«Ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας» έγραψε ο Τσαρλς Μπουκόφσκι.
«Όταν έρθει εκείνη η ώρα κι αν είσαι ο εκλεκτός, από μόνο του θα συμβεί
και θα συνεχίζει να συμβαίνει μέχρι εσύ ή εκείνο να πεθάνει», καταλήγουν οι στίχοι.
Καλό το χάρισμα και σε αναμονή των καρπών του, κάποτε φτάνει και η ώρα της αλήθειας, η στιγμή που ανακοινώνεται το μαγικό «το έργο σας έγινε δεκτό».
Πολυποίκιλα συναισθήματα: Φόβος για την έκθεση ενός γεννήματος στο φως, την αποδοχή ή την απόρριψή του. Σεβασμός στη δύναμη των δικών μας λέξεων, υπόκλιση μπροστά στην κυριαρχία τους, χαρά για το ταξίδι που μόλις ξεκινάει. Ταξίδι μαγικό όπως είναι και όλη η διαδικασία μέχρις ότου το αρχικό κείμενο τακτοποιηθεί στις σελίδες του έντυπου βιβλίου, αποκτήσει το κάλυμμα που θα τραβήξει τον αναγνώστη και το όνομα του εκδοτικού οίκου που θα αποτελεί πλέον το σπίτι του γράφοντος. Το νεογέννητο βιβλίο είναι έτοιμο πια να μπει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Βγήκαμε στο φως, η εκπλήρωση ενός διακαούς πόθου. Αρκεί αυτό; Η έκδοση δεν αποτελεί πανάκεια. Το βιβλίο δε θα πετάξει από μόνο του στην αγκαλιά του αναγνώστη. Εξάλλου, η σύγχρονη εποχή απαιτεί άλλου είδους κινήσεις. Η κλασική παρουσίαση και η γνωριμία με τον συγγραφέα σε έναν παραδοσιακό χώρο δεν αρκεί. Ο εκδότης δεν υπόσχεται πλέον λαγούς με πετραχήλια. Ο δημιουργός χρειάζεται να δουλέψει από μόνος του, να γίνει ο ίδιος προωθητής του έργου του. Πώς; Μεγάλο θέμα και ακανθώδες.
Η δική μου απάντηση είναι ότι προέχει η σύνεση και η σοβαρότητα ώστε ο νεοεισελθών στον εκδοτικό χώρο να μη γίνει το υποκείμενο παρομοιώσεων σχετικών με οπωροκηπευτικά, βότανα και άλλα πολλά. Οι κινήσεις πρέπει να είναι προσεκτικές, εν ολίγοις απαιτείται σχεδιασμός στρατηγικής. Δε σημαίνει βέβαια ότι τώρα θα θυμηθούμε όλους τους συμμαθητές μας από τα χρόνια του νηπιαγωγείου και μετά. Δε θα αναζητήσουμε ξαφνικά το γενεαλογικό μας δέντρο ανατρέχοντας στους προπάτορές μας γενιές πίσω για να βρούμε θαυμαστές. Αυτό που θα εξετάσουμε εν πρώτοις είναι το κοινό μας, η στοχοποιημένη ομάδα μας.
Αφού βρούμε με φόβο και πάθος σε ποιον απευθυνόμαστε, επιλέγουμε τον τρόπο προσέγγισης όπως και το πώς και τι θα πούμε. Οι κινήσεις μας γίνονται μετρημένες, σαν να λέμε «ένα βήμα κάθε φορά». Τα λόγια μας οφείλουν να είναι μεστά και ουσιώδη. Ο συστηματικός αναγνώστης εκτιμάει την ειλικρίνεια και την απλότητα όπως και τη δυνατότητα να συνομιλήσει, να ασκήσει κριτική, να υποδείξει. Ας λείπουν οι τυμπανοκρουσίες και οι άσκοπες επαναλήψεις, γιατί τα αυτιά του αποδέκτη μας είναι ευαίσθητα και οι κεραίες του πάντα τεντωμένες.
Μπαίνουμε λοιπόν κι εμείς στον κύκλο των ανθρώπων που παλεύουν με τις λέξεις. Δεν κολακεύουμε. Αρχικά ακούμε περισσότερο, μιλάμε λιγότερο, εκτός αν αυτό που θα πούμε είναι όντως αξιοπρόσεκτο. Η συντεχνιακή αλληλεγγύη δεν σημαίνει ότι μειώνουμε τη δική μας προσωπικότητα. Αυτή πάντα θα βρει τρόπο και τόπο να ανθίσει, αρκεί να έχουμε ενστερνιστεί ότι δε θέλουμε να είμαστε ο μαϊντανός που ευδοκιμεί σε καλαίσθητη γλάστρα. Γιατί συγγραφέας δε γίνεται κανείς με το που θα βγάλει ένα, δύο ή και περισσότερα βιβλία, αλλά με την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στα δικά του θέλω και τα θέλω των λέξεών του.
Καλό το χάρισμα και σε αναμονή των καρπών του, κάποτε φτάνει και η ώρα της αλήθειας, η στιγμή που ανακοινώνεται το μαγικό «το έργο σας έγινε δεκτό».
Πολυποίκιλα συναισθήματα: Φόβος για την έκθεση ενός γεννήματος στο φως, την αποδοχή ή την απόρριψή του. Σεβασμός στη δύναμη των δικών μας λέξεων, υπόκλιση μπροστά στην κυριαρχία τους, χαρά για το ταξίδι που μόλις ξεκινάει. Ταξίδι μαγικό όπως είναι και όλη η διαδικασία μέχρις ότου το αρχικό κείμενο τακτοποιηθεί στις σελίδες του έντυπου βιβλίου, αποκτήσει το κάλυμμα που θα τραβήξει τον αναγνώστη και το όνομα του εκδοτικού οίκου που θα αποτελεί πλέον το σπίτι του γράφοντος. Το νεογέννητο βιβλίο είναι έτοιμο πια να μπει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Βγήκαμε στο φως, η εκπλήρωση ενός διακαούς πόθου. Αρκεί αυτό; Η έκδοση δεν αποτελεί πανάκεια. Το βιβλίο δε θα πετάξει από μόνο του στην αγκαλιά του αναγνώστη. Εξάλλου, η σύγχρονη εποχή απαιτεί άλλου είδους κινήσεις. Η κλασική παρουσίαση και η γνωριμία με τον συγγραφέα σε έναν παραδοσιακό χώρο δεν αρκεί. Ο εκδότης δεν υπόσχεται πλέον λαγούς με πετραχήλια. Ο δημιουργός χρειάζεται να δουλέψει από μόνος του, να γίνει ο ίδιος προωθητής του έργου του. Πώς; Μεγάλο θέμα και ακανθώδες.
Η δική μου απάντηση είναι ότι προέχει η σύνεση και η σοβαρότητα ώστε ο νεοεισελθών στον εκδοτικό χώρο να μη γίνει το υποκείμενο παρομοιώσεων σχετικών με οπωροκηπευτικά, βότανα και άλλα πολλά. Οι κινήσεις πρέπει να είναι προσεκτικές, εν ολίγοις απαιτείται σχεδιασμός στρατηγικής. Δε σημαίνει βέβαια ότι τώρα θα θυμηθούμε όλους τους συμμαθητές μας από τα χρόνια του νηπιαγωγείου και μετά. Δε θα αναζητήσουμε ξαφνικά το γενεαλογικό μας δέντρο ανατρέχοντας στους προπάτορές μας γενιές πίσω για να βρούμε θαυμαστές. Αυτό που θα εξετάσουμε εν πρώτοις είναι το κοινό μας, η στοχοποιημένη ομάδα μας.
Αφού βρούμε με φόβο και πάθος σε ποιον απευθυνόμαστε, επιλέγουμε τον τρόπο προσέγγισης όπως και το πώς και τι θα πούμε. Οι κινήσεις μας γίνονται μετρημένες, σαν να λέμε «ένα βήμα κάθε φορά». Τα λόγια μας οφείλουν να είναι μεστά και ουσιώδη. Ο συστηματικός αναγνώστης εκτιμάει την ειλικρίνεια και την απλότητα όπως και τη δυνατότητα να συνομιλήσει, να ασκήσει κριτική, να υποδείξει. Ας λείπουν οι τυμπανοκρουσίες και οι άσκοπες επαναλήψεις, γιατί τα αυτιά του αποδέκτη μας είναι ευαίσθητα και οι κεραίες του πάντα τεντωμένες.
Μπαίνουμε λοιπόν κι εμείς στον κύκλο των ανθρώπων που παλεύουν με τις λέξεις. Δεν κολακεύουμε. Αρχικά ακούμε περισσότερο, μιλάμε λιγότερο, εκτός αν αυτό που θα πούμε είναι όντως αξιοπρόσεκτο. Η συντεχνιακή αλληλεγγύη δεν σημαίνει ότι μειώνουμε τη δική μας προσωπικότητα. Αυτή πάντα θα βρει τρόπο και τόπο να ανθίσει, αρκεί να έχουμε ενστερνιστεί ότι δε θέλουμε να είμαστε ο μαϊντανός που ευδοκιμεί σε καλαίσθητη γλάστρα. Γιατί συγγραφέας δε γίνεται κανείς με το που θα βγάλει ένα, δύο ή και περισσότερα βιβλία, αλλά με την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στα δικά του θέλω και τα θέλω των λέξεών του.