Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Εικοστό πρώτο κεφάλαιο)


ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΜΠΕΝ ΓΟΥΕΔΕΡΣΤΑΦ

Ένα από τα πιο παράξενα πράγματα όταν ζεις στον κόσμο είναι πως σπάνια είσαι αρκετά σίγουρος πως θα ζήσεις για πάντα. Μερικές φορές το ξέρεις όταν σηκώνεσαι μέσα στο γλυκό ξημέρωμα και κοιτάζεις ψηλά τον χλωμό ουρανό να αλλάζει αστραφτερά χρώματα και να γίνονται ένα σωρό θαυμαστά πράγματα, μέχρι που η Ανατολή σε κάνει να θέλεις να φωνάξεις δυνατά και η καρδιά σου αγαλλιάζει από αυτή την απαράλλαχτη μεγαλοπρέπεια του ήλιου που σηκώνεται ψηλά, κάτι που συμβαίνει στον κόσμο κάθε πρωί εδώ και χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια. Αυτή είναι μία από τις στιγμές που νιώθεις αυτή τη σιγουριά. Κι άλλη μία είναι όταν στέκεσαι μοναχός ανάμεσα στα δέντρα το ηλιοβασίλεμα και η μυστηριώδης χρυσαφιά ηρεμία απλώνεται ανάμεσα και κάτω από τα κλαδιά μοιάζοντας να λέει ξανά και ξανά λόγια που δεν μπορείς να ακούσεις όσο και να προσπαθείς. Κι άλλη μία φορά το νιώθεις στην απόλυτη ηρεμία του σκούρου μπλε ουρανού τη νύχτα, με τα εκατομμύρια αστέρια που σε παρακολουθούν. Κι ακόμα το νιώθεις στο άκουσμα μιας απόμακρης μουσικής ή πάλι κοιτώντας τα μάτια κάποιου άλλου.
Έτσι έγινε και με τον Κόλιν όταν πρωτοείδε και πρωτάκουστε και πρωτοένιωσε την Άνοιξη μέσα στους τέσσερις ψηλούς τοίχους του μυστικού κήπου. Εκείνο το απόγευμα έμοιαζε λες και όλη πλάση είχε βάλει τα δυνατά της ώστε να είναι τέλεια, αστραφτερή και καλή για ένα και μόνο αγόρι. Ίσως ήταν μια ουράνια καλοσύνη αυτή που έκανε την άνοιξη να έρθει και να φτιάξει ό,τι καλύτερο μπορούσε σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος. Αρκετές φορές ο Ντίκον σταμάτησε τη δουλειά του και στάθηκε ακίνητος κουνώντας αργά το κεφάλι ενώ τα μάτια του όλο και μεγάλωναν από τον θαυμασμό.
«Δεν έχει ματαλάχει τέτοια καλοσύνη!» είπε. «Είμαι δώδεκα και πάω στα δεκατρία, μα μου μοιάζει πως δεν έχω ματαδεί τέτοια καλοσύνη».
«Αμέ, δεν έχει ματαλάχει!» είπε η Μαίρη κι αναστέναξε γεμάτη ευχαρίστηση. «Στο υπογράφω πως δεν έχει ματαλάχει σε όλο τον κόσμο».
«Μπας και ψυχανεμίζεσαι πως έγινε κομματάκι ξεπίτηδες για μένα;» είπε ο Κόλιν σαν ονειροπαρμένος.
«Μπα σε καλό μου!» φώναξε με θαυμασμό η Μαίρη. «Είπες κάμποσα όπως τα λένε στο Γιορκσάιρ. Πρώτο πράμα!»
Και όλοι ήταν ενθουσιασμένοι.
Έβαλαν το καροτσάκι κάτω από τη δαμασκηνιά, που ήταν γεμάτη χιονάτα λουλούδια και γλυκά ζουζουνίσματα από τις μέλισσες. Έμοιαζε με σκηνή βασιλιά, ενός παραμυθένιου βασιλιά. Εκεί κοντά υπήρχαν ανθισμένες κερασιές και μηλιές με λευκορόδινα μπουμπούκια, που κάποια από αυτά ήταν ορθάνοιχτα. Ανάμεσα στα ανθισμένα κλαδιά της σκηνής κομμάτια γαλανού ουρανού κοιτούσαν προς τα κάτω σαν αστραφτερά μάτια.
Η Μαίρη και ο Ντίκον δούλευαν από λίγο εδώ κι εκεί, και ο Κόλιν τούς παρακολουθούσε. Του έφερναν διάφορα πράγματα να κοιτάξει –μπουμπούκια έτοιμα να ανοίξουν, μπουμπούκια ακόμα κλειστά, κλαράκια με φύλλα που μόλις πρασίνιζαν, το φτερό ενός τρυποκάρυδου που το είχαν βρει στο γρασίδι, το άδειο τσόφλι από το αυγό κάποιου πουλιού που είχε βιαστεί να κλωσήσει. Ο Ντίκον έσπρωχνε αργά το καροτσάκι γύρω γύρω στον κήπο, σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι για να δώσει στον Κόλιν την ευκαιρία να δει όλα τα θαυμαστά που ξεφύτρωναν από τη γη ή κρεμόντουσαν από τα δέντρα. Ήταν σαν να σε ξεναγούσαν στη χώρα ενός μαγικού βασιλιά και μιας βασίλισσας και να σου έδειχναν όλα τα θαυμαστά πλούτη που είχε.
«Θα δούμε άραγε τον κοκκινολαίμη;» ρώτησε ο Κόλιν.
«Θα τον δεις κάμποσο σε λίγο» απάντησε ο Ντίκον. «Όταν σκάσουν τα αυγά του, ο φιλαράκος μας θα έχει τόσες έγνοιες που θα ζουρλαθεί. Θα τον δεις να πεταρίζει πέρα δώθε και να κουβαλάει σκουλήκια όσο το μπόι του και να γίνεται τέτοιος σαματάς στη φωλιά του που δε θα ξέρει ποιο στόμα να ταΐσει πρώτο, και παντού θα βλέπει ορθάνοιχτα στόματα και θα ακούει κρωξίματα. Η μητέρα λέει πως όταν βλέπει πόση δουλειά έχει ένας κοκκινολαίμης μέχρι να χορτάσει όλα αυτά τα πεινασμένα στόματα, νιώθει σαν κυρία που δεν έχει να κάνει τίποτα. Λέει πως είδε κοκκινολαίμηδες τόσο ξεθεωμένους που φαινόταν λες και έσταζε από πάνω τους ιδρώτας, κι ας μην μπορούν να τον δουν οι άνθρωποι».
Αυτό τους έκανε να χαχανίσουν τόσο πολύ που χρειάστηκε να σκεπάσουν το στόμα με τα χέρια τους καθώς θυμήθηκαν πως δεν έπρεπε να τους ακούσει κανείς. Τον Κόλιν τον είχαν δασκαλέψει από μέρες πώς να μιλάει σιγανά και ψιθυριστά και του άρεσε όλο αυτό το μυστήριο κι έβαζε τα δυνατά του, όταν όμως είσαι μέσα στην τρελή χαρά, είναι μάλλον δύσκολο να γελάς ψιθυριστά.
Κάθε στιγμή του απογεύματος ήταν γεμάτη καινούρια πράγματα, και κάθε ώρα ο ήλιος γινόταν πιο χρυσαφένιος. Ο Ντίκον είχε ξανασπρώξει το καροτσάκι κάτω από την τέντα των φυλλωμάτων, είχε κάτσει στο γρασίδι κι είχε βγάλει τη φλογέρα του, όταν ο Κόλιν είδε κάτι που δεν είχε παρατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Αυτό εκεί είναι πολύ παλιό δέντρο, έτσι;» είπε.
Ο Ντίκον κοίταξε το δέντρο κι η Μαίρη κοίταξε κι εκείνη και για λίγο έγινε σιωπή.
«Ναι» απάντησε ο Ντίκον, και η χαμηλή του φωνή είχε μια γλύκα.
Η Μαίρη κοίταξε το δέντρο και σκέφτηκε.
«Το δέντρο είναι κατάγκριζο και δεν υπάρχει ούτε ένα φύλλο πάνω του» συνέχισε ο Κόλιν. «Είναι ξερό, έτσι;»
«Πράγματις» παραδέχτηκε ο Ντίκον. «Μα τα τριαντάφυλλα που έχουν σκαρφαλώσει πάνω του θα κρύψουν το ξερό ξύλο όταν θα γεμίσουν φύλλα και λουλούδια. Τότε το δέντρο δεν θα μοιάζει ξερό. Θα είναι το πιο όμορφο απ’ όλα».
Η Μαίρη κοιτούσε ακόμα το δέντρο και σκεφτόταν.
«Μοιάζει λες και ένα μεγάλο κλαδί του κόπηκε» είπε ο Κόλιν. «Πώς να έγινε;»
«Πάνε πολλά χρόνια» απάντησε ο Ντίκον. «Α!» έκανε με ξαφνική ανακούφιση πιάνοντας τον Κόλιν. «Κοίτα, ήρθε ο κοκκινολαίμης! Ψάχνει τροφή για το ταίρι του».
Ο Κόλιν άργησε να στραφεί, κατάφερε όμως να δει κάτι λίγο, τη φευγαλέα εικόνα του πουλιού με το κόκκινο γιλέκο, που κρατούσε κάτι στο στόμα του. Πέταξε σαν τη σφαίρα ανάμεσα στην πρασινάδα μέσα στην πυκνή βλάστηση και χάθηκε. Ο Κόλιν έγειρε ξανά στα μαξιλάρια του γελώντας λίγο.
«Της πηγαίνει το τσάι της. Μπορεί και να είναι πέντε η ώρα. Νομίζω πως ευχαρίστως θα έπαιρνα κι εγώ το τσάι μου».
Κι έτσι γλύτωσαν.
«Η Μαγεία έστειλε τον κοκκινολαίμη» είπε αργότερα η Μαίρη κρυφά στον Ντίκον. «Το ξέρω πως ήταν η Μαγεία». Γιατί και αυτή και ο Ντίκον φοβόντουσαν μήπως ο Κόλιν ρωτήσει κάτι για το δέντρο που το κλαδί του είχε σπάσει εδώ και δέκα χρόνια. Το είχαν συζητήσει μεταξύ τους και ο Ντίκον είχε σταθεί κι είχε ξύσει το κεφάλι του φουρτουνιασμένος.
«Πρέπει να κάνουμε πως δεν έχει διαφορά από τα άλλα δέντρα» είχε πει. «Δεν θα μπορούσαμε να του πούμε του καημένου του παιδιού πώς έγινε κι έσπασε. Αν ρωτήσει κάτι, να κοιτάξουμε να δείχνουμε χαρούμενοι».
«Πράγματι, να κοιτάξουμε» απάντησε η Μαίρη.
Όταν όμως κοιτούσε το δέντρο, δεν ένιωθε και τόσο χαρούμενη όσο έδειχνε. Όλο και αναρωτιόταν αν υπήρχε μια στάλα αλήθειας στο άλλο που είχε πει ο Ντίκον. Είχε συνεχίσει να τρίβει το κόκκινα μαλλιά του προβληματισμένος, το γαλανό του βλέμμα όμως φαινόταν πιο αισιόδοξο.
«Η κυρία Κρέιβεν ήταν μια πολύ όμορφη δεσποινίς» συνέχισε κάπως διστακτικά. «Η μητέρα πιστεύει πως ματάρχεται στο Μίσελθουέιτ γιατί έχει έγνοια για τον Κόλιν, όπως κάνουν όλες οι μανάδες όταν φεύγουν από αυτό τον κόσμο. Πρέπει να ματάρθουν, βλέπεις. Σκέψου να ήταν στον κήπο και να έβαλε το χέρι της να πιάσουμε να τον δουλεύουμε και να φέρουμε τον Κόλιν ίσαμε εδώ».
Η Μαίρη σκέφτηκε πως ο Ντίκον εννοούσε κάτι Μαγικό. Αυτή πίστευε πολύ στη Μαγεία. Στα κρυφά, μάλλον είχε φτάσει να πιστέψει πως ο Ντίκον έκανε Μαγικά, καλά Μαγικά εννοείται, στο καθετί γύρω του, γι’ αυτό κι οι άνθρωποι τον συμπαθούσαν τόσο και τα άγρια ζωάκια καταλάβαιναν πως ήταν φίλος τους. Αναρωτήθηκε μήπως και ήταν αυτό του το χάρισμα που έφερε τον κοκκινολαίμη στον κήπο ακριβώς τη στιγμή που ο Κόλιν έκανε την επικίνδυνη ερώτηση. Ένιωθε πως η Μαγεία του Ντίκον υπήρχε όλο εκείνο το απόγευμα και πως αυτή ήταν που είχε κάνει τον Κόλιν να φαίνεται σαν ένα εντελώς διαφορετικό αγόρι. Τώρα έμοιαζε αδιανόητο ότι ο Κόλιν ήταν εκείνο το τρελό πλάσμα που ούρλιαζε και χτυπιόταν και δάγκωνε το μαξιλάρι του. Ακόμα κι η χλομάδα του έδειχνε διαφορετική. Το αμυδρό χρώμα στο πρόσωπό του, στον λαιμό και στα χέρια του, που φάνηκε με το που πρωτομπήκε στον κήπο, υπήρχε ακόμη. Τώρα έμοιαζε καμωμένος από σάρκα και όχι από φίλντισι ή κερί.
Τα παιδιά είδαν τον κοκκινολαίμη να κουβαλάει τροφή στο ταίρι του δυο τρεις φορές, κι αυτό τους θύμισε πως ήταν η ώρα του τσαγιού, και ο Κόλιν αποφάσισε πως έπρεπε πράγματι να πάρουν το τσάι τους.
«Πήγαινε να πεις στους υπηρέτες να φέρουν ένα καλάθι με το τσάι και τα υπόλοιπα στο μονοπάτι με τα ροδόδενδρα» είπε στη Μαίρη. «Κι από εκεί μπορείς να το φέρεις μέχρι εδώ μαζί με τον Ντίκον».
Ήταν μια πολύ καλή ιδέα που αμέσως έγινε πραγματικότητα. Κι αφού έστρωσαν στο γρασίδι το άσπρο τραπεζομάντηλο και τοποθέτησαν το ζεστό τσάι και τα βουτυρωμένα ψωμάκια και τις τηγανίτες, έφαγαν με όρεξη και περαστικά πουλιά σταματούσαν να δουν τι γινόταν και τσιμπολογούσαν στη στιγμή τα ψίχουλα. Ο Καρύδης και ο Τσόφλης σκαρφάλωναν τα δέντρα κρατώντας κομμάτια κέικ και ο Καπνιάς βούτηξε μισή τηγανίτα, τρύπωσε σε μια γωνιά και την τσιμπολογούσε εξεταστικά κρώζοντας βραχνά τις εντυπώσεις του μέχρι που την έκανε μια μπουκιά.
Το απόγευμα κυλούσε χαλαρά προς το τέλος του. Ο ήλιος είχε πάρει ένα βαθύ χρυσαφί χρώμα, οι μέλισσες γύριζαν στο σπιτικό τους και τα πουλιά πετούσαν αραιά και που στον κήπο. Ο Ντίκον και η Μαίρη καθόντουσαν στο γρασίδι έχοντας βάλει τα πράγματα του τσαγιού στο καλάθι, και ο Κόλιν, που το πρόσωπό του είχε ένα σχεδόν φυσιολογικό χρώμα, είχε ξαπλώσει στα μαξιλάρια του με τις πυκνές του μπούκλες απλωμένες.
«Δεν θέλω να τελειώσει το απόγευμα» είπε. «Θα έρθω ξανά όμως αύριο και μεθαύριο και την επόμενη και ξανά και ξανά».
«Α, σκοπεύεις να πάρεις μπόλικο καθαρό αέρα» είπε η Μαίρη.
«Μόνο καθαρό αέρα και τίποτα άλλο» της απάντησε. «Αφού είδα την άνοιξη, θέλω να δω και το καλοκαίρι. Θέλω να δω το καθετί να μεγαλώνει εδώ μέσα. Θέλω κι εγώ να μεγαλώσω εδώ μέσα».
«Αμέ! Και θα σε κάνουμε να περπατήσεις και να σκάψεις σαν όλο τον κόσμο» είπε ο Ντίκον.
Ο Κόλιν αναψοκοκκίνισε.
«Να περπατήσω! Να σκάψω! Γίνεται;»
Ο Ντίκον τον κοίταξε διακριτικά. Ούτε αυτός ούτε η Μαίρη είχαν ποτέ ρωτήσει αν είχε κάποιο πρόβλημα με τα πόδια του.
«Αμ πώς! Σάμπως δεν έχεις ποδάρια σαν όλο τον κόσμο;» είπε θαρραλέα.
Η Μαίρη απόμεινε φοβισμένη μέχρι που άκουσε την απάντηση του Κόλιν.
«Δεν έχω κάποιο πρόβλημα, όμως τα πόδια μου είναι λεπτά κι αδύναμα. Τρέμουν τόσο πολύ που φοβάμαι να σηκωθώ».
Η Μαίρη και ο Ντίκον ανάσαναν με ανακούφιση.
«Άμα πάψεις να φοβάσαι, θα πατήσεις στα ποδάρια σου» είπε ευδιάθετα ο Ντίκον. «Τώρα δα θα πάψεις να φοβάσαι».
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Κόλιν κι απόμεινε να αναρωτιέται σιωπηλός.
Για λίγο ήταν και οι τρεις αμίλητοι. Ο ήλιος όλο και χαμήλωνε. Είχε φτάσει η ώρα που όλα ηρεμούσαν και τα παιδιά είχαν περάσει ένα συναρπαστικό και πολυάσχολο απόγευμα. Ο Κόλιν έμοιαζε να απολαμβάνει την ηρεμία. Ακόμα και τα ζωάκια είχαν σταματήσει να πηγαινοέρχονται και είχαν κάτσει να ξεκουραστούν κοντά τους. Ο Καπνιάς είχε κουρνιάσει σε ένα χαμηλό κλαδί στο ένα του πόδι και είχε κλείσει τα μάτια. Η Μαίρη σκέφτηκε πως έμοιαζε πως σε λίγο θα άρχιζε να ροχαλίζει.
Κι ενώ είχε τόση ησυχία, ξαφνικά ο Κόλιν μισοσήκωσε το κεφάλι και το έκπληκτό του ψιθύρισμα ακούστηκε τόσο δυνατά που έμοιαζε ολότελα παράταιρο.
«Ποιος είναι εκείνος εκεί ο άντρας;»
Ο Ντίκον και η Μαίρη σηκώθηκαν βιαστικά.
«Άντρας!» φώναξαν κι οι δυο με κοφτή φωνή.
Ο Κόλιν έδειξε στον ψηλό τοίχο.
«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί!» ψιθύρισε αναστατωμένος.
Η Μαίρη και ο Ντίκον στράφηκαν και κοίταξαν. Και να το αγανακτισμένο πρόσωπο του Μπεν Γουέδερσταφ, που τους κοιτούσε πάνω από τον τοίχο από την κορυφή μιας σκάλας! Και μάλιστα κουνούσε απειλητικά το χέρι του κατά τη Μαίρη.
«Αν δεν ήμουν μαγκούφης και σε είχα τσούπρα, θα στις έβρεχα!» φώναξε.
Πάτησε στο πιο πάνω σκαλί της σκάλας γεμάτος απειλή, λες και το είχε βάλει σκοπό να πηδήξει στον κήπο και να κανονίσει τη Μαίρη μια και καλή. Καθώς όμως το κορίτσι πλησίασε προς το μέρος του, ο Μπεν μάλλον το σκέφτηκε καλύτερα και σταμάτησε στο πάνω σκαλί κουνώντας απειλητικά το χέρι του.
«Όχι πως σε είχα ποτές μου σε εκτίμηση!» την κατσάδιασε. «Από την αρχή μου ξίνιζες. Ένα μυξιάρικο απολειφάδι που έχωνε τη μύτη του εκεί που δεν το έσπερναν. Πώς την πάτησα έτσι; Ο κοκκινολαίμης φταίει, πανάθεμά τον».
«Μπεν Γουέδερσταφ!» φώναξε η Μαίρη έχοντας ξαναβρεί την ανάσα της. Είχε φτάσει ακριβώς από κάτω του και του μίλησε λαχανιασμένη. «Μπεν Γουέδερσταφ, ο κοκκινολαίμης ήταν που μου έδειξε τον δρόμο!»
Και τότε, ο Μπεν εξαγριώθηκε τόσο που φαινόταν σαν να είχε σκοπό να κουτρουβαλήσει μέσα στον κήπο στη στιγμή.
«Τσίπα δεν έχεις!» της φώναξε. «Να βγάζεις την κακία σου στον κοκκινολαίμη, σαν να είναι ο κακορίζικος. Άκου εκεί, σου έδειξε τον δρόμο! Ποιος, αυτός! Α, παλιοκόριτσο…» Η Μαίρη ήξερε τι θα έλεγε στη συνέχεια, γιατί είδε πως τον έτρωγε η περιέργεια. «Πώς στο καλό μπήκες στον κήπο;»
«Μου έδειξε τον δρόμο ο κοκκινολαίμης» διαμαρτυρήθηκε επιμένοντας. «Δεν το ήξερε πως το έκανε. Και δεν μπορώ να σου πω τίποτα παραπάνω έτσι όπως μου κουνάς το χέρι».
Ο Μπεν σταμάτησε απότομα να κουνάει το χέρι του και το σαγόνι του κόντεψε να του πέσει καθώς, κοιτάζοντας πάνω από το κεφάλι της, είδε κάτι να πλησιάζει.
Με το που άκουσε τα πρώτα του ορμητικά λόγια, ο Κόλιν ένιωσε τέτοια έκπληξη που ανακάθισε στο καροτσάκι του και άκουγε σαν μαγεμένος. Γρήγορα όμως συνήλθε και έκανε ένα αυτοκρατορικό νεύμα στον Ντίκον.
«Σπρώξε το καροτσάκι μου!» διέταξε. «Σπρώξε μέχρι να φτάσουμε εκεί και σταμάτα ακριβώς μπροστά του!»
Κι αυτό, παρακαλώ πολύ, ήταν που αντίκρισε ο Μπεν Γουέδερσταφ και το σαγόνι του κόντεψε να πέσει. Ένα καροτσάκι με πολυτελή μαξιλάρια και καλύμματα που πλησίαζε προς το μέρος του μοιάζοντας με Κρατική Άμαξα καθώς ένας νεαρός Μαχαραγιάς βρισκόταν επάνω του κοιτάζοντας με βασιλικό τουπέ ενώ το λεπτό λευκό του χέρι υψωνόταν υπεροπτικά ακριβώς κάτω από τη μύτη του κηπουρού. Δεν είναι να απορεί κανείς που το σαγόνι του κόντεψε να πέσει.
«Ξέρεις ποιος είμαι;» απαίτησε να μάθει ο Μαχαραγιάς.
Να έβλεπε κανείς το ύφος του Μπεν Γουέδερσταφ! Τα γέρικα κόκκινα μάτια του είχαν καρφωθεί σε αυτό που έβλεπε μπροστά του σαν να ήταν φάντασμα. Γούρλωσε τα μάτια και κατάπιε με δυσκολία χωρίς μιλιά.
«Ξέρεις ποιος είμαι;» απαίτησε να μάθει ο Κόλιν με ακόμη πιο αυτοκρατορικό ύφος. «Απάντησε!»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ σήκωσε το ροζιασμένο του χέρι στα μάτια του και μετά στο μέτωπό του και απάντησε με μια παράξενη τρεμάμενη φωνή.
«Ποιος να είσαι;» είπε. «Αμ πώς και δεν ξέρω! Με μάτια σαν της μητέρας σου να με κοιτάνε. Ένας Θεός ξέρει πώς ήρθες μέχρις εδώ. Είσαι ο κακομοίρης ο σακάτης».
Ο Κόλιν ξέχασε πως είχε ποτέ του πρόβλημα με την πλάτη του. Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε και στάθηκε ολόισιος στο καροτσάκι του.
«Δεν είμαι σακάτης!» φώναξε έξαλλος. «Δεν είμαι!»
«Δεν είναι!» φώναξε κι η Μαίρη κι η φωνή της έφτασε αγανακτισμένη μέχρι επάνω τον τοίχο «Δεν έχει ούτε ένα τόσο δα μικρό εξόγκωμα! Κοίταξα με τα μάτια μου και δεν είδα τίποτα, τίποτα απολύτως!»
Ο Μπεν Γουέδερσταφ πέρασε ξανά το χέρι πάνω από το μέτωπό του και κοίταξε καλά καλά. Το χέρι του έτρεμε, το στόμα του έτρεμε, ακόμα κι η φωνή του έτρεμε. Ήταν ένας γέρο αμόρφωτος και άξεστος και θυμόταν μόνο ό,τι είχε ακούσει.
«Δεν έχεις στραβή πλάτη;» ρώτησε τραχιά.
«Όχι!» φώναξε ο Κόλιν.
«Δεν έχεις στρεβλά πόδια;» ρώτησε με ακόμα πιο τραχύ τρέμουλο ο Μπεν.
Αυτό παραήταν. Όλο το μένος που ο Κόλιν έβαζε στα ξεσπάσματά του βγήκε με άλλο τρόπο. Ποτέ δεν του είχαν προσάψει πως είχε στρεβλά πόδια, ακόμα κι όσοι τα έλεγαν όλα αυτά πίσω από την πλάτη του. Το ότι ο Μπεν Γουέδερσταφ είχε αυτή την απλοϊκή αντίληψη ήταν κάτι που ο Μαχαραγιάς δεν μπορούσε να ανεχτεί. Ο θυμός και η πληγωμένη του περηφάνια τον έκαναν να συγκεντρωθεί σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή και τον γέμισαν μια δύναμη που ούτε γνώριζε πως είχε, μια σχεδόν αφύσικη δύναμη.
«Έλα εδώ!» σχεδόν φώναξε στον Ντίκον ενώ πάλευε να ξεσκεπάσει τα πόδια του. «Έλα αμέσως εδώ!»
Ο Ντίκον βρέθηκε δίπλα του στη στιγμή. Η Μαίρη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και της φάνηκε πως χλόμιασε.
«Μπορεί να το κάνει! Μπορεί! Μπορεί!» παραμιλούσε βιαστικά μέσα από τα δόντια της.
Ακολούθησε μια μικρή αναμπουμπούλα, τα σκεπάσματα παραμερίστηκαν και πετάχτηκαν καταγής, ο Ντίκον κράτησε το μπράτσο του Κόλιν, τα αδύνατα πόδια εμφανίστηκαν, τα αδύνατα πέλματα βρέθηκαν στο γρασίδι. Ο Κόλιν στεκόταν ολόισιος σαν λαμπάδα και μοιάζοντας παράδοξα ψηλός, το κεφάλι του ήταν υψωμένο και τα παράξενά του μάτια άστραφταν.
«Κοίταξέ με!» είπε επιθετικά στον Μπεν Γουέδερσταφ. «Για κοίταξέ με! Εσύ! Για κοίταξέ με!»
«Στέκεται ολόισια σαν εμένα, σαν όλα τα παιδιά στο Γιορκσάιρ!» φώναξε ο Ντίκον.
Η Μαίρη βρήκε την αντίδραση του Μπεν Γουέδερσταφ πέρα για πέρα παράδοξη. Ο Μπεν έμοιαζε να πνίγεται με το σάλιο του, κατάπιε με θόρυβο και ξαφνικά δάκρυα αυλάκωσαν το ανεμοδαρμένο του πρόσωπο καθώς χτύπησε τα χέρια του μεταξύ τους.
«Κοίτα ψέματα που λέει ο ντουνιάς!» ξέσπασε. «Είσαι αδύνατος σαν το κλαράκι κι άσπρος σαν το φάντασμα, δεν έχεις όμως τίποτις στραβό πάνω σου. Θα γίνεις πρώτο παλικάρι. Να σ’ έχει καλά ο Θεός!»
Ο Ντίκον κρατούσε γερά το χέρι του Κόλιν, όμως το αγόρι στεκόταν όλο και πιο ίσιο και κοίταζε καταπρόσωπο τον Μπεν Γουέδερσταφ.
«Εγώ είμαι ο αφέντης σου όταν λείπει ο πατέρας μου» είπε. «Κι οφείλεις να με υπακούς. Αυτός είναι ο κήπος μου. Μην τολμήσεις να πεις κουβέντα για αυτόν! Κατέβα από τη σκάλα, πήγαινε στον Μεγάλο Περίπατο και η Δεσποινίς Μαίρη θα έρθει να σε βρει και να σε φέρει εδώ. Δεν σε θέλαμε μαζί μας, τώρα όμως δεν μπορούμε παρά να μοιραστούμε το μυστικό μας μαζί σου. Άντε, κάνε γρήγορα!»
Το δύστροπο γέρικο πρόσωπο του Μπεν Γουέδερσταφ ήταν ακόμα υγρό από το παράδοξο ξέσπασμά του σε δάκρυα. Έμοιαζε όμως να μη μπορεί να τραβήξει το βλέμμα από τον λεπτό ευθυτενή Κόλιν, που στεκόταν κοιτάζοντάς τον αφ’ υψηλού.
«Αχού, αγοράκι μου!» ψιθύρισε σχεδόν. «Αχού, αγοράκι μου!» Και μετά ήρθε ξανά στα συγκαλά του, ακούμπησε το χέρι στο καπέλο του και είπε: «Μάλιστα, κύριε! Μάλιστα, κύριε!» και κατεβαίνοντας τη σκάλα εξαφανίστηκε υπάκουα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...