Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Ξύλο μαρτυρίου

Goya Scene from an inquisition
«Θα καείς στη φωτιά! Τουλάχιστον μετανόησε και η ψυχή σου θα αναπαυτεί εν ειρήνη». Η στιβαρή φωνή του Χόρχε διαπέρασε την υγρή πέτρα και αντήχησε στα δαιδαλώδη υπόγεια.
Οι άλλοι δύο άντρες, καλυμμένοι με μαύρους μανδύες, κούνησαν αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Γνώριζαν ότι ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αποκήρυτταν την αίρεση και τον Σατανά. Η σωτηρία της ψυχής δεν ενδιέφερε όσους ζούσαν στο σκοτάδι. Στο νεύμα του Ιεροεξεταστή, έστρεψαν την πλάτη και χάθηκαν στο βάθος του διαδρόμου.
Ο Χόρχε συνέχισε τον πύρινο λόγο του έως ότου τα βήματα έσβησαν κι απόμειναν μονάχα οι ήχοι της υγρασίας που έσταζε παντού και τα αχνοπατήματα των τρωκτικών. Η φιγούρα στον ξύλινο πάγκο έμενε ακίνητη, παγωμένη σε αυτόν τον ενδιάμεσο σταθμό μεταμέλειας, στην πραγματικότητα όμως τόπο μαρτυρίου.
Ο Ιεροεξεταστής δεν άφησε το βλέμμα του να σταθεί στη γυναίκα ούτε λεπτό παραπάνω. Ήταν η τελευταία δοκιμασία και για τον ίδιον και για εκείνη. Τη φοβόταν αυτή τη στιγμή, τη φοβόταν από την ώρα που τον όρισαν ως υπεύθυνο να αποσπάσει την ομολογία από τη μάγισσα. Το παράλογο της κατάστασης του έφερε γέλιο, ένα τρελό γέλιο που στράβωσε το στόμα του καταπονώντας τα δυνατά χαρακτηριστικά του.
Τη γνώριζε την κατάληξη. Από εκείνο το πρώτο δευτερόλεπτο που είχε αντικρίσει τη μορφή της Μαριάννας, γνώριζε ότι θα καιγόταν στην Κόλαση μαζί της. Το γνώριζε όσο την παρακολουθούσε, τότε που εκείνη γύριζε ελεύθερη ακόμη αγγίζοντας με τα γυμνά μέλη της τις φτέρες στο δάσος. Τότε που έβγαινε με το φως του φεγγαριού για να αφιερώσει τη γύμνια της στους δικούς της θεούς.
Κι αυτός -αφοσιωμένος στον Θεό, τον ένα και μοναδικό- δεν είχε ξανανιώσει πόθο, επιθυμία που έσκιζε το σώμα του στα δυο. Λιγόλογος, πάντα αδέκαστος, αναζητητής της καθαρότητας της ψυχής, προασπιστής της θείας Κρίσης. Ίσως πάλι να μην έφτανε ποτέ να υποκύψει στις αμαρτίες της σάρκας αν δεν εκτελούσε με τόση συνείδηση την αποστολή του. Αν δεν επέμενε να παρακολουθεί όλες τις κινήσεις της Μαριάννας. Της μάγισσας, όπως χαρακτήρισαν τόσες πριν, όπως θα ονομάτιζαν άλλες τόσες μετά.
Γιατί συνέβαιναν όλα αυτά; Μερικές εβδομάδες πριν ο Χόρχε θα είχε έτοιμη μια απάντηση, όμοια με όσες συνήθιζε να διαβάζει στα αφοριστικά κείμενα της Θεολογικής Σχολής.
Γιατί η Μαριάννα ήταν διαφορετική από τους ευσεβείς; Δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την εκκλησία, κανένας δεν την έβλεπε στην αγορά. Ποτέ δεν είχε ανταλλάξει κουβέντα με κάποιον περαστικό. Κι όμως… Όλοι γνώριζαν με την παραμικρή λεπτομέρεια όσα έκανε. Μερικές βδομάδες πριν ο Χόρχε πίστευε πως αυτό ήταν το καθήκον του πιστού Χριστιανού. Τώρα, είχε γίνει κι ο ίδιος βλάσφημος θεωρώντας ότι το πραγματικό θέλημα του Θεού ήταν η ελευθερία του ανθρώπου να Τον προσεγγίσει.
Πώς να φτάσεις τον Θεό αν υπακούς τον Κανόνα χωρίς να αντιλαμβάνεσαι το νόημά του; Η Μαριάννα είχε κατακτήσει τη δική της ελευθερία. Υπάκουε στους νόμους της φύσης, συνομιλούσε με αυτήν. Το είχε δει με τα μάτια του, το είχε ακούσει με τα αυτιά του. Την παρακολουθούσε δύσπιστος στην αρχή. Τα βήματά του αθόρυβα πίσω της. Εκείνη δε νοιαζόταν για τους ήχους. Τα γυμνά της πέλματα πατούσαν τα υγρά φύλλα που αναστέναζαν σαν να καλοδεχόντουσαν το βάρος της, την ίδια στιγμή που και το δικό του σώμα αναστέναζε. Πέτρωνε και μετά γινόταν υγρό το κορμί του, αίμα και νερό που χοχλάκιζε έως ότου το μαρτύριο κατέληγε αβάσταχτο. Τότε ήταν που ο Χόρχε έγερνε το κεφάλι στο πιο κοντινό δέντρο που μπορούσε να κρύψει τη φθαρτή του ύπαρξη, άπλωνε τα χέρια κι έκοβε μια χούφτα φύλλα να δροσίσει το πυρωμένο του μέτωπο.
Τώρα δεν ακουγόταν το παραμικρό στο καταραμένο υπόγειο. Και η ψυχή του Ιεροεξεταστή έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει το σώμα του και να παρακολουθεί απόμακρη τις τελευταίες στιγμές του δράματος. Αυτή η ψυχή που είχε ντυθεί άλλον εαυτό και παρακολουθούσε αμέτοχη τις φιγούρες πάνω στον γδαρμένο πάγκο. Το ανδρικό κορμί είχε αγκαλιάσει σφιχτά το γυναικείο.
Ο Ιεροεξεταστής Χόρχε Γκουντιέρες κοιτούσε μέσα από το υγρό πέπλο της πίκρας που έσταζαν τα μάτια του άνδρα καθώς χάιδευε τα πληγιασμένα δάχτυλα της γυναίκας, καθώς τα ίδια δάχτυλα παραμέριζαν τα κουρελιασμένα ρούχα. Σφάλισε σφιχτά τα βλέφαρα, όμως ακόμη κι έτσι μπορούσε να διακρίνει την κάθε κίνηση. Αναστέναξε καρτερικά. Το σώμα του άρχισε να τρέμει. Ρίγη, συνεχόμενα ρεύματα ηδονής τον συντάραζαν. Δεν υπήρχε έλεος, δεν υπήρχε. Μπορούσε να φύγει, να εγκαταλείψει τους δύο κολασμένους. Αφού γνώριζε τι θα ακολουθούσε, γιατί έπρεπε να το υπομείνει ξανά;
Κάποιος γέλασε σατανικά. Το αναγνώριζε αυτό το γέλιο ο Χόρχε, το δικό του ήταν. Δάγκωσε δυνατά τα χείλη του μέχρι που η γεύση του αίματος πλημμύρισε το στόμα του. Ακριβώς την ίδια στιγμή που πάνω στον πάγκο, το στόμα της ανδρικής φιγούρας γέμιζε από τη γεύση της λευκής σάρκας που γευόταν αχόρταγο. Μα πότε εκείνα τα κορμιά που κάθονταν κακομοιριασμένα το ένα δίπλα στο άλλο βρέθηκαν γυμνά, δυο σώματα που αγκομαχούσαν πάνω στα στρεβλά σανίδια; Ζωώδεις ήχοι γέμισαν το κελί, βογκητά τρυπούσαν τα αυτιά. ΄
Ο Χόρχε δεν άντεχε άλλο. Άνοιξε τα μάτια του τη στιγμή που ο άλλος βέβηλος εαυτός του έχυνε καυτό σπέρμα και οργή στο σώμα της γυναίκας. Την ίδια στιγμή που τα χέρια του έσφιγγαν τον λαιμό της μέχρι να της κοπεί η ανάσα και το κορμί να κυλήσει άψυχο στο πάτωμα. Ορθάνοιχτα ήταν τώρα τα μάτια του Ιεροεξεταστή, σαν τα μάτια εκείνης που εστίαζαν στο άπειρο. Δεν ήταν η Μαριάννα. Δεν θα μπορούσε να είναι. Ο Χόρχε Γκουντιέρες, αυτός ο ίδιος, την είχε καταδικάσει σε θάνατο. Την είχε δει να καίγεται στη φωτιά δίνοντάς του κατάρα μέχρι να γίνει ευχή, ευχή μέχρι να γίνει κατάρα.

Τα δύο αντρικά σώματα επιτέλους ενώθηκαν ξανά καθώς η ψυχή κατανόησε τι ζητούσε ο Θεός. Με κόπο, ο Χόρχε ξέσφιξε το δαχτυλίδι που φορούσε στον δεξί παράμεσο. Το άνοιξε και το πλησίασε στα ήδη πικρά χείλη του. Η γλώσσα του γεύτηκε τους αχνοπράσινους κρυστάλλους. Το δηλητήριο θα του χάριζε την αργή, βασανιστική λύτρωση. 

Σημείωμα συγγραφέως: Το διήγημα "Ξύλο μαρτυρίου" προοριζόταν να ενταχθεί σε μια ψηφιακή συλλογή διηγημάτων των εκδόσεων Σαΐτα. Τελικά το κράτησα εκτός, γιατί ταίριαζε περισσότερο στο σκοτεινό ύφος του ημερολογίου του Άγγελου Κράλη, κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος "Αραμπέλα/τα όρια της πίστης". Η βασική ιδέα του παραμένει η ίδια, κάποιες προτάσεις έμειναν ατόφιες. Και για όσους έχουν την περιέργεια να δουν πώς, τι και πού εντάχθηκε, δεν έχετε παρά να κατεβάσετε ελεύθερα και δωρεάν το μυθιστόρημα σε  pdf  ή σε epub

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ευρυδίκη Αμανατίδου: Αραμπέλα/τα όρια της πίστης

Τον Μάιο του 1859, ο Άγγελος Κράλης καταφεύγει στις Κυκλάδες, στο απομονωμένο νησί της Κατένας, έναν αντιφατικό τόπο όπου συνυπάρχουν ορθόδοξοι και καθολικοί, γαιοκτήμονες και δουλευτές της γης, στην Ελλάδα του Βαυαρού Όθωνα. Εκεί θα αναλάβει την επιστασία των κτημάτων του ισχυρού Στέφανο Καστίγιο, ενώ ο έρωτάς του για την Αραμπέλα, ανιψιά του Καστίγιο, θα τορπιλίσει την εύθραυστη ισορροπία στο χωριό της Βέργας ώσπου το μίσος θα γίνει ανεξέλεγκτο.
Τον Μάρτιο του 2002, οι δρόμοι τριών, φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους, ανθρώπων συναντιούνται σε μια δημοπρασία. Ο Λουκάς Αργέντης, δισέγγονος του Άγγελου Κράλη και κληρονόμος ενός πύργου στην άκρη του πουθενά, ο Σέργιος Παλαζίνι, ευγενής της Κατένας και τελευταίος απόγονος του Καστίγιο, και η Κύνθια Καστελάνου που η ομοιότητά της με την Αραμπέλα θα δώσει αφορμή για κάθε είδους εικασίες, θα γίνουν σύμμαχοι και αντίπαλοι για να αποδείξουν ότι η αγάπη νικάει τη φθορά και τον θάνατο.
Ένα μυθιστόρημα για τα όρια της πίστης, ρευστά όσο και οι εποχές που διατρέχει.


Κυκλοφορεί σε ελεύθερη ψηφιακή μορφή από τις εκδόσεις Σαΐτα και μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν πατώντας  εδώ

Ελένη Στασινού: Μύχια Πάθη

  Κι ο άνεμος φέρνει σπορά να πέσει στο περιβόλι. Με αυτή την πρόταση, για να εναρμονιστώ με το ύφος του μυθιστορήματος, συνοψίζω την κεντρι...