Η ψυχή σου κάπου εδώ θα γυρίζει, του είπα. Δεν θ’ αναπαύεται, θα πηδάει
από βράχο σε βράχο, θα πλανάρει στη ράχη των γερακιών, θα δροσίζεται στις
Γούρνες, θα μυρίζει τα φρέσκα πευκαρούδια, θα χώνεται μες στα χάρβαλα των
ξερολιθιών, θ’ αναπολεί τον ανθρώπινο μόχθο, τότε που τα βουνά ήσαν γεμάτα
κόσμο.
Ένα μικρό απόσπασμα από το
μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη «Ανάμισης ντενεκές», (Βιβλιοπωλείον της
Εστίας), όπου ο συγγραφέας επιχειρεί να ανασυνθέσει τον θρύλο του Γιώργη
Πέτικα, φυγόδικου μετά τον φόνο που διέπραξε τον Φεβρουάριο του 1915. Ενενήντα
χρόνια μετά, το όνομα κι η ιστορία, περνώντας από γενιά σε γενιά, κρατάει ακόμη
πάνω στο Πελλιναίο. Ένα φονικό για τα μάτια μιας γυναίκας, που το όνομά της
ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί, αναπάντητο ερώτημα στο τέλος αυτού του
μυθιστορηματικού ντοκουμέντου, ως τήρηση του απαράβατου νόμου της σιωπής. Μια
αντιζηλία με τον αδερφικό φίλο, το σταυραδέρφι και μια ανηλεής καταδίωξη από το
σώμα της χωροφυλακής.
Ανάμισης ντενεκές το σύνθημα για
το καταφύγιο του Πέτικα. Εκεί που θα βρεθεί κι ο ίδιος ο συγγραφέας ερευνητής,
σχεδόν έναν αιώνα μετά, ψάχνοντας τις απαντήσεις, μερώνοντας τη ματιά του στους
ίδιους τόπους, μόνο που το πράσινο που έβλεπε ο Πέτικας έχει γίνει καφέ, κι η
ιστορία του σαν τη γη έχει ξεθωριάσει, μέχρις όλα να γίνουν χώμα και νερό.
Μέσα από ένα τριπλό εύρημα στον
αφηγηματικό χρόνο (η μυθιστορηματική ανασύσταση του βίου και της πολιτείας του
Πέτικα, η παράθεση των αποσπασμάτων του τύπου και οι μαρτυρίες που συλλέγει ο
ερευνητής), ο συγγραφέας ανασκαλίζει τα κομμάτια του χθες, τιμή στη συλλογική
μνήμη. Η ανασύσταση της ιστορίας του φυγόδικου πορεύεται με την ιστορία της
Ελλάδας, σημειολογικά δοσμένη. Ο Ενικός Διχασμός και η αντιγνωμία Βενιζέλου και
βασιλιά για την είσοδο στον πόλεμο ζωντανεύει μέσα στο καφενείο του Κούβακα,
όπου ο Φώτης από το αναλόγιό του διαβάζει στους θαμώνες τα γεγονότα, αυτά των
παθών του βασανισμένου λαού παράλληλα με τα πάθη του κυνηγημένου Πέτικα. Για
την ελευθερία γίνονται υποτίθεται οι πόλεμοι, μέχρι κάποιος αντικειμενικός
κριτής να δείξει την πραγματικότητα. Για την ελευθερία τους πέρασαν τη θάλασσα
κι οι Μικρασιάτες να έρθουν πρόσφυγες στη Χίο και αλλού στην παλιά Πατρίδα και
να τύχουν αντίγνωμης υποδοχής. Κι όμως, τι παράξενο, μα στην ιστορία του Γιώργη
του Πέτικα, ακόμη κι αν οι αφηγήσεις των παλιών όπως το δημοσιογραφικό
μαγνητόφωνο του Μακριδάκη τις καταγράφει, αλλοιώνουν ή παραλλάσουν κάποια
σημεία της, ο θρύλος δικαιώνει την επιμονή του. Γιατί ο λαός πάντα στο πρόσωπο
αυτού που θέλει να μείνει λεύτερος, αφήνει παράμερα την παράβαση και εστιάζει
στον ηρωισμό, την μη αποδοχή της καταπίεσης, την πάλη για μιαν ανάσα ολόκληρη
και μια ματιά που τίποτα δεν την περιορίζει.
Σαν την ανάσα και το βλέμμα του
Πέτικα, εκεί πάνω στον Ανάμιση ντενεκέ.
Άξια γραφή, γεμάτη από τους ήχους και τις εικόνες ενός τόπου όπου το χθες συναντά το σήμερα ως απάντηση στο τι σημαίνει συλλογική μνήμη, αλλά και τι σημαίνει ελεύθερη ψυχή.
Κρατάω ένα ακόμη μικρό απόσπασμα που μέσα στη λιτότητά του τα λέει όλα.
"Πως δυστυχώς κανένας δεν ξεφεύγει και ευτυχώς όλοι μπορούν να ξεφύγουν. Πως ευτυχώς κανένας δεν ξεφεύγει και δυστυχώς όλοι μπορούν να ξεφύγουν".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου