Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

 Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρική ιδέα του μύθου. Ξεκινώντας από την καταστροφή της Πρέβεζας μετά τη μάχη της Νικόπολης, το 1798, καταλήγει σε μιαν άλλη μαύρη σελίδα, αυτήν του Νοεμβρίου του 1825, τέσσερα χρόνια μετά την κήρυξη της Επανάστασης, στα μπουγάζια της Αγουλινίτσας κατά του Ιμπραήμ.

Θα γνωρίσουμε πώς σπέρνεται ο σπόρος της Μεγάλης Ιδέας, πώς καρπίζει και μεταφέρεται. Μια προεπαναστατική Ελλάδα και μετά η αρχή της απελευθέρωσης, η διχόνοια, η πάλη για εξουσία, οι εμφύλιες διαμάχες, οι αλλότριες παρεμβάσεις. Κλέφτες, κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες, έμποροι, διανοούμενοι, πολιτικοί και πολιτικάντηδες. Συμφέροντα που μπλέκονται και περιπλέκονται. Ένα έθνος που παλεύει να ξαναβρεί τις ρίζες του. Μυστικές συναντήσεις, μεγαλείο ψυχής, αυταπάρνηση. Κι από την άλλη, διπροσωπία, εγωπάθεια, αρχομανία, επίδειξη πλούτου και δύναμης. Ο ταγμένος και ο καιροσκόπος. Και από το σύνολο στο επιμέρους. Οι αγώνες και τα πάθη ιδωμένα μέσα από τα μάτια του κόσμου μιας μικρής μεριάς του Μοριά.

Ο Χαλασμός της Πρέβεζας. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Οι Βενετσιάνοι παραδίδουν στους Φραντσέζους. Σε καλύτερα χέρια θα βρεθούμε, μολογάνε οι Πρεβεζάνοι κι ανασαίνουν ανακουφισμένοι. Τα σχέδια όμως του Οθωμανού δεν τα χαλάνε αυτές οι ευρωπαϊκές αλλαγές φρουράς. Φωτιά κι αφανισμός περιμένει όσους μπαίνουν στο στόχαστρο της Υψηλής Πύλης. Και η Ελένη, που μόλις έχει συνέλθει από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, βρίσκεται εξόριστη στη μαύρη λίμνη. Θα αγαπήσει τον τόπο, θα αγαπήσει τον προστάτη της, εκείνον τον φέρελπι Φιλώτα Κοροβέση, γιο άρχοντα, σπουδαγμένο και αριστεύσαντα στο εξωτερικό. Κι από καπριτσιόζα έφηβη θα μεστώσει όπως μεστώνει η αγάπη της. Θα βγάλει ρίζες και κλαδιά και ανθούς. Ένα περιβόλι θα γενεί σαν εκείνο της πατρίδας που σπόρο γόνιμο περίμενε να αυγατίσει.

Αυτό που σε κατατρώει ή που θα σου δώσει δύναμη ή που θα σε αφανίσει. Γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος. Αγαθό ερίφιο και τρομερό σαρκοβόρο συνάμα. Γεννιέται άγραφη σελίδα. Κι άλλοι λένε τα γονίδια, άλλοι οι περιστάσεις είναι που σε πλάθουν στη ζωή. Χαράζεις μια πορεία, κι αν κάποτε ξεφύγεις, στο χέρι σου είναι να τη διορθώσεις. Μα, αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, πώς να αναγνωρίσεις το λάθος; Αν θρέφεσαι από δήθεν αδικίες, στραβοπατήματα και στραβοκοιτάγματα, αν οι περγαμηνές σου αραχνιάζουν σε μια γωνιά κι ο καθρέφτης σου θαμπώνει, ενώ εσύ κατεβαίνεις στα πιο πυκνά σκοτάδια; Δε σε λένε Ελένη τώρα, σε λένε Λητώ. Είσαι η αντίζηλος, φθονείς και έχεις ένα σχέδιο. Σαν εκείνα τα σαρκοβόρα φυτά έλκεις με σπάνια χρώματα και άλλες χάρες τα ανυποψίαστα αφελή έντομα. Στο χέρι σου είναι να αλλάξεις πορεία ή μήπως ενδόμυχα περιμένεις να πληρωθείς ό,τι σου αξίζει;

Πάθη φανερά και άλλα καμουφλαρισμένα και ανομολόγητα. Ο έρωτας ο ιερός, ο μεγαλειώδης. Στο άλλο άκρο ο ερεβώδης, ο ανόσιος.

Μια λίμνη τροφοδότρα κι ένας πύργος που δεσπόζει στα ψηλώματα. Αντίκρυ η θάλασσα και τα φιλικώς κείμενα νησιά.

Κάθε εξέγερση γράφεται με αίμα. Οι καρποί του ξεσηκωμού διψασμένοι, αχόρταγοι να στεριώσουν δίχως όρια. Παραδίνεσαι στην Ιδέα τη Μεγάλη, στον Ιερό Σκοπό. Την υπηρετείς με το είναι σου, ειδάλλως την ώρα της Κρίσης δικάζεσαι και βρίσκεσαι ελλιπής.

Αστείρευτη πηγή γνώσεων και λογοτεχνικού πλούτου, η Ελένη Στασινού συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη της μέσα από έναν μύθο που μιλάει για πάθη. Πάθη της Ζωής και της Επανάστασης. Για μαύρες αλλά και τιμημένες σελίδες της Ιστορίας. Πεπραγμένα καλώς ή κακώς καμωμένα έρχονται να υφάνουν πάνω στο στημόνι τα παιχνίδια της καρδιάς, του νου και της σάρκας. Και μοιάζουν με τα σχέδια που η λεπτή γουρουνότριχα της τρίτης μάνας φτιάχνει στη σαρμανίτσα, την ξύλινη κούνια που θα υποδεχτεί μια νέα ζωή σε μιαν Ελλάδα ελεύθερη. Πουλιά και λέλουδα με έναν ήλιο φωτοδότη μέχρι που αντιγυρίζουν σε έρεβος, εκείνο το βαρύ σύννεφο που απλώνεται Νοέμβρη καιρό του 1825 πάνω από τη λίμνη, εκείνο που επίκληση καμία δεν το σκιάζει, εκείνο που μόνο όταν τραφεί ανδρεία, αίμα, φωτιά και χαμό άδικο, μόνο τότε θα αλαφρώσει και θα χαθεί, να αφήσει πίσω του ανάσα ελεύθερη σε γη καμένη μα αδούλωτη πια. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, θέλει μεγαλείο ψυχής, θέλει έρωτα αγιάτρευτο. Βαρύ το τίμημά της, άχθος για τους βολεμένους, τους δειλούς, τους ανυποψίαστους. Κι αν είναι να σώσεις τη ζωή σου, το βιος σου, το αίμα σου ή την πατρίδα, τι διαλέγεις; Πάθος είναι ο έρωτας. Πάθος και η απληστία. Θα σε πάνε στον χαλασμό. Πώς να τα συμβιβάσεις; Όταν τα θέλω σου από σπίθα αρπάζουν φωτιά που δυναμώνει, τι να διαλέξεις; Πώς τιθασεύεις σώμα, ψυχή, καρδιά; Πώς στέκεσαι στο ύψος των περιστάσεων;

Μεγίστη του λόγου η Ελένη Στασινού, με το νέο της μυθιστόρημα δεν μας δίνει μόνο πολύτιμες γνώσεις ιστορίας, αλλά και μια συμπυκνωμένη κοινωνιολογική μελέτη συνάμα με μια κατάδυση στα άδυτα της ψυχής.

Ένα μυθιστόρημα για το ανθρώπινο μεγαλείο αλλά και τη μικρότητα. Για την ελευθερία και την αρετή, αλλά και για τον φόβο και την ολιγωρία. Για το αντίτιμο των πράξεών μας.

Η αφήγηση άλλοτε καταιγιστική, χωρίς ανάσα, άλλοτε με γλύκα και γαλήνη, σαν τη λίμνη που κυριαρχεί στον μύθο της μοιάζει. Ζωοδότρα αλλά και φλεγόμενη πλανεύτρα.

Ένας συναρπαστικός άθλος που καθηλώνει μέχρι την τελευταία σελίδα.

Η Ελένη Στασινού γνωρίζει πώς να πάρει τον αναγνώστη στο ταξίδι της, να τον τιθασεύσει σαν τον Κέλητα, εκείνο το ερωτευμένο άλογο του μύθου της, να τον δέσει μαζί της για πάντα.

Το μυθιστόρημα “Μύχια Πάθη” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Γιάννης Δενδρινός: Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους

 
Χειμώνας του 49. Σε ένα νησί, στο Ιόνιο. Στον απόηχο ενός εμφυλίου που οδεύει προς το τέλος του. Αχάραγα εμφανίζεται έξω από το καφενείο του χωριού ένα κορίτσι με πάλλευκη επιδερμίδα. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε, ούτε η ίδια μπορεί να τους διαφωτίσει, αφού δεν μιλάει. Στα μαύρα χρόνια που
όλη η Ελλάδα έχει περάσει, ίσως σε κάποιους ανθρώπους η συμπόνια να είναι το μόνο περίσεμα. Το χωριό ανοίγει την αγκαλιά του στο βουβό κορίτσι, δίνοντάς το στην καπετάνισσα να το αναθρέψει. Δίνοντάς του ένα όνομα, Γαλάτεια.

Αυτή είναι η απαρχή της νουβέλας του Γιάννη Δενδρινού που με μαεστρία αναδιαρθρώνει τον χρόνο μέσα από τις αφηγήσεις του Ορέστη και της Φωτεινής οι οποίες εναλλάσσονται στο πρώτο μέρος της. Δύο διαφορετικές φωνές, η μεγαλύτερη σε ηλικία αντρική και η νεανική γυναικεία. Σε ένα πιο σύγχρονο χρονικά σημείο, στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Η κουβέντα τους φέρνει την ανάσα των βιωμάτων, της παιδείας, της μνήμης τους Θυμίζει εκείνο το παιχνίδι με τις λέξεις, αντικριστά σε δύο στήλες, με την αριστερή να αντιστοιχίζει τη δεξιά. Ο αόρατος ακροατής τους, ο αστυνόμος, ακούει τις μαρτυρίες τους σχετικά με ένα συμβάν που αρχικά δεν κατονομάζεται.

Ένας ιστός αράχνης που απλώνεται, μια τραγωδία που επαναλαμβάνεται σε δεύτερο χρόνο, μια κλειστή κοινωνία, ένα κλειστό σπίτι. Οι ήρωες σαν τα έντομα παγιδεύονται στον λαβύρινθο της ζωής-ιστού, τραυματίζονται, ακολουθούν μια πορεία που ενδόμυχα οι ίδιοι χάραξαν. Μοναδική εξαίρεση, το βουβό πρόσωπο αυτής της ιστορίας που προσφέρεται αμαχητί ως εξιλαστήριο θύμα. Εκείνη, η βουβή Γαλάτεια, μοιάζει αερικό, σκόνη που ένας αέρας φύσηξε, την πήρε και χάθηκε χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, ένα ελάχιστο αποτύπωμα. Μια ζωή χαμένη, μια ζωή για την οποία τα πιο κοντινά της πρόσωπα δεν γνωρίζουν παρά τρίμματά της.

Τραύματα που αφήνουν σημάδια, αόρατα στα απαίδευτα μάτια. Γιατί τα ορατά ξυπνούν τη μνήμη των πολλών, εκείνα όμως που κρύβουμε μέσα μας, εκείνα που ωθούμε στο υποσυνείδητο, βρίσκονται πάντα μαζί μας, είναι σάρκα και αίμα μας. Τα φροντίζουμε σαν ένα τρυφερό λουλούδι, μη τυχόν και μαραγκιάσουν και πάψουν να μας θυμίζουν ότι είμαστε θνητοί, έρμαια των επιλογών μας, όσο κι αν πολλές φορές ρίχνουμε το φταίξιμο στη μοίρα, στην τύχη, στις συγκυρίες.

Οι πράξεις μας είναι επιλογές μας, ισχυρίζεται ο Ορέστης, ο καταξιωμένος δημοσιογράφος που καταθέτει τη δεκάχρονη σχέση του με τη Γαλάτεια, το κορίτσι εκείνου του χειμώνα του 49. Μιλάει για ένα πλάσμα ονειρικό, που ήρθε στη ζωή του από το πουθενά, για να γίνει η σύντροφος της εφηβείας του. Οι μνήμες του αλλού και άλλοτε τον συνεπαίρνουν, γίνεται λυρικός, νοσταλγός, μακρηγορεί γιατί το έχει ανάγκη. Η Γαλάτεια είναι το δικό του σημάδι, μια πληγή που τη φρόντισε όσο μπορούσε, ώσπου γιατρεύτηκε εξωτερικά, αλλά κακοφόρμισε η θύμησή της. Κακοφόρμισε γιατί ο εγωισμός είναι που θρέφει την εθελοτυφλία.

Η Φωτεινή από τη μεριά της μιλάει για τη βαριά ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι της. Για μια μάνα που της αφήνει σχέδια παντού, για να αντικαταστήσει τις λέξεις που χάθηκαν μέσα της. Για έναν πατέρα με αμφίσημες παρέες και συναλλαγές στα χρόνια της Δικτατορίας. Για το σκοτάδι που καταπίνει όλο της το είναι, την κάνει να νιώθει ξεριζωμένη, άπατρις, απόκληρη. Η φωνή της μάνας είναι παρηγοριά, απάγκιο, βάλσαμο για μια τρυφερή παιδική ψυχή. Η Φωτεινή όμως δεν έχει τέτοιες αναμνήσεις, τέτοια βιώματα. Συνεπακόλουθα, η ζωή της γεμίζει άχθος, το βάρος ενός αρρωστημένου περιβάλλοντος. Ένα βουβό σπίτι, ένα δωμάτιο που οι ρωγμές στον τοίχο δημιουργούν ένα παλίμψηστο, μόνη διέξοδο του ψυχισμού της σε εικασίες και ονειροφαντασίες μιας ζωής που της μοιάζει κακοτεχνία. Μιας ζωής άτακτης, μισής, όπως άτακτα και μισά στο νόημά τους είναι τα σκίτσα της μητέρας της.

Στο δεύτερο μέρος της νουβέλας, σε τριτοπρόσωπη πλέον αφήγηση, εισάγονται δύο νέα πρόσωπα. Πρόκειται για τη Φωφώ, μητέρα του αστυνόμου ο οποίος στο πρώτο μέρος, αθέατος και βουβός ακούει τις καταθέσεις, και για τον Μίμη, τον λαχειοπώλη φίλο της. Ένα απογευματινό δίωρο στα Πετράλωνα. Το στίγμα τους αυτό των λαϊκών, απλών ανθρώπων, ντόμπροι και οι δύο. Βασανισμένοι, στροβιλίστηκαν στη δίνη της ζωής, δεν βαρυγκώμησαν όμως. Τα χνάρια τους, τρεμάμενα αστέρια, μονάδες ίδιες με αμέτρητες άλλες, αόρατα για το πλήθος. Τι ειρωνεία όμως. Τη διαφορά στη ζωή την κάνει αυτή η κάθε αόρατη επίμονη μονάδα, στάλα στάλα, μέχρι να γίνει νερό που ορμητικό σαρώνει και ξεπλένει. Είναι αυτή η μονάδα, που το σκεπτικό της συμπυκνώνεται στο ότι η πορεία μας σε αυτόν τον κόσμο είναι μια συνάρτηση αυτοβουλίας και συγκυριών. Η μονάδα που ξεπερνάει το εγώ της, που τιμάει και γιατρεύει τα τραύματά της.

Τα τραύματα είναι αιχμαλωσία και απελευθέρωση. Αν ο Ορέστης και η Φωτεινή βρισκόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο, όσο ο καθένας τους έδινε τη δική του συνεισφορά στην εξιχνίαση του μυστηρίου, θα έβλεπαν με καθαρό βλέμμα τα δικά τους τραύματα. Και ίσως τότε καταλάβαιναν ότι η εμμονή είναι το ανυπέρβλητο εμπόδιο της ενσυναίσθησης. Αναλωνόμαστε στο να ρίχνουμε αλάτι στις πληγές μας, νομίζοντας ότι ο επιπλέον πόνος θα μας κάνει πιο δυνατούς. Αγαπάμε να μισούμε. Σκεφτήκαμε ποτέ όμως τον πόνο των άλλων; Αιχμάλωτοι, εγκλωβισμένοι, με στεγανά, και μεγάλες ιδέες. Με πίκρα, με χολή, υπερφίαλοι, ανάλγητοι. Τα μάτια μας είναι ανοιχτά, τα αυτιά μας επίσης. Βλέπουμε όμως και ακούμε διυλίζοντας μέσα από το εγώ μας. Τα τραύματα είναι βιώματα, είναι δικά μας, ξεχωριστά για τον καθένα, τα ρούχα που φοράμε σε αυτή τη ζωή. Να τα φροντίζουμε πρέπει, να μας θυμίζουν πως είναι οι αποσκευές μας, το μέσο για να βελτιωθούμε. Να καταφέρουμε να ζήσουμε με αυτά, όχι δέσμιοί τους, αλλά τιμώντας τα, θεωρώντας τα ένα μάθημα που μας πήγε παραπέρα.

Αυτές και πολλές ακόμα σκέψεις μου γέννησε το βιβλίο του Γιάννη Δενδρινού, που με έναν μεστό συμπυκνωμένο λόγο, με μαεστρία και επιδεξιότητα, δίνει τις διαστάσεις μιας ανθρώπινης τραγωδίας. Με απόλυτη σαφήνεια η συνάρτηση τραύματα- αιχμαλωσία και τραύματα-απελευθέρωση αποτυπώνεται στο πρώτο και το δεύτερο μέρος της λογοτεχνικής του δημιουργίας.

Είναι ιντριγκαδόρικο λογοτέχνημα η νουβέλα, καθώς ο συγγραφέας καλείται να πλάσει και να εξελίξει τον μύθο του χωρίς τα βοηθήματα που πλεονάζουν σε ένα μυθιστόρημα. Καλείται να πλάσει αληθινούς χαρακτήρες, να τους εξελίξει, να τους κινήσει στο χρονοτοπολογικό του γίγνεσθαι. Να ορίσει, αν όχι φανερά, την αρχή, τη μέση και το τέλος του, και τέλος να φέρει την κάθαρση ή την ελπίδα της κάθαρσης.

Το στοίχημα με τη νουβέλα, ακριβώς λόγω της σχετικά μικρής της έκτασης, είναι να μη μακρηγορήσει και πλατειάσει. Ο συγγραφέας να καταφέρει να κεντρίσει τον αναγνώστη, να τον κάνει να μείνει μαζί του. Αυτό το τραχύ μονοπάτι ο Γιάννης Δενδρινός το διαβαίνει άκοπα. Ο τρόπος που αποδίδει τον μύθο του έχει μια μαγεία που συνεπαίρνει. Κάθε μία από τις τέσσερις φωνές των κεντρικών ηρώων χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή μοναδικότητα. Οι πράξεις και οι κινήσεις τους, τα λόγια και τα πάθη τους ρέουν ανάγλυφα μέσα από το κείμενο. Ακόμα και οι δευτερεύοντες ήρωες όμως, πρόσωπα με ένα στιγμιαίο πέρασμα, κάνουν απόλυτα αισθητή την παρουσία τους, όντας δεμένοι με λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες, με μια αρμονική οικονομία.

Ένας μύθος στέρεος, ένα ψυχογράφημα με απόλυτη δυναμική.

Η νουβέλα «Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...