Η Κασσάνδρα κυνηγάει την έμπνευση
για το «δυνατό» μυθιστόρημα, όπως την προέτρεψε η εκδότριά της. Ένα χωριό πάνω
από μια λίμνη, τόπος καταγωγής της ηρωίδας, θα γίνει το καταφύγιο για το σώμα,
το πνεύμα και την ψυχή της. Ή μήπως όχι; Η συνάντηση με τον αινιγματικό Μάρκο
θα σταθεί αφορμή για το ξεκίνημα μιας ιδιότυπης σχέσης. Μιας σχέσης όπου το
παρελθόν θα καθορίσει το κάθε της βήμα.
Ξεκίνησα να διαβάζω το πρώτο
μυθιστόρημα της Βάσιας Ακαρέπη με μια πολύ θετική διάθεση. Έχοντας συναντήσει
τη δημιουργό, είχα να εισπράξω μόνο θετικά μηνύματα από έναν άνθρωπο
γλυκομίλητο, χαμηλών τόνων, αλλά με έξυπνες παρατηρήσεις στην δίωρη κουβέντα
που είχαμε. Διαπίστωσα πως οι απόψεις μας ταυτίστηκαν σε πολλά σημεία,
περισσότερο όμως εξακρίβωσα με ανακούφιση ομολογώ, πως είχα μπροστά μου ένα
άτομο σοβαρό που βλέπει τη γραφή σαν λειτούργημα και θεία κοινωνία μαζί. Πως
μιλάει για τα βιβλία και τα μάτια της λάμπουν, πως οι λέξεις της στάζουν όνειρα
κι ελπίδες που γιγαντώνονται μέσα από την έκφρασή τους στο χαρτί.
Ξεκίνησα να διαβάζω το «μια νύχτα
που κράτησε χρόνια» κι ένιωσα πως έμπαινα σε μια λίμνη, ίσως και αυτή που
περιγράφει η Βάσια Ακαρέπη δια στόματος της ηρωίδας της, της Κασσάνδρας. Βυθίστηκα
απολαυστικά στο νερό, νιώθοντας όσα με απασχολούσαν να απομακρύνονται, χαλάρωσα
και αφέθηκα. Έγινα θαμώνας στο Κουκούλι, κάθισα στον νεραϊδότοπο παρατηρώντας
τα ενωμένα δέντρα και την παράξενη ιστορία τους. Κρυφοκοίταξα πίσω από τα
παντζούρια κατασκοπεύοντας τις κινήσεις του Μάρκου και της Κασσάνδρας.
Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο και
ήταν σαν να μου μιλούσε και η ηρωίδα και η συγγραφέας, να μου μιλούσε εξηγώντας
μου το πώς κάτι μετουσιώνεται από αφηρημένο σε συγκεκριμένο χωρίς να πέσει στην
κοινοτοπία των τσιτάτων της γραφής. Τι είναι η γραφή αλήθεια; Ποια είναι η
σχέση του συγγραφέα με τα κείμενά του; Τι επιδιώκει να προσφέρει στον αναγνώστη
του; Κρίνει και κρίνεται με κάθε λέξη, ξεκινώντας ένα ταξίδι που ο προορισμός
του φαντάζει εξωτικός. Αυτό το εξωτικό είναι που μας γεμίζει ενθουσιασμό, γιατί
μας είναι άγνωστο, πρωτόγνωρο, ασυνήθιστο, και αν ελλοχεύουν κίνδυνοι, αυτοί δεν είναι ικανοί να ματαιώσουν το ταξίδι μας. Σε αυτό λοιπόν το
μυθιστόρημα η Βάσια Ακαρέπη μιλάει απλά, τρυφερά, ανθρώπινα για τους φόβους, τα
πάθη, τα μυστικά, την ψυχοσύνθεση των ηρώων της, αλλά και αυτού του ίδιου του
συγγραφέα, στην ώρα ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα, στην ώρα του τίποτα που όμως είναι τα πάντα.
Σίγουρα δεν αρκεί μόνο η διάθεση
για να ολοκληρώσεις ένα έργο. Απαιτείται ταλέντο, αποδοχή του ότι θα
αποδομήσεις τον εαυτό σου για να τον ανασυγκροτήσεις, μα περισσότερο απ’ όλα
ειλικρίνεια και σεβασμός στον ίδιο τον άνθρωπο και σε αυτά τα πολλά και λίγα,
τα σημαντικά και ασήμαντα που στοιχειοθετούν τη ζωή του. Το να μπορείς τέλος να
κάνεις τον εαυτό σου πρώτα κι έπειτα τους άλλους, να μπουν μέσα στην ιστορία.
Γιατί κάθε αφήγηση είναι το δικό μας παρελθόν, η δική μας ζωή, μια ονειροπαγίδα
που θα φυλακίσει τους δαίμονες και θα μας ελευθερώσει από τα πάθη και λάθη όχι
απλά για να ξεφύγουμε πρόσκαιρα, αλλά για να δούμε πως ο δρόμος που ανοίγεται
μπροστά μας έχει κι αυτός τη σημειολογία του.
Άριστες οι εντυπώσεις μου από το
μυθιστόρημα, όχι μόνο για τον τρόπο που η δημιουργός του έδεσε την πλοκή της
κρατώντας τους άσους στο μανίκι της, χωρίς όμως να παραπλανεί ή να κατευθύνει
τον αναγνώστη, αλλά και γιατί είναι πολύ ελπιδοφόρο να βλέπεις πως μέσα σε
αυτόν τον καταιγισμό συγγραφικών πονημάτων που διακρίνει εκτός άλλων την εποχή
μας, υπάρχουν και αυτά που αξίζει να διαβάζεις ξανά και ξανά.
«Μια νύχτα που κράτησε χρόνια»
από τις εκδόσεις Μίνωας. Θα σας κρατήσει σίγουρα κοντά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου