Μια δυστυχία η ζωή μου όλη. Ξέρετε τι είναι να σε λένε Αυτή; Βιργινία Αυτή
είναι το ονοματεπώνυμό μου. Απελπισία σκέτη. Όχι ότι Μαρία, Ελένη, Κλεοπάτρα θα
ακουγόταν καλύτερο, αφού μόνιμα θα συνοδευόταν από το τραγικό επίθετο.
Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου δεν φαίνεται να συμμερίζονται την
άποψή μου, και μάλιστα με λένε από υπερβολική έως υποχόνδρια. Πώς να μην
καταντήσω υποχόνδρια, όταν από μικρή νόμιζα πως όλοι με εμένα ασχολιόντουσαν;
Πηγαδάκι στην άκρη της αυλής οι συμμαθήτριες στο Δημοτικό κι εγώ να περνάω και
να τις ακούω να ψιθυρίζουν και να γίνομαι ταύρος. Εσείς πώς θα αντιδρούσατε αν
ακούγατε Αυτή το ένα, Αυτή το άλλο… Εκείνες φυσικά ισχυριζόντουσαν ότι δεν
έλεγαν το επίθετό μου, παρά την αντωνυμία. Κι εγώ, επειδή βέβαια τις είχαμε
κάνει τις δεικτικές αντωνυμίες στο μάθημα, τους θύμιζα μαινόμενη ότι υπήρχε και
το εκείνη και το ετούτη, για να μην μπερδευόμαστε. Και τι έφταιγα εγώ που μυαλό
δεν βάζανε και καταλήγαμε στο μαλλιοτράβηγμα και κάθε λίγο και λιγάκι
κουβαλάγανε τους γονείς μου στο σχολείο να με συνετίσουν;
Στο Γυμνάσιο, έκανα την κουφή. “Αυτή!” φώναζε η Φιλόλογος στον κατάλογο,
εγώ όμως πέρα έβρεχε. Αφού ωρυόταν κάμποσο, της χαμογελούσα ταπεινά και της
εξηγούσα πως νόμιζα ότι αναφερόταν στην αντωνυμία. Τον θυμό του Δημοτικού τον
είχα γυρίσει σε ειρωνεία στα χρόνια του Γυμνασίου.
Στο Πανεπιστήμιο δεν είχα και μεγάλο πρόβλημα, γιατί ούτε παρέες έκανα ούτε
στα μαθήματα πολυεμφανιζόμουν. Το πτυχίο, έτσι κι αλλιώς, άχρηστο πήγε, γιατί
έπεσε η χώρα σε κρίση και δουλειές λίγες, υποψήφιοι πολλοί.
«Να παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς!» λέει όλη την ώρα η μάνα μου. «Θα
αλλάξεις και επίθετο, οπότε θα ησυχάσεις».
Τι να της εξηγήσεις τώρα πως ο νόμος έχει αλλάξει δεκαετίες πριν και η
γυναίκα κρατάει το δικό της επίθετο, τιμή της και καμάρι της; Τις σουφραζέτες
θα τις είχε σουβλίσει η μάνα μου, που δεν εννοεί να το χωνέψει, ευτυχώς που
αυτή πρόλαβε κι έδεσε τον γαμπρό προ νέου Οικογενειακού Δικαίου.
«Θα ησυχάσω αν κουφαθώ και δεν ακούω το επίθετό μου όλη την ώρα» αποφάνθηκα
στωικά.
Δεν ωφελούσε να το πολεμάω, αυτό ήταν το επίθετό μου, πάει και τελείωσε.
Βέβαια, οι παρεξηγήσεις και οι εντάσεις συνεχιζόντουσαν, γιατί άντε να
ξεχωρίσει κανείς πότε τον καλούν με το επίθετό του και πότε αοριστολογούν.
Φανταστείτε ότι μια μέρα εκεί που πέρναγα έναν πολυσύχναστο δρόμο, ακούω μια
κραυγή. «Αυτή! Αυτή!» ούρλιαζε μια γυναίκα κι όλοι άρχισαν να τρέχουν κατά το
μέρος μου. Κοντοστάθηκα έκπληκτη νομίζοντας ότι από κάπου με ξέρει. Μέχρι να
καταλάβω τι συνέβαινε, με τραβολόγαγαν στο τμήμα. «Όχι αυτή, αυτή!» ούρλιαζε η
γυναίκα κι έδειχνε κάπου στην άλλη μεριά του δρόμου. Κάποια της είχε κλέψει το
πορτοφόλι και μέσα στην αναμπουμπούλα οι καλοθελητές περαστικοί με είδαν που
σταμάτησα κοιτώντας εναγωνίως, έτσι το κατάλαβαν εκείνοι, και θεώρησαν πως εγώ
ήμουν η ύποπτη.
Το πάθημα έγινε μάθημα κι από εκείνη τη στιγμή δεν έδινα πια σημασία ούτε
στην αντωνυμία ούτε σε οποιοδήποτε ομόηχο ή εμπεριέχον τους φθόγγους όνομα. Ο
κόσμος ήταν πολύ μεγάλος για να ασχολείται συνέχεια μαζί μου, στο κάτω κάτω δεν
ήμουν σκέτη Αυτή, ήμουν μια Βιργινία Αυτή, οπότε γιατί να σκοτίζομαι;
Το πρόβλημα όμως της ανεργίας παρέμενε. Να είσαι τριάντα δύο χρονών και να
ψάχνεις να βρεις δουλειά όπως πολύς κόσμος έψαχνε τους κάδους των σκουπιδιών
για οτιδήποτε χρήσιμο, ούτε στον εχθρό μου δεν το εύχομαι. Η φίλη μου η Νικόλ
προσπαθούσε να με παρηγορήσει, έχοντας πάντα τεράστια αποθέματα αισιοδοξίας να
μοιράζεται.
Είμαστε σε ένα καφέ σε έναν πεζόδρομο του Θησείου. Χαρά Θεού η μέρα, μια
ομορφιά όλα γύρω, χαριτωμένο το καφέ, με χρώματα κι αρώματα.
«Μια χαρά κοπέλα είσαι, την υγεία σου την έχεις, τι άλλο θέλεις;» λέει η
Νικόλ.
«Δουλειά!» απαντάω και ρουφάω με μανία τον καφέ με το καλαμάκι.
Κάποιος από δίπλα με αγριοκοιτάζει που χαλάω την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα με
τόσο άκομψους ήχους κι εγώ λουφάζω παίζοντας εκνευρισμένη με τα μαλλιά μου.
Η Νικόλ με κοιτάει καλά καλά.
«Τι έγινε πάλι;» ρωτάω εκνευρισμένη.
«Για να δω το αυτί σου».
«Πας καλά;»
Εκείνη όμως έχει σκύψει ήδη και μελετάει το αυτί μου σαν παλαιολιθικό
εύρημα.
«Μα έχεις πολύ όμορφο αυτί!»
«Πάψε να παίζεις με τον πόνο μου. Και δεν θέλω να ακούω για αυτιά και
οτιδήποτε σχετικό. Ξέρεις πόσο με εκνευρίζει».
«Μιλάω σοβαρά. Είναι τόσο αρμονικό. Το πτερύγιο, ο λοβός, μα κοίταξέ το,
βρε παιδί μου».
«Πού να το δω, καλό μου κορίτσι;»
«Καθρέφτη δεν έχεις στο σπίτι σου; Το πρωί δεν βλέπεις το αυτί σου;»
«Άλλη όρεξη δεν είχα. Δεν μου φτάνει το επίθετο, θα έχω και το αυτί τώρα! Η
Αυτή με το αυτί!»
«Βλακείες. Κάτσε να το βγάλω μια φωτογραφία».
«Πας καλά; Ρεζίλι θα γίνουμε!» εξανίσταμαι εγώ κοιτώντας αμήχανα δεξιά κι
αριστερά. Εκείνος ο κύριος που θορυβήθηκε από το ρούφηγμα του καφέ μου, πάλι με
κοιτάζει. Κοιτάζει επίμονα.
«Ορίστε, είδες τι έκανες: Τι κατάλαβες;» λέω στη Νικόλ, γιατί βλέπω τον
κύριο να σηκώνεται και να έρχεται προς το μέρος μας αποφασισμένος.
«Ε, δεν κάναμε και κανένα έγκλημα» λέει η Νικόλ. «Πολύ καλημέρα σας!»
απευθύνεται στον κύριο χαρίζοντάς του το φωτεινό της χαμόγελο, σήμα-κατατεθέν
της.
«Κυρίες μου, καλημέρα και συγγνώμη για την ενόχληση» λέει ο νεοφερμένος.
«…μέρα» πετάω εγώ μέσα από τα δόντια μου, γιατί η καλή φαίνεται από το πρωί,
και μέχρι στιγμής καλοσύνη δεν είδα.
«Άθελά μου άκουσα τη συζήτησή σας» λέει ο τύπος. «Μου επιτρέπετε;»
Βασικά δεν του επιτρέπω, αλλά αυτός τραβάει τη διπλανή καρέκλα και
στρογγυλοκάθεται.
«Ονομάζομαι Ιωσήφ Ιωβηλαίος» ανακοινώνει και μου δίνει μια κάρτα. “Jubillee constellations» γράφει
με καλλιγραφικά στοιχεία.
Τον κοιτάζω χωρίς να καταλαβαίνω. Ή μάλλον κατάλαβα. Είναι από τους τύπους
που ψάχνουν να βρουν πελάτες όπου τους κάτσει. Τώρα έδεσε. Ετοιμάζομαι να τον
στείλω κομψά.
«Μου επιτρέπετε;» λέει ξανά ο κύριος Ιωβηλαίος και σκύβει προς το μέρος μου.
Δεν του επιτρέπω, αλλά πού να προλάβω; Τώρα κοιτάζει εμβριθώς το αυτί μου.
Μήπως είναι ωτορινολαρυγγολόγος;
«Τέλεια! Τέλεια! Αυτό ακριβώς έψαχνα!» αναφωνεί κι εγώ είμαι έτοιμη να του
απαντήσω ότι δωρητής οργάνων εν ζωή δεν γίνομαι, γιατί τον κόβω για λίγο Βαν
Γκογκ τον τύπο.
Ποιος ξέρει τι ύφος έχω, γιατί ο άνθρωπος βάζει τα γέλια.
«Μη με παρεξηγείτε. Είμαι κοσμηματοποιός και λανσάρω μια νέα συλλογή. Θα
έχετε ακούσει για το constellation piercing».
Προφανώς δεν περιμένει απάντηση, ούτε εγώ ούτε η Νικόλ έχουμε κάτι να
συνεισφέρουμε εξάλλου.
«Είναι η νέα τάση της μόδας στα σκουλαρίκια. Πολλά διαφορετικά σκουλαρίκια
όχι μόνο στον λοβό του αυτιού, αλλά και σε όλη την επιφάνειά του. Έχω
δημιουργήσει σχέδια που θα ξετρελάνουν όλες τις ηλικίες. Το μόνο που θέλω είναι
το ιδανικό αυτί που θα τα αναδείξει».
Δεν ιδρώνει πλέον το αυτί μου καθώς ακούω το ομόηχο του επιθέτου μου,
αντίθετα είμαι όλη αυτιά.
«Και εσείς έχετε αυτό που ζητώ. Κυρία μου…»
«Βιργινία» χαμογελάω, αποσιωπώντας το επίθετό μου. Άστο καλύτερα, μην
μπερδευτούμε και χαλάσουμε και την ειδυλλιακή στιγμή.
«Βιργινία» συνεχίζει ακάθεκτος ο κύριος Ιωβηλαίος «το αυτί σας θα γίνει το
πρότυπό μου. Το μοντέλο μου».
«Τι να το κάνετε το αυτί μου;» ρωτάω έκπληκτη, μπερδεμένη είμαι ακόμα.
«Μα φυσικά. Η Βιργινία μας δεν θα έχει καμία αντίρρηση να δουλέψει μαζί
σας» με προλαβαίνει η Νικόλ, που έχει μπει στο νόημα, αφού δεν διυλίζει τον
κώνωπα όπως συνηθίζω να κάνω εγώ.
Αντιλαμβάνομαι κι εγώ πλέον τις αγνές και όχι δολοφονικές προθέσεις του
κυρίου κοσμηματοποιού και συγκατανεύω χαμογελώντας. Ο κύριος Ιωβηλαίος με
ενημερώνει λεπτομερώς για τα έργα τέχνης του όπως τα αποκαλεί και κανονίζουμε
ένα ραντεβού για την επόμενη κιόλας ημέρα. Μετά από αυτά μας αφήνει να απολαύσουμε
τον καφέ μας με την ησυχία μας.
«Τι σου έλεγα;» μου κλείνει το μάτι η Νικόλ.
«Δεν πιστεύω στα αυτιά μου ότι βρήκα δουλειά. Δεν πιστεύω στα αυτιά μου!»
«Να το πιστέψεις. Αφού γελάνε και τ’ αυτιά σου!»
Την κοιτάζω, με κοιτάζει, και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.