκουγαν που πλησίαζε
και όλο πλησίαζε μέχρι που πέρασε την πόρτα της ταπετσαρίας και πάτησε το
μαλακό χαλί του διαδρόμου που έβγαζε στο δωμάτιο του Κόλιν.
«Αν είχατε την ευχαρίστηση, Κύριε» ανήγγειλε η Μάρθα
«περιμένουν εδώ ο Ντίκον και τα ζωάκια του».
Ο Ντίκον μπήκε στο δωμάτιο χαμογελώντας διάπλατα. Το
νεογέννητο αρνάκι ήταν στην αγκαλιά του και η κοκκινωπή αλεπουδίτσα πήγαινε από
δίπλα του. Ο Καρύδης καθόταν στον αριστερό του ώμο και ο Καπνιάς στον δεξί του
ενώ το κεφάλι και οι πατούσες του Τσόφλη πρόβαλλαν από την τσέπη του πανωφοριού
του.
Ο Κόλιν ανακάθισε αργά και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια,
όπως τότε που πρωτοείδε τη Μαίρη. Αυτό εδώ όμως το βλέμμα ήταν γεμάτο θαυμασμό
και ευχαρίστηση. Η αλήθεια ήταν πως παρόλα όσα είχε ακούσει δεν είχε καταλάβει
στο ελάχιστο πώς θα ήταν αυτό το αγόρι και πως η αλεπού, το κοράκι, οι σκίουροι
και το αρνάκι του θα ήταν τόσο κολλημένα επάνω του σαν να ήταν ένα ακόμα
κομμάτι του. Ο Κόλιν δεν είχε ποτέ μιλήσει σε άλλο αγόρι στη ζωή του και ήταν
τόσο συνεπαρμένος από την ευχαρίστηση μα και την περιέργειά του που δεν
σκέφτηκε καν να μιλήσει.
Ο Ντίκον όμως δεν ένιωθε ούτε ντροπαλός ούτε διστακτικός.
Δεν ένιωθε ντροπαλός, γιατί το κοράκι δεν ήξερε τη γλώσσα του κι έτσι μόνο
κοιτούσε αμίλητο στην πρώτη τους συνάντηση. Έτσι έκαναν τα ζωάκια μέχρι να σε
μάθουν. Προχώρησε λοιπόν προς τον καναπέ όπου καθόταν ο Κόλιν και έβαλε ήσυχα
ήσυχα το νεογέννητο αρνάκι στην αγκαλιά του, και μονομιάς το πλασματάκι
κούρνιασε στην απαλή βελουδένια ρόμπα και άρχισε να σπρώχνει το ύφασμα με το
μουσούδι του και να κουτουλάει ανυπόμονα το σγουρό του κεφαλάκι επάνω του.
Φυσικά κανένα παιδί δεν θα έμενε σιωπηλό σε αυτό το θέαμα.
«Τι κάνει;» ρώτησε ο Κόλιν. «Τι θέλει;»
«Θέλει τη μητέρα του» είπε ο Ντίκον χαμογελώντας όλο και
πιο πολύ. «Στο έφερα κομματάκι πεινασμένο, γιατί είχα κατά νου πως θα γύρευες
να το δεις να τρώει».
Ο Ντίκον γονάτισε κοντά στον καναπέ και έβγαλε από την
τσέπη του πανωφοριού του το μπιμπερό.
«Έλα, μικρούλη μου» είπε πιάνοντας απαλά το άσπρο
μαλλιαρό κεφαλάκι με το ηλιοκαμένο χέρι του. «Αυτό γυρεύει. Θα το φχαριστηθεί
πιότερο από τα μαλακά βελούδινα σακάκια. Έλα!» είπε κι έσπρωξε τη λαστιχένια
άκρη του μπιμπερό στο μουσούδι που ανοιγόκλεινε, και το αρνάκι άρχισε να
ρουφάει απολαυστικά.
Μετά από αυτό δεν υπήρχε πια καμιά αμηχανία. Έως ότου το
αρνάκι αποκοιμηθεί, ο Ντίκον είχε απαντήσει όλες τις ερωτήσεις. Είπε στα δύο
παιδιά πώς είχε βρει το αρνάκι το ξημέρωμα τρεις μέρες πριν. Στεκόταν ακίνητος
στον χερσότοπο ακούγοντας μια σιταρήθρα και παρατηρώντας την να πετάει όλο και
πιο ψηλά μέχρι που δεν ήταν παρά μια κουκίδα στον γαλάζιο ουρανό.
«Δεν την έβλεπα πια, μόνο το τραγούδι της άκουγα κι
αναρωτιόμουνα πώς γινόταν αυτό, αφού έμοιαζε πως σε λίγο θα χανόταν εντελώς,
και τότε άκουσα έναν άλλον ήχο μακριά ανάμεσα στα σκίνα. Ήταν ένα αδύναμο
βέλασμα, κι αμέσως κατάλαβα πως ήταν ένα νεογέννητο αρνάκι που πεινούσε, και
πως δεν θα πεινούσε αν η μητέρα του ήταν εκεί, κι έτσι αρχίνισα να ψάχνω. Ε, η
αλήθεια είναι πως έψαξα κάμποσο. Πηγαινοερχόμουνα ανάμεσα στα σκίνα, μα ήταν
σαν να έπαιρνα συνέχεια λάθος δρόμο. Στο τέλος όμως είδα κάτι να ασπρίζει δίπλα
σε ένα βράχο στο ανέβασμα του χερσότοπου και βρήκα το μικρούλη μισοπεθαμένο από
το κρύο και την αφαγιά».
Όση ώρα ο Ντίκον μιλούσε, ο Καπνιάς πετούσε σοβαρός μέσα
κι έξω από το δωμάτιο περνώντας από το ανοιχτό παράθυρο κι έβγαζε μικρά
κρωξίματα σαν να σχολίαζε το περιβάλλον, ενώ ο Καρύδης και ο Τσόφλης έκαναν
εκδρομή στα μεγάλα δέντρα απέξω σκαρφαλώνοντας πάνω κάτω στους κορμούς τους κι
εξερευνώντας τα κλαδιά τους. Ο Καπετάνιος είχε κουρνιάσει δίπλα στον Ντίκον,
που καθόταν πάνω στο χαλάκι του τζακιού.
Κοίταξαν τις εικόνες στα βιβλία της κηπουρικής, και ο
Ντίκον ήξερε όλα τα λουλούδια με τα ντόπια ονόματά τους κι ακόμα ήξερε πόσα από
αυτά φύτρωναν ήδη στον μυστικό κήπο.
«Δε θα το έλεγα με τούτο δω το όνομα» είπε δείχνοντας ένα
λουλούδι που από κάτω του είχε γραμμένο το όνομα “Ακουϊλέτζα”. «Εμείς εδώ όμως
το ονοματίζουμε κολομπίνα, κι εκείνο εκεί πέρα το λέμε σκυλάκι. Και τα δυο τους
φυτρώνουν από μόνα τους στους θάμνους, αυτά όμως που βρίσκεις στους κήπους
είναι μεγαλύτερα κι ομορφότερα. Έχει ένα σωρό κολομπίνες στον κήπο. Όταν
μπουμπουκιάσουν, θα μοιάζουν με χαλί από άσπρες και γαλάζιες πεταλούδες που
κουνάνε τα φτερά τους».
«Θα τις δώ! Θα τις δώ!» φώναξε ο Κόλιν.
«Πράγματις!» είπε σοβαρά σοβαρά η Μαίρη. «Πού καιρός για
χάσιμο!»