Ο Θωμάς δεν ήταν εκ πεποιθήσεως εργένης. Παρόλα αυτά
άργησε να βρει το ταίρι του και είχε πατήσει τα σαράντα όταν αποφάσισε να
ενώσει τη ζωή του με τη Φωτεινή. Από το όνομα και μόνο του άρεσε. Ευχάριστη, με
τα μυαλά στο κεφάλι, για σπίτι και οικογένεια. Γιατί ο Θωμάς δεν συμφωνούσε με
το φεμινιστικό κίνημα. Τα παντελόνια τα φορούσε ο άνδρας κυριολεκτικά και
μεταφορικά.
Οι γονείς της Φωτεινής, υπέρμαχοι της ίδιας
νοοτροπίας, μεγάλωσαν την κόρη τους ως μωρή παρθένο σε αναμονή του νυμφίου. Και
οι δύο γεννήτορες αγνόησαν την επιθυμία της να δώσει εξετάσεις στη σχολή Καλών
Τεχνών. Η μαμά την προετοίμασε να γίνει μια καλή νοικοκυρά και όλο καμάρι τής
δίδαξε μαζί με τις συνταγές μαγειρικής τα μυστικά του φλιτζανιού του καφέ.
Ο Θωμάς δεν έδωσε και πολλή σημασία στις
δεισιδαιμονίες και προλήψεις της εξ αγχιστείας μητρός.
«Μακριά από εμάς!» έφτυσε τον κόρφο του, θέλοντας
όμως και μη, κάθισε να του πει η Φωτεινή του το φλιτζάνι, «έτσι, για να δεις τι
κορίτσι παίρνεις!», όπως περιχαρής δήλωσε η πεθερά.
Ο Θωμάς περιορίστηκε να χαμογελάσει όταν η Φωτεινή
του είπε ότι τα κατακάθια του καφέ είχαν αποφανθεί πως θα έκανε έναν καλό γάμο
και δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Η ημέρα του γάμου υπήρξε ανέφελη, όμως λίγες
εβδομάδες αργότερα, ο Θωμάς δεν μπορούσε να πει το ίδιο και για τον έγγαμο βίο
του.
Η Φωτεινή άρχισε να γκρινιάζει ότι δεν είχε να κάνει
το παραμικρό στο σπίτι. Καθάριζε, μαγείρευε και βαριόταν.
«Κάλεσε τις φίλες σου για καφέ!» πρότεινε ο Θωμάς.
Η ηρεμία που ακολούθησε ήταν επισφαλής και
επιφανειακή. Πολύ σύντομα, ο Θωμάς, κάθε που γυρνούσε κατάκοπος, βρισκόταν
αντιμέτωπος με μια ορδή γυναικών που κακάριζαν κουρνιασμένες σε καναπέδες και
πολυθρόνες ερίζοντας σε ποια θα πρωτοπεί τον καφέ η Φωτεινή του.
«Βρε κοπέλα μου, τι κατάσταση είναι αυτή;»
διαμαρτυρήθηκε ήπια στην αρχή ο Θωμάς.
Η Φωτεινή στραβομουτσούνιασε και του δήλωσε πως ήταν
αχάριστος. Για να πει το φλιτζάνι χρέωνε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό την κάθε
μια που ερχόταν (γιατί βέβαια ο συρφετός που είχε κατακλύσει το σπίτι τους και
θύμιζε πια προεκλογική συγκέντρωση, ήταν η κάθε πικραμένη που από στόμα σε αυτί
και αυτί σε στόμα, είχε μάθει για τις ικανότητες της συμβίας του).
Ο Θωμάς τής απάντησε πως τα λεφτά στο σπίτι τα
έφερνε αυτός και πως καλά θα έκανε να σταματούσε τέτοιου είδους δραστηριότητες
προτού τους πάρουν χαμπάρι και τους κουβαλήσουν καμιά αστυνομία.
Αυτός ήταν και ο πρώτος τους καυγάς. Η κατάσταση
βελτιώθηκε ελαφρά καθώς η Φωτεινή φρόντιζε να δέχεται την «πελατεία» της τις
ώρες που ο σύζυγος έλειπε στη δουλειά του.
Μήνες αργότερα, ενώ το ζευγάρι κοιμόταν τον ύπνο του
δικαίου, χτύπησε το κουδούνι κι ο Θωμάς πετάχτηκε αλαλιασμένος από τη θαλπωρή
του κρεβατιού του.
«Πέσε για ύπνο, δεν είναι τίποτα!» τον καθησύχασε η
γυναίκα του.
«Φωτεινούλα, άνοιξέ μου κούκλα μου! Η Γωγώ είμαι, η
ξαδέλφη της Ελενίτσας!»
«Ποια είναι πάλι αυτή;» μούγκρισε ο Θωμάς.
«Κοιμήσου, τίποτα!» είπε η Φωτεινή που είχε αρχίσει
να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει.
«Άντε τράβα να ανοίξεις προτού ξεσηκώσει την
πολυκατοικία στον αέρα!»
Η Φωτεινή έφυγε δυσφορώντας κι ο Θωμάς σηκώθηκε και
μισάνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να βεβαιωθεί ότι η γυναίκα του θα
απαλλασσόταν από την ενοχλητική.
«Μα καλά κι εσύ κάθισες και ήπιες καφέ τέτοια ώρα;»;
άκουσε τη φωνή της καλής του.
«Αχ! βρε Φωτεινή μου και να ήξερες! Μου έχει ρημάξει
την καρδιά αυτός ο άνθρωπος» κλαψούρισε η Γωγώ.
«Αφού στο είπα το φλιτζάνι στο τηλέφωνο!»
Ο Θωμάς κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε να βεβαιωθεί ότι
η ακοή του δεν τον γελούσε, πήρε βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει τα κουρελιασμένα
του νεύρα και μπήκε στο σαλόνι. Αφού κοίταξε την κοντόχοντρη επισκέπτρια από
την κορφή μέχρι τα νύχια σαν να ήταν μυρμήγκι, τη γύρισε τα πίσω μπρος και της
άνοιξε την πόρτα.
«Έτσι όπως είσαι κυρά μου, το βλέπω μαύρο κι άραχλο
το φλιτζάνι σου!» είπε μέσα από τα δόντια του.
«Πώς τολμάς;» μουγκάνισε η Γωγώ.
«Θωμά!» τσίριξε η Φωτεινή και σωριάστηκε στο πάτωμα.
«Είδες τι έκανες αγριάνθρωπε;» τον κοίταξε
θριαμβευτικά η επισκέπτρια.
«Εσύ έξω!» απείλησε ο Θωμάς και η άλλη κατέβηκε
τρέχοντας τις σκάλες.
Ο Θωμάς σκυμμένος πάνω από τη γυναίκα του
προσπαθούσε αλαφιασμένος να τη συνεφέρει. Όταν άνοιξε επιτέλους τα μάτια της,
μετανοιωμένος της ζήτησε να τον συγχωρήσει.
«Ανόητε!» του γέλασε εκείνη. «Περιμένω παιδί! Δεν
ήθελα να το μάθεις με αυτόν τον τρόπο, αλλά...»
Ο Θωμάς έπνιξε τη γυναίκα του στα φιλιά και οι
επόμενοι μήνες ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της ζωής του. Για καφέ και τα υπόλοιπα
δεν ξαναέγινε κουβέντα αφού η Φωτεινή ούτε τη μυρωδιά δεν άντεχε λόγω της
εγκυμοσύνης.
Απέκτησαν δίδυμα, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η ζωή
τους βρήκε καινούργιο νόημα και όλα είχαν πάρει πλέον το δρόμο τους. Η Φωτεινή
δεν είχε καιρό όχι με φλιτζάνια του καφέ να ασχοληθεί αλλά ούτε και τις φίλες
της να δει καλά καλά.
Το δράμα του δύσμοιρου οικογενειάρχη άρχισε ξανά
όταν η παιδίατρος δήλωσε ότι τα νήπια ήταν αδύναμα και ότι η διατροφή τους
έπρεπε να είναι φυσική και εμπλουτισμένη. Άρχισαν να καταφθάνουν αυγά, λαχανικά
και άλλα καλούδια από το χωριό. Τα δίδυμα πήγαν σχολείο και πες η διατροφή πες
οι νέες παρέες, πήραν τα επάνω τους.
Μόνο που στη Φωτεινή έμεινε ένα κουσούρι. Όσο τα
παιδιά μεγάλωναν, τόσο εκείνη αγχωνόταν για το μέλλον τους. Και τότε επάνω,
θυμήθηκε την παλιά της τέχνη και την έπιασε κόσκινο. Και βέβαια τώρα δεν
διάβαζε τα μελλούμενα στο φλιτζάνι του καφέ παρά στα τσόφλια του αυγού. Η
Φωτεινή είχε αναπτύξει μία μέθοδο πέρα για πέρα πρωτότυπη για να
αποκρυπτογραφεί τη δυσανάγνωστη μοίρα. Έβραζε τσάι, σκορπούσε τα φύλλα όπως
ήταν βρεγμένα σε ένα χαρτί κι από πάνω αφού το κάθε ένα από τα δίδυμά της είχε
καθαρίσει το αυγό του (αυτό επέμενε πως έπρεπε να το κάνουν μόνα τους για να μη
χαλάσουν το ριζικό τους) σκορπούσε τα τσόφλια που κολλούσαν στην επιφάνεια.
Η Φωτεινή περνούσε ώρες πάνω από αυτά τα
καλλιτεχνικά τελάρα ξεψαχνίζοντάς τα από δεξιά προς τα αριστερά, από πάνω προς
τα κάτω κι αντίστροφα. Μετά, σαν μία νέα Πυθία αποφαινόταν. Τα παιδιά θα
γινόντουσαν γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, θα μεγαλουργούσαν. Αυτά τις μισές
φορές, γιατί τις άλλες μισές έβλεπε σχήματα που προμήνυαν συμφορές από ένα απλό
στραμπούλισμα μέχρι τροχαίο ατύχημα ή παταγώδη αποτυχία στις εισαγωγικές
εξετάσεις για την ανώτερη εκπαίδευση που έτσι κι αλλιώς χρονικά απείχαν
παρασάγγας.
Σε αντίθεση με τα δίδυμα που διασκέδαζαν με τα
καμώματα της μητέρας τους, ο ταλαίπωρος σύζυγος φυσούσε και ξεφυσούσε. Πάνω που
είχε μπει το νερό στο αυλάκι, να σου ξανά οι μπελάδες. Δυστυχώς το κουσούρι της
γυναίκας του είχε εξελιχτεί σε νοσηρή κατάσταση.
Ο Θωμάς δεν πρόλαβε να ανησυχήσει και πολύ. Ένα
καρδιακό επεισόδιο τον έστειλε στην εντατική και ευτυχώς δύο εβδομάδες μετά,
στο σπίτι για ξεκούραση.
«Όχι άγχος, όχι στενοχώρια. Δεν είσαι άρρωστος, απλά
πρέπει να προσέχεις. Η καρδιά δεν σηκώνει αστεία!» δήλωσε ο οικογενειακός
γιατρός.
Ο Θωμάς παρηγορήθηκε που τα αυγά είχαν βγει από το
διαιτολόγιό του, διαφορετικά αυτός θα ήταν το επόμενο θύμα της αυγομαντείας της
Φωτεινής. Η γυναίκα του φανερά στενοχωρημένη που τα οικονομικά τους ήταν
στριμωγμένα, του ανακοίνωσε ότι θα πήγαινε να δουλέψει.
«Αυτό ούτε να το σκέφτεσαι!» άστραψε και κόρωσε ο
Θωμάς και η Φωτεινή υποχώρησε για να μη τον συγχύσει στην κατάστασή του.
Οι συγγενείς έκαναν επισκέψεις ο ένας μετά τον άλλον
κι ο καθένας είχε μία λύση να προτείνει. Άλλος έλεγε να τα μαζέψουν να πάνε
στην επαρχία στον καθαρό αέρα, άλλος να πουλήσει ο Θωμάς την επιχείρηση, άλλος
να τους δανείσει με το αζημίωτο βέβαια.
Ο Θωμάς και η Φωτεινή ξεφυσούσαν μαζί χωρίς να
μπορούν να πάρουν μία απόφαση. Το σπίτι τους είχε γίνει κέντρο διερχομένων
θυμίζοντας τις ημέρες που πλάκωνε το γυναικομάνι για να μάθει το φλιτζάνι του
καφέ.
«Γιατί δε λες ξανά το φλιτζάνι;» τη ρώτησε μια ξαδέλφη
του άνδρα της που είχε έρθει παρέα με τη θεία, μια παρδαλά ντυμένη αλλά
καλοζωισμένη ογδοντάρα άρτι αφιχθείσα από το Νιου Τζέρσευ.
«Δεν είσαι με τα καλά σου. Τι θέλεις, να τον πεθάνω
τον ξάδερφό σου;»
«Η μαμά λέει και τα αυγά!» φώναξαν εν χορώ τα
δίδυμα.
Η θεία εξ Αμερικής έσμιξε τα ζωγραφισμένα της
φρύδια.
«My god!
Τα αυγκά!» θαύμασε με την ξενική προφορά της.
Τα δίδυμα σκασμένα στα γέλια άνοιξαν το δεξί κάτω
ντουλάπι της κουζίνας, εκεί όπου είχε καταχωνιάσει η Φωτεινή τα τελάρα της,
όπως τα ονόμαζε, κι αράδιασαν τα καλλιτεχνήματα στο μωσαϊκό.
Η θεία έβαλε τα γυαλιά της και κοίταξε με ύφος
ειδικού: Από αριστερά προς τα δεξιά κι από κάτω προς τα πάνω και το αντίστροφο.
Μετά κοίταξε απλανώς το μωσαϊκό και ξανά τα τελάρα.
«Πόσο τα πουλάς;» ρώτησε η θεία.
«Ποια, τα τσόφλια;» απόρησε η Φωτεινή.
«Αυτά είναι έργα τέχνης!» επιβεβαίωσε η αμερικάνα
εκθειάζοντας την καλλιτεχνική νοοτροπία που θύμιζε ψηφιδωτά.
«Τι λέει;» ρώτησε η Φωτεινή που δεν καταλάβαινε έτσι
μπουρδουκλωμένα που τα έλεγε η θεία μισοελληνικά μισοαμερικάνικα.
«Σου έφεξε ξαδέλφη! Η θεία έχει γνωριμίες. Δεν
ξέρεις τι παλαβομάρες αγοράζουν εκεί πέρα! Αρκεί κάποιος να πει πως είναι
τέχνη!»
Όταν η Φωτεινή ξεπροβόδισε το συγγενολόι και
βεβαιώθηκε πως ο άντρας της και τα δίδυμα κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου,
ξέθαψε τα τελάρα και αφού τα έβαλε στη σειρά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας,
άρχισε να τα παρατηρεί προσεκτικά.
«Λες;» μονολόγησε.
Η Φωτεινή, δέκα χρόνια μετά το γάμο της, θυμήθηκε
τις σπουδές που ήθελε να κάνει και τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες.
Την επόμενη, πρωί πρωί κατέβηκε στο κέντρο και
χώθηκε στα στενά που στέγαζαν καταστήματα με είδη ζωγραφικής.
Η νέα καλλιτέχνης άρχισε να πειραματίζεται και με
άλλα υλικά, κάθε καινούρια προσπάθεια όμως ξεκινούσε πάντα με τα τσόφλια του
αυγού.
Ένα απόγευμα, καιρό μετά, όταν όλα είχαν μπει σε ένα
δρόμο, ο Θωμάς, παρατηρούσε τη Φωτεινή επί τω έργω. Το είχε πάρει απόφαση πια ότι
και οι γυναίκες φοράνε παντελόνια κυριολεκτικά και μεταφορικά. Απλά δεν ήθελε
να το παραδεχτεί δημόσια. Έμεινε σκεφτικός για λίγο και το βλέμμα του αγκάλιασε
με λατρεία τη Φωτεινή του.
«Είδες βρε γυναίκα!» της είπε και της τσίμπησε τσαχπίνικα
το μάγουλο. «Τελικά μπορεί να δει κανείς το μέλλον ακόμη και στα τσόφλια του
αυγού!»
Η Φωτεινή σήκωσε το κεφάλι. Για μια στιγμή τον
κοίταξε με απορία και μετά έσκασαν κι οι δυο τους στα γέλια.