Μεσημεράκι Ιουλίου, Κυριακή, με ζέστη και μια Αθήνα άδεια σχεδόν. Ανηφορίζω τη Ζωσιμάδων με τα ατελείωτα σκαλάκια της παρατηρώντας τη γειτονιά που δεν έχει αλλάξει (αν εξαιρέσεις τα graffiti που αυξάνονται).
Ανεβαίνω τον λόφο του Στρέφη από το χωμάτινο μονοπάτι της αριστερής μεριάς. Η αλήθεια είναι ότι έχω να έρθω εδώ δέκα χρόνια και τα πεύκα μού μοιάζουν πιο καχεκτικά, όσο για τα σκουπίδια, δυστυχώς αυτά είναι υπερβολικά πολλά. Μέχρι να φτάσω στην κορυφή δεν έχω συναντήσει ψυχή ζώσα. Άδικος δεν είναι ο κόπος, γιατί η θέα είναι απολαυστική. Η Αθήνα στο πιάτο και απέναντί μου η Ακρόπολη. Κοιτάζω γύρω μου και προσπαθώ να φανταστώ το τοπίο, δύο αιώνες σχεδόν πίσω. Άγονος τόπος, ένα λατομείο, που γέμιζε τα πάντα κόκκινη σκόνη. Ο λόφος ανήκε στην οικογένεια Στρέφη και ο ένας αδελφός διαχειριζόταν το λατομείο. Ο άλλος ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και το σπίτι του ήταν στους πρόποδες του λόφου. Η γυναίκα του δεινοπαθούσε γιατί το κοκκινόχωμα της λέρωνε την μπουγάδα. Κι έτσι ο αξιωματικός τράβηξε για τη Γεωπονική Σχολή, αγόρασε δέντρα και τα φύτεψε στον λόφο. Αυτό έγινε γύρω στο 1924.
Με την πάροδο του χρόνου, ο λόφος πέρασε στα χέρια του Δήμου Αθηναίων. Κτίστηκε πέτρινο θεατράκι, δημιουργήθηκε ένα γήπεδο μπάσκετ, μια παιδική χαρά και ειδικό σύστημα υδροδότησης.
Κατηφορίζοντας από την άλλη μεριά του λόφου, άλλη μια πανοραμική εικόνα της Αθήνας, με θέα τον Λυκαβηττό αυτή τη φορά, να προβάλει ανάμεσα στα δέντρα. Όμορφο κάδρο μέσα στην ησυχία της ώρας.
Αφήνω πίσω μου τον Στρέφη και κατεβαίνω τα σκαλιά για να ξαναδιασχίσω τα Εξάρχεια από την Εμμανουήλ Μπενάκη αυτή τη φορά. Και να που συνανατάω ξανά μια γάτα, αυτή τη φορά ζωγραφισμένη σε τοίχο, στη σκιά που χαρίζουν τα χωνάκια, τα μπλε γιασεμιά και η πικροδάφνη.
Καθώς συνεχίζω επί της Εμμανουήλ Μπενάκη περνώντας μέσα από την καρδιά των Εξαρχείων, η περιοχή έχει την εικόνα Δεκαπενταύγουστου. Αραιές παρέες εδώ κι εκεί, κι εγώ απολαμβάνω αυτή την σπάνια ηρεμία της ώρας, κοιτάζοντας παλιά σπίτια, εγκαταλειμμένα από χρόνια, δίπλα σε άχαρες πολυκατοικίες. Στενοχωριέμαι που οι τοίχοι είναι μωλωπισμένοι από graffiti, που μοιάζουν με μουτζούρες, χωρίς στην ουσία κανένα νόημα και ύφος. Τουλάχιστον το αναριχώμενο αγκαλιάζει στοργικά το λευκό κτίριο της δεξιάς φωτογραφίας, καθώς ούτε αυτό έχει γλυτώσει το γράψιμο στην κάτω μεριά της πρόσοψής του.
Ανεβαίνω τον λόφο του Στρέφη από το χωμάτινο μονοπάτι της αριστερής μεριάς. Η αλήθεια είναι ότι έχω να έρθω εδώ δέκα χρόνια και τα πεύκα μού μοιάζουν πιο καχεκτικά, όσο για τα σκουπίδια, δυστυχώς αυτά είναι υπερβολικά πολλά. Μέχρι να φτάσω στην κορυφή δεν έχω συναντήσει ψυχή ζώσα. Άδικος δεν είναι ο κόπος, γιατί η θέα είναι απολαυστική. Η Αθήνα στο πιάτο και απέναντί μου η Ακρόπολη. Κοιτάζω γύρω μου και προσπαθώ να φανταστώ το τοπίο, δύο αιώνες σχεδόν πίσω. Άγονος τόπος, ένα λατομείο, που γέμιζε τα πάντα κόκκινη σκόνη. Ο λόφος ανήκε στην οικογένεια Στρέφη και ο ένας αδελφός διαχειριζόταν το λατομείο. Ο άλλος ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και το σπίτι του ήταν στους πρόποδες του λόφου. Η γυναίκα του δεινοπαθούσε γιατί το κοκκινόχωμα της λέρωνε την μπουγάδα. Κι έτσι ο αξιωματικός τράβηξε για τη Γεωπονική Σχολή, αγόρασε δέντρα και τα φύτεψε στον λόφο. Αυτό έγινε γύρω στο 1924.
Με την πάροδο του χρόνου, ο λόφος πέρασε στα χέρια του Δήμου Αθηναίων. Κτίστηκε πέτρινο θεατράκι, δημιουργήθηκε ένα γήπεδο μπάσκετ, μια παιδική χαρά και ειδικό σύστημα υδροδότησης.
Η τελευταία δεκαετία αποδείχτηκε πολύ σκληρή για τον λόφο. Το σκουπίδι περισσεύει, τα δέντρα διψούν για νερό, το σύστημα ποτίσματος έχει καταστραφεί, αντίσκηνα έχουν εμφανιστεί, πέτρες (όπου δεν έχουν ρημάξει) δεν βλέπεις από τα graffiti. Υπάρχουν κάποιοι εγκαταλειμμένοι οικίσκοι, όπως αυτός της φωτο, όπου είναι ξαπλωμένη αμέριμνη μια γάτα. Τουλάχιστον το graffiti που τον καλύπτει είναι έργο τέχνης.
Αφήνω πίσω μου τον Στρέφη και κατεβαίνω τα σκαλιά για να ξαναδιασχίσω τα Εξάρχεια από την Εμμανουήλ Μπενάκη αυτή τη φορά. Και να που συνανατάω ξανά μια γάτα, αυτή τη φορά ζωγραφισμένη σε τοίχο, στη σκιά που χαρίζουν τα χωνάκια, τα μπλε γιασεμιά και η πικροδάφνη.
Καθώς συνεχίζω επί της Εμμανουήλ Μπενάκη περνώντας μέσα από την καρδιά των Εξαρχείων, η περιοχή έχει την εικόνα Δεκαπενταύγουστου. Αραιές παρέες εδώ κι εκεί, κι εγώ απολαμβάνω αυτή την σπάνια ηρεμία της ώρας, κοιτάζοντας παλιά σπίτια, εγκαταλειμμένα από χρόνια, δίπλα σε άχαρες πολυκατοικίες. Στενοχωριέμαι που οι τοίχοι είναι μωλωπισμένοι από graffiti, που μοιάζουν με μουτζούρες, χωρίς στην ουσία κανένα νόημα και ύφος. Τουλάχιστον το αναριχώμενο αγκαλιάζει στοργικά το λευκό κτίριο της δεξιάς φωτογραφίας, καθώς ούτε αυτό έχει γλυτώσει το γράψιμο στην κάτω μεριά της πρόσοψής του.
Στη διασταύρωση της Μπενάκη με την Κωλέττη, συναντάω το έργο του ΙΝΟ 'Wake up" και φυσικά δεν μπορώ να αντισταθώ σε αυτή την καταπληκτική ασπρόμαυρη τοιχογραφία και να μην τη φωτογραφήσω. Ο ΙΝΟ είναι ένας εικαστικός καλλιτέχνης, που τα έργα του έχουν μεγάλη αναγνώριση και κατάφερε να περάσει ως και το κοινοβουλευτικό άδυτο, αφού έργο του κοσμεί την Κυπριακή Βουλή.
Και να που φτάνω στην Ακαδημίας, έτοιμη να στρίψω δεξιά με κατεύθυνση την Ομόνοια. Μία ματιά στο κτίριο απέναντί μου με γεμίζει τη νοσταλγία μιας Αθήνας άλλων εποχών. Είναι το μέγαρο Σκαμπαβία που χρονολογείται από το 1920, με τον υπέροχο κυκλικό κλειστό του εξώστη, κόσμημα μέσα στο γκρίζο και το τσιμέντο, το καλύτερο δώρο αυτής της διαδρομής. Ναι, αυτή η πόλη είναι πάντα ζωντανή.
Χαίρομαι που επισκέφθηκες τη όμορφη γειτονιά μου και έκανες μία πολύ ωραία ανάρτηση. Παρ όλο ότι με το πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει, δεν παύει να είναι πολύ υπέροχη γειτονιά, βγαίνοντας απ το σπίτι θα πούμε ακόμη 10 καλημέρες, είναι γεμάτη ζωντάνια και την αγαπώ πολύ μια και έχω γεννηθεί εδώ. Προσωπικά σ ευχαριστώ πολύ γι αυτή την όμορφη βόλτα στην αγαπημένη γειτονιά μου !!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή