Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Μουσείο Παιχνιδιών: ανακαλώντας την παιδική ηλικία



Σε ένα κτίριο που μοιάζει να βγαίνει από παραμύθι, στεγάζεται το νεόκοπο παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη, το Μουσείο Παιχνιδιών, επί της οδού Ποσειδώνος 14, στο Παλαιό Φάληρο. Το κτίριο, του οποίου η αρχιτεκτονική συνδυάζει γοτθικά, μπαρόκ και art nouveau στοιχεία, είναι δωρεά της Βέρας Κουλούρα.
Το μουσείο άνοιξε στο κοινό τον Οκτώβριο του 2017 και έχει ως πυρήνα τη συλλογή της Μαρίας Αργυριάδη, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δέκα καλύτερες της Ευρώπης. Όπως η ίδια έχει δηλώσει, συνέλεγε παιχνίδια επί σαράντα χρόνια και σε αυτό βοήθησε η αγάπη που έτρεφε από μικρή σε αυτά και το ότι ο άνδρας της ήταν παλαιοπώλης. Η ευρωπαϊκή συλλογή αποτελείται από λαϊκά και αστικά παιχνίδια από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα, προερχόμενα κυρίως από τη Γερμανία, την Αγγλία και τη Γαλλία. Η ελληνική συλλογή περιλαμβάνει παιχνίδια, χρηστικά είδη, ρούχα, εθιμικά παιχνίδια, όπως και παιχνίδια που έφτιαξαν άνδρες και γυναίκες μέλη των ΚΑΠΗ, αναβιώνοντας όσα έπαιζαν εκείνοι στην παιδική τους ηλικία. Και όλα αυτά εκτίθενται στο ισόγειο (όπου υπάρχει και το πωλητήριο) και το υπόγειο του κτιρίου (εκεί λόγω χώρου στεγάζεται το μεγαλύτερο μέρος των συλλογών). Ο δεύτερος όροφος, όπως μου είπε η ευγενική υπάλληλος, στεγάζει τα γραφεία του μουσείου.
Μπήκα στο κτίριο και δεν ήξερα τι να πρωτοθαυμάσω. Το βλέμμα μου έτρεχε προσπαθώντας να ρουφήξει τα πάντα με τη μία. Στάθηκα στα υπέροχα χρώματα των τοίχων, στα περίτεχνα γύψινα, μπήκα στον πειρασμό να χαϊδέψω το αλογάκι κοντά στην είσοδο (εντάξει, συγκρατήθηκα) και πέρασα στον πρώτο χώρο όπου εκτίθενται παιχνίδια από τα αρχαία χρόνια. Ως λάτρης της αρχαιολογίας, ήμουν προετοιμασμένη. Φαντάστηκα όμως την έκπληξη που θα ένιωθε ένα μικρό παιδί βλέποντας τις πλαγγόνες ,τις κουδουνίστρες, τα θήλαστρα, αντικείμενα ίδια στη χρήση, με τα σημερινά. Σκέφτηκα με συγκίνηση πως τα ήθη και τα έθιμα είναι η συνέχεια ενός τόπου, ενός λαού, ενός έθνους.
Οι οθόνες αφής, κατατοπιστικές, μου έδωσαν επαρκείς εξηγήσεις για το κάθε αντικείμενο και αν είχαν στόμα να μιλήσουν, σίγουρα θα μου έλεγαν να τους αδειάσω επιτέλους τη γωνιά, τόση ώρα που καθόμουν πάνω από την κάθε μία.



Πολλά τα εκθέματα, το καθένα είναι σαν να σου κλείνει το μάτι και να σου λέει “έλα, κάτσε λίγο ακόμα μαζί μας!” Μικρή, δεν έτρεφα ποτέ ιδιαίτερη αδυναμία στις κούκλες, στο μουσείο όμως στάθηκα με ευλάβεια παρατηρώντας προσεκτικά την κάθε μια τους, από την πιο ταπεινή έως την πιο λουσάτη, ίσως γιατί τώρα τις έβλεπα σαν ένα κομμάτι ιστορικής μνήμης. Εντυπωσιακές οι κούκλες με τις ελληνικές φορεσιές, ξύλινες κούκλες που τα σώματά τους λαξεύτηκαν στο Νότιο Τύρολο και ήταν γνωστές ως Γκρέντνερ Ταλ. Συνηθιζόταν τον 18ο και 19ο αιώνα να τις αγοράζουν αρχόντισσες νησιώτισσες και να τις χαρίζουν στους φιλοξενούμενούς τους, περιηγητές συνήθως.
Στις προθήκες με τα οπτικά παιχνίδια, πρόδρομους  του κινηματογράφου, βλέποντας το view master, αναπόλησα μια μακρινή εποχή που ο πατέρας μου μου είχε κάνει δώρο ένα.
Το πιο φορτισμένο συναισθηματικά σημείο του ισογείου ήταν το τμήμα με τον αριθμό 15, όπου είναι εκτεθειμένα (περιοδική έκθεση) παιχνίδια που έφτιαξαν μέλη ΚΑΠΗ, ανακαλώντας τα δικά τους βιώματα παιδικής ανεμελιάς, με ταπεινά απλά υλικά, από τσίγκο, σκοινί, χαρτόνι, ξύλο, πηλό, ντυμένα και χρωματισμένα με αγάπη. Και η προθήκη με την προσωπική σφραγίδα της Μαρίας Αργυριάδη, καθώς μιλάει για το πάθος της για τα παιχνίδια και τον τρόπο που κατάφερε να τα συγκεντρώσει. Μην προσπεράσετε το κουκλόσπιτο που βρίσκεται αριστερά από την προθήκη. 
Κατεβαίνοντας στο υπόγειο, το πρώτο που αντικρίζεις είναι η προθήκη με παιχνίδια, κούκλες ως επί το πλείστον, από χώρες της Ασίας και της Αφρικής κυρίως. Εδώ θαύμασα τον φιλντισένιο κυπρίνο από την Ιαπωνία, ένα πραγματικό κομψοτέχνημα.
 Όλες οι αίθουσες είναι γεμάτες θαύματα, αντικείμενα που για το καθένα θα μπορούσα να γράψω μια ιστορία. Νομίζω όμως πως τα λόγια εδώ είναι περιττά, τα μάτια και η καρδιά του κάθε επισκέπτη βλέπουν και νιώθουν τη μαγεία. Επιτρέψτε μου όμως να σταθώ σε κάτι άλλο που αγαπώ πολύ, κι αυτό είναι η λαϊκή παράδοση. Υπάρχει λοιπόν ένας χώρος που είναι αφιερωμένος στα εθιμικά παιχνίδια. Ξεχωρίζω την ξύλινη μικρή εκκλησία που κατασκεύασαν ο Θάνος και η Μαρία Βελούδιου, όταν ήταν παιδιά, για να λένε τα κάλαντα. Το συνήθιζαν αυτό στα ορεινά και ηπειρωτικά μέρη, να φτιάχνουν δηλαδή το ομοίωμα μιας φωτισμένης εκκλησίας Βυζαντινής συνήθως, που τη στόλιζαν με καμπανάκια και χρωματιστά χαρτιά και παρέπεμπε στην Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης. Και να που μαθαίνω κάτι καινούριο, καθώς βλέπω την ξύλινη χελιδόνα που έφτιαχναν τα παιδιά για τα κάλαντα της άνοιξης, τα χελιδονίσματα. Αυτό γινόταν τη δεκαετία του 1910 και οι μαθητές την πρώτη Μαρτίου δεν πήγαιναν σχολείο παρά γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού και τραγουδούσαν τον ερχομό της άνοιξης.
Λίγο παραδίπλα να και οι κούκλες από στάχυα, διακοσμημένες μα φανταχτερά υφάσματα, πούλιες και φούντες. Τις έφτιαχναν οι μανάδες για τις κόρες τους στην Κάρπαθο, από τα πρώτα στάχυα του θερισμού, και πίστευαν ότι έτσι ήταν σαν να μεταφερόταν κάτι από τη βλαστική δύναμη του αγρού στα μικρά κορίτσια.
Να αναφερθώ εδώ και στις κουτσούνες, πολλές και διαφόρων τεχνοτροπιών, μα και στο σκαμνί της γέννας, στις κούνιες νάκα, στα περίτεχνα σκαλιστά αντικείμενα, στο τρελό χρωματικό πανηγύρι, εκεί που εκτίθενται τα πιο ταπεινά παιχνίδια, αυτά που αγόραζαν τα παιδιά από τους πανηγυρτζήδες. Μα και στα παιχνίδια των ελληνικών βιοτεχνιών που άνθισαν το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, παιχνίδια που κάποια από αυτά τα έπαιξα κι εγώ παιδί. Και φυσικά στο κουκλοθέατρο και στις φιγούρες του Κλούβιου, της Σουβλίτσας και του Μπάρμπα Μυτούση, στις κρεμαστές ξύλινες μαριονέτες από τη Σικελία, 
στο επιτραπέζιο παιχνίδι της χήνας, με τις εντυπωσιακές χήνες-πιόνια, στην ξύλινη κιβωτό του Νώε με τα 38 ξύλινα ζώα, στην κούκλα μικροπωλήτρια με τις τρομερές λεπτομέρειες, στο ξύλινο οπτικό πανόραμα, έναν κύλινδρο με παραστάσεις που στηρίζεται σε άξονα με μανιβέλα. 
Βγαίνοντας από το μουσείο, περπάτησα για λίγο τον όμορφο κήπο με τα ψηλά δέντρα και τις φιλόξενες σκιερές γωνιές δίνοντας την υπόσχεση στον εαυτό μου ότι θα ξαναρχόμουν.
Κοίταξα ακόμη μια φορά το υπέροχο κτίριο κι έβγαλα τις τελευταίες φωτογραφίες κάνοντας τη σκέψη ότι η μηχανή του χρόνου δεν είναι επιστημονική φαντασία. Γιατί εκεί, στον παραμυθένιο πύργο της λεωφόρου Ποσειδώνος, το ταξίδι για το χθες ξεκινάει ξανά και ξανά κι ο καθένας μας είναι ευπρόσδεκτος επιβάτης.
Το Μουσείο λειτουργεί από Πέμπτη έως και Κυριακή (εκτός αργιών) από τις 10 το πρωί μέχρι τις έξι το απόγευμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...