Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Το επιθυμητό τροχαίο

Everett Shinn: the tightrope Walker, 1904
Με λένε Λιάνα και είμαι σχοινοβάτης σε τσίρκο. Γελάσατε; Εντάξει! Όλοι γελάνε, βρίσκοντας τη δουλειά μου από παράξενη έως αστεία. Στην αρχή, ένιωθα αμήχανα. Τι αντίδραση κι αυτή να σε βλέπουν και να γουρλώνουν τα μάτια λες κι έχουν μπροστά τους τη γυναίκα με τη γενειάδα! Στο τέλος όμως μπούχτισα, στόμωσα, βαρέθηκα ακόμη κι αυτή τη ζωή στο τσίρκο. Ένας μικρόκοσμος που θύμιζε βαλτόνερα όπου βουλιάζεις αφήνοντας πίσω σου κάτι ελάχιστες φυσαλίδες αέρα. Πήρα την απόφαση να φύγω. Για πού; Τι θα έκανα; Ερωτήματα ανάξια να βασανίσουν το μυαλό μου καθώς βάδιζα στην άκρη του επαρχιακού δρόμου.
Γρήγορα, η απόδρασή μου εξελίχτηκε σ’ έναν ωραίο περίπατο στην εξοχή. Καθώς ο δρόμος ανηφόριζε, μόνο ένας στενός πέτρινος τοίχος, ένα μέτρο ψηλός, εξασφάλιζε τον ανύποπτο περαστικό από το να κατρακυλήσει στην απότομη πλαγιά. Για μένα, ήταν απλώς μια πρόκληση. Σκαρφάλωσα κι άρχισα να περπατάω με την ψευδαίσθηση πως ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί. Σήκωσα τα χέρια στο ύψος των ώμων μου, πάτησα στις μύτες των ποδιών και βρέθηκα να κάνω φιγούρες με θεατή το αμέτοχο τοπίο.
Είχα τόσο απορροφηθεί που το κορνάρισμα του φορτηγού και το απότομο στρίγκλισμα των φρένων, μου έκοψε τη χολή. Παραπάτησα κι ευτυχώς η εξάσκηση τόσων χρόνων με έκανε να προσγειωθώ στην άσφαλτο και όχι στον πάτο του γκρεμού.
«Είσαι τρελή κοπέλα μου; Να αυτοκτονήσεις θέλεις; Τι δουλειά έχεις να περπατάς εκεί πάνω;»
«Κι εσύ τι είσαι; Ο στρατός της σωτηρίας;» αντιγύρισα ενοχλημένη.
«Εγώ φταίω που ανακατεύομαι! Δεν πα να κόψεις και το λαιμό σου!» ο φορτηγατζής ξεκίνησε φουριόζος λούζοντάς με την εξάτμισή του.
Εκνευρισμένη, συνέχισα να περπατάω, στην άκρη του δρόμου αυτή τη φορά, μήπως και κάποιος άλλος καλοθελητής ανησυχήσει για τη σωματική μου ακεραιότητα. Όχι πως θα πάθαινα και τίποτα βέβαια! Από μικρή με τη γυμναστική είχα φτιάξει ένα σώμα λάστιχο. Και στις ρόδες του φορτηγού να έπεφτα, τίποτα δε θα συνέβαινε. Καλά, φτάνει, μας έπεισες, μια φωνούλα μέσα μου με ειρωνεύτηκε. Για να σε δούμε τώρα χωρίς δουλειά, χωρίς σπιτικό, χωρίς κανέναν!
Ορφανή από τόση δα, η μοναδική μου οικογένεια υπήρξε το τσίρκο και οι άνθρωποί του. Από πόλη σε πόλη, στα είκοσι δύο μου είχα φτάσει να θέλω να ριζώσω κάπου. Αυτό που άλλες κοπέλες της ηλικίας μου θα έβρισκαν αναχρονιστικό και ξεπερασμένο, ήταν για μένα όνειρο ζωής: Να κάνω τη δικιά μου οικογένεια, να φτιάξω σπιτικό, να έχω ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου. Να χτίσω τη δική μου φωλιά, τον κόσμο μου γεμάτο από την αγάπη που στερήθηκα.
Με αυτά κι αυτά, ούτε που κατάλαβα για πότε έφτασα στην κοντινή πόλη. Η πλατεία ήταν γεμάτη μοντέρνες καφετέριες. Κάθισα στη σκιά προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Και πρώτα-πρώτα ο άνδρας των ονείρων μου. Πώς θα έβγαινε από το όνειρο, βρε παιδί μου, να γίνει πραγματικότητα;
Το κακόφωνο κορνάρισμα με ξάφνιασε.
«Ζεις ακόμα; Πώς και δεν έπεσες σε καμιά ρόδα;» ο ίδιος εκείνος φορτηγατζής εξακολουθούσε να μου κάνει πλάκα.
Τι ενοχλητικός! Πουθενά δεν ησυχάζει κανείς. Ας κάνω την αδιάφορη, μήπως και σηκωθεί να φύγει, αποφάσισα.
Αμ δε! Λες και τον προσκάλεσα, στρογγυλοκάθισε δίπλα μου.
«Τι θα πάρεις;» ρώτησε καθώς ο σερβιτόρος στάθηκε από πάνω μας σαν το κοράκι.
«Τίποτα!» απάντησα μουτρωμένη. «Δεν έχω λεφτά».
«Κερνάω εγώ! Σε παρακαλώ, ένα καφέ, δυο τοστ και μια πορτοκαλάδα».
Στο άκουσμα της παραγγελίας ξεροκατάπια και το στομάχι μου πανηγύρισε με θορυβώδη ενθουσιασμό.
Τι έχει και μου τη δίνει τόσο στα νεύρα; αναρωτήθηκα καθώς άκουσα τον τύπο να γελάει. Ετοιμαζόμουν να τον βρίσω, δεν ξέρω όμως πώς, μ’ έπιασαν κι εμένα τα γέλια.
«Μάλλον πείναγες!» διαπίστωσε βλέποντας με να κατεβάζω και την τελευταία μπουκιά από το δικό του τοστ.
«Ο καθαρός αέρας μού άνοιξε την όρεξη», κατόρθωσα να απαντήσω ενώ σκεφτόμουν πως δεν είχα φάει τίποτα εδώ και δεκάξι ώρες.
«Ώστε δουλεύεις σε τσίρκο».
«Δούλευα μέχρι χθες το βράδυ» τον διόρθωσα, «τα παράτησα όμως κι έφυγα. Άστα, άλλος κόσμος».
«Δεν έχεις άδικο. Μικρός, μου άρεσε το τσίρκο! Τώρα, τα βλέπω κι εγώ διαφορετικά. Και δε μου λες! Τι θα κάνεις τώρα; Έχεις πουθενά να πας;»
«Δε βαριέσαι! Κάτι θα βρεθεί. Κανείς δεν χάνεται».
«Αυτό το λένε για τα πετεινά του ουρανού. Για τους ανθρώπους, ισχύουν άλλα. Να σου πω…», κοντοστάθηκε. «Έρχεσαι να μείνεις μαζί μου; Έτσι, για μερικές μέρες μέχρι να δεις τι θα κάνεις».
«Για ποια με πέρασες; Σου μοιάζω για καμιά εύκολη; Μπορεί να μεγάλωσα από δω κι από κει, δεν είμαι όμως και καμιά πεταμένη!» άστραψα και κόρωσα.
«Πού τα βρίσκεις και τα λες! Αμάν αδερφέ, τσακμάκι γίνεσαι! Δεν ξέρω τι βάζει το μυαλουδάκι σου, αλλά αν είναι να πειραχτεί κάποιος, αυτός είμαι εγώ. Εσύ για ποιον με πέρασες;»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα ανοιχτό σπορ αμάξι μπήκε στριγκλίζοντας στην πλατεία για να σταματήσει λίγο πιο μακριά από τα πόδια μας, μισό πάνω και μισό κάτω από το πεζοδρόμιο. Συνηθισμένη να αρπάζομαι εύκολα, ήμουν έτοιμη να βρίσω, αντικρίζοντας όμως τον ανυπόμονο οδηγό, έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα. Τι κούκλος!
«Καλημέρα Γρηγόρη!» πέταξε ο άγνωστος περνώντας από μπροστά μας και χάθηκε φουριόζος στο διπλανό μαγαζί.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησα εκνευρισμένη που ο άνδρας δεν με είχε καν κοιτάξει.
«Αυτός; Ο περιβόητος Μάρκος! Τα μισά μαγαζιά εδώ γύρω είναι δικά του! Δεν ξέρει τι έχει και τι δεν έχει! Ωραίος και πλούσιος, καλός συνδυασμός, ε;» μου μισοέκλεισε ειρωνικά το μάτι. «Βλέπω, δεν σε άφησε ασυγκίνητη. Να σκεφτείς πως κάποτε ήμασταν συμμαθητές. Άλλα χρόνια τότε!» κατέληξε αναστενάζοντας.
Εγώ πάλι σκέφτηκα πως αφού είχε ωραία εμφάνιση και γεμάτο πορτοφόλι, μπορούσα να παραβλέψω όλα τα υπόλοιπα. Μου έφτανε και μου περίσσευε!
Τα πράγματα ήταν απλά. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μου υπαγόρευσε να βάλω στο στόχαστρό μου τον Μάρκο. Βέβαια, χρειαζόμουν το σωστό βέλος για να τον καρφώσω. Ένα βέλος που θα έβρισκε σίγουρα κέντρο, γιατί το σχέδιο που σκάρωσα στη στιγμή ήταν σατανικό αν και ριψοκίνδυνο.
Αποφασισμένη να εκμεταλλευτώ το προηγούμενό μου επάγγελμα όπως και το ότι κάποια πράγματα δεν είναι για να τα σκέφτεσαι δεύτερη φορά, θα έπεφτα στις ρόδες του Μάρκου. Όχι, μην τρομάζετε! Δεν σκόπευα να αυτοκτονήσω, αλλά να αποπλανήσω τον επίδοξο γαμπρό. Το σχέδιό μου ήταν απλό. Αφού μάθαινα ποια διαδρομή ακολουθούσε, θα προσγειωνόμουν -χρησιμοποιώντας όλη μου την τέχνη- κοντά στο αμάξι του. Δήθεν θα λιποθυμούσα από την τρομάρα μου, αυτός θα σταματούσε ανήσυχος για το παρά τρίχα δυστύχημα, θα μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του, κλπ, κλπ. Έτσι ή κάπως έτσι περνούσε το επιθυμητό τροχαίο από το μυαλό μου.
Η πίσω αυλή ήταν το ιδανικό σημείο για να εξασκούμαι. Επί ώρες εκτελούσα την ίδια και την ίδια άσκηση μέχρι να δώσω στον εαυτό μου το σφύριγμα της λήξης. Πολλές φορές, έπιανα με την άκρη του ματιού την κυρά Μάρθα να με κοιτάει ανήσυχη. Η αλήθεια είναι πως εκείνη την ώρα ντρεπόμουν λίγο, αλλά σαν το καλοσκεφτόμουν, έλεγα πως δεν έκανα τίποτα κακό, μια ευκαιρία ζητούσα κι εγώ. Βέβαια δεν ήμουν και τόσο σίγουρη πως ο Μάρκος θα έπεφτε σαν τον τυφλό και απονενοημένο στην αγκαλιά μου. Όταν με έπιανε κρίση λογικής, έβλεπα πως το σχέδιό μου έμπαζε νερά.
Ευτυχώς ο Γρηγόρης ήταν ανεκτικός μαζί μου. Η ολιγοήμερη παραμονή μου στο σπίτι του είχε παραταθεί σιωπηλά. Κι ας ήταν το μεροκάματό του ίσα να τα φέρνουν βόλτα αυτός και η μάνα του. Τις τελευταίες μέρες όμως, κάτι είχε αλλάξει. Φαίνεται πως ούτε ο ευγενικός Γρηγόρης μπορούσε να με ανεχτεί, με το ζόρι αλλάζαμε δυο κουβέντες κι έφευγε βιαστικός κοιτάζοντάς με περίεργα, σαν να τον ενοχλούσε η παρουσία μου. Είχα κι ένα στόμα η άτιμη! Κάτι θα του είχα πει και μου το κρατούσε μανιάτικο.
Δυο βδομάδες χρειάστηκαν για να τελειοποιήσω το σχέδιό μου. Και να ‘μαι επιτέλους στημένη στη διασταύρωση, στο έμπα της πόλης.
Διάλεξα επίτηδες ένα σημείο που το σήμα του STOP εξασφάλιζε τουλάχιστον μια λογική ταχύτητα για τα αυτοκίνητα που θα περνούσαν. Περίμενα υπομονετικά μισή ώρα. «Όπου να ‘ναι, θα φανεί», μονολογούσα. Ο ήλιος με τύφλωνε, εγώ όμως εκεί, πρόβαρα ξανά και ξανά στο μυαλό μου την άσκηση που θα μου επέτρεπε να περάσω πάνω από το καπό του Μάρκου και να προσγειωθώ δίπλα στο αυτοκίνητο χωρίς να πάθω τίποτα.
Το σχέδιό μου ήταν άψογο, απλά δεν είχα υπολογίσει τις συγκυρίες. Ο Μάρκος εμφανίστηκε τη σωστή ώρα στο σωστό σημείο κι εγώ με άψογο συγχρονισμό, εκτέλεσα το ακροβατικό μου περνώντας με φόρα πάνω από το αμάξι και έτοιμη να προσγειωθώ στις ρόδες του. Μόνο που ο ήλιος με τύφλωνε, είχα κλείσει τα μάτια κι έτσι συγκρούστηκα με τον κάδο απορριμμάτων του δήμου.
«Πού βρέθηκε αυτή η ανισόρροπη εδώ πέρα;» άκουσα τον Μάρκο να βρίζει από το ανοιχτό παράθυρο του σπορ αμαξιού του.
Πήγα να βρίσω κι εγώ, από την τρομάρα μου όμως πρόλαβα και λιποθύμησα. Λεπτά, ώρες ή αιώνες αργότερα, άνοιξα τα μάτια μου στην αγκαλιά του Γρηγόρη που με κανάκευε σαν μωρό.
«Γρηγόρη! Τι κάνεις εδώ; Πού είμαστε;» ρώτησα ανόητα.
«Φτηνά τη γλίτωσες! Κουτή, τι είχες βάλει στο μυαλό σου; Κόντεψες στ’ αλήθεια να σκοτωθείς!»
Ντροπιασμένη, με πήραν τα κλάματα. Κι ο Μάρκος είχε γίνει καπνός, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Το σχέδιό μου ήταν τελικά ολόιδιο σαμπρέλα που ξεφούσκωσε απότομα.
«Μην κλαις άλλο!» με παρηγόρησε ο Γρηγόρης και μ’ ακούμπησε απαλά στο πεζούλι. «Περίμενε εδώ, μη φύγεις!»
«Να πάω πού; Δεν μου φτάνει το ρεζιλίκι μου;»
Γύρισε με μια αγκαλιά λουλούδια.
«Για μένα;» ρώτησα έκπληκτη.
«Ήταν να στα δώσω …το βράδυ», έκανε κομπιάζοντας. «Μετά σκέφτηκα πως τώρα είναι καλύτερα. Α! παραλίγο να το ξεχάσω! Θα στο έλεγα το βράδυ! Μετά σκέφτηκα πως ..»
«Τώρα είναι καλύτερα!» συμπλήρωσα αυθόρμητα.
«Θα μείνεις μαζί μου;» ρώτησε γελώντας.
«Γιατί;» έκανα χαζά.
«Γιατί αξίζει να δοκιμάσουμε» μου απάντησε απλά.
Πιαστήκαμε χέρι χέρι σαν μαθητές δημοτικού και πήραμε το δρόμο για το σπίτι του.
Έμεινα μαζί του και μένω ακόμα. Σαν όλα τα ζευγάρια έχουμε τις καλές και τις κακές μας στιγμές. Ξέρετε όμως τι κατάλαβα απ’ όλα αυτά; Πως η αγάπη είναι φορές που περιμένει σε ένα σταυροδρόμι, αρκεί να είσαι στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή. Κι αν πάλι δεν είσαι, φτάνει να μετακινηθείς λίγα εκατοστά μέχρι ο ήλιος να πάψει να σε τυφλώνει και να δεις καθαρά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημήτρης Νίκου: Οδοιπόρος

  Σαν άλλος Άτλαντας σηκώνεις το βάρος του κόσμου στους ώμους σου. Η δική σου ύβρις είναι μία ακόμα αποστασία. Είσαι ένας από εμάς, όχι όμως...