Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Φράνσις Χότζον Μπαρνέτ: Ο μυστικός κήπος (Έβδομο κεφάλαιο)


ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ


Δύο μέρες μετά από αυτό, με το που ξύπνησε η Μαίρη, ανακάθισε στο κρεβάτι της και φώναξε στη Μάρθα.
«Κοίτα στον χερσότοπο! Κοίτα στον χερσότοπο!»
Η καταιγίδα είχε περάσει και η γκρίζα ομίχλη και τα σύννεφα είχαν καθαρίσει από τον αέρα της προηγούμενης νύχτας. Μα κι ο αέρας είχε σταματήσει πια να φυσάει και ένας φωτεινός καταγάλανος ουρανός απλωνόταν πάνω από τα βαλτοτόπια. Η Μαίρη ποτέ της δεν είχε δει έναν τόσο γαλανό ουρανό. Στην Ινδία ο ουρανός ήταν πάντα σαν μια καυτή φωτεινή άπλα. Ενώ εδώ ήταν ένα καθάριο μπλε που έμοιαζε να λαμποκοπάει σαν τα νερά μιας βαθιάς λίμνης, κι εδώ κι εκεί, ψηλά σε όλο αυτό το γαλανό ταξίδευαν μικρά σύννεφα σαν κατάλευκο μαλλί. Ακόμα και τα πιο απόμακρα σημεία του χερσότοπου είχαν ένα απαλό μπλε χρώμα αντί γα το μουντό μαυροπόρφυρο ή το φρικτό γκρίζο.
«Αχου!» είπε η Μάρθα με ένα χαρούμενο χαμόγελο. «Πέρασε για την ώρα η καταιγίδα. Το κάνει τέτοια εποχή του χρόνου. Περνάει σε μια νύχτα και τάχα καμώνεται πως δεν ήταν ποτέ της στα μέρη μας κι ούτε το έχει να περάσει ξανά. Κι αυτό, γιατί έρχεται η άνοιξη. Αργεί ακόμη, αλλά έρχεται».
«Νόμιζα πως έβρεχε συνέχεια ή ήταν σαν να είχε σκοτεινιά πάντα στην Αγγλία» είπε η Μαίρη.
«Α, όχι!» είπε η Μάρθα και ανακάθισε στις φτέρνες της ανάμεσα στις μαύρες μολύβδινες βούρτσες της. «Με τίποτις!»
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε με σοβαρό ύφος η Μαίρη. Στην Ινδία οι ντόπιοι μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους που λίγοι καταλάβαιναν, κι έτσι δεν της έκανε εντύπωση όταν η Μάρθα χρησιμοποιούσε λέξεις που δεν γνώριζε.
Η Μάρθα γέλασε όπως ακριβώς είχε κάνει το πρώτο πρωινό της γνωριμίας τους.
«Να’ το πάλι» είπε. «Μίλησα με τη διάλεκτο του Γιορκσάιρ πάλι ενώ η κυρία Μέντλοκ είπε πως δεν πρέπει να το κάνω. “Με τίποτις” σημαίνει “Δεν ισχύει καθόλου” είπε αργά και καθαρά «αλλά παίρνει ώρα να το πω. Το Γιορκσάιρ, όταν έχει καλό καιρό, είναι το πιο λαμπερό μέρος της γης. Σου το είπα που έτσι είναι ο χερσότοπος μετά από λίγο. Περίμενε μέχρι να δεις τα χρυσαφιά μπουμπούκια των ασπάλαθων και τα σπάρτα και τα ρείκια που ανθίζουν, γεμάτα μαβιές καμπανούλες, κι εκατοντάδες πεταλούδες που φτεροκοπάνε και μέλισσες που ζουζουνίζουν και κορυδαλλούς που πετάνε ψηλά και κελαηδάνε. Τότε θα θέλεις να βγεις έξω από το ξημέρωμα και να μείνεις όλη τη μέρα εκεί όπως κάνει ο Ντίκον».
«Θα μπορέσω άραγε να το κάνω κάποτε;» ρώτησε η Μαίρη με λαχτάρα κοιτώντας έξω από το παράθυρο στον μακρινό ορίζοντα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο κι υπέροχο και το χρώμα του τόσο θεϊκό.
«Δεν ξέρω» απάντησε η Μάρθα. «Μου μοιάζει πως δεν τα έχεις βάλει να δουλέψουν τα ποδαράκια σου από την ώρα που γεννήθηκες. Δεν θα κατάφερνες να περπατήσεις πέντε μίλια. Πέντε μίλια είναι μέχρι το χωριατόσπιτό μας».
«Πολύ θα ήθελα να το δω».
Η Μάρθα την κοίταξε με περιέργεια για λίγο και μετά ξανάπιασε τη βούρτσα του γυαλίσματος και ξανάρχισε να τρίβει τη σχάρα. Σκεφτόταν πως το άχαρο προσωπάκι της τώρα πια δεν έμοιαζε τόσο ξινισμένο όσο το πρωινό που την πρωτοείδε. Έμοιαζε κάπως με τη μικρή Σουζάννα όταν ήθελε πολύ κάτι.
«Θα ρωτήσω τη μητέρα μου» είπε. «Είναι από αυτούς που ευκαιρία ψάχνουν για να κάνουν δουλειές. Αύριο έχω σχόλη και θα πάω σπίτι μου. Α! Τι καλά! Η κυρία Μέντλοκ έχει καλή γνώμη για τη μητέρα μου. Ίσως και να της μιλούσε για να την πείσει».
«Τη συμπαθώ τη μητέρα σου» είπε η Μαίρη.
«Κι εγώ έτσι λέω» συμφώνησε η Μάρθα καθαρίζοντας.
«Δεν την έχω δει ποτέ μου» είπε η Μαίρη.
«Όχι, δεν την έχεις δει» απάντησε η Μάρθα.
Ανακάθισε ξανά στις φτέρνες της και με την ανάποδη της παλάμης της έτριψε την άκρη της μύτης της μοιάζοντας σε αμηχανία για μια στιγμή, αμέσως όμως το ξεπέρασε και είπε:
«Να, είναι τόσο λογική και καλόκαρδη και δουλευταρού και καθαρή που όλοι τους τη συμπαθούν είτε την έχουν γνωρίσει είτε όχι. Όταν είναι να γυρίσω σπίτι μου στη σχόλη μου, χοροπηδάω από τη χαρά μου με το που διασχίζω τον χερσότοπο».
«Συμπαθώ τον Ντίκον» πρόσθεσε η Μαίρη. «Και δεν τον έχω δει ποτέ μου».
«Α, σου το είπα που τα πουλιά και τα κουνέλια και τα πρόβατα και τα αλογάκια και οι αλεπούδες τον συμπαθούν. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται για σένα ο Ντίκον» είπε με έμφαση η Μάρθα και την κοίταξε σκεπτική.
«Δεν θα με συμπαθούσε» είπε η Μαίρη με τον στριφνό ψυχρό τρόπο της. «Κανένας δεν με συμπαθεί».
Η Μάρθα φάνηκε ξανά σκεφτική.
«Εσένα σ’ αρέσεις;» ρώτησε σαν να την έτρωγε πράγματι η περιέργεια να μάθει.
Η Μαίρη δίστασε για λίγο και φάνηκε να το καλοσκέφτεται.
«Καθόλου, αν θες να ξέρεις» απάντησε. «Δεν το σκέφτηκα όμως ποτέ μου μέχρι τώρα».
Η Μάρθα μισοέσκασε ένα χαμόγελο λες και θυμόταν κάτι δικό της.
«Η μητέρα μού το είπε κάποτε» είπε. «Ήταν πάνω από τη σκάφη της κι εγώ είχα τις κακές μου και μίλαγα άσχημα για τον κόσμο, και τότε γυρίζει και μου λέει: “Κοίτα την αλεπουδίτσα, κοίτα την. Να σου που κάθεται και λέει που δεν της αρέσει ο ένας και ο άλλος. Εσένα σ’ αρέσεις;” Έβαλα τα γέλια και ήρθα στα συγκαλά μου στα γρήγορα».

Η Μάρθα έφυγε καλοδιάθετη αμέσως μόλις έδωσε στη Μαίρη το πρωινό της. Θα περπατούσε πέντε μίλια διασχίζοντας τον χερσότοπο μέχρι το χωριατόσπιτό της, και θα βοηθούσε τη μητέρα της με την μπουγάδα και θα έκανε το ψήσιμο της βδομάδας στον φούρνο και θα το καταδιασκέδαζε.
Η Μαίρη ένιωσε πιο μόνη από ποτέ όταν κατάλαβε ότι η Μάρθα δεν ήταν πια στο σπίτι. Βγήκε έξω στον κήπο φουριόζα και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κάνει δέκα γύρους τον κήπο με το σιντριβάνι. Μέτρησε προσεκτικά και όταν τελείωσε, αισθάνθηκε καλύτερα. Ο καταγάλανος ουρανός υψωνόταν επιβλητικός πάνω από το Μίσελθουέιτ και πάνω από τον χερσότοπο, και όλο σήκωνε το πρόσωπό της και κοιτούσε ψηλά, προσπαθώντας να φανταστεί πώς θα ήταν να ξαπλώσει σε ένα από τα χιονάτα συννεφάκια και να τριγυρίζει σαν να κολυμπούσε. Πήγε μέχρι τον πρώτο κήπο της κουζίνας και βρήκε τον Μπεν Γουέδερσταφ να δουλεύει εκεί πέρα μαζί με άλλους δύο κηπουρούς. Η αλλαγή στον καιρό φαινόταν να του έχει κάνει καλό. Της μίλησε πρώτος.
«Έρχεται η άνοιξη» είπε. «Τη μυρίζεις;»
Η Μαίρη ρουθούνισε στον αέρα και της φάνηκε να τη μυρίζει.
«Μυρίζω κάτι όμορφο, φρέσκο και βρεγμένο» είπε.
«Είναι το εύφορο χώμα» της απάντησε σκάβοντας. «Είναι στα καλά του κι ετοιμάζεται να καρπίσει. Χαίρεται όταν φτάνει η ώρα του φυτέματος. Βαριέται τον χειμώνα, που δεν έχει τίποτα να κάνει. Στους λουλουδόκηπους εκεί πέρα τα πράματα ανασαλεύουν στο σκοτάδι. Ο ήλιος τα ζεσταίνει. Σε λίγο θα δεις πράσινες κορυφούλες να πετάγονται από το μαύρο χώμα».
«Τι θα είναι;» ρώτησε η Μαίρη.
«Κρόκοι και χιονούλες κι ασφοδέλια. Έχεις δει ποτέ σου;»
«Όχι. Όλα είναι ζεστά, βρεγμένα και πράσινα μετά τις βροχές στην Ινδία» είπε η Μαίρη. «Νομίζω πως τα πράγματα μεγαλώνουν σε μια νύχτα».
«Ετούτα εδώ δεν θα μεγαλώσουν σε μια νύχτα» είπε ο Γουέδερσταφ. «Πρέπει να τα περιμένεις. Θα ξεμυτίσουν λίγο πιο ψηλά εδώ, θα βγάλουν μια κορυφούλα ακόμη εκεί, θα ξεκουκουβιάσουν ένα φυλλαράκι σήμερα κι άλλο ένα αύριο. Να τα παρακολουθείς».
«Αυτό θα κάνω» απάντησε η Μαίρη.
Σε λίγο άκουσε ξανά το απαλό θρόισμα από φτερούγες και μεμιάς κατάλαβε ότι ο κοκκινολαίμης είχε ξαναέρθει. Έμοιαζε να έχει ξεθαρρέψει και χοροπηδούσε ζωηρά τόσο κοντά στα πόδια της, κι έγερνε το κεφαλάκι του στη μια μεριά και την κοιτούσε τόσο πονηρά, που η Μαίρη ρώτησε τον Μπεν Γουέδερσταφ:
«Λες να με θυμάται;»
«Αν σε θυμάται λέει!» είπε με αγανάκτηση ο Γουέδερσταφ. «Αυτός θυμάται το τελευταίο λάχανο στον κήπο, άσε πια τους ανθρώπους! Δεν έχει ματαδεί μικρό κορίτσι εδώ πέρα, γι’ αυτό το έχει βάλει σκοπό να τα μάθει όλα για σένα. Δε χρειάζεται να του κρύβεσαι».
«Ανασαλεύουν τα πράγματα κάτω από το χώμα μέσα στο σκοτάδι κι εκεί στον κήπο που ζει;» θέλησε να μάθει η Μαίρη.
«Σε ποιον κήπο;» γρύλισε ο Γουέδερσταφ μουτρώνοντας ξανά.
«Εκείνον που έχει τις παλιές τριανταφυλλιές». Δεν μπορούσε να μη ρωτήσει, ήθελε τόσο πολύ να μάθει. «Πεθαίνουν όλα τα λουλούδια ή μήπως κάποια βγαίνουν ξανά το καλοκαίρι; Έχει ποτέ τριαντάφυλλα;»
«Ρώτα αυτόν» είπε ο Μπεν Γουέδερσταφ, κάνοντας μια κίνηση με τους ώμους κατά τον κοκκινολαίμη. «Μόνο αυτός ξέρει. Κανένας άλλος δεν πάτησε εκεί μέσα εδώ και δέκα χρόνια».
Δέκα χρόνια ήταν πολύς καιρός, σκέφτηκε η Μαίρη. Δέκα χρόνια ήταν από τότε που γεννήθηκε.
Απομακρύνθηκε χαμένη στις σκέψεις της. Είχε αρχίσει να της αρέσει ο κήπος, όπως είχε αρχίσει να της αρέσει και ο κοκκινολαίμης, ο Ντίκον και η μητέρα της Μάρθας. Είχε αρχίσει να της αρέσει και η Μάρθα. Σαν να είχε μαζευτεί πολύς κόσμος που της άρεσε, δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια. Σκεφτόταν τον κοκκινολαίμη σαν να ήταν άνθρωπος. Συνέχισε να περπατάει έξω από τον μακρύ τοίχο που τον σκέπαζε κισσός και που μπορούσες να δεις τις κορυφές των δέντρων από πάνω του. Και τη δεύτερη φορά που πηγαινοερχόταν έτσι, της συνέβη ό,τι πιο υπέροχο και συναρπαστικό, κι αυτό το χρωστούσε στον κοκκινολαίμη του Μπεν Γουέδερσταφ.
Άκουσε ένα τιτίβισμα κι ένα κελάηδημα, κι όταν κοίταξε στο γυμνό παρτέρι στα αριστερά της, να τον εκεί πέρα να χοροπηδάει και να κάνει πως τσιμπολογάει τη γη, σαν για να την πείσει ότι δεν την είχε ακολουθήσει. Το ήξερε όμως ότι την είχε ακολουθήσει και η έκπληξη την γέμισε τέτοια χαρά που κάτι αλαφροπετάρισε μέσα της.
«Ώστε με θυμάσαι!» φώναξε. «Με θυμάσαι! Είσαι ό,τι πιο όμορφο στον κόσμο!»
Τιτίβιζε κι αυτή, μιλούσε και τον καλόπιανε, κι αυτός χοροπηδούσε και τίναζε την ουρά του και κελαηδούσε. Ήταν σαν να μιλούσε. Το κόκκινο γιλέκο του ήταν σαν σατινένιο και φούσκωνε το μικροσκοπικό στήθος του κι ήταν τόσο όμορφος και μεγαλόπρεπος που έμοιαζε να της έδειχνε έτσι πόσο σημαντικός και ίδιος με τους ανθρώπους μπορούσε να είναι ένας κοκκινολαίμης. Η Αφέντρα η Μαίρη ξέχασε πόσο στριφνή ήταν στη μέχρι τώρα ζωή της όταν την άφησε να έρθει πιο κοντά του κι όλο και πιο κοντά του, να σκύψει και να του μιλήσει προσπαθώντας να βγάλει από το στόμα της ήχους σαν του κοκκινολαίμη.
Αχ! Και να σκεφτεί κανείς πως την άφησε να τον πλησιάσει! Σαν να ήξερε πως τίποτα στον κόσμο δεν θα την έκανε να απλώσει το χέρι της ή να τον τρομάξει. Το ήξερε γιατί ήταν ένα αληθινό ζωντανό πλάσμα, καλύτερο από κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα στον κόσμο. Η Μαίρη ένιωθε τέτοια ευτυχία που δεν τολμούσε ούτε να αναπνεύσει.
Το παρτέρι δεν ήταν ολότελα γυμνό. Δεν είχε λουλούδια, γιατί τα πολυετή φυτά είχαν κλαδευτεί ώστε να ξεκουραστούν τον χειμώνα, υπήρχαν όμως ψηλοί και χαμηλοί θάμνοι στο βάθος του παρτεριού, κι όπως ο κοκκινολαίμης χοροπηδούσε από κάτω τους, η Μαίρη τον είδε να χοροπηδάει πάνω από έναν σβόλο φρεσκοσκαμμένης γης και να σταματάει για να ψάξει για κανένα σκουλήκι. Το χώμα ήταν φρεσκοσκαμμένο, γιατί ένας σκύλος προσπαθούσε να ξετρυπώσει έναν τυφλοπόντικα κι είχε καταφέρει να κάνει μια μεγάλη τρύπα.
Η Μαίρη την κοίταξε χωρίς να ξέρει για ποιο λόγο ήταν εκεί η τρύπα, και καθώς κοιτούσε είδε κάτι θαμμένο σχεδόν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Έμοιαζε με ένα κρίκο από σκουριασμένο σίδερο ή μπρούτζο, κι όταν ο κοκκινολαίμης πέταξε σε ένα δέντρο εκεί δίπλα, η Μαίρη άπλωσε το χέρι της κι έπιασε τον κρίκο. Όμως δεν ήταν μόνο ένας κρίκος, παρά ένα παλιό κλειδί που φαινόταν να ήταν θαμμένο εκεί για πολύ καιρό.
Η Αφέντρα η Μαίρη σηκώθηκε και το κοίταξε έτσι όπως κρεμόταν από το δάχτυλό της με μια έκφραση φοβισμένη σχεδόν.
«Μπορεί και να ήταν θαμμένο για δέκα χρόνια» ψιθύρισε. «Μπορεί να είναι το κλειδί για τον κήπο!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...