Ivan Aivatzovsky: Moonlight in Feodosia, 1852 |
Σε ένα βασίλειο κάπου στον κόσμο του σήμερα και
του παραμυθιού, ο βασιλιάς έψαχνε να βρει τον διάδοχό του. Σαν το άκουσαν οι
πρίγκιπες έφτασαν με βιάση, να προλάβουν και να διεκδικήσουν όλα τα επίγεια. Η
επιθυμία του βασιλιά ήταν ανήκουστη. Ζητούσε να του φέρουν το φεγγάρι!
Άνθρωποι υπερφίαλοι με πλούτη και όλα τα καλά,
πρίγκιπες με παράσημα και πλουμίδια, με στολές χρυσαφιές και ατλαζένιες
εμφανίστηκαν και πέταξαν προς το φεγγάρι με τον πιο εύκολο τρόπο: με αερόστατα,
ελικόπτερα, αεροπλάνα ως και διαστημόπλοια. Γύρισαν πίσω άπραγοι όλοι, με το
κεφάλι κάτω, και ντροπιασμένοι χάθηκαν πάλι στα δήθεν πριγκιπάτα τους.
Ο βασιλιάς χαμογέλασε πικρά. Λυπόταν, γιατί όταν
αυτός θα αποσυρόταν, όλοι του οι κόποι θα πήγαιναν χαμένοι και όχι τίποτα άλλο,
όμως για να διατηρηθεί η ομόνοια και η γαλήνη χρειαζόταν ο ιδανικός. Προφανώς,
αυτό ήταν το ακατόρθωτο, και όχι το να του φέρουν το φεγγάρι στα χέρια.
Κι εκεί που είχε απελπιστεί, εμφανίστηκε ένας
πρίγκιπας που κανένας δεν ήξερε τον τόπο απ’ όπου ερχόταν. Δεν είπε λέξη στον
βασιλιά, -φαινόταν πως ήταν άνθρωπος που τα λόγια δεν τα είχε για σπατάλη. Και
τι παράδοξο! Ο βασιλιάς ανακουφίστηκε και είπε να κάνει όση υπομονή χρειαζόταν
μέχρι να γυρίσει ο πρίγκιπας, που ήταν και η τελευταία του ελπίδα.
Ο πρίγκιπας είχε μόνο τα πόδια του να
χρησιμοποιήσει στο μακρύ του ταξίδι. Πήρε τον δρόμο και περπατούσε μέρες.
Σταματούσε ελάχιστα ίσα για μια ανάσα.
Κάποτε αντίκρισε ένα μεγάλο βουνό και το φεγγάρι
στην κορυφή του.
«Τι περίεργο!» θαύμασε ο πρίγκιπας. «Το φεγγάρι
είναι ολόγιομο! Πώς γίνεται αυτό;» αναρωτήθηκε ενώ συνέχιζε την δύσκολη
ανάβαση.
Τα πόδια του πλήγιασαν από τα αγκάθια, τα χέρια
του μάτωσαν από τα ξερόκλαδα, η αναπνοή του μόλις που ακουγόταν, ώσπου με μια
ύστατη προσπάθεια, έφτασε στην κορυφή. Μεμιάς ξέχασε όλη του την κούραση καθώς
μαγεμένος στύλωσε το βλέμμα στο φεγγάρι. Μια μυστική συνομιλία ξεκίνησε κι ο
πρίγκιπας άπλωσε τα χέρια. Ήταν ιδέα του ή το φεγγάρι χαμήλωνε προς τη μεριά
του;
Αλήθεια ήταν, γιατί το φεγγάρι βρέθηκε ξαφνικά
στην αγκαλιά του, ένας ζεστός φωτεινός δίσκος. Ο πρίγκιπας με δάκρυα στα μάτια το
απίθωσε προσεκτικά στο σάκο του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Κάποτε έφτασε στο παλάτι του βασιλιά,
εξουθενωμένος, βρώμικος, με ρούχα κουρέλια. Οι φρουροί, για να δείξουν ότι
άξιζαν τη θέση τους, δεν τον άφησαν να περάσει προβάλλοντας τα όπλα τους και
απειλώντας. Ακούγοντας τη φασαρία, ο βασιλιάς ενοχλήθηκε και βγήκε να δει τι
γινόταν.
«Το έφερα!» είπε ο πρίγκιπας κι ένα εξαντλημένο χαμόγελο
χαράχτηκε στα χείλη του ενώ με χέρια που έτρεμαν, έβγαζε το φεγγάρι από τον
σάκο.
Όλα σιώπησαν γύρω, οι φρουροί κοκάλωσαν στη θέση
τους, ο βασιλιάς παρακολουθούσε κρατώντας την αναπνοή του.
Κι εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια, το φεγγάρι
έλαμψε δυνατά κι οι αχτίδες του αγκάλιασαν τον πρίγκιπα ντύνοντάς τον με ασήμι.
Οι πληγές του έκλεισαν και η εξάντληση χάθηκε κι αυτή. Τα μάτια του πρίγκιπα γέμισαν
από το φως του φεγγαριού, ένα φως γεμάτο όλη τη σοφία και την καλοσύνη του
κόσμου.
Τότε, οι πόρτες του βασιλείου άνοιξαν ορθάνοιχτες
και πίσω από αυτές πρόβαλε ο Παράδεισος, ένας Παράδεισος όλος δικός του.
Κάπου
ψηλά ή χαμηλά, κάπου εντός μας, είναι ο Παράδεισος, εκεί που οδηγεί η υπομονή, η
επιμονή κι ένα ολόγιομο φεγγάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου