Μέσα στη νύχτα, μια μακρινή βουή γέμισε τον τόπο και κάλυψε τους ήχους της μουσικής. Ήταν τα βούκινα από τα καΐκια που προσάραζαν στην απάνεμη μεριά του νησιού και μαζί μ’ αυτά ο ήχος της καμπάνας που ερχόταν όλο και πιο δυνατός από το Μοναστήρι της Καλής Καρδιάς. Η ξαφνική αναστάτωση και οι καμπάνες που χτυπούσαν ασταμάτητα έκαναν τον παπα-Γιώργη και τη Γιουλή να πεταχτούν έντρομοι στο πλάτωμα. Ο Βάγης βρήκε την ευκαιρία να τρυπώσει στο άδειο πια ξωκλήσι και να αρπάξει την εικόνα. Με μια δρασκελιά, έφτασε το ιερό και δοκίμασε να ξεμανταλώσει το παράθυρο που έβλεπε στον γκρεμό. Έξω, δεκάδες στόματα αντάριαζαν μέχρι που οι οπλές ζωντανού που πλησίαζε επέβαλαν τη σιωπή.
«Χωριανοί! Μια νέα Ελλάδα γεννήθηκε! Ο Όθωνας γυρίζει στη χώρα του! Η πατρίδα μας είναι μόνο δική μας!»
Βουβαμάρα σύντομη και μετά οι ζητωκραυγές.
Ο Βάγης αναμάσησε το νέο, αυτό που περίμενε από εκείνη τη μαγιάτικη Κυριακή σε μιαν άλλη εποχή, σε μια διαφορετική κοινωνική τάξη. Η φασαρία πολλαπλασιαζόταν μέσα στη νύχτα σέρνοντας στο κατόπι της και άλλα δεινά. Χωρίς δεύτερη σκέψη έδωσε ένα πήδημα και βρέθηκε έξω από το ξωκλήσι ισορροπώντας στο χείλος της αβύσσου. Κοίταξε τον γκρεμό χωρίς να κιοτέψει,
ψαχουλεύοντας για πατήματα στο κενό. Τα αγκάθια τού ξέσκιζαν ρούχα και σάρκα, μα δεν σκεφτόταν την αποκοτιά του παρά τη βουή που δεν έλεγε να κοπάσει. Δεν ήταν μονάχα ο αγέρας που είχε σηκωθεί μέσα στη νύχτα, μανιασμένος κι αυτός από τα παράλογα καμώματα των ανθρώπων. Ήταν οι φωνές όμοιες με καλέσματα αγριμιών που έβγαιναν στο κυνήγι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου