Υποκλίνομαι στους σεμνούς ανθρώπους, αυτούς που με ό,τι καταπιάνονται, το κάνουν με μεράκι και μακριά από τυμπανοκρουσίες. Η Μαρία Χίου ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αγαπάει αυτό που κάνει, γράφει με πείσμα, δύναμη, θέληση, ψυχή. Και αυτό το απέδειξε από την πρώτη κατάθεσή της σε μυθιστορηματική μορφή, με το «Η σιωπή του ποταμού». Ακολούθησε το «Χέρια γυμνά» και με μεγάλη μου χαρά πήρα στα χέρια μου πρόσφατα το «Ο κήπος της μοναξιάς» για να διαπιστώσω, διαβάζοντάς το χωρίς ανάσα σχεδόν, ότι το καλό γίνεται καλύτερο.
Βρέθηκα στην πολύ όμορφη και σεμνή παρουσίασή της στο Αθηναϊκό Ωδείο και μαγεύτηκα από τα απλά και μεστά λόγια της, αλλά και από το νέο της δημιούργημα με το οποίο ήρθα σε πρώτη επαφή μέσα από έξι επιλεγμένα αποσπάσματα. Είπε η συγγραφέας ότι δεν θέλησε να διδάξει, αλλά να μιλήσει για αυτά που ο καθένας έχει μέσα του, ο καθένας γνωρίζει. Όταν όμως ένα δημιούργημα γράφεται από τα μύχια της ύπαρξής μας, μέσα από την ψυχή μας, μεταλαμπαδεύει. Γιατί το σωστό, το δίκαιο, το καλό και το κακό όλοι τα γνωρίζουμε, άσχετα από το τι εφαρμόζουμε.
Ο κήπος της μοναξιάς είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που για εμένα έχει μια ξεκάθαρη κεντρική ιδέα. Αυτό μου έδειξε η συγγραφέας με τον στρωτό, ορθολογικό τρόπο της, χωρίς να με κουράσει με ατελείωτες περιγραφές, λιτά, τονίζοντας τα συναισθήματα και το βάθος το ανθρώπινο με το στοιχείο της προσωποποίησης, που δίνει πνοή στο κείμενο. Με έκανε φτάνοντας στο τέλος, να κλείσω το βιβλίο και να σκεφτώ αυτά που βρήκα στις σελίδες, να συναισθανθώ τους ήρωες. Και θαύμασα τον τρόπο που η Μαρία Χίου έστησε αυτό το δύσκολο έργο που η ραχοκοκαλιά του είναι οι δανεικές ταυτότητες, και κατ’ επέκταση οι δανεικές ζωές. Γιατί δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για την ψυχή, αν δεν μπορείς να δεις με την ψυχή. Μα δεν είναι εύκολο να δεις με την ψυχή αν δεν την έχεις ήδη ντύσει με αγάπη. Και ό,τι δώσεις, αυτό θα πάρεις. Αυτά τα απλά αλλά βαθιά νοήματα δένουν όλο το μυθιστόρημα, σαν τα λουλούδια που φυτρώνουν σε έναν κήπο, άλλα ευωδιαστά, άλλα όμορφα, άλλα ασήμαντα, κι όμως όλα φτιάχνουν την εικόνα, όλα μπορούν να φυτρώσουν, να αναπτυχθούν, να μαραθούν. Τα λουλούδια εξάλλου έχουν την πρώτη θέση σε αυτό το μυθιστόρημα. Μια γαρδένια θα προσφέρει ο Λάσκαρης και θα πυροδοτήσει δεινά που κανένας δεν περίμενε. Αυτές τις γαρδένιες θα ποτίζει η Αθηνά, γαρδένιες πάλλευκες μέχρι η πνοή τους να γίνει πίκρα, σπαραγμός και θάνατος για την ίδια. Ένα κλαδί βασιλικό θα απιθώνει ο Φίλιππος στα πόδια της Ανθής δυο τριαντάφυλλα θα λαχταράει σε όλη της τη ζωή η Δόμνα. Τον κήπο της Δόμνας θα φροντίσει η Αλίκη από εγωισμό και για να εκδικηθεί τη δική της μητέρα, μα μόνο τα χέρια της Αλεξίας θα ποτίσουν αγάπη το διψασμένο χώμα.
Πέντε γυναίκες: Η Αθηνά, η Ανθή και η Δόμνα, κόρη της Αθηνάς η πρώτη, ψυχοκόρη η δεύτερη, η εγγονή Αλίκη, η δισέγγονη Αλεξία ακολουθούν έναν δρόμο γεμάτο εμμονές, μυστικά, σκιές. Πώς είναι αλήθεια να ζεις στη σκιά των άλλων, πώς είναι να νομίζεις ότι ζεις μέσα από τις ζωές των άλλων; Τι είναι αυτό που ορίζει τις πράξεις μας, τι κάνουμε συνειδητά και τι χωρίς δεύτερη σκέψη; Ποιος είναι αυτός που θα κοντοσταθεί στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας και που τελικά θα διαλέξει τον δύσκολο δρόμο για να βγει νικητής;
Μέσα στα αγκάθια και τους θεριεμένους θάμνους, πίσω από γωνιές που κρύβουν τον Παράδεισο μέσα σε μια χούφτα Κόλαση, εκεί που το σπουργίτι θα πετάξει σαν τον αετό, ο κήπος της μοναξιάς είναι γεμάτος πάθη ανθρώπινα, αλλά και μεγαλείο ψυχής.
Το μυθιστόρημα «Ο κήπος της μοναξιάς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη.